Περπατάμε πάνω σε σάπια σανίδια, αλλά προκλητικά το αγνοούμε
H Ελλάς τερματίζει το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης εξουθενωμένη και, κατά τη γνώμη μου, εκτεθειμένη (ακόμη) σε μεγάλους κινδύνους. Οι οιωνοί δεν φαντάζουν καλοί. Τα φορολογικά έσοδα εμφανίζουν κάμψη συγκριτικά με το 2017 για πρώτη φορά -ειδικά ο ΦΠΑ- και ο Τσακαλώτος ανησυχεί.
Τα έτοιμα με τα οποία κατάφερε να βγάλει ο κόσμος την κρίση επί οκτώ χρόνια σώνονται. Και τα κατατεθειμένα και αυτά που είναι στο μαξιλάρι. Επενδύσεις μεγάλες δεν φαίνονται. Και χρειαζόμαστε 100 δισ. ευρώ, λένε οι ειδικοί. Οι τράπεζες επίσης δεν είναι στα πολύ καλά τους. Ο Ντράγκι δεν μας έδωσε ποσοτική χαλάρωση και δεν παρεξέτεινε την ισχύ του waiver για το μέλλον. Το δεύτερο εξάμηνο του 2019, όταν θα κριθεί αν υπάρχει ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης, θα αντιμετωπίσουν - αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις.
Οποια ανάπτυξη βασίζεται στους δημοσίους υπαλλήλους, στους συνταξιούχους και σε τμήμα των ιδιωτικών υπαλλήλων που καταναλώνει, συν το μαύρο χρήμα. Και το χειρότερο: Ηταν αρκετή η πυρκαγιά της ανατολικής Αττικής για να φανεί πόσο αποδιοργανωμένος είναι ο κρατικός μηχανισμός έπειτα από οκτώ χρόνια Μνημονίων.
Στην καλύτερη -υποτίθεται- στιγμή μας μοιάζουμε όλοι, κυβέρνηση, πολιτικό σύστημα, κρατικός μηχανισμός, τράπεζες, φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ΜΜΕ, εξουθενωμένοι. Χωρίς δυνάμεις, χωρίς φαντασία, χωρίς νέες ιδέες. Οπως ο ερασιτέχνης απροπόνητος δρομέας του Μαραθωνίου που αισθάνεται βαριά τα πόδια του στο τελευταίο χιλιόμετρο και πασχίζει να καταφέρει να φτάσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να τερματίσει.
Θα μπορέσουμε άραγε να κόψουμε το νήμα; Θα βγούμε από το τούνελ έπειτα από τόσα χρόνια συλλογικής υπερπροσπάθειας; Ειλικρινά, δεν έχω να σας δώσω απάντηση. Τέτοια εποχή, άλλωστε, αδειάζουν οι μπαταρίες μας και χρειάζονται επαναφόρτιση. Θα σας εξομολογηθώ όμως ποιος είναι ο φόβος μου. Είμαστε όλοι με λυμένα τα ζωνάρια. Με τη βεβαιότητα ότι πέρασε η μπόρα οριστικά, απομακρύνθηκε ο κίνδυνος και τα δύσκολα είναι πίσω, όλοι συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν χθες.
Μίση, πάθη, παροχές, απαιτήσεις, αυξήσεις, διορισμοί, τακτοποιήσεις, καταγγελίες, σκάνδαλα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να μην καταλάβαμε τι μας συνέβη. Ενώ οι αριθμοί δείχνουν πως ξεμένουμε από οικονομικές δυνάμεις στην τελική ευθεία της απαλλαγής από τα Μνημόνια, εμείς δείχνουμε ότι έχουμε αστείρευτες δυνάμεις για αντιπαράθεση, διχασμό, καβγά, φωνές. Ολοι δίνουν ραντεβού στα γουναράδικα του Σεπτεμβρίου, όπου υπόσχονται πως θα πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Αρκετοί προβάλλουν μια νέα απαίτηση: Να μισώ, να μισούμε.
Οι μεν να μισούμε τους άθεους, τους συριζαίους, τους «άπλυτους», τους προδότες. Οι δε να μισούν τους «φιλελέδες», τους πλουτοκράτες, τους διαπλεκομένους. Θα απογοητεύσω πολλούς: Εις ό,τι με αφορά και για όποια αξία έχει η γνώμη βεβαίως -ας μη μεγαλοπιανόμαστε-, δεν δύναμαι να παίξω σε αυτό το έργο. Οχι μόνο διότι στα νιάτα μου υπήρξα φανατικός και πιστεύω ότι ο φανατισμός είναι ο πατέρας της μετριοπάθειας. Αν δεν έχεις υπάρξει φανατικός, δεν καταλαβαίνεις τη σημασία τού να είσαι μετριοπαθής. Δεν δύναμαι, γιατί αργά τα βράδια, όταν γυρίζω στο σπίτι και απολαμβάνω τη σιωπή μετά το βουητό της μέρας, ακούω με ευκρίνεια, μεγάλη ευκρίνεια, τα σανίδια του τόπου να τρίζουν. Συνεχίζουμε να περπατάμε πάνω σε σάπια σανίδια, αλλά προκλητικά το αγνοούμε. Μακάρι να κάνω λάθος. Μακάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου