Συνέχεια από: Κεφάλαιο ΙΙ
ΠΛΑΤΩΝ
IIΙ
Η ΝΈΑ ΜΟΡΦΉ ΠΡΟΦΟΡΙΚΌΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΛΆΤΩΝΑ ΩΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΟ ΜΈΣΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ
Από τη «μιμητική προφορικότητα» στη «διαλεκτική προφορικότητα».Μαζί με την άνοδο της φιλοσοφικής θεωρίας ήρθε και μια νέα μορφή προφορικότητας σαφώς διακριτή από την ποιητική-μιμητική προφορικότητα.
ΌΠΩΣ έλεγα προηγουμένως, ο Havelock και άλλοι μαζί του υπέθεσαν ότι η γένεση της φιλοσοφίας αποδεικνύεται στενά συνδεδεμένη με την αναδιάρθρωση της σκέψης που σχετίζεται με την ποιητική προφορικότητα σε σχέση με την εμφάνιση της γραφής, δηλαδή με μια αλλαγή στην τεχνολογία της επικοινωνίας.
Καθώς πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη πεποίθηση, όπως θα αποδείξω στην πορεία αυτού του κεφαλαίου, θεωρώ σκόπιμο στο μεταξύ να παραθέσω μερικά από τα σημαντικότερα χωρία του Χάβελοκ, τα οποία δίνουν μια καλή εικόνα της εν λόγω θέσης.
Ακολουθεί ένα πρώτο απόσπασμα: «Η οπτικοποίηση που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί ήταν έμμεση. Οι λέξεις ομαδοποιούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζεται η οπτική πλευρά των πραγμάτων, ενθαρρύνοντας έτσι τον ακροατή να δει με τα μάτια του νου. Οι άμεσες τεχνικές μνημονικής μάθησης ήταν όλες ακουστικές και απευθύνονταν στη ρυθμική αποδοχή από το αυτί. Με την έλευση του γραπτού λόγου, η αίσθηση της όρασης προστέθηκε σε εκείνη της ακοής ως μέσο διατήρησης και επανάληψης της επικοινωνίας. Οι λέξεις μπορούσαν πλέον να απομνημονεύονται με το μάτι, γεγονός που εξοικονομούσε σημαντική ποσότητα ψυχικής ενέργειας. Η απομνημόνευση δεν χρειαζόταν πλέον να μεταφέρεται στη ζωντανή μνήμη. Θα μπορούσε να μείνει στην άκρη, αχρησιμοποίητη, μέχρι να χρειαστεί να αναγνωριστεί. Αυτό μείωνε δραστικά την ανάγκη να διατυπώνεται ο λόγος με τρόπο που να είναι οπτικός, και κατά συνέπεια ο βαθμός αυτής της οπτικοποίησης μειωνόταν. Πράγματι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αύξηση του αλφαβητισμού ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο για τα πειράματα αφαίρεσης. Μόλις απελευθερώθηκε από την ανάγκη να διατηρεί την εμπειρία με ζωντανή μορφή, ο δημιουργός ήταν πιο ελεύθερος να την αναδιοργανώσει με στοχαστικό τρόπο».
Η αφύπνιση από την υπνωτική έκσταση που σχετίζεται με τη μιμητική προφορικότητα και, επομένως, η γέννηση της ίδιας της έννοιας της συνείδησης και της διαλεκτικής, σύμφωνα με τον Havelock, «πρέπει να έγκειται στην αλλαγή που έλαβε χώρα στην τεχνολογία της επικοινωνίας. Η ανανέωση της μνήμης μέσω των γραπτών σημείων επέτρεψε στον αναγνώστη να απαλλαγεί από ένα μεγάλο μέρος της συναισθηματικής ταύτισης, χάρη στην οποία η ακουστική μαρτυρία μπορούσε να θυμηθεί με ασφάλεια. Αυτό μπορούσε να απελευθερώσει ψυχική ενέργεια, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επανεξεταστεί και να αναδιοργανωθεί ό,τι πλέον ήταν γραμμένο και μπορούσε να ιδωθεί ως αντικείμενο και όχι μόνο να ακουστεί και να γίνει αισθητό. Με άλλα λόγια, μπορούσε κανείς να το ξαναδεί. Και αυτή η διάκριση του υποκειμένου από τη λέξη που ανακαλείται στη μνήμη είναι ίσως, με τη σειρά της, η προϋπόθεση για τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ενός τεχνάσματος που συχνά θεωρείται χαρακτηριστικό του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να την απορρίψουν. Αυτό ήταν το μέθοδος της διαλεκτικής».
Με λίγα λόγια: η νέα τεχνολογία της επικοινωνίας, δηλαδή η «τεχνολογία της γραφής», «προσέφερε μια δεύτερη μέθοδο», υπερβαίνοντας «την ακουστική τεχνολογία του έπους». «Αυτό θα επέτρεπε επίσης […] να επεκταθεί και να διευρυνθεί η εγκυκλοπαίδεια με χίλιους τρόπους, αφού θα είχε απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει η οικονομία της μνημονικής ανάγκης».
Ο ίδιος ο Σωκράτης, στα μηνύματά του που παραδόθηκαν μέσω της προφορικότητας, στην πραγματικότητα «ήταν δεσμευμένος σε μια τεχνική που, ακόμα και αν δεν το γνώριζε, μπορούσε να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο στον γραπτό λόγο, και μάλιστα είχε φθάσει στο κατώφλι της δυνατότητας μόνο χάρη στην ύπαρξη του γραπτού λόγου».
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς, με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, το ίδιο το έργο του Πλάτωνα θεωρείται ως κορυφή της επανάστασης που επέφερε η γραφή, και το σώμα των γραπτών του Πλάτωνα νοείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της επανάστασης που άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία.
Στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη είναι αποτέλεσμα ενός σφάλματος προοπτικής, στο οποίο αναπόφευκτα πέφτει κάποιος, όπως ο Havelock, που περιορίζεται στο να ερμηνεύει και να περιγράφει τις βασικές συνιστώσες της αρχικής προφορικότητας, δηλαδή της «ομηρικής», δηλαδή της ποιητικο-μιμητικής σε δοξαστική διάσταση, η οποία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Εστιάζοντας την προσοχή του στη λεπτομερή μελέτη αυτής της μορφής προφορικότητας και των ανθρωπολογικών, κοινωνικοπολιτικών και ψυχολογικών προϋποθέσεών της, ο Havelock δεν αντιλήφθηκε επαρκώς τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής μορφής προφορικότητας, δηλαδή της προφορικότητας που δημιούργησαν οι φιλόσοφοι. Δεν αντιλήφθηκε την ουσία και τη σημασία της, τη συνοχή και το εύρος της, και συνεπώς δεν κατανόησε πώς, αν είναι αληθές ότι η γραφή ήταν ουσιώδης για τη δημοσίευση, τη λήψη, την υποδοχή, τη διάδοση και τη διατήρηση των φιλοσοφικών μηνυμάτων, είναι επίσης αληθές, ταυτόχρονα, και το αντίθετο. Με άλλα λόγια, στην ανάπτυξη και την επιτυχία της γραφής καθοριστική ήταν η εννοιολογική αναδιάρθρωση της σκέψης που έφεραν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσαν κυρίως στην προφορική διάσταση, ή ακόμη, όπως ο Θαλής και ο Σωκράτης, αποκλειστικά στη σφαίρα της προφορικότητας, την οποία, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ίδιου του Σωκράτη, είναι σωστό να αποκαλούμε «διαλεκτική προφορικότητα». Αυτή η μορφή προφορικότητας έφερε μια ριζική επανάσταση, δηλαδή κοσμογονική μετάβαση από μια σκέψη που περιοριζόταν σε εικόνες σε μια σκέψη μέσω εννοιών.
Ωστόσο, θα δούμε πώς ο ίδιος ο Havelock αναγκάζεται να διατυπώσει ισχυρισμούς που, αν και όχι καταρχήν, τουλάχιστον πρακτικά, συγκλίνουν με αυτά που λέω. Αλλά, πριν προσκομίσω τις αποδείξεις για αυτήν τη δήλωσή μου, θεωρώ σκόπιμο να κάνω μια γενική παρατήρηση, την οποία θεωρώ πολύ σημαντική.
Ο ίδιος ο Πλάτωνας, σε ένα χωρίο που ήδη αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο, υπενθυμίζει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας είναι παλιά υπόθεση». Ένας από τους πρώτους αντιπάλους ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, που εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις εναντίον της ποίησης χρησιμοποιώντας την ίδια την ποίηση.
Ο Cerri έχει αναλύσει με μεγάλη προσοχή το πρώτο απόσπασμα του Ξενοφάνη και έχει επισημάνει τις αξιοσημείωτες και εκπληκτικές αντιστοιχίες μεταξύ της κριτικής της παραδοσιακής ποίησης που παρουσιάζει και της κριτικής του Πλάτωνα, την οποία παρουσιάσαμε παραπάνω.
Αξιοσημείωτοι είναι οι παρακάτω στίχοι, που προλαμβάνουν τον Πλάτωνα με τρόπο εκπληκτικό:
«...και να επαινούν αυτόν που, πίνοντας, αφηγείται ευγενείς ιστορίες,
όπως του υπαγορεύει η μνήμη και η αγάπη για την αρετή,
όχι να διηγείται μάχες Τιτάνων, ούτε Γιγάντων,
ούτε Κενταύρων, επινοήσεις των προγόνων μας,
ούτε αιματηρές συγκρούσεις, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα χρήσιμο,
αλλά να δείχνει πάντα τον ορθό σεβασμό προς τους θεούς».
Ο Cerri αποδεικνύει, και δικαίως, ότι «η ελεγεία του Ξενοφάνη περιέχει εν σπέρματι, δηλαδή έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο ξεκάθαρα, όλες τις κύριες διατυπώσεις αυτού που αργότερα θα αποτελούσε τη σκέψη του Πλάτωνα· αποτελεί επομένως για μας την αρχαιότερη ιστορική τεκμηρίωση αυτής της γραμμής σκέψης».
Συμφωνώ πλήρως με τον Τσέρρι και θεωρώ ότι η κριτική του Ξενοφάνη στον ανθρωπομορφισμό, τόσο σωματικό όσο και ηθικό, στη θεώρηση των θεών από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καθιστά αυτή τη θέση αναμφισβήτητη.
Ας διαβάσουμε τα αποσπάσματα του Ξενοφάνη που μας έχουν διασωθεί, όπου ασκεί κριτική στην αρχαία πεποίθηση των ποιητών ότι οι θεοί πρέπει να έχουν μορφές και συμπεριφορές όμοιες με αυτές των ανθρώπων:
«Όμως εάν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια,
ή μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να δημιουργούν αυτά που οι άνθρωποι
δημιουργούν με τα χέρια τους,
τα άλογα θα ζωγράφιζαν εικόνες των θεών σαν άλογα,
τα βόδια σαν βόδια, και θα σχημάτιζαν τους θεούς
κατά την εμφάνιση που έχει καθένα από αυτά».
«Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι και με πλακουτσωτές μύτες,
οι Θράκες, αντίθετα, λένε ότι έχουν γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά».
Όμως οι θεοί όχι μόνο δεν μπορούν να έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά ούτε και συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, και δεν διαπράττουν σε καμία περίπτωση ανήθικες και άδικες πράξεις:
«Στους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν
ό,τι είναι ντροπή και αίσχος για τους ανθρώπους:
κλέβουν, διαπράττουν μοιχεία, εξαπατούν ο ένας τον άλλο».
Επιπλέον, οι θεοί δεν μπορούν ούτε να γεννιούνται, ούτε να δρουν, ούτε να κινούνται όπως οι άνθρωποι:
«Αλλά οι θνητοί πιστεύουν ότι οι θεοί γεννιούνται,
ότι έχουν ρούχα και φωνές και μορφές σαν κι αυτούς»
Παραμένει στο ίδιο μέρος, χωρίς να κινείται καθόλου,
ούτε του ταιριάζει να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί.
Όσον αφορά τα «πειράματα αφαίρεσης» που αναφέρει ο Χάβελοκ, παραθέτω ένα εξαιρετικό παράδειγμα, σε στίχους, όπου ο Ξενοφάνης απομυθοποιεί τη μορφή της Ίριδας και την ερμηνεύει λογικά:
«Αυτό που ονομάζουν Ίριδα, είναι όμως ένα σύννεφο,
πορφυρό, βιολετί και κιτρινοπράσινο στην όψη»
Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα βήματα που έκανε ο Παρμενίδης για τη δομική τροποποίηση της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εισάγοντας εξαιρετικές έννοιες και μια νέα σύνταξη, πάλι μέσω της σύνθεσης στίχων. Από καιρό οι μελετητές έχουν επισημάνει την έλλειψη ομορφιάς και την τραχύτητα των στίχων του παρμενιδείου ποιήματος. Και βέβαια, αν διαβαστεί με ομηρική αισθητική, αυτή ακριβώς την εντύπωση δίνει: στην πραγματικότητα, ο Παρμενίδης ανατρέπει τον τρόπο σκέψης του Ομήρου, ενώ συνεχίζει να εκφράζεται με το ίδιο εργαλείο.
Όπως είναι γνωστό, στον Όμηρο δεν εμφανίζεται η έννοια του «είναι»· αντίθετα, ο Παρμενίδης εστιάζει ολόκληρη την ομιλία του ακριβώς στη μορφή του Είναι, και μάλιστα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο: το Είναι είναι το καθαρό θετικό, το μη-Είναι είναι το καθαρό αρνητικό· πράγματι, το Είναι είναι ακόμη και το απόλυτο θετικό απόλυτα απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αρνητικότητα, ενώ το μη-είναι είναι το απόλυτο αντίθετο αυτού του απόλυτου θετικού: εκτός του Eίναι δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Ο Χάβελοκ θα έπρεπε να αναγνωρίσει αυτό που εδώ και καιρό έχουν ομόφωνα επισημάνει οι μελετητές, ότι ο Παρμενίδης παρουσιάζει ακόμη και (σε στίχους) την πρώτη διατύπωση της αρχής της μη αντίφασης, την οποία θα φέρει στο προσκήνιο ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την ως την πρώτη και υπέρτατη αρχή, δηλαδή την αδυνατότητα οι αντιφατικοί όροι να συνυπάρχουν ταυτόχρονα: το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι· το μη-Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να Είναι. Ολόκληρο το παρμενίδειο ποίημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συστηματική ανάπτυξη αυτής της αρχής, εφαρμοσμένης στην έννοια του Είναι με αυστηρά μονοσήμαντη έννοια.
Και ιδού οι στίχοι του παρμενιδείου ποιήματος που ανατρέπουν ακριβώς τον κεντρικό άξονα του ομηρικού έπους, το οποίο βασιζόταν στην παρουσίαση γεγονότων «παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών», δηλαδή στη διάσταση του γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τη δόξα:
«Ούτε κάποτε ήταν, ούτε θα είναι, επειδή τώρα είναι μαζί όλα, ένα, συνεχές. Ποια αρχή, λοιπόν, θα αναζητήσεις για αυτό; Πώς και από πού αναπτύχθηκε; Από το μη-είναι δεν σου επιτρέπω ούτε να το πεις, ούτε να το σκεφτείς, γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ειπωθεί, ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το είχε αναγκάσει να γεννηθεί, μετά ή πριν, αν προερχόταν από το τίποτα; Γι' αυτό είναι αναγκαίο να είναι ολόκληρο (να υπάρχει εξ ολοκλήρου), ή να μην είναι καθόλου. Και ούτε από το είναι θα παραχωρήσει η δύναμη μιας βεβαιότητας να γεννηθεί κάτι που να είναι δίπλα του. Για αυτόν τον λόγο, ούτε η γέννηση ούτε η φθορά τού επιτράπηκαν από τη Δικαιοσύνη, λύνοντάς το από τις αλυσίδες, αλλά το κρατάει σφιχτά. Η απόφαση γύρω από αυτά τα πράγματα έγκειται σε αυτό: είναι ή δεν είναι».
«...θα είναι ονόματα όλα εκείνα που όρισαν οι θνητοί, πεπεισμένοι ότι ήταν αληθινά: γέννηση και φθορά, είναι και μη-είναι, αλλαγή τόπου και μεταβολή του λαμπρού χρώματος».
Όπως γίνεται σαφές, με αυτή την οπτική ανατρέπεται σχεδόν πλήρως ο κόσμος του έπους στο σύνολό του, με τον σχεδόν πλήρη μηδενισμό της διάστασης στην οποία εντάσσεται και των δομών που τον συγκροτούν: και αυτό γίνεται ακριβώς μέσω ποιητικών στίχων και κυρίως στον χώρο, στη σφαίρα της προφορικότητας.
Ο Havelock κατανοούσε καλά ότι, για τη θέση του, ο Πυθαγόρας αποτελούσε ένα πραγματικό «αντι-παράδειγμα».
Και σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να επέμβει στο «αντι-παράδειγμα», παρουσιάζοντάς το ως ανα-κατασκευασμένο και τεχνητά-κατασκευασμένο, αφού η γέννηση και η ανάπτυξη των μαθηματικών στο πλαίσιο της προφορικότητας σήμαινε σε κάθε περίπτωση μια σχεδόν πλήρη θόλωση του ερμηνευτικού παραδείγματος. Ο Havelock επέλεξε λοιπόν τη μοναδική διέξοδο που του απέμενε: αρνήθηκε το ίδιο το γεγονός, θεωρώντας τον μαθηματικό Πυθαγόρα ως ένα είδος επινόησης, έτσι ώστε, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, να δώσει τον εξής τίτλο στο κεφάλαιο που αφιέρωσε στον φιλόσοφο της Σάμου: Το πυθαγόρειο φάντασμα.
Ο Havelock, αν και δεν υιοθέτησε την παλαιότερη θέση του Frank, σύμφωνα με την οποία «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι» ήταν ουσιαστικά μέλη της Ακαδημίας ή μια παράταξη εντός της ίδιας της Ακαδημίας, παρουσιάζει μια θέση που βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτήν, υποστηρίζοντας ότι ο πυθαγορισμός είναι σίγουρα μετασωκρατικός, λίγο πριν ή ακόμα και σύγχρονος με τον Πλάτωνα.
Διαβάζουμε τους ισχυρισμούς του: Εν συντομία: εκείνη η ομάδα των φιλοσοφικών δογμάτων που συνήθως αποδίδεται, στις σύγχρονες ιστορίες, σε έναν πυθαγορισμό του 6ου αιώνα π.Χ. ή μεταγενέστερο, ήταν στην πραγματικότητα το δημιούργημα μιας κοινότητας που ονομάστηκε πυθαγόρεια και είχε επικεφαλής τον Αρχύτα, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον Τάραντα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.. Ήταν «μετασωκρατική», αλλά πιθανότατα «προπλατωνική», με την έννοια ότι οι επαφές που είχε με αυτήν ο Πλάτωνας στον Τάραντα, κατά τα ταξίδια του στο εξωτερικό, του παρείχαν ένα πρότυπο για το προσωπικό του πείραμα στην Αθήνα».
Όμως η σχολή του Πυθαγόρα γεννήθηκε ως μια φιλοσοφική-θρησκευτική αίρεση που βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη μυστικότητα των δογμάτων. Όπως είναι γνωστό, όσοι παραβίαζαν το απόρρητο αποβάλλονταν από τη σχολή και τιμωρούνταν. Στη σχολή, η επικοινωνία των μηνυμάτων γινόταν, για αρκετό καιρό, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη στην προφορική διάσταση. Ο πρώτος που έγραψε και δημοσίευσε έργα ήταν ο Φιλόλαος, σύγχρονος του Σωκράτη. Βέβαια μέχρι τότε είχε εξελιχθεί η διδασκαλία. Είναι όμως πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί τι ανήκει στον πρώτο Πυθαγορισμό και τι ανήκει στον δεύτερο, αφού η διδασκαλία της Σχολής θεωρούνταν κοινό αγαθό, στο οποίο οι μαθητές αντλούσαν και στο οποίο προσπαθούσαν να προσθέσουν, μελετώντας και ερευνώντας όλοι μαζί. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του πρώτου πυθαγορισμού.
Ο ισχυρισμός του Havelock, σύμφωνα με τον οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει ποτέ ρητά τον Πυθαγόρα, αλλά μιλάει για τους Πυθαγορείους, στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύει καθόλου τη θέση του, αλλά μάλλον, αν καταλάβουμε καλά τον Αριστοτέλη, την αντικρούει.
Πράγματι, όταν ασχολείται με τους Πυθαγόρειους, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έκφραση «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι».
Γιατί όμως χρησιμοποιεί αυτή την παράξενη για εμάς έκφραση;
Η Maria Timpanaro Cardini είχε ήδη δώσει την εξήγηση αυτού του προβλήματος: «[Ο Αριστοτέλης] βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μοναδικό γεγονός: από τους άλλους φιλοσόφους που αναφέρθηκαν προηγουμένως [στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, όπου μιλάει για τους προκατόχους του] ο καθένας εκπροσωπούσε τον εαυτό του· είχαν βέβαια μαθητές και οπαδούς, αλλά όχι ιδιαίτερους δεσμούς Σχολής. Οι Πυθαγόρειοι, από την άλλη πλευρά, συνιστούν ένα νέο φαινόμενο: μελετούν και εργάζονται, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, ως ομάδα· το όνομά τους είναι ένα πρόγραμμα, ένα ακρωνύμιο· τέλος, είναι ένας τεχνικός όρος, που υποδηλώνει έναν δεδομένο νοητικό προσανατολισμό, μια συγκεκριμένη θεώρηση της πραγματικότητας στην οποία συμφωνούν άνδρες και γυναίκες διαφορετικών πατρίδων και συνθηκών. Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται αυτό το χαρακτηριστικό, αισθάνεται ότι, εισάγοντας τους Πυθαγόρειους στον λόγο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αποτρέψει κάποια απορία του ακροατή ή του αναγνώστη: πώς είναι δυνατόν; Μέχρι τώρα παρουσιάζονταν καλά αναγνωρίσιμες μορφές φιλοσόφων, ο καθένας με τις δικές του προσωπικές απόψεις· και τώρα έρχεται αυτή η ομάδα, αλλά ανώνυμη σε σχέση με τα άτομα που την απαρτίζουν; Τέτοιο είναι το όνομά τους, διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης, τέτοια είναι η επίσημη ονομασία που έχουν ως Σχολή, και η οποία, με την πάροδο του χρόνου, αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη συνέχεια της διδασκαλίας τους.
Ο Πλάτωνας έλεγε για τον Πυθαγόρα ότι, λόγω του τρόπου ζωής που δημιούργησε, «ήταν στον ύψιστο βαθμό αγαπητός και οι διάδοχοί του, που ονόμασαν τον τρόπο ζωής τους Πυθαγόρειο, κατά μία έννοια ξεχωρίζουν ανάμεσα σε όλους τους άλλους».
Και, βέβαια, το να κρίνει κανείς αυτά που λέει ο Πλάτωνας ως επινόηση και τον Πυθαγόρα ως φάντασμα, προκειμένου να υποστηρίξει τη δική του θέση, όπως κάνει ο Havelock, είναι παράλογο: πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία που υιοθετεί συχνά, όπως ανέφερα παραπάνω, δηλαδή την εξάλειψη του αντι-παραδείγματος (την εξάλειψη του αντιφατικού), μέσω της άρνησης της ύπαρξής του.
Παρακάτω παρουσιάζεται το Περί Φύσεως του Παρμενίδη σε μετάφραση.
ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ – ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ
Μετάφραση: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ι
Οι φορβάδες που µε πηγαίνουν μέχρι εκεί που φτάνει ο πόθος
µου επιτάχυναν, και µ’ έφεραν στον φηµισµένο δρόµο
του δαίµονα, που από τις πόλεις εξυψώνει όσους γνωρίζουν.
Εκεί οδηγήθηκα. Εκεί οι συνετές φορβάδες
µ’ έφεραν τεντώνοντας απ’ την ταχύτητα το άρµα. Μπροστά
µας κόρες προπορεύονταν.
Κι ο άξονας µες στα βραχιόλια, πυρωµένος, έτριζε
–σφιγµένος κι απ’ τις δυο µεριές από τους τορνευτούς τροχούς–
καθώς οι κόρες του Ήλιου έσπευδαν,
εγκαταλείποντας τα δώµατα της Νύχτας προς το φως
σπρώχνοντας µε το χέρι πίσω απ’ το κεφάλι το πέπλο τους.
Εκεί είναι οι πύλες των οδών της νύχτας και της
µέρας, έχοντας πάνω τους υπέρθυρο και κάτω τους κατώφλι πέτρινο·
ψηλά στον αέρα, σφραγισµένες µε µεγάλες θύρες
και σύρτες απανωτούς, που εποπτεύει η τιµωρός Δικαιοσύνη.
Αυτήν, µιλώντας µε περίσκεψη και λόγια απατηλά
την παρέσυραν, ωθώντας τον σύρτη τον βαλανωτό
τις πύλες να ελευθερώσει. Κι έτσι, καθώς οι ολόχαλκοι άξονες
γύριζαν στα βραχιόλια, τα πιασµένα µε σφήνες και καρφιά,
οι πύλες άνοιγαν στο χάσµα το αχανές.
Ευθύς, µέσα απ’ τις πύλες, στο δρόµο τον αµαξιτό,
πέρασαν κόρες και φορβάδες και άρµα.
Και η θεά µε υποδέχτηκε θερµά, πήρε στο χέρι της το χέρι µου
το δεξί, και µε αυτά τα λόγια µε προσφώνησε:
«Νέε, που συνοδεύεσαι από αθάνατους ηνίοχους
και που οι φορβάδες σ’ έφεραν εδώ στο δώµα µου,
σε χαιρετώ. Δεν σ’ έστειλε µοίρα κακή σ’ αυτό τον δρόµο
που από τους ανθρώπους είναι απάτητος, αλλά το ορθό
και το δίκαιο. Χρειάζεται όλα να τα µάθεις,
και τον πυρήνα τον ήρεµο της ολοστρόγγυλης
αλήθειας και τις ανάξιες πίστης δοξασίες των θνητών.
Αλλά και τούτο ακόµη: περνώντας µέσα απ’ όλα να ελέγχεις
πώς πρέπει να είναι αυτά που θεωρούνται ότι έτσι είναι.
II
Λοιπόν, θα σου ανακοινώσω τώρα – κι εσύ µετάφερε όσα θ’ ακούσεις–
ποιοι είναι οι µόνοι νοητοί δρόµοι της έρευνας.
Ο ένας, το ότι είναι και ότι δεν υπάρχει µη είναι,
αποτελεί τον δρόµο της Πειθούς –γιατί η Αλήθεια την ακολουθεί–,
ο άλλος, πως δεν είναι και ότι όφειλε µη είναι,
αυτός, σου λέω, ο δρόµος είναι µονοπάτι αγνωσίας,
γιατί ούτε να γνωρίσεις µπορείς το µη ον –κάτι ανέφικτο–,
ούτε να το εκφράσεις.
III…
γιατί εκείνο που µπορεί να νοηθεί συγχρόνως είναι
IV
Πρόσεξε όµως, αν και απόντα παρόντα είναι, βέβαια, στον νου
γιατί δεν αποκόπτεται η συνέχεια του όντος µε το ον
ούτε όταν µε τάξη διασκορπίζεται οπουδήποτε και οπωσδήποτε
ούτε όταν συγκεντρώνεται.
V
για µένα είναι αδιάφορο το από πού θ’ αρχίσω·
αφού σ’ αυτό θα καταλήξω πάλι.
VI
Πρέπει, αναγκαία, αυτό που λέγεται και που νοείται ον να είναι
Γιατί το είναι υπάρχει, αλλά όµως δεν υπάρχει το µηδέν·
ετούτο σε καλώ να αναλογιστείς.
Από αυτόν τον πρώτο δρόµο έρευνας σε <αποτρέπω>,
αλλά και από τον άλλον στον οποίο οι ανήξεροι
άνθρωποι περιπλανώνται, δίγνωµοι· γιατί στα στήθια τους η
αµηχανία κατέχει την πλανηµένη σκέψη τους κι όλοι τους παραδέρνουν.
Κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νοµίζουν
ότι το είναι και το µη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται
και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδροµη.
VII
Γιατί ουδέποτε θ’ αποδειχθεί ότι υπάρχουν τα µη όντα.
αλλά εσύ αποµάκρυνε την σκέψη σου από τον δρόµο αυτό της έρευνας
ούτε η συνήθεια, απ’ την µεγάλη πείρα σου, να σε ωθήσει σ’ αυτόν
αφήνοντας το βλέµµα και την ακοή σου να περιφέρονται άσκοπα
την γλώσσα σου να θορυβεί, αλλά κρίνε λογικά την πολυµέτωπη κριτική που ανέπτυξα.
VIII
δρόµος µοναδικός που αποµένει να συζητήσουµε: ότι είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν σήµατα πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο
ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο.
Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο
µαζί ένα, συνεχές. Γιατί τι είδους γέννηση να του αποδώσεις,
πώς και από πού αναπτύχθηκε; Δεν θα σου επιτρέψω να σκεφτείς
ή και να πεις, εκ του µη όντος. Γιατί ούτε να λεχθεί ούτε να νοηθεί είναι δυνατόν το ότι δεν είναι. Τι τάχα το υποχρέωσε, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, ν’ αναπτυχθεί, αρχίζοντας απ’ το µηδέν;
Έτσι, ή πρέπει πλήρες να έγινε, ή καθόλου.
Ποτέ η δύναµη της γνώσης δεν θ’ αφήσει, απ’ το µη ον
κάτι να δηµιουργηθεί δίπλα σ’ αυτό.
Γι’ αυτό και η Δικαιοσύνη δεν επέτρεψε
ούτε να γεννηθεί ούτε ν’ αφανιστεί – αφήνοντας να χαλαρώσουν τα ηνία –
αλλά το συγκρατεί. Και η απόφασή µας εξαρτάται από τούτο:
είναι ή δεν είναι; Κρίθηκε όµως αναγκαίο
τον ένα δρόµο να αφήσουµε, που είναι ανώνυµος και α-νόητος
-γιατί δεν είναι αληθινός-,
ενώ ο άλλος είναι αληθινός και υπάρχει.
Πώς θα µπορούσε έπειτα το ον να αφανιστεί; και πώς θα εδηµιουργείτο;
Γιατί δεν είναι αν έγινε, ή αν πρόκειται να γίνει.
Έτσι, έσβησε η γένεση και ούτε λόγος για αφανισµό.
Ούτε είναι διαιρετό γιατί είναι οµοιόµορφο.
Ούτε υπάρχει κάπου περισσότερο, που θα εµπόδιζε την συνοχή του,
ούτε κάπου λιγότερο, αλλά είναι όλο πλήρες από ον.
Γι’ αυτό και όλο είναι συνεχές. Γιατί το ον πλησιάζει και εφάπτεται στο ον.
Αλλά ακίνητο, δεµένο ισχυρά στα πέρατα,
υπάρχει, δίχως τέλος και αρχή, γιατί η γένεση και ο αφανισµός
εκδιώχθηκαν µακριά, τ’ απώθησε η πίστη η αληθινή.
Το ίδιο µένοντας, στο ίδιο µέρος, στον εαυτό του κείται
κι έτσι σταθερό θα παραµένει. Γιατί η παντοδύναµη Ανάγκη
το κρατάει δέσµιο, στα όρια µέσα που το περικλείουν.
Δεν είναι, άρα, θεµιτό να θεωρείται ατελές το ον
τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.
Το ίδιο είναι το νοείν κι εκείνο για το οποίο υπάρχει νόηµα.
Γιατί χωρίς το ον, µέσα στο οποίο λέγεται
δεν θά βρεις το νοείν. Ούτε ήταν [ή] είναι ή θα είναι
άλλο εκτός από το ον, αφού η Μοίρα το δέσµευσε
να µένει ενιαίο και ακίνητο. Γι’ αυτό όλα όσα θεσπίζουν
οι θνητοί νοµίζοντάς τα αληθινά, ονόµατα είναι:
πως τάχα δηµιουργείται και αφανίζεται, ότι είναι και δεν είναι
ότι αλλάζει την θέση του και το λαµπρό του χρώµα.
Αλλά αφού έχει έσχατο όριο είναι πεπερασµένο από παντού,
όµοιο µε όγκο σφαίρας ολοστρόγγυλης που εκτείνεται
απ’ το κέντρο προς τα έξω ισοδύναµη. Γιατί, υποχρεωτικά,
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο µπορεί να βρίσκεται εδώ ή εκεί.
Και ούτε είναι µη ον, ώστε να εµποδίζεται να ενωθεί
µε το όµοιό του, ούτε είναι ον λιγότερο εδώ
και περισσότερο εκεί, επειδή είναι ολόκληρο ακέραιο.
από παντού ίσο, λοιπόν, εκτείνεται οµοιόµορφα στα πέρατά του.
Κλείνω εδώ τα άξια πίστης λόγια και τις σκέψεις µου
για την αλήθεια. Από εδώ και πέρα των θνητών
τις δοξασίες µάθε, ακούγοντας την πλανερή διάταξη των λόγων
µου.
Καθιερώθηκε να ονοµάζουν δύο µορφές
ενώ την µία δεν θα έπρεπε -εδώ είναι που πλανώνται-,
και τις θεώρησαν αντίθετης δοµής, τους έβαλαν σηµάδια
διαφορετικά. από την µια το αιθέριο πυρ της φλόγας,
ήπιο πυρ, ανάλαφρο, παντού το ίδιο
µε τον εαυτό του, αλλά όχι ίδιο
µε το άλλο, αλλά και το άλλο αντίθετο σ’ αυτό,
νύχτα ανεξιχνίαστη, δοµή πυκνή, βαριά.
Όλη αυτή την διάταξη σου εκθέτω, όπως φαίνεται νά ‘ναι,
ώστε ποτέ, γνώµες θνητών να µη σε παρασύρουν.
IX
Αλλά επειδή όλα ονοµάστηκαν νύχτα και φως
και ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάµεις τους, δόθηκε στο καθένα
είναι όλα γεµάτα φως και νύχτα σκοτεινή,
που είναι ίσα και τα δυο, αφού ούτε στ’ να ούτε στ’ άλλο το
µηδέν µετέχει.
X
Αλλά και την φύση του αιθέρα θα γνωρίσεις και όλους τους
αστερισµούς µέσα σ’ αυτόν, και του λαµπρού πυρσού του ήλιου
τα ολέθρια έργα και από που προήλθαν·
αλλά και τις πράξεις τις περιπλανώµενες της στρογγυλόµατης
σελήνης και την φύση της, αλλά και τον γύρω ουρανό,
από που γεννήθηκε, και πώς η Ανάγκη οδηγώντας τον, τον
δέσµευσε τα πέρατα των άστρων να συγκρατεί.
XI
πώς γη, και ήλιος και σελήνη,
και ο κοινός σ’ όλους αιθέρας, κι ο γαλαξίας, κι ο ‘Ολυµπος
ο έσχατος και η θερµή των άστρων δύναµη, ορµητικά
γεννήθηκαν
XII
Οι στενότεροι δακτύλιοι γεµάτοι αµιγή φωτιά
και οι επόµενοι γεµάτοι νύχτα µε λίγες φλόγες ν’ αναπηδούν.
Κι ανάµεσα σε όλα η θεότητα που κυβερνά τα πάντα
γιατί αρχηγεύει στην µίξη και την τροµερή γέννα
στέλνοντας το θηλυκό να ζευγαρώσει µε τ’ αρσενικό
και αντίστροφα, το αρσενικόµε το θηλυκό.
XIII
πρώτιστο όλων των θεών τον Έρωτα επινόησε
…
XIV
νυκτολαµπές, περιπλανώµενο γύρω απ’ την γη, αλλότριο φως
…
XV
πάντοτε ατενίζοντας τις ακτίνες του ήλιου
…
XVI
Όπως είναι, κάθε φορά, η αναλογία
µίξεως των πολυπλάνητων µελών
ανάλογα βρίσκεται και νους του ανθρώπου· γιατί το ίδιο είναι
αυτό που στους ανθρώπους σκέφτεται: η φύση των µελών τους
και στον καθένα και σε όλους· το επιπρόσθετο είναι η σκέψη.
δεξιά τ’ αγόρια, τα κορίτσια αριστερά
…
XIX
Έτσι, κατά τις δοξασίες των ανθρώπων έγιναν αυτά και είναι τώρα
και αφού αναπτυχθούν, θα πάψουν κάποτε να υπάρχουν.
Οι άνθρωποι καθιέρωσαν ένα όνοµα διακριτικό για το καθένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου