Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Ν. Γ. ΑΥΓΕΛΗΣ - Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

    Ν. Γ. ΑΥΓΕΛΗΣ, Θεσσαλονίκη (1972)

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

1. Η γνώση της Φύσης ως αφετηρία της φιλοσοφικής σκέψης.

1. Η φυσική επιστήμη ως γνώση των πρώτων αρχών και αίτιων των φύσει όντων.

Φυσική επιστήμη δεν είναι για τον Αριστοτέλη αυτή που ξέρομε σήμερα : η γνώση δηλαδή των σχέσεων μεταξύ των φυσικών φαινομένων. Φυσική επιστήμη στον Αριστοτέλη είναι η φιλοσοφική γνώση του τί είναι το φύσει ον[1]. Αλλά γνώση σημαίνει εδώ τη γνώση των πρώτων αρχών και αίτιων (Φυσ. 184 a, Μετά τα Φυσ. 981 b 28-9). Για να γνωρίσωμε επομένως τη φύση στην ουσία της, πρέπει να φτάσωμε ως τις πρώτες αρχές και τα αίτια των φύσει όντων.

Η έννοια της αιτίας δεν πρέπει να μας οδηγήση στην έννοια της αιτιότητας όπως την καταλαβαίνομε στα νεώτερα χρόνια. Η αίτια στον Αριστοτέλη έχει ευρύτερη σημασία. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει τέσσερα είδη αιτίων : το υλικό αίτιο, το μορφικό, το ποιητικό και το τελικό αίτιο (Μετά τα Φυσ. 1013 a 16 επ. causa materialis, causa formalis, causa efficiens, causa finalis). Το αίτιο είναι αρχή, αλλά κάθε αρχή δεν είναι αίτιο. Η έννοια της αρχής είναι ευρύτερη από την έννοια του αιτίου. Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε είδους αρχής ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως το πρῶτον … ὅθεν ἢ ἔστιν ἢ γίγνεται ἢ γιγνώσκεται (Μετά τα Φυσ. 1013 a 17 επ.). [Το κοινό σε όλες τις αρχές είναι ότι αποτελούν το πρώτο σημείο από το οποίο ένα πράγμα ή είναι ή γίνεται ή γνωρίζεται].

Πώς φτάνομε τώρα ως τις πρώτες αυτές αρχές και τα αίτια των όντων, εξηγεί ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο της Φυσικής Ακροάσεως. Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο κάνει μια διάκριση ουσιαστική, μέσα από την οποία ανοίγεται ο ορίζοντας της μεταφυσικής σκέψης στην ουσία της. Η φιλοσοφική σκέψη μας οδηγεί, κατά τον Αριστοτέλη, μέσα απ’ αυτό που είναι φανερό και γνώριμο σε εμάς σ’ αυτό που είναι από τη φύση του φανερό και γνώριμο Πέφυκε δὲ ἐκ τῶν γνωριμωτέρων ἡμῖν ἡ ὁδὸς καὶ σαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα τῇ φύσει καὶ γνωριμώτερα· οὐ γὰρ ταὐτὰ ἡμῖν τε γνώριμα καὶ ἁπλῶς (184 a 16-18) [Μετάφραση (Βασίλης Κάλφας): Ξεκινούµε ωστόσο εκ φύσεως από εκείνα που είναι γνωριµότερα και σαφέστερα σε εµάς και πηγαίνουµε προς εκείνα που είναι σαφέστερα και γνωριµότερα στη φύση. Γιατί δεν είναι τα ίδια πράγµατα γνώριµα σε εµάς και γνώριµα απολύτως. Γι’ αυτό λοιπόν είναι ανάγκη µε τον τρόπο αυτό να προχωρήσουµε από τα πιο ασαφή στη φύση, αλλά σαφέστερα σε εµάς, σε εκείνα που είναι σαφέστερα και γνωριµότερα στη φύση]. Διακρίνει ο Αριστοτέλης τα ἡμῖν γνώριμα από τα τῇ φύσει γνώριμα ή ἁπλῶς γνώριμα. Αυτό που για μάς είναι πρώτο, είναι κατά την ουσία του το λιγότερο γνώριμο και φανερό. Έτσι, για μας π.χ. τα επί μέρους δέντρα, που αντιλαμβανόμαστε μέσα από τις αισθήσεις, είναι πιο γνώριμα και φανερά. Αλλά τα δεδομένα των αισθήσεων ποτέ δεν θα μας έδιναν αυτό εκεί ή εκείνο εκεί το συγκεκριμένο δέντρο, αν δεν είχαμε ήδη μπροστά στα μάτια μας το δέντρο «καθόλου». Αυτό είναι που ρίχνει το φώς εκείνο, κάτω από το οποίο βλέπομε (αντιλαμβανόμαστε) τα επί μέρους δέντρα[2]. Θα νόμιζε γι’ αυτό κανείς ότι αυτό το «δέντρο καθόλου» είναι πιο γνώριμο και φανερό σε μάς από τα συγκεκριμένα δέντρα που εμφανίζονται μέσα από τις αισθήσεις. Κι όμως το «καθόλου» είναι για μάς το λιγότερο φανερό και γνώριμο. Η φιλοσοφική έτσι σκέψη αρχίζει με τη διάκριση αύτη ανάμεσα στα καθόλου και τα καθ' ἕκαστα (184 a 18 επ.). Μπορούμε μάλιστα να πούμε, όπως διευκρινίζει ο Αριστοτέλης στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, ότι ο δρόμος της φιλοσοφίας οδηγεί από το «όνομα» στον «λόγο». Η φιλοσοφία προσπαθεί να συλλάβη αυτό που στο όνομα παρουσιάζεται αόριστα και γενικά, προσδιορίζοντάς το κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο. Πέπονθε ταὐτὸ τοῦτο τρόπον τινὰ καὶ τὰ ὀνόματα πρὸς τὸν λόγον· ὅλον γάρ τι καὶ ἀδιορίστως σημαίνει, οἷον ὁ κύκλος, ὁ δὲ ὁρισμὸς αὐτοῦ διαιρεῖ εἰς τὰ καθ' ἕκαστα (Φυσ. 184 a 26-184 b 12). [Μετάφραση (Βασίλης Κάλφας): Εποµένως πρέπει να προχωρούµε από τα «καθ’ όλου» προς τα «καθ’ έκαστα»· γιατί το όλον είναι γνωριµότερο στην αίσθηση, και το «καθόλου» είναι ένα όλον, αφού περιλαµβάνει πολλά πράγµατα ως µέρη του. Είναι το ίδιο σαν αυτό που συµβαίνει κατά κάποιον τρόπο µε τις λέξεις και τους ορισµούς τους· γιατί µια λέξη, όπως λ.χ. η λέξη «κύκλος», παραπέµπει σε κάποιο όλον χωρίς διαφοροποιήσεις, ενώ ο ορισµός του κύκλου προβαίνει σε διαιρέσεις στα καθ’ έκαστα.]

Μέσα από την παραπάνω διάκριση η φιλοσοφική σκέψη —και μόνον η φιλοσοφική σκέψη— μπορεί να φτάση ως τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων. Η επιστήμη δεν μπορεί να μπη ποτέ στην περιοχή αυτή των πρώτων αρχών και αίτιων, γιατί η επιστημονική γνώση κινείται σε μια διαφορετική διάσταση. Στον χώρο της επιστήμης αίτιο ενός φαινομένου είναι ένα άλλο φαινόμενο που βρίσκομε, και αίτιο του τελευταίου είναι ένα άλλο φαινόμενο κ.ο.κ. 
Η επιστήμη σταματάει στην περιοχή των επί μέρους φύσει όντων, δεν της ανοίγεται γι’ αυτό ποτέ η σφαίρα του καθόλου μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στη φύση καθόλου και τα επί μέρους φύσει όντα. Η διάκριση ακριβώς αυτή αποτελεί την αφετηρία της φιλοσοφικής σκέψης. Γι’ αυτό και μόνον η φιλοσοφική σκέψη μπορεί να φτάση ως τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων.

Για να συλλάβη και να προσδιορίση, λοιπόν, η φιλοσοφία αυτό που βρίσκεται μπροστά μας ως αόριστη ονομασία, ανατρέχει στις πρώτες αρχές και αίτιες των όντων. Πριν από τον Αριστοτέλη είχε γίνει μια προσπάθεια να συλλάβωμε την ουσία της φύσης, γι’ αυτό και ο φιλόσοφος αισθάνεται την ανάγκη να πάρη μια θέση απέναντι στους προδρόμους του. Ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μια θεώρηση της προσωκρατικής σκέψης μέσα από το βασικό ερώτημα: Είναι η αρχή της φύσης μια ή πολλές; Και αν είναι μια, είναι ακίνητη ή κινούμενη; Το ότι η αρχή είναι ακίνητη υποστηρίζουν οι Ελεάτες (ο Παρμενίδης και ο Μέλισσος)· το ότι είναι κινούμενη υποστηρίζουν οι Ίωνες φιλόσοφοι (οι φυσικοί). Εξ άλλου, αν υπάρχουν περισσότερες από μιαν αρχές, ή είναι άπειρες, όπως υποστήριζε ο Δημόκριτος, ή είναι πεπερασμένες. Ο Αριστοτέλης αμφισβητεί την ορθότητα όλων αυτών των απόψεων, οπωσδήποτε όμως μεγαλύτερη βαρύτητα έχει γι’ αυτόν η ελεατική θέση.

Σημειώσεις

[1] Βλ.. Karl-Heinz Volkmann-Schluck, Einführung in das philosophische Denken, Frankfurt/M. 1965, 43.

[2] Πρβ. Ludwig Landgrebe, Der Weg der Phänomenologie, Darmstadt 1967*, 65: Wir können auch sagen, in der Entdeckung der Idee bei Plato - Aristoteles liegt die Entdeckung des Apriori. In der Erfahrung ist uns mannigfaltiges als seiend vorgegeben ; die Idee, είδος, ist es, die es macht, daß wir überhaupt die Möglichkeit haben, Gegebenes als seind zu erfassen. [Μπορούμε επίσης να πούμε ότι στην ανακάλυψη της ιδέας από τον Πλάτωνα - ο Αριστοτέλης βρίσκεται στη ανακάλυψη των a prioriΣτην εμπειρία, μας δίνονται πολλά πράγματα ως ον : Η ιδέα, είδος, είναι αυτό που καθιστά δυνατό για εμάς να κατανοήσουμε αυτό που δίνεται ως ον]. Βλ. καί P. Aubenque, Le Problem de I'etre chez Aristote, Paris 1962, 209.

2. Η αντιδικία του Αριστοτέλη με τον Παρμενίδη και η θεμελίωση της Φυσικής.

Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν. (Β 6).

Διάφορες Μεταφράσεις: [Πρέπει το λέγειν και το νοείν να παραμένουν στο είναι· διότι στο είναι υπάρχουν, ενώ στο μηδέν δεν υπάρχουν.] / [Πρέπει να υπάρχει αυτό που γίνεται αντικείμενο της νόησης και του λόγου, ενώ το μηδέν δεν μπορεί να υπάρχει.] / [Ό,τι λέγεται και νοείται πρέπει αναγκαία να είναι· γιατί υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει] / [Αυτό που λέγεται και νοείται πρέπει να είναι· γιατί μπορεί να είναι, ενώ το τίποτα δεν μπορεί] / [Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το ον υπάρχει· Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]

Για τον Παρμενίδη δυο δρόμοι ανοίγονται : Το ον είναι, το μη ον δεν είναι. Το ον είναι η απόλυτη ταυτότητα, είναι εν, είναι αυτό που μένει σταθερό, αμετάβλητο, το ίδιο με τον εαυτό του. Και αυτό συμβαίνει, αφού αυτό μονάχα μπορούμε να σκεφτούμε. Μόνον οι προτάσεις ή οι σκέψεις μας που αναφέρονται στο ον έχουν νόημα. Εφόσον νους και Είναι συμπίπτουν στον Παρμενίδη (η διάσπαση ανάμεσα στα πράγματα και τις Ιδέες των πραγμάτων δεν έγινε ακόμη)[3], επόμενο είναι το ον να είναι το αμετάβλητο, γιατί ο νους δεν μπορεί να δεχθή την αλλαγή, γυρεύει τη σταθερότητα πίσω από τη μεταβολή. Άρα το μη ον δεν μπορεί να υπάρχη και, επομένως, ούτε η κίνηση ούτε η μεταβολή. Το ον, λοιπόν, για τον Παρμενίδη, είναι απέναντι στην πολλαπλότητα —τόσο γνώριμη και οικεία— το εν. Και αυτό το εν μόνον είναι. Η πολλαπλότητα που μας περιβάλλει φαίνεται ως ον, αλλά δεν είναι, είναι φαινόμενο.

Αν η αλήθεια είναι μια σχέση του νου με την πραγματικότητα, τότε τι είναι η πραγματικότητα;

Τι είναι αλήθεια; Ο Πλάτων, στον «Κρατύλο» (385, β), βεβαιώνει: «Αληθής είναι ο λόγος που λέει τα πράγματα όπως είναι, ψευδής αυτός που τα λέει όπως δεν είναι». Ναι: αλλά πώς είναι τα πράγματα; Ο Αριστοτέλης, από την πλευρά του, στη «Μεταφυσική» (IV, 7, 1011 b 26 επ.) υποστηρίζει: «το να αρνείσαι αυτό που είναι και να βεβαιώνεις αυτό που δεν είναι, είναι ψευδές, ενώ το να βεβαιώνεις αυτό που είναι και να αρνείται αυτό που δεν είναι. , αυτό είναι αλήθεια." Αλλά, πάλι: ποιος αποφασίζει τι είναι και τι όχι; Ο άγιος Αυγουστίνος («Solil.», II, 5) ορίζει το αληθινό «αυτό που είναι έτσι, όπως φαίνεται». Αλλά, σύμφωνα με τις αισθήσεις - για παράδειγμα -, φαίνεται ότι ο Ήλιος κινείται και η Γη στέκεται ακίνητη: ενώ ξέρουμε ότι αυτό είναι ψευδές. Τέλος, ο Άγιος Θωμάς, στο «Summa Theologiae» (I q., 16 a 2) ορίζει την αλήθεια ως «την σύμπτωση της νόησης και του πράγματος». Αυτός ο ορισμός, που έχει γίνει κλασικός, βασίζεται στην ιδέα ότι η αλήθεια είναι μια συμφωνία μεταξύ της κρίσης του νου και της πραγματικότητας

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Η ΔΥΣΗ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΝΙΚΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΛΟΓΟ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΕΠΑΦΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΙΟΤΙ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, ΚΑΘΟΤΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ, Ο ΝΟΥΣ, Ή ΤΟ ΘΕΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου