Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (88)

Συνέχεια από Τετάρτη,13 Ιουνίου 2018
                                         
                                          PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                       20. ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (έκτη και τελευταία συνέχεια)


     Αλκιβιάδης: Όταν ρωτούσε για το «Τί είναι…;» - όπως στους απορητικούς (aporetische) διαλόγους - ή όταν θεωρούσε ήδη το Είδος (Eidos) – όπως στον «Γοργία» - ο Σωκράτης, αυτό συνέβαινε σε μιαν ενότητα της  παιδαγωγίας ή του ‘αγώνα’ (του ‘παιδαγωγείν’ ή ‘αγωνίζεσθαι’…) με την ‘εννοιολογική’ κίνηση. Στο «Συμπόσιο» φανερώνεται για μια και μοναδική φορά, όχι ως παιδαγωγός ή αγωνιστής ο Σωκράτης, αλλά είναι το ‘στόμα’ και μόνον, μέσα απ’ το οποίο και αναγγέλλει ‘προφητικά’ κάτι το Υψηλότερο τη δική του σοφία. Έπρεπε λοιπόν να φανή τώρα, αφού υποδείχθηκε ο δρόμος προς το Είδος, μετά τη διασαφήνιση δηλ. με τον λόγο, η ανθρώπινα πρακτική κίνηση προς τον σκοπό. Δεν ‘επιτρεπόταν’ να βρίσκεται στο τέλος άρα η αναγγελία τής προφήτιδας (της Διοτίμας…), αλλά έπρεπε να ακολουθή ένα τελευταίο μέρος, που να παρουσιάζη την άνοδο σε κείνο το ύψος μέσα στην πραγματικότητα της ίδιας της ζωής. Κορυφώνεται λοιπόν ως προς τη μορφή με το επεισόδιο (Episode) του Αλκιβιάδη το «Συμπόσιο». Και βρίσκεται, όπως και στην «Πολιτεία» - έστω κι αν είναι όλα διαφορετικά εκεί -,   και στο «Συμπόσιο» «στο μέσον» το Είδος.
      Είχαν βουβαθή οι ήχοι τής φλογέρας, που διαπερνούσαν το σπίτι, όταν ξεκίνησαν οι διάλογοι (176 Ε). Ακούγεται όμως τώρα ξανά η φλογέρα απ’ έξω. Και εισβάλλει με τον μεθυσμένο Αλκιβιάδη η ‘άγρια ζωή’ στην ‘τακτοποιημένη  παρέα’. Ανήκει απ’ τη μια πλευρά στο Χάος (Chaos) η μέθη – και θα διαλυθή πράγματι με τη χαοτική αργότερα παρουσία τών ‘κωμαστών’ κάθε κανονικός διάλογος (223 Β) - , κι αισθάνεται ο καθένας με την εμφάνιση, αλλά και με το  όνομα ακόμα τού Αλκιβιάδη, την αντιθετική ένταση τού πώς έρχεται να εγκωμιάση τώρα τον Σωκράτη ένας άνθρωπος, που θα ‘διαφύγη’ αργότερα από κάθε σωκρατικό σύνδεσμο και θα καταστρέψη την Αθήνα. Διαλύει ωστόσο απ’ την άλλη και όλους τούς κοινωνικούς φραγμούς η μέθη: υπάρχει αλήθεια στο κρασί (214 Ε). Συγγενεύει μόνον η τρέλλα τής μέθης σε κάτι με τη ‘μανία’ (Mania) τού εραστή, του ποιητή, του φιλοσόφου, και μπορεί τώρα να μιλήση δίχως δεσμά και δίχως ντροπή ο Αλκιβιάδης.
      Τον αφήνει πρώτα να ‘καθίση’, και μετά να ‘ξαπλώση’ ο Πλάτων. Για να συμβή ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό ‘στιγμές’, παρόμοια όπως και κατά την είσοδο του Σωκράτη, μια κρίσιμη ‘στροφή: απ’ τον Αγάθωνα, στον οποίον και απένειμε κατ’ αρχάς κοινωνικό σεβασμό ως τον «ωραιότερο και πνευματικώτερο» ο Αλκιβιάδης, στον Σωκράτη, που κερδίζει βέβαια με εντελώς διαφορετικήν έννοια αυτόν τον έπαινο. Κρύβονται πολλά σ’ αυτό το ‘πειραχτικό’ παιχνίδι! Η ‘κατηγορία’ τού Αλκιβιάδη π.χ., ότι κατάφερε ‘δόλια’ να καθίση δίπλα στον ωραιότερο ο Σωκράτης, δεν ταιριάζει μόνο στον Αγάθωνα, όπως εννοείται, αλλά και στον ίδιον τον Αλκιβιάδη! Γιατί τον κατέστησε κι αυτόν ‘γείτονά’ του στο τραπέζι, ‘κάνοντάς’ του έγκαιρα θέση, ο Σωκράτης (213 ΑΒ). Και πίσω απ’ την ‘καταδίωξη’, για την οποία τον κατηγορεί ο Αλκιβιάδης – ότι εμφανίζεται ξαφνικά, εκεί που ελάχιστα το περιμένει κανείς -, πίσω απ’ αυτό το ‘αστείο’ διαισθανόμαστε τη σοβαρότητα, με την οποία και βλέπουν να διευθύνεται αναπάντεχα επάνω τους η ελεγκτική ματιά τού Σωκράτη οι νέοι: είναι δε το πιο συγκινητικό παράδειγμα γι’ αυτό η αρχή τού διαλόγου «Αλκιβιάδης» στο σύνολο πλατωνικό έργο. Η πρώτη φράση, με την οποίαν και απευθύνεται  τώρα στον Σωκράτη ο Αλκιβιάδης (213 C), θυμίζει μέχρι και στις λέξεις την περιπαθή προσφώνηση, με την οποία και ‘σπάει’ εκεί (104 D) τη μακρά σιωπή. Πρέπει να το θυμηθούμε αυτό, και πρέπει να υπολογίσουμε και την απόσταση ανάμεσα στην τωρινή και την πρώτη εκείνη συνάντηση, που βρίσκεται μισή σχεδόν  ανθρώπινη ‘ηλικία’ πιο πίσω. Η ‘αστειευόμενη’ κατηγορία τού Σωκράτη (213 D), ότι τον βασανίζει με την ζήλεια του ο Αλκιβιάδης, κι ότι δεν αντέχει πια την τρέλλα και τον έρωτά του (φιλεραστία), φανερώνει τον αντέρωτα που ξυπνά – ακόμα και σε μιαν εγωϊστική ψυχή – ο φιλόσοφος. Ενώ το εκφράζει αυτό και ως μια γενική εμπειρία ο ίδιος ο Αλκιβιάδης στο τέλος: τους ‘ξεγελά’ τούς νέους, σαν να είναι αυτός ο εραστής κι εκείνοι οι ερώμενοι ο Σωκράτης, ενώ είναι ο ίδιος μάλλον ο ερώμενος παρά ο εραστής (222 Β). Διαμορφώνει μάλιστα ολόκληρη η ‘κίνηση’ του διαλόγου «Αλκιβιάδης» σε δράμα (Drama) αυτήν την εμπειρία. Πίσω απ’ το ‘βίαιο’ αστείο τού Αλκιβιάδη, ότι δεν του επιτρέπεται να αγαπάη κανέναν άλλον παρά τον Σωκράτη, όταν είναι ο Σωκράτης παρών, για να μη ‘χειροδικήση’ επάνω του ο Σωκράτης, φανερώνεται αυτό που είναι βαθύτερα αδύνατο: μόνον ο Σωκράτης αξίζει στην πραγματικότητα να επαινεθή. Κι όπως άρχισε ήδη να ‘φέρη’ τα χαρακτηριστικά τού ίδιου του δασκάλου στον λόγο τής Διοτίμας ο Έρως, έτσι γίνεται τώρα αντικείμενο τελικού σεβασμού στη θέση τού Έρωτα ο Σωκράτης.
       Στο κέντρο τού λόγου τού Αλκιβιάδη αποκαλύπτεται αυτό το παράξενο ΄κάλυμμα’ του Σειληνού, με τις λαμπρά πολύτιμες θεїκές εικόνες στο εσωτερικό του. Η βασική στάση είναι εδώ στους μεν νεώτερους η πλήρης αφοσίωση, στον δε δάσκαλο η καθαρώτατη γνώση και η πλήρης κυριαρχία πάνω σε όλους τούς πειρασμούς και τις ορμές, το υγιές φρόνημα (σωφροσύνη), ο ‘ανδρισμός’ (ανδρεία, καρτερία) και η σύνεση (φρόνησις) κατά τη νυχτερινή συγκατοίκηση με τον ωραίον νεανία, καθώς και στους κινδύνους τής μάχης. Αυτό το ‘κέντρο’ περιβάλλεται ωστόσο από εκείνο το ‘κάλυμμα’ «παραξενιάς» (ατοπίας) και «ειρωνίας» (“Ironie”), εκείνο το ‘στρώμα’, που πρέπει να το διαπεράση κανείς, αλλά δεν το διαπερνά παρά για κάποιες στιγμές, εκείνην την ‘περιοχή’, όπου διασταυρώνονται συγκλονιστικά η αινιγματική έλξη και η οδυνηρή απώθηση, και απεικονίζεται με την παρομοίωση του Μαρσύα ή και με το ‘κάλυμμα’ ακριβώς τού Σειληνού, που ‘επεκτείνεται’ τόσο στην αρχή του λόγου τού Αλκιβιάδη, για να επανέλθη (ώστε να καταστήση εναργή τρόπον τινά όλον τον ‘περίγυρο’)  άλλη μια φορά στο τέλος, στην «εξαπάτηση», με την οποία και ‘αναστατώνει’ ο Σωκράτης τούς νέους (222 ΑΒ). Θά ’πρεπε να τ’ ακούσουμε ωστόσο όλ’ αυτά μόνον απ’ το στόμα τού Πλάτωνα, καθώς αναγκαστικά τα αποδυναμώνουμε  με τα δικά μας λόγια. Και το μόνο που μπορούμε ακόμα να επισημάνουμε, είναι η σχέση ανάμεσα στην αναγγελία τής Διοτίμας και το εγκώμιο του Αλκιβιάδη. Καταλαβαίνει δηλ. κανείς αυτό στο οποίο τον επηρέασε ο δάσκαλος, όταν θυμηθή κατ’ αρχάς ότι ανέβηκε την κλίμακα προς τη θέα τού Είδους (Eidos) ο Σωκράτης, κι ότι ενσαρκώνει στην ίδια του την ύπαρξη αυτήν την άνοδο. Μπορεί να εκπλήττεται ο Αλκιβιάδης με το ότι περιφρονεί την ομορφιά του ο Σωκράτης. Γνωρίζουμε όμως εμείς, πως έχει υπερβή εδώ και καιρό εκείνο το κατώτατο σκαλί, στο οποίο και ερωτεύεται κανείς το «ένα και (μοναδικό…) ωραίο σώμα», ο Σωκράτης. Και πως δεν έχει φτάσει μόνο στο τρίτο σκαλί, στο οποίο και «γεννά τέτοιους λόγους, που κάνουν καλύτερους τους νέους ανθρώπους» (210 C)· αλλά πως ανέβηκε στην ύψιστη βαθμίδα, στην οποία και βλέπει το αιωνίως Ωραίο και τα αρχέτυπα των «αρετών». Γιατί μόνον εκεί μάς έχει δοθή «να γεννάμε, όχι τα αντίτυπα, αλλά την ίδια τη γνήσια αρετή (Areté)» (212 Α).
      Πρέπει να αφήσουμε να ‘εισρεύση’ στα βιώματα του Αλκιβιάδη η αποκάλυψη της Διοτίμας, για να μπορέσουμε να τα εξηγήσουμε πλήρως. Και πρέπει να δούμε τον ‘ανθρώπινο’ Σωκράτη, το πώς συναναστρέφεται με τους άλλους ανθρώπους, ταυτόχρονα με τον ανερχόμενον στο Είδος φιλόσοφο, για να βεβαιωθούμε για όλην του την ‘πληρότητα’.
      Είναι και κάτι ακόμα που δεν πρέπει να παραβλέψουμε: ότι μιλά εδώ με το στόμα τού Αλκιβιάδη για τον εαυτό του ο Πλάτων (215 CD). Ο άσχημος σάτυρος Μαρσύας εξακολουθεί να προσφέρη τη θεїκά συγκινητική μουσική του στον ωραίον Όλυμπο, και ανάγεται κάθε μεταγενέστερη, καλή ή κακή, μουσική τής φλογέρας, σ’ αυτήν τη διδασκαλία. Μια τέτοια ακριβώς συγκινητική δύναμη έχει και ο απέριττος λόγος τού νέου Μαρσύα, του Σωκράτη: «Συγκλονιζόμαστε και μαγευόμαστε (‘εξοριζόμαστε’ σε χώρα μακρινή…) όταν σε ακούμε, ή και τα λόγια σου ακόμα απ’ το στόμα κάποιου άλλου». Και υποδεικνύει έτσι στον ίδιον του τον εαυτό τη θέση του και την αποστολή του διαδεχόμενος τον δάσκαλο ο Πλάτων, ενώ μπορούμε να σταθμίσουμε κι από εδώ – ανάμεσα σε άλλα -, αν έχη πράγματι κανένα νόημα  να πιστεύουμε, ότι ‘διατήρησε’ μόνον από συνήθεια στο όψιμο έργο του το πρόσωπο του Σωκράτη ο Πλάτων, ή μήπως ηχούσε ακόμα η μουσική τού νέου Μαρσύα κι όταν γέρασε στ’ αυτιά του!
      Αυτό που προκάλεσε, βαθειά σοβαρός και αστείος ταυτόχρονα, ο λόγος τού Αλκιβιάδη, ‘αντηχεί’ σαν ένα ‘κοινωνικό’ παιχνίδι ανάμεσα στον Σωκράτη, τον Αγάθωνα και τον Αλκιβιάδη. Το οποίο και κορυφώνεται, όταν αλλάζη τη  θέση του και πλαγιάζει στα δεξιά τού Σωκράτη ο Αγάθων. Ενώ καθόταν δηλ. κατ’ αρχάς δίπλα στον Αγάθωνα ο Σωκράτης, και κατάφερε μ’ ένα ‘πολεμικό’ τέχνασμα να πλαγιάση κατόπιν ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Αγάθωνα ο Αλκιβιάδης, παίρνει τελικά τη θέση ανάμεσα στους δυό «ωραίους», και τον βλέπουμε να έλκη προς τον εαυτό του την ωραιότητα, πριν να εισβάλη με τους μεθυσμένους και θορυβώδεις ‘πότες’ η σύγχυση. Σ’ αυτήν την ‘αναστάτωση’ της μέθης και του ύπνου παρασύρεται και ο αφηγητής. Όμως ο Σωκράτης μένει ‘υπεράνω’, μαζί κατ’ αρχάς με τους δυό ποιητές, με τους οποίους και «πίνει από μια μεγάλη γαβάθα (έναν κύλικα…) από τα δεξιά προς τα αριστερά» - δηλώνοντας έτσι και εξωτερικά τη νίκη τής τάξης πάνω στην αταξία -, «συζητώντας» μαζί τους, και «υποχρεώνοντάς τους» – νικηφόρα μέχρι το τέλος – «να παραδεχτούν», ότι θά ’πρεπε να είναι ο αληθινός και πλήρης τέχνης ποιητής τραγωδίας ταυτόχρονα και ποιητής κωμωδίας. Κάτι που αντιτίθεται ωστόσο στη σταθερή ελληνική παράδοση, για την οποίαν και μιλά, ή φαίνεται να μιλά, ο ίδιος ο Πλάτων στην «Πολιτεία» (395 Α). Και είναι τόσο σημαντικό γι’ αυτόν το ερώτημα, ώστε να τον απασχολή για δεκαετίες, απ’ τον «Ίωνα» (534 C) μέχρι και τους «Νόμους» (VII 816 DE). Αναφερόταν στον «Ίωνα», πως βασίζεται στο ότι δημιουργεί με θεϊκό χάρισμα (με  τη θεία μοίρα) ο κάθε ποιητής ο διαχωρισμός τραγικής και κωμικής ποίησης· όποιος θα μπορούσε όμως να συνθέτη στίχους με τέχνη και γνώση (με τέχνη και επιστήμη), αυτός θά ’πρεπε να τα συνενώνη και τα δυό στον εαυτό του. Ο Αριστοφάνης κι ο Αγάθων δεν δημιουργούν άρα, όπως εννοεί ο Σωκράτης, με γνώση. Ενώ τα συνενώνει και τα δυό ο Σωκράτης! – πώς άραγες; Στην ύπαρξή του! Με το να είναι ο σκώπτης, ο είρωνας, αυτός που γνωρίζει, που αγωνίζεται, και που πεθαίνει. Και μήπως δεν ‘αναδεικνύει’ και το πλατωνικό έργο, με τον Σωκράτη στο κέντρο του, και με το αίτημα να εμφανιστή στη θέση κάθε προηγούμενης ποίησης, και την τραγωδία και την κωμωδία στον εαυτό του; Όχι σαν να αντιπαρατίθετο βέβαια, όπως το ‘αλλοιώνουμε’ μερικές φορές, το «Συμπόσιο» ως κωμωδία – ή και ως σατυρική παράσταση – στην τραγωδία τού «Φαίδωνα». Αφού κυριαρχεί, και το ακούμε ευθύς εξαρχής, «ένα ασυνήθιστο μείγμα χαράς και λύπης» στον «Φαίδωνα», και γελάνε και κλαίνε όλοι οι παρόντες, και νικά τον θάνατο η α-θανασία. Ενώ αντιλαμβανόμαστε μέσα απ’ τη λάμψη τής γιορτής τον πόνο στο «Συμπόσιο». Ακούει μάλιστα «να ηχούν οι φλογέρες τού ύπνου τού θανάτου» στο τέλος τής γιορτής ο ποιητής (o Conrad Ferdinand Meyer). Παρίστατο απ’ την αρχή ο θάνατος. Κι όσο κι αν αλληλοσυμπληρώνονται το «Συμπόσιο» κι ο «Φαίδων», περιλαμβάνεται ωστόσο «ολόκληρη η τραγωδία και κωμωδία τής ζωής», για την οποίαν και μας μιλά στον «Φίληβο» ο Σωκράτης (50 Β), στο καθένα απ’ τα δυό.
       Μένει μόνος στο τέλος, μοναδικός νικητής τής μέθης και του ύπνου, έτσι όπως μένει και μόνος ακλόνητος σοφός μέσα απ’ τον θρήνο τών γυναικών και των φίλων στον «Φαίδωνα», ο Σωκράτης. Για να πάη μετά στο Λύκειο, στο καθημερινό του δηλ. έργο, απ’ το οποίο και εξαιρείται αξιοθαύμαστα αυτή η νύχτα, και να επαληθεύση τον έρωτα, αφού μίλησε για τον έρωτα.
.
      
      ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Φαίδων» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: