Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ - Η υπαρκτική αναλυτική (3. Συνύπαρξη και απροσωπία)

 Συνέχεια από: Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα  8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ

3 – ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ και ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ

Περιγράφοντας την κοσμικότητα και τη μέριμνα μπορεί να δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η υπαρκτική αναλυτική έχει στόχο ένα απομονωμένο ον που, έστω κι αν υπάρχει ως da (εκεί) και όχι ως άκοσμο υποκείμενο, παραμένει ξένο προς κάθε συναλληλία. Μια ύπαρξη δηλαδή χωρίς τους άλλους ή άσχετα με τους άλλους, που αργά ή γρήγορα θα ανέδειχνε το Χάιντεγγερ θεωρητικό μιάς υπαρκτικής μοναδολογίας (...) Αντίθετα το Dasein δεν υπάρχει μόνο του (σα νησιώτης), αλλά ορίζεται οντολογικά με τη δομή της συνύπαρξης (Mit-Dasein). Ασχετες με τη μονάδα του Λάιμπνιτς, η εαυτότητα (Selbstsein), η συνύπαρξη (Mitdasein) και το συνείναι (Mitsein) αποτελούν υπαρκτικές δομές που θέτουν σε όλο το εύρος του το παλιό πρόβλημα της συναλληλίας και της κοινωνίας των συνειδήσεων, δηλαδή το πρόβλημα του σολιψισμού.

Η αφετηρία είναι απλή: πως συναντούμε τον άλλον μέσα-στον-κόσμο; Είναι μια προχειρότητα, μια παρεύρεση, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν κατηγοριακά τα πράγματα, ή μια άλλη ύπαρξη, παρόμοια με τη δική μου; Στην περιγραφή της κοσμικότητας φάνηκε καθαρά ότι ο άλλος, αόριστα έστω, είναι πάντα παρών μέσα στη σύμπλεξη της αλληλοπαραπεμπτικότητας των οργάνων. Περπατάς στην άκρη ενός χωραφιού που ανήκει σε «άλλον», τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου γράφτηκαν, τυπώθηκαν, πουλήθηκαν από «άλλους», τα ρούχα που φοράς «άλλα» χέρια τα ετοίμασαν κτλ. Δεν υπάρχει καμιά παρθένα περιοχή· ακόμη και ένα παντέρημο τοπίο, ένα ανήκουστο βίωμα είναι πάντα-ήδη βιασμένα από την παρουσία των άλλων. Αλλά δεν πρόκειται για τους άλλους σε αντιδιαστολή με μένα· ποτέ δε γύρεψα να τους βρω, πάντα-ήδη ανήκω στη συνύπαρξη και στην απειράριθμη κοινότητά τους. Η οποιαδήποτε στιγμή είναι γεμάτη ξένα δακτυλικά αποτυπώματα. Γενικά ο κόσμος είναι συν-κόσμος (Mitwelt). Ο περίκοσμος συνανήκει. Κι αφού κάθε ύπαρξη συνίσταται απ' αυτόν, δεν μπορεί παρά να είναι εξ υπαρχής παραδομένη στη συνύπαρξη.

Εξάλλου μια καθαρή συνείδηση, ένα άκοσμο υποκείμενο που θα ήταν αποσπασμένο από τον κόσμο και τους άλλους – π.χ. στη μεγάλη Κριτική του Καντ ο άλλος απουσιάζει – είναι αδιανόητη. Μια εαυτότητα χωρίς κόσμο είναι εξίσου άκυρη με μια εαυτότητα χωρίς άλλη εαυτότητα. Στο έρημο σύμπαν ενός κλειστού πάθους ή ανάμεσα στο πλήθος η ύπαρξη συνυπάρχει γιατί, θα λέγαμε σε μη χαιντεγγεριανή γλώσσα, ο άλλος πάντα ενυπάρχει. Βέβαια στη δομή της μέριμνας δε βρήκαμε τη συνύπαρξη, διαπιστώσαμε όμως ότι η εαυτότητα συγκροτείται από τη νοηματικότητα ενός κόσμου όπου ο άλλος είναι εξίσου μέτοχος με μένα. Όταν λοιπόν μιλάμε για τη νοηματικότητα του κόσμου δεν εννοούμε ένα ιδιωτικό σύμπαν, αλλά κάτι κοινόκτητο, μια κοινώς συνιστώσα και συνισταμένη δομή. Η μοναξιά, η συντροφικότητα, η αναζήτηση του άλλου η η αποφυγή του είναι μοτίβα υστερόχρονα. 

Όσο κι αν οι σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο είναι το κατεξοχήν πεδίο της ψυχολογίας, η συνύπαρξη είναι ριζικότερη από κάθε αίσθημα κατωτερότητας, κάθε επιστροφή του απωθημένου, κάθε οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Κάθε ψυχολογικό φαινόμενο θεμελιώνεται στην υπαρκτικότητα. Κι όταν ακόμα αυτή η τελευταία θα διεκδικήσει τη θυμική εύρεση σαν αγωνία, θα πρόκειται για μια κατάσταση καθαρμένη φαινομενολογικά. Οι διαστάσεις της διϋποκειμενικότητας (ένα οικοτροφείο, οι ήρωες του Ντοστογιέφσκη, ο στρατώνας, ο επαγγελματικός ανταγωνισμός, η ερωτική πάλη) περιγράφονται στο υπαρκτικό και γι' αυτό μη ψυχολογικό και – θα τολμούσαμε να πούμε – μη «ανθρώπινο» βάθος τους. Το ότι ο καθένας είναι για (für) τον άλλον, ενάντια (wiber) στον άλλον, χωρίς (ohne) τον άλλον, απροσπέλαστος από τον άλλον, αδιάφορος για τον άλλον, είναι πιθανοί τρόποι της ανθρωπομέριμνας και όχι ψυχολογικά συμπτώματα. Όσο κι αν απαιτείς να μάθεις τη γνώμη του Χάιντεγγερ για την τρέλα (πχ. του προέδρου Σρεμπέρ), δεν πρόκειται να πάρεις απάντηση. Πιθανότατα είναι μια ζοφερή μορφή αναυθεντικότητας. Γενικά το Dasein δεν πάει στον ψυχαναλυτή για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει «ψυχή».

Όπως στη σχέση με τον εαυτό της η ύπαρξη δεν έχει καμιά παρθενικότητα, αλλά είναι βιασμένη από τον κόσμο, ευθέως συνένοχη με όλα τα και που την περιβάλλουν και τη συνιστούν, στη σχέση της με τους άλλους δεν τίθεται θέμα καθαρής οντολογικής ματιάς. Ο μύθος δύο άκοσμων συνειδήσεων παραμερίζεται από τη συνύπαρξη στην ατμόσφαιρα της οποίας κάθε νεύμα είναι βαρύ από την παρουσία των άλλων. Κάθε έλξη ή απώθηση (ανοχή, διακριτικότητα, αδιαφορία, μανία καταδιώξεως, προσφορά, συμπάθεια) βιώνεται ως δράμα που παίζεται στην υπαρκτική σκηνή. Αυτό που θεωρώ «προσωπική μου ζωή», ιδωμένο φαινομενολογικά, είναι ένα υφάδι που πλέχτηκε από την νοηματική κοσμικότητα και όπου αναπόδραστα συμπλέχτηκαν οι άλλοι. Στην κοσμικότητα χρωστάμε τα πάντα και δίνουμε τα πάντα. Όσο για την «εσωτερικότητα» ενός Σβέντεμποργκ, ενός Έκχαρτ, ενός Λουί Λαμπέρ ή ενός Πασκάλ δεν απορρίπτεται σαν πλάσμα της φαντασίας, αντίθετα επιβεβαιώνεται σα βάθος της διάνοιας και του συναισθήματος. Με την εξής προϋπόθεση: κάθε εσωτερικότητα είναι παράγωγο της εξωτερικότητας. Οι πιο αλλόκοτες παραστάσεις – σκέψου τον Μπος, τον Μπλαίηκ – δεν είναι μετανάστες μιάς άλλη πατρίδας, αλλά ιριδισμοί του ατελεύτητου αφηγήματος της κοσμικότητας. Κανείς ποτέ δεν έπλασε κάτι μη κοσμικό. Το επίσης κυριαρχεί: εγώ (επίσης και ο κόσμος), εγώ (επίσης και οι άλλοι).

Ο άνθρωπος του πλήθους του Πόε καθώς και οι ήρωες του Μπέκετ, η μοναξιά ενός ανθρωποφάγου δικτάτορα όσο και η δεδηλωμένη λατρεία της αγοράς (Σωκράτης), είναι παράγωγοι τρόποι ενός συν, μιάς ουδέτερης και ανεύρετης στην επιφάνεια των κοινωνικών σχέσεων υπαρκτικής δομής. Χάνω η βρίσκω τον εαυτό μου σημαίνει ότι χάνω ή βρίσκω τους άλλους. Μέσα σε κάθε μέριμνα ο άλλος έχει κιόλας διανοιγεί. Είναι παράβαση όμως των ερμηνευτικών υπαρκτικών αρχών να θεωρήσουμε τη συνύπαρξη και την κατανόησή της σαν ένα είδος γνώσης. Αυτό θα σήμαινε ότι εξατομικεύω τον τάδε σχετισμό, περιορίζομαι στο τάδε πρόσωπο για να φτάσω στη γνώση της συναλληλίας. Αλλά το αρχέγονο «συνείναι» αδιαφορεί για κάθε παρόμοια συνειδητοποίηση που σε μια άλλη γλώσσα (Husserl, Méditations cartesiens, Vrin, σ. 76-77) θα ονομαζόταν εναίσθηση (Einfuhlung).

Θεωρώντας τον άλλον alter ego, η χουσερλική ερμηνεία αναρωτιέται: «Όταν εγώ, το σκεπτόμενο εγώ, ανάγομαι μέσω της φαινομενολογικής εποχής στο απόλυτο υπερβατικό εγώ, άραγε δε γίνομαι έτσι ένα solus ipse και δεν παραμένω τέτοιος καθόσον, υπό την ένδειξη «φαινομενολογία», επιτελώ μιάν επεξήγηση του εαυτού μου;» Αυτή η σολιψιστική απομόνωση φαίνεται να αποκλείει κάθε δυνατότητα διϋποκειμενικότητας. Το αρμόδιο κεφάλαιο άλλωστε τιτλοφορείται: «καθορισμός του υπερβατικού πεδίου ως μοναδολογικής διϋποκειμενικότητας». Πως υπερβαίνεται η μονάδα; Για τον Χούσερλ το ζήτημα της παρουσίας του άλλου εντάσσεται στα αναφορικά σύστοιχα της συνείδησης και στη διαδικασία συγκρότησης μιάς υπερβατικής θεωρίας περί του αντικειμενικού κόσμου. Θεωρία που αναγκαστικά βλέπει τον άλλον σαν αντικαθρέφτισμα, με άλλα λόγια καταπιάνεται με δύο – δήθεν συμπληρώνει ο Χάιντεγγερ – ερμητικά κλεισμένα υποκείμενα όπου σαν από μηχανής Θεός επεμβαίνει η εναίσθηση για να τα γεφυρώσει και να τα σώσει από τον σολιψισμό. Ωστόσο, αν ο άλλος είναι ένα διπλότυπο του εαυτού μου (eine Dublette des selbst) που πρέπει να τον βρω, τότε χάνεται κάθε υπαρκτική συνύπαρξη και ξαναβουλιάζουμε στον υποκειμενισμό.

Η συνύπαρξη, θέλω να πω, προηγείται κάθε εγώτητας και κάθε υπερβατικού εγώ. Αν περιμένουμε να ανακαλύψουμε το συν του συννείναι μετά την αναγωγή του υπερβατικού εγώ, τότε κάθε ελπίδα έχει χαθεί. Γι' αυτό ακριβώς, αν οι παράγραφοι 25, 26, 27 του Είναι και Χρόνος σου φανούν φτωχές και ανεπαρκείς, πρέπει να λάβεις αυστηρά υπόψη σου ότι ο Χάιντεγγερ δεν πάσχισε να αναλύσει το ζήτημα της διϋποκειμενικότητας, το κατάργησε ως παράγωγο. Οι λίγες σελίδες που αφιερώνει στο πρόβλημα του άλλου μπορεί να φαίνεται ότι δεν αντέχουν σε καμιά σύγκριση με τις διακόσιες σελίδες του Être et le Néant 298-503 πάνω στο ίδιο θέμα, ωστόσο ο Σάρτρ, που προχωράει στην ανάλυση του μαζοχισμού και του σαδισμού, ποτέ δεν πείθει ότι παραμένει σε ένα ελεγχόμενο πεδίο έρευνας. Οι σελίδες του για το βλέμμα είναι μοναδικές σε σύλληψη (αν και η οφθαλμοδουλεία του 'Αποστόλου Παύλου προηγείται μερικούς αιώνες...), συγκαλύπτουν όμως κάθε σχέση με το Είναι. Η υπαρξιακή ψυχανάλυση έχει πιά λησμονήσει ολοκληρωτικά αυτό το πρόβλημα.

Χωρίς προπέτεια μπορούμε να πούμε ότι ο Χάιντεγγερ – μολονότι δεν ήταν μισάνθρωπος: είχε αδερφό, γυναίκα, έγινε πατέρας – δεν περιμένει τίποτα από τη σχέση με τον άλλον. Τη σχέση μαζί του τη θεωρεί αρνητική γιατί είναι ο καθαυτό χώρος της αναυθεντικότητας. Μην ψάξεις τη λέξη φιλία, έρωτας, συμπάθεια μέσα στο Είναι και Χρόνος, δεν υπάρχει. Η αλήθεια του Είναι δεν έχει καμιά σχέση με την κοινοτική ζωή. Έτσι, όσο επιμένει να δείξει ότι το είναι-προς-τους-άλλους ή με-τους-άλλους είναι μια μη αναγώγιμη οντολογική σχέση, άλλο τόσο αδιαφορεί για κάθε παραπέρα περιγραφή διανθρώπινων σχέσεων (μην ξεχνάς ότι ο Σάρτρ έγραψε το μυθιστόρημα αυτών των σχέσεων με τους «Δρόμους της ελευθερίας»). Αρνούμενος κατηγορηματικά τον αρχέγονο χαρακτήρα της εναίσθησης, ερμηνεύει κάθε σχέση με θεμέλιο τη δομή της συνύπαρξης.

Αυτή ακριβώς η αρχέγονη ουδετερότητα του συν που πάνω της οικοδομούνται όλες οι σχέσεις ζωής και θανάτου είναι μια άνευ προηγουμένου απόκριση στις απορίες της ηθικής: πριν από κάθε δυναμική ανάμεσα στα άτομα, πριν από κάθε δίλημμα, επιλογή, απόφαση, έχουμε προ-ιδρυμένη την ουδέτερη συνύπαρξή τους. Η οντολογία προηγείται κάθε ηθικής και κάθε περσοναλισμού – αναλογίσου το Εγώ και Εσύ του Μ. Μπούμπερ. Το καλό και το κακό, κλειδί για την παραδοσιακή ηθική, ανακαλύπτονται ως εποικοδόμημα μιάς ουδέτερης προύπαρξης που καταργεί τη ριζικότητά τους και μεταθέτει θεαματικά το πρόβλημα των αξιών. Αντιδρώντας βίαια σε αυτό το τραχύ συμπέρασμα, ο Ε. Λεβινάς θα δώσει τη μάχη του για να το αναιρέσει – χωρίς θετικό αποτέλεσμα, νομίζω. Μια σκέψη που θέτει τη διάνοιξη του Είναι πριν από κάθε ηθική, μας ωθεί σε μια φιλοσοφία του ουδέτερου, όπου όχι μόνο δεν τίθεται θέμα διλημματικής πράξης, αλλά ο «άνθρωπος» ανακαλύπτεται ως όμηρος μιάς αλήθειας που λάμπει πάνω από τον κόσμο χωρίς πρόσωπο. Γι' αυτό μέσα στο Totalité et infini βλέπουμε μια θυελλώδη υποστήριξη της ηθικής που απεγνωσμένα γυρεύει ένα δρόμο διαφυγής από την ολότητα που (ως Είναι, ιστορία, κόσμος) φράζει τους δρόμους προς το άπειρο.

Για την υπαρκτική αναλυτική ο άλλος είναι πάντα μια αρνητική σχέση· κυριολεκτικά η σχέση μου με την αλήθεια του Είναι εξαρτάται από το πόσο έχω καταφέρει να γλυτώσω από την παγίδα του. Αυθεντικότητα και αναυθεντικότητα δεν περιγράφουν τίποτε άλλο από την απόσπαση ή την άφεση στους άλλους. Άσπλαχνη στάση οπωσδήποτε που δε σκοπεύει βέβαια να θεωρητικοποιήσει το «έζησε καλά όποιος κρύφτηκε καλά», πρόθεσή της είναι και παραμένει πάντα η ίδια: να περιγράψει την ύπαρξη ενός όντος όχι για λογαριασμό του ίδιου (άποψη ανθρωπολογική), αλλά γιατί αυτό το ον είναι το μόνο που κατανοεί το Είναι. Πέρα από τις όποιες συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές) που δεσμεύουν τη στάση της ύπαρξης, η περιγραφή της ουσιαστικά ερμηνεύει το πως κρύβεται η ανακαλύπτεται ένα πρόβλημα. Να γιατί στην ανάλυση της κατάπτωσης και της απροσωπίας, την συνθήκη των πολλών, εκείνο που κινδυνεύει δεν είναι η ύπαρξη (που ζει ικανοποιημένη ακόμα και μέσα στην παχυλή αναυθεντικότητα), αλλά το ίδιο το πρόβλημα. Πρόβλημα για το οποίο η αξιολογία του ανθρωπισμού είναι παγίδα.

Μέσα στη συναλληλία οι άλλοι μου επιβάλλονται. Κάθε προσπάθεια, κάθε συνεργασία, κάθε πάθος και συμπάθεια, κάθε ανταγωνισμός, κάθε υπεροχή συνεπάγεται μια απορρόφηση από τους άλλους. Στην καθημερινή μου ζωή βρίσκομαι στην υποτέλειά τους. Και η λέξη δε σημαίνει υποταγή, όπως του υφιστάμενου, του δούλου ή του κόλακα. Είμαι υποτελής στην παρουσία τους παρότι είμαι μονάρχης, διευθυντής μιάς επιχείρησης, αριστούχος φοιτητής η διάσημος ηθοποιός. Η υποτέλεια είναι οντολογική. Το Είναι μου το έχουν αρπάξει οι άλλοι. Κι αυτοί οι άλλοι δεν είναι ποτέ καθορισμένοι, αυτός ή εκείνος, πρόκειται για την απροσωπία των πολλών εν γένει, την ανωνυμία του κάποιος, του man. Ποιόν έχουμε στο νού μας όταν λέμε: «μέσα σε δύο ώρες πάει κανείς στις Σπέτσες», «ήταν τόσος κόσμος στην παράσταση», «όταν νιώθεις άσχημα» κτλ; Όλους και κανέναν. Οι άλλοι, στην πανίσχυρη ανωνυμία τους, είναι το κοινό γούστο, η κοινή γνώμη, η διαδεδομένη άποψη, η επιβεβλημένη προκατάληψη, το κοινώς παραδεχτό, η ισχύουσα ερμηνεία, ο κοινός νούς που επιβάλλεται δικτατορικά και στον οποίο παραδινόμαστε – αρχικά και τις περισσότερες φορές – αμαχητί. Έτσι αν στην καθημερινή σου ζωή αναρωτηθείς ποιος είσαι, δεν έχεις ένα διακεκριμένο εγώ. Είσαι αυτή η απροσωπία, οι πολλοί.

Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, πληροφόρησης, διασκέδασης, έξαρσης, καταστολής η απροσωπία βρίσκεται στο στοιχείο της. Η θέση που κάθομαι στο λεωφορείο είναι για μένα όσο και για σένα, η έφημερίδα που διαβάζω με καθιστά αναγνώστη εν γένει, η τηλεόραση, η κασέτα, το ρούχο της μόδας, ο νέος χορός μοιάζουν με τις τυποποιημένες αιτήσεις όπου απλώς συμπληρώνεις τα στοιχεία σου. Ό,τι κι αν γράψεις είσαι ο ίδιος μ' αυτούς, οι πολλοί. Οι άλλοι εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία. Μόνο που δεν είναι συνασπισμένοι εναντίον μου. Όπως όλοι χωρίς να το συναισθάνονται είναι μέσα στην απροσωπία που με διεκδικεί, με τον ίδιο τρόπο κι εγώ αποτελώ μέρος της απροσωπίας που διεκδικεί κάποιον άλλον. Έτσι δεν έχουμε επίγνωση ότι απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως διασκεδάζουν οι πολλοί· ότι διαβάζουμε, κρίνουμε, καταλαβαίνουμε ή δεν καταλαβαίνουμε όπως οι πολλοί· ότι το καλοκαίρι γυρεύουμε ένα νησάκι χωρίς πολύ κόσμο όπως κάνει ο πολύς κόσμος· ότι βρίσκουμε συνταρακτικό ο,τι οι πολλοί βρίσκουν συνταρακτικό. Συνεπώς είναι εύκολο να συμπεράνεις πως ορισμένα μοτίβα κυριαρχούν στη νεοελληνική και στην κάθε κοινωνία.

Μολονότι όλα αυτά θυμίζουν κοινωνιολογική ανάλυση της «αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου» κτλ., στην ουσία η κυριαρχία του μέσου όρου (Durchschnittlichkeit) είναι υπαρκτικό χαρακτηριστικό. Οι άλλοι, καθιστώντας με νόμισμα που έχασε τη σφραγίδα του, μου στερούν τις αυθεντικές μου δυνατότητες. Με κάνουν κόθορνο (παπούτσι που μπαίνει στο αριστερό αλλά και στο δεξί πόδι). Μαζί τους φανατίζομαι η πέφτω σε αδράνεια, οχυρώνομαι με επιχειρήματα ή περιφρονώ τα πάντα με βάση το αυτονόητο. Η απροσωπία είναι ένα πανεπιστήμιο όπου λίγο πολύ όλοι αριστεύουν. Έτσι κάθε υπεροχή καταστέλλεται αθόρυβα, κάθε τι αρχέγονο λυαίνεται γοργά για να φανεί ότι από καιρό είναι οικείο, κάθε μυστικό χάνει τη μυστηριακή του δύναμη (Είναι και Χρόνος, σ. 214). Τί χρειάζεται η υπεροχή της μιάς γνώμης, αφού όλα είναι λίγο πολύ γνωστά; Όλα ισοπεδώνονται με την ισχυρή πεποίθηση ότι ζούμε σε μια κοινωνία ελεύθερων ατόμων όπου η γνώση και η καλλιέργεια δεν είναι προνόμιο των ολίγων. Το ιδανικό, μια δημοκρατία πνεύματος και ελεύθερων πολιτών, γυρνάει στην πιο απεχθή δικτατορία: την απροσωπία.

Οι ξένες φωνές που πιθανώς υποψιάζεσαι πίσω από αυτές τις αράδες οπωσδήποτε υπάρχουν. Μολονότι δεν τον αναφέρει ρητά, ο Χάιντεγγερ είχε κατά νού το Νίτσε. Τί άλλο αντιπροσωπεύει ο καλλιεργημένος φιλισταίος του μέσα στους Άκαιρους στοχασμούς; Τίποτε άλλο από την πορνεία (πέρνημι: πουλιέμαι) της κοινής γνώμης που εξαργυρώνει στη φτήνεια τις πιο ακριβές της δυνατότητες και επισκοτίζοντας το κάθε τι, το προσφέρει στη συνέχεια, σαν οικείο και προσιτό. Να γιατί κάθε τάση να απελευθερωθεί κανείς από αυτόν το ζυγό αρχίζει με καταγγελίες. Ο Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλωμπέρ καθώς και το λεξικό παραδεδεγμένων ιδεών που συνέταξε, καταγγέλλουν με ιδιοφυή τρόπο αυτή τη γιγάντια φυσιογνωμία χωρίς χαρακτηριστικά που πρωταγωνιστεί στον αιώνα μας και οπωσδήποτε θα γνωρίσει την αποθέωσή του στους αιώνες που θα ακολουθήσουν. Το στόμα που είναι μπουκωμένο άπειρες λέξεις γι' αυτό δεν μπορεί να μιλήσει, την καρδιά που μιμείται όλα τα αισθήματα, αλλά δεν ξέρει το τίμημα μιάς απλής προσήλωσης, το νού που εκμαυλίζεται μέσα στον κομπασμό της εύκολης γνώσης. Η αναυθεντικότητα των πολλών είναι ο καθαυτό φιλισταισμος.

Όλα αυτά τα συμπτώματα είχαν ήδη προκαλέσει την προσοχή του Κίρκεγκαρντ (το πλήθος είναι το ψέμα), μονάχα που τους πολλούς ο Δανός θεολόγος τους αντιπαραθέτει σε μιάν εσωτερικότητα απόλυτα ξένη στην υπαρκτική αναλυτική. ῎Αν μέσα στην ισοπεδωμένη καθημερινότητα «καθένας είναι ο άλλος και κανείς ο εαυτός του», αν οι πολλοί είναι όλοι και γι' αυτό κανένας (Niemand), αυτός ο κανένας δεν είναι μια μειωμένη ύπαρξη. 'Αντίθετα η αναυθεντικότητα της απροσωπίας είναι μια πραγματικότητα ισάξια με την αυθεντικότητα. Σαν υπαρκτικό χαρακτηριστικό ιδιάζει ως αρχέγονο φαινόμενο στη θετική σύσταση του Dasein. Κάθε αυθεντική δυνατότητα δεν μπορεί παρά να ξεκινάει σαν άρνηση της απροσωπίας. 'Αρχικά η ύπαρξη βιώνεται ως διασκορπισμένη, κλεμμένη, χαμένη μέσα στους άλλους και κατόπιν σπεύδει να βρεί τον εαυτό της. Οι γερμανικές λέξεις αυθεντικότητα-αναυθεντικότητα (Eigentlichkeit-Uneigentlichkeit) αυτό ακριβώς δηλώνουν. Το αυθεντικό σημαίνει το δικό μου (Eigentlich), τον κατακτημένο σε αντίθεση με τον χαμένο μου εαυτό.

Η μεγάλη στιγμή σε κάθε ύπαρξη – που έρχεται, όπως θα δούμε, με την κλήση της συνείδησης – είναι η απόφαση να αποσπαστεί από τους άλλους. Οι πολλοί είναι στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Μολονότι δεν υπάρχουν αναφορές πολιτικού περιεχομένου, η δημοκρατία (σαν κράτος του δήμου, της κοινής γνώμης, των πολλών) καταγράφεται στη μαύρη βίβλο της απροσωπίας. Και πέρα απ' αυτό – που φυσικά δεν θέλει να ερμηνεύσει έμμεσα τα υποτιθέμενα ναζιστικά φρονήματα του Χάιντεγγερ – η εθιμικότητα, ο εθισμός, η παιδαγωγική ιεροτελεστία της επανάληψης εύκολα μπορεί να θεωρηθεί γραφική αναυθεντικότητα. Ωστόσο πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε μια απορία: τι μπορεί να είναι μια κοινωνία αυθεντικών υπάρξεων; 'Αφήνοντας αυτή την ερώτηση ανοιχτή σε κάθε απάντηση, σου θυμίζω απλώς ότι πουθενά η υπαρκτική αναλυτική δεν καταπιάνεται με τα «ήθη» μιάς κοινότητας. Το Dasein ζει και πεθαίνει σε αναφορά με ένα μόνο πρόβλημα – κάθε περιγραφή παίρνει αυτό σα βάση. Όσο για την κοινότητα, την κάθε κοινότητα, δεν μπορεί παρά να είναι λίγο πολύ παραδομένη στους πολλούς και το καθεστώς τους.

Όσο λοιπόν κι αν φαίνεται ότι η άρνηση της απροσωπίας συμπαρασύρει και πλήθος μικροχαρές που όλοι λατρεύουμε (τους εφέστιους Θεούς της ιδιωτικής ζωής), κατά βάθος οδηγεί όλες τις υπαρκτικές δομές που τους αφορούν στην καταγωγή τους. Η ζοφερή κριτική της απροσωπίας πηγάζει από τη ζοφερή πραγματικότητα του θανάτου που σαν άπληστος βυθός περιμένει να καταπιεί την κάθε ζωή. Αυτό τον μαύρο ορίζοντα η αφοπλισμένη ισοπέδωση δεν έχει μάτια να τον αντικρύσει. Χρειάζεται ένα άλμα, μια μεταμόρφωση για να φανεί αίφνης ότι η πιο κοινή πραγματικότητα εγγυμονεί ιλίγγους. Και οπωσδήποτε δε μιλάμε για ένα ειδικό ταλέντο, έναν κύριο Τεστ, μια χαρισματική ύπαρξη που γλυτώνει από τους πολλούς ελέω Είναι. Η αναυθεντικότητα είναι κοινή συνθήκη, όπως και η αυθεντικότητα κοινή δυνατότητα. Συνεπώς (Είναι και Χρόνος, σ. 219) η αυθεντική εαυτότητα δε βασίζεται σε καμιά απελευθερωμένη από την επιρροή των πολλών εξαιρετική κατάσταση του υποκειμένου, παρά είναι υπαρκτική παραλλαγή των πολλών, αυτού του ουσιαστικού υπαρκτικού χαρακτηριστικού.

ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος7/10/24 2:39 μ.μ.

    Γιατί Αμέθυστε είναι σημαντική;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δίνει μιά καθαρή εξήγηση τού φοβισμένου μαζάνθρωπου. Ο οποίος εχει γονατίσει από τήν ιδέα τού θανάτου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή