Συνέχεια απο : Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013
Heller als tausend Sonnen
Λαμπρότερο από χίλιους ήλιους
του Robert Jungk
Scherz & Goverts Verlag, 1956
Heller als tausend Sonnen
Λαμπρότερο από χίλιους ήλιους
του Robert Jungk
Scherz & Goverts Verlag, 1956
Κεφάλαιο 17ο : Η συνείδηση σε
κρίση και ο πειρασμός της τεχνολογίας (3)
V
Η κοινή γνώμη είχε πια ξυπνήσει.
Η H-Bomb
(Η-υδρογόνο) όπως την είχαν ονομάσει, ξύπνησε και πάλι τον ίδιο φόβο και
θυμό, όπως η πρώτη ατομική βόμβα. Εκκλησιαστικοί άνδρες, μορφωμένοι, πολιτικοί,
δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο, προειδοποιούσαν και πίεζαν προς μια νέα
προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. «Η εφαρμογή των βαθέων
μυστικών της δημιουργίας με σκοπό την καταστροφή είναι μια πράξη φρικτή»,
έγραψαν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι John και Stewart Alsop. Ο νομπελίστας A. H. Compton απαίτησε: «Ο
ίδιος ο αμερικάνικος λαός πρέπει να δηλώσει εάν θέλει να αμυνθεί με τέτοια όπλα.
Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που αφορά μόνο στρατιωτικούς και επιστήμονες...». Ο Szilard εξήγησε σε μια
ραδιοφωνική εκπομπή, πως μια έκρηξη μόλις πεντακοσίων τόνων βαρέως υδρογόνου
αρκεί για να εξαφανίσει κάθε μορφή ζωής στην γη. Ο Albert Einstein φώναζε
τρομοκρατημένος: «ο αγώνας των εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας παίρνει
χαρακτήρα υστερίας. Και στις δυο πλευρές τελειοποιούνται μέσα μαζικής
καταστροφής με πυρετώδη ρυθμό, πίσω από τα τείχη της μυστικότητας... ο φρικτός
χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης βρίσκεται στην φαινομενική της αναγκαιότητα. Κάθε
βήμα φαντάζει ως αναπόφευκτη συνέπεια του προηγούμενου. Και στον ορίζοντα
αναδύεται όλο και πιο ξεκάθαρα η ολική εξόντωση».
Η ηγετική διάνοια στον αγώνα κατά
της βόμβας υδρογόνου ήταν ο Hans Bethe. Αυτός εξέφρασε ιδιαιτέρως ένα σημείο που
προκαλούσε φόβο: «Η ατομική βόμβα δεν μπορεί να απαλειφθεί πια, γιατί τα
περισσότερα από τα στρατηγικά μας σχέδια βασίζονται στην ύπαρξή της. Δεν θέλω
να αναγκαστώ να ζήσω τα ίδια και με την βόμβα υδρογόνου». Ένα διαφωτιστικό άρθρο,
που ο Bethe έγραψε,
για το περιοδικό «Scientific American», όπου
αναφέρεται σε επιστημονικές, πολιτικές και ηθικές πτυχές της «Super», περιέχει τις
εξής προτάσεις: «Κάποιοι προβάλλουν το επιχείρημα πως είναι προτιμότερο να
χάσουμε την ζωή μας παρά την ελευθερία μας. Με αυτό συμφωνώ. Αυτό όμως δεν
τίθεται προς συζήτηση. Πιστεύω πως σε ένα πόλεμο που θα γίνει με βόμβες
υδρογόνου θα χάσουμε πού περισσότερα από την ζωή μας. Στην πραγματικότητα θα χάσουμε όλη μας την
ελευθερία και όλες μας τις αξίες.... Πρέπει να πείσουμε τους Ρώσους για την αξία
της προσωπικότητας, με το να σκοτώσουμε εκατομμύρια από αυτούς; Αν κάνουμε ένα
πόλεμο με βόμβες υδρογόνου, και νικήσουμε, η ιστορία δε θα θυμάται τα
ιδανικά για τα οποία πολεμήσαμε, αλλά
την μέθοδο που χρησιμοποιήσαμε για να τα επιβάλουμε. Αυτή την μέθοδο θα την
παρομοιάσουν με την στρατηγική του Τζένγκις Χαν (Dschingis Khan)...»
Πολλές χιλιάδες αντίτυπα αυτού
του τεύχους κατασχέθηκαν από πράκτορες της κυβερνήσεως, με την δικαιολογία ότι
αποκαλύπτει στρατιωτικά μυστικά.
Ο Bethe ήταν ένας από
τους δώδεκα Αμερικανούς φυσικούς (S.K. Allison; K.T. Bainbridge; H.S. Bethe; R.B. Brode; C.C. Lauritsen; F.W. Loomis; G.B. Pegram; B. Rossi; F. Seitz; M.A. Tuve; V.F. Weißkopf; M.G. White) που στις 4 Φεβρουαρίου του 1950
ζήτησαν από τον Truman:
«Παρακαλούμε όπως οι ΗΠΑ, μέσω της ισχυρής κυβερνήσεως της, κάνουν μια
πανηγυρική δήλωση, ότι εμείς δε θα χρησιμοποιήσουμε ποτέ αυτές τις βόμβες
πρώτοι. Η περίσταση που θα μας ανάγκαζε να τις χρησιμοποιήσουμε, θα ήταν η
επίθεση με αυτή την βόμβα εναντίον μας ή εναντίον των συμμάχων μας. Υπάρχει
μόνο μια δικαιολογία για την κατασκευή της βόμβας υδρογόνου: η ύπαρξή της θα
αποτρέψει την χρήση της!»
Η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν έδωσε
σε καμία περίπτωση αυτή την καθησυχαστική διαβεβαίωση.
VI
Η εμφάνιση της «Super» έθεσε σε
πολλούς επιστήμονες το πρόβλημα της προσωπικής ευθύνης για τα αποτελέσματα της
δουλειάς τους. Ο πρώτος που εξέθεσε το πρόβλημα με απόλυτη σαφήνεια ήταν ο
γνωστός μαθηματικός Norbert Wiener (ο πατέρας της κυβερνητικής). Όταν συνεργάτες του τμήματος
ερευνών μιας βιομηχανίας που κατασκεύαζε αεροπλάνα, αλλά και τηλεκατευθυνόμενα
βλήματα, του ζήτησαν να τους δώσει ένα αντίτυπο της αναφοράς που είχε γράψει
για τον στρατό κατά την διάρκεια του πολέμου, τους είπε: «Η εμπειρία των
επιστημόνων που δούλεψαν για την κατασκευή της ατομικής βόμβας έχει δείξει, πως
με κάθε τέτοια ερευνητική εργασία, στο τέλος προσφέρουν εξουσία στα χέρια
εκείνων, τους οποίους δεν εμπιστεύονται. Είναι σαφές πως η διάδοση της πληροφορίας για ένα όπλο, στην σημερινή
κατάσταση του πολιτισμού μας, είναι σχεδόν βέβαιο πως σημαίνει ότι το όπλο θα
χρησιμοποιηθεί... δεν θέλω να λάβω μέρος στον βομβαρδισμό και δηλητηρίαση
απροστάτευτων ανθρώπων.. δεν σκοπεύω λοιπόν να δημοσιεύσω οποιαδήποτε
μελλοντική εργασία μου, η οποία στα χέρια ανεύθυνων στρατιωτικών θα μπορούσε να
προκαλέσει ζημιά».
Η ριζοσπαστική τοποθέτηση του Wiener είχε απορριφθεί
από την μεγάλη μερίδα των Αμερικανών επιστημόνων. Όσοι αρνήθηκαν την τοποθέτηση
του Wiener,
στηρίχτηκαν σε ένα αντεπιχείρημα, που διατύπωσε ο Louis N. Ridenour ως απάντηση
στον Wiener:
«κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα κάποιας
επιστημονικής έρευνας, όπως επίσης κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα
είναι η φύση της πρακτικής εφαρμογής του τελικού αποτελέσματος...»
Στο αντεπιχείρημα αυτό, στο οποίο
συχνά αναφερόντουσαν, απάντησε η Αγγλίδα κρυσταλλογράφος Kathleen Lonsdale: «Ο ερευνητής
πρέπει να αποδεχθεί το ρίσκο, ότι η δουλειά του, η οποία από μόνη της είναι
καλή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς κακό σκοπό. Όταν όμως είναι από την αρχή
γνωστό, ότι ο σκοπός είναι εγκληματικός και κακός, η προσωπική ευθύνη δεν
μπορεί να αποφευχθεί!»
Πολύ λίγοι ερευνητές του δυτικού
κόσμου έπραξαν βάσει αυτής της αρχής. Αυτοί οι δίκαιοι ρίσκαραν το
επαγγελματικό τους μέλλον, ήταν αποφασισμένοι να υποστούν οικονομικές θυσίες,
μερικοί μάλιστα παραιτήθηκαν από την προγραμματισμένη καριέρα. Μια νεαρή βοηθός
του Max Born, η Αγγλίδα Helen Smith, αποφάσισε να
εγκαταλείψει την Φυσική και να γίνει νομικός, την στιγμή που άκουσε για την
ατομική βόμβα και τον σκοπό της.
Πολλοί Αμερικανοί ερευνητές οι
οποίοι ήταν αντίθετοι προς τους εξοπλισμούς, συναντήθηκαν στην «Society for
Social Responsibility in Science (SSRS)» (εταιρία κοινωνικής ευθύνης εντός της
επιστήμης). Τα μέλη της ομάδας αυτής διέφεραν από τα μέλη παρόμοιων οργανώσεων,
στο εξής σημείο: δεν ήθελαν να περιμένουν μέχρι οι πολιτικοί να αποφασίσουν τον
γενικό αφοπλισμό, θεωρούσαν πως η απόφαση εναντίον της συνέχισης του εξοπλισμού
με ατομικά όπλα ήταν υπόθεση του καθενός.
Ένας από τους ιδρυτές, ο Victor Paschkis, καθηγητής στο
πανεπιστήμιο Columbia,
διηγείται για την ιστορία της «SSRS»: «Τον Αύγουστο του 1947 δημοσίευσα στο Friends
Intelligencer (ένα περιοδικό των Κουάκερων), το άρθρο «Δυο μέτρα και
δυο σταθμά». Εκεί εξέφραζα την θέση μου για κάτι το οποίο μου φαινόταν εντελώς
παράλογο: το γεγονός ότι οι επιστήμονες που μάζευαν χρήματα, με την βοήθεια των
οποίων ήθελαν να ενημερώσουν τον κόσμο για τους κινδύνους των πυρηνικών όπλων,
την ίδια στιγμή συνέχιζαν να δουλεύουν προς κατασκευή τέτοιων όπλων. Ο A.J. Muste, προϊστάμενος
της «Αδελφότητας Συμφιλίωσης» μου τηλεφώνησε και μου είπε: «και άλλοι ερευνητές
πρέπει να αισθάνονται έτσι...»
Ο αριθμός των μελών της οργάνωσης
αυτής αυξήθηκε μετά την ανακοίνωση πως οι ΗΠΑ θα κατασκευάσουν την «Super», αλλά τα μέλη
δεν ήταν σε καμία περίπτωση περισσότερα από 300 (μεταξύ των μελών ήταν από το
1950 ο Albert Einstein, και στο
εξωτερικό ο Max Born). Η οργάνωση
δεν απέκτησε μεγάλη επιρροή. Της απαγόρευσαν μάλιστα να προσχωρήσει στην «American Association for the Advancement of Science»,
οργάνωση στην οποία συμμετείχαν όλες οι επιμέρους επιστημονικές οργανώσεις των
ΗΠΑ. Ο απόηχος των αντιδράσεων σίγησε πολύ γρήγορα. Η «φλόγα της οργής» έσβησε.
Τον Ιούνιο του 1950 ξέσπασε ο
πόλεμος στην Κορέα. Πολλοί επιστήμονες οι οποίοι είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις
τους για την συνεργασία στα εργαστήρια της βιομηχανίας των εξοπλισμών, γύρισαν
πίσω στην επιστημονική έρευνα για τους σκοπούς του πολέμου. Θεώρησαν την
συνεργασία αυτή πατριωτικό τους καθήκον.
Μεταξύ αυτών βρέθηκε και ο Hans Bethe. Έλπιζε, όπως
είπε αργότερα, πως με την εργασία του θα αποδείκνυε, ότι η κατασκευή της βόμβας
υδρογόνου είναι ανέφικτη. Μια τέτοια βεβαιότητα του φαινόταν ως η καλύτερη λύση
για τις ΗΠΑ, οι οποίες έπρεπε να φοβούνται ένα πόλεμο με «Super»-βόμβες πολύ
περισσότερο απ’ ότι οι Ρώσοι. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή του Bethe, με την
εξαιρετική του ικανότητα και την συστηματική και οργανωμένη εργασία του, ήταν
αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχή κατασκευή της βόμβας, την οποία τόσο
φοβόταν και μισούσε. Του ανέθεσαν μάλιστα να γράψει την τεχνική ιστορία της
κατασκευής.
Το 1954 όμως, δήλωσε: «Πρέπει
δυστυχώς να πω, ότι οι εσωτερικές μου ανησυχίες δεν με είχαν εγκαταλείψει και
ακόμα δεν με αφήνουν ήσυχο. Δεν έχω λύσει αυτό το πρόβλημα (την συνεργασία στην
κατασκευή της Η-βόμβας). Έχω ακόμα την αίσθηση ότι έκανα το εσφαλμένο. Αλλά το
έκανα».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου