Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (162)

Συνέχεια από  Δευτέρα, 4 Νοεμβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (6η συνέχεια)


… Και είναι επίσης προφανές, πως αυτο-ονομάζονται οι ίδιοι ως πολιτικοί, και πως έτσι τούς αποκαλεί και το πλήθος, και πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να τους διακρίνη κανείς απ’ τους «πραγματικά πολιτικούς και βασιλικούς άνδρες». Κάτι που πρόκειται ωστόσο να γίνη ακριβώς εδώ.

Αυτό δεν συμβαίνει όμως μέ  «κατ’ ευθείαν οδό». Διατυπώνεται δηλ., με μια καινούργια παρένθεση, ένα σύστημα (όλων…) τών πιθανών πολιτευμάτων. Τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν μεν σε μυθικές σχεδόν υπάρξεις στο Όγδοο Βιβλίο τής «Πολιτείας», σε «καθαρές διαμορφώσεις τών πνευματικών συλλογικοτήτων, οι οποίες είχαν εκφρασθή είτε αποσπασματικά είτε και ανάμεικτες στις εμπειρικές πόλεις-κράτη», εμφανίζονται ωστόσο εδώ με μια σαφή και απλή τυπολογία, ανάλογα με το αν κυβερνά ένας ή περισσότεροι ή το πλήθος, και ανάλογα με το αν αυτή η διακυβέρνηση βασίζεται στη βία ή στην ελεύθερη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Το οποίο και «αποδίδει» τρία «διπλά» (με δύο όψεις…) πολιτεύματα: τη μοναρχία και την τυραννία, την αριστοκρατία και την ολιγαρχία, και τελικά τη δημοκρατία στις δυό δικές της εκφάνσεις.

Παρόμοια, αλλά απλούστερα, είχε τοποθετήσει ήδη ο Πίνδαρος τις τρεις βασικές πολιτειακές μορφές «τη μια δίπλα στην άλλη», και ο Ηρόδοτος είχε θέσει υπό συζήτηση τις περσικές «εκτιμήσεις» για τα υπέρ και τα κατά τών τριών αυτών μορφών. Ενώ και ο Ξενοφών σημειώνει, εν μέσω εντελώς διαφορετικών συνθηκών, στα «Απομημονεύματά» του, ότι ο Σωκράτης παρέθετε πέντε πολιτεύματα: τη βασιλεία και την τυραννία, την αριστοκρατία, την πλουτοκρατία – εμφανιζόμενη για πρώτη φορά εδώ – και τη δημοκρατία. Όπου οι δυό πρώτες συναποτελούν ένα «δίδυμο», όπως και στον Πλάτωνα, διακρινόμενες αναμεταξύ τους από τα ίδια χαρακτηριστικά: την ελεύθερη ή μη συγκατάθεση των κυβερνωμένων, και τη νομιμότητα ή μη των κυβερνώντων. Ενώ ως προς τα τρία υπόλοιπα πολιτεύματα, ο Ξενοφών μοιάζει αδύναμος να τα συστηματοποιήση, και αποβαίνει έτσι μάταιο και το ερώτημα, τί σχέση μπορεί να έχη τελικά αυτό το σύντομο «πολιτειακό» τμήμα τών «Απομνημονευμάτων» με τον αναφερόμενο εκεί Σωκράτη. Ο Ξενοφών το είχε «συλλέξει» προφανώς από σύγχρονές του συζητήσεις, από «σωκρατικούς» ίσως κύκλους, ενώ και η «συνήχηση» προς τον πλατωνικό «Πολιτικό» θα μπορούσε να μας οδηγήση να αναρωτηθούμε, αν είχαν φτάσει π.χ. και συζητήσεις απ’ την (πλατωνική…) Ακαδημία στα αυτιά τού Ξενοφώντα.

Ο Αριστοτέλης παραλαμβάνει στην «Ηθική» και την «Πολιτική» του το σύστημα του διαλόγου «Πολιτικός», έστω κι αν θεμελιώνη διαφορετικά τη διάκριση των τριών «καλών» πολιτευμάτων απ’ τις τρεις «πεπλανημένες» μορφές τους. Ενώ και ο Πολύβιος στηρίζεται για την κατάταξή του των πολιτευμάτων «στον Πλάτωνα, καθώς και σε κάποιους άλλους φιλοσόφους», έστω κι αν ο συγκεκριμένος πολιτικός και ιστορικός δεν συμμερίζεται τον τελικό σκοπό τού Πλάτωνα. Γιατί σκοπός τού Πλάτωνα, που καθοδηγεί και όλη τη «συστηματική» του, είναι μια σύντομη απόδειξη, πως κανένα απ’ αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί να είναι «σωστό», εφ’ όσον η διακυβέρνηση σ’ αυτά στηρίζεται στο κριτήριο του μικρού ή μεγάλου αριθμού, της ελεύθερης ή μη αποδοχής, της νομιμότητας ή μη νομιμότητας, του πλούτου ή της πτωχείας, τη στιγμή που το σωστό πολίτευμα και ο σωστός πολιτικός δεν διακρίνονται απ’ τα «φαύλα» παρά με ένα πράγμα: με την επιστήμη. Γι’ αυτό και παρουσιάστηκε άλλωστε εκείνο το σύστημα των πιθανών πολιτευμάτων, για να δείξη δηλ. ότι, εξαιρουμένων τών δημοκρατιών, που δεν μπορούν να έχουν καμμιά σχέση με τη γνώση λόγω τού αριθμού τών κυβερνόντων, η «σωστή πολιτεία» μπορεί να «κρύβεται» πίσω απ’ όλες τις (άλλες…) μορφές. Καθώς υπάρχει ένα και μοναδικό γι’ αυτήν κριτήριο: ότι δηλ. οι εκεί κυβερνώντες «χρησιμοποιούν γνώση και δικαιοσύνη, ώστε να την καταστήσουν κατά το δυνατόν καλύτερη». Είναι (πράγματι…) το παλαιό εκείνο κριτήριο απ’ την εποχή τού «Θρασύμαχου», του «Αλκιβιάδη» και του «Γοργία», το οποίο και καθίσταται τελικά σε αρχή οικοδομήσεως της παιδαγωγικής πόλης στην «Πολιτεία». Και το οποίο αν λείπη – και λείπει δυστυχώς σχεδόν πάντοτε –, τα υφιστάμενα πολιτεύματα δεν αποτελούν παρά αποτυχημένες, περισσότερο ή λιγότερο, απομιμήσεις εκείνης τής μοναδικής σωστής πολιτείας, η οποία είναι πάντοτε, όσο λίγα κι αν λέγονται γι’ αυτήν εδώ συγκεκριμένα, η κατά βάσιν οικοδομημένη «με τη δικαιοσύνη» πόλη.

Τελικά αναδεικνύεται, ύστερα από μιαν (ακόμη…) μεγάλη παρέκκλιση (ΙΙΙ 2 b), στην οποία και θα πρέπη να επανέλθουμε, μια αξιολογική κατάταξη των «μη σωστών πολιτευμάτων», που θυμίζει τον υπολογισμό ευδαιμονίας στα Βιβλία VIII και IX της «Πολιτείας». Όπως ακριβώς υπολογίζεται δηλ. εκεί η κλιμακωτή αριθμητικά απόσταση των παρακμιακών πολιτευμάτων απ’ την αληθινή πολιτεία και τη χαρά που κυριαρχεί σ’ αυτήν, έτσι τίθεται κι εδώ το ερώτημα για το ποια απ’ τις (μη σωστές…) πολιτειακές μορφές είναι η περισσότερο και ποια η λιγότερο «βαρειά και βεβαρυμένη» για όσους ζουν εκεί. Και περισσότερο δείχνεται παρά λέγεται, ότι οι έννομες πολιτείες είναι τόσο χειρότερες, όσο μεγαλύτερος είναι και ο αριθμός τών κυβερνώντων, σε αντίθεση προς τις ά-νομες και άνευ νόμου πολιτείες, ότι δηλ. η ζωή (κατα)πιέζεται αυξητικά στην πρώτη περίπτωση καθώς περνούμε από τη μοναρχία στην αριστοκρατία και μετά στην έννομη δημοκρατία, ενώ στη δεύτερη καθώς περνούμε απ’ την άνευ νόμων δημοκρατία στην ολιγαρχία και στην τυραννία. Το σωστό πολίτευμα βρίσκεται κι εδώ τόσο έξω και πέρα απ’ αυτές τις απαριθμήσεις, όσο είναι πέρα από κάθε τι το ανθρώπινο και ο Θεός – κάτι που θα μπορούσε να ονομασθή και ως εξής, με την «έννοια» του ακροωμένου εδώ απλώς Σωκράτη: το τέλειο, το αληθινό, το ύψιστο «Είναι» πέρα απ’ το Είναι.

Με όλα αυτά έγινε ακόμα μια φορά σαφές, ότι αυτοί που μετέχουν σε κείνη την πολιτειακή μορφή πρέπει να διαχωριστούν απ’ τον ίδιον τον πολιτικό, που εδώ αναζητούμε. Δεν είναι δηλ. και οι ίδιοι πολιτικοί, αλλά πρόκειται για «στασιαστές», όπως αναφέρεται μ’ ένα αμετάφραστο παιχνίδι τών λέξεων, που σημαίνει άνδρες «κομματικοί» αντί για πολιτικοί, που συμμετέχουν σε μια διασπασμένη από εμφύλιες διαμάχες, αντί σε μιαν εύτακτη κοινοτική ζωή και οντότητα. Αποτελούν απομιμήσεις και απατηλά φαινόμενα της αληθινής πολιτείας, όντας και οι ίδιοι ομοιώματα και αντικατοπτρισμοί· πιθηκίζουν και «τερατουργούν» στον μέγιστο βαθμό, όντας οι πιο μεγάλοι σοφιστές ανάμεσα στους σοφιστές. Επαναλαμβάνονται έτσι κατά λέξιν όσα ειπώθηκαν προηγουμένως (291 Α-C), και γίνεται άλλη μια φορά φανερό το σμήνος από Κενταύρους και Σατύρους. Και βλέπουμε και ’μείς, γιατί αποκαλούνται «σοφιστές»· γιατί είναι ακριβώς ο σοφιστής εκείνος που συνιστά, όπως το μαθαίνουμε απ’ τον «αδελφό» διάλογο (Σοφ. 235 Α 1), «έναν τερατουργό και απομιμητή αυτού που πραγματικά υπάρχει». Αυτό ήταν λοιπόν και το νόημα αυτού τού διαλογικού τμήματος, να ξεχωρίσουμε δηλ. τον αληθινό πολιτικό από όλους εκείνους που γενικά ονομάζονται έτσι, και να τον ξεχωρίσουμε ανάγοντας αυτή τη διαφορά και διάκριση στη διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι. Η οντολογική μάλιστα διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι αποτελεί και τη «γέφυρα», που συνενώνει αυτό το ζεύγος διαλόγων, τον «Σοφιστή» και τον «Πολιτικό».

Επιστρέφουμε τώρα στη μεγάλη παρέκκλιση, που βρίσκεται στη μέση τού τριμερούς μεσαίου μέρους τού τρίτου κυρίως μέρους. (Τόσο πλήρες «κρυφής» αρχιτεκτονικής είναι δηλ. αυτό το όψιμο πλατωνικό έργο, με τις εντελώς ελεύθερες φαινομενικά περιπλοκές του.) Ένας παράξενος λόγος είχε κατατεθή πολλάκις (293 Α 7. C 8): όπως όλα τα άλλα κριτήρια ήταν αδιάφορα για την ορθότητα της μιας και σωστής πολιτείας, έτσι συμβαίνει και μ’ αυτό, το αν δηλ. αυτοί που άρχουν σ’ αυτήν στηρίζονται σε γραπτούς νόμους ή αν ηγεμονεύουν χωρίς αυτούς. Κάτι που ακούγεται, όντως, ύψιστα παράδοξο, παρέχοντας στον συνομιλητή την αφορμή για ένα γεμάτο έκπληξη ερώτημα, που γίνεται με τη σειρά του το «πέρασμα» προς ένα απ’ τα πιο εκπληκτικά κομμάτια στο σύνολο πλατωνικό έργο – εκείνη δηλ. τη συζήτηση, που προσδιορίζει τη σχέση τής αληθινής πολιτείας προς τον νόμο. Όπου το ουσιαστικό είναι εδώ το εξής: Ότι ο νόμος δεν αναπτύσσεται, στην απλότητά του, αντίστοιχα προς την πολλαπλότητα της ζωής. Είναι (απλώς…) ένα αναγκαίο βοήθημα απέναντι στην ελεύθερη από νόμους και δημιουργική ηγεμονία τού αληθινού πολιτικού, με τον ίδιον τρόπο που θα ήταν παρανοϊκοί οι οποιοιδήποτε νόμοι που θα ήθελαν να επιβληθούν στην εμπειρία ενός καπετάνιου ή ενός γιατρού ή και ενάντια σε κάθε γνήσια επαγγελματική γνώση και σε κάθε επιστήμη, μέχρι και, στο ανώτατο επίπεδο, στα μαθηματικά. Όταν ο αληθινός πολιτικός πράττει ενάντια στον υφιστάμενο νόμο, τότε πράττει «το αληθέστατο», αυτό το οποίο και αντιστοιχεί στο αληθινό, τις περισσότερες φορές, Είναι. Ο νόμος έχει ωστόσο, «μετρημένος» μόνο μ’ αυτό το μέτρο, κατώτερη αξία. Ο νόμος αποτελεί μάλιστα τη «δεύτερη καλύτερη διαδρομή», εκεί όπου η καλύτερη δεν είναι (καν…) δυνατή. Καθώς σ’ αυτόν τον νόμο συμπυκνώνεται πράγματι μια μακρά (ανθρώπινη…) πείρα. Γι’ αυτό και πρέπει να περιβάλλεται προστατευτικά και απαράβατα με τις πιο αυστηρές τιμωρίες το «ηγεμονεύειν», όταν λείπη ο αληθινός πολιτικός. Αυτή είναι και η διαλεκτική (σχέση…) νόμου και ελευθερίας απ’ τον νόμο…

… Η συζήτηση αυτή κορυφώνεται ωστόσο, με κάθε είδους σκωπτικό όσο και πανηγυρικό λόγο, αλλά και με το ότι ο σύντομος κατά τα άλλα συνομιλητής μιλά εδώ πιο εμφαντικά από οπουδήποτε αλλού (299 Ε), εκεί δηλ. όπου αντιλαμβανόμαστε, ελάχιστα συγκεκαλυμμένη, τη μοίρα τού Σωκράτη, μαζί με το εναντίον του κατηγορητήριο (299 BC), και όπου η απάντηση του (άλλου και…) νεαρού Σωκράτη απηχεί ακριβώς τον υπερασπιστικό λόγο τού γηραιού Σωκράτη (299 Ε). Αυτός είναι ο αληθινός πολιτικός! Γιατί γνωρίζει το αληθινό Είναι, του οποίου οι υφιστάμενοι νόμοι δεν αποτελούν παρά απομιμήσεις και σχετικά, κατά προσέγγιση, αντίγραφα. Η δε μοίρα του συνιστά την αναπόφευκτη σύγκρουση της έννομης πολιτείας με τον άνθρωπο, που ενσαρκώνει στην ύπαρξή του την ελεύθερη από νόμους γνώση τού βασιλικού πολιτικού. Το βλέμμα μας – όχι το βλέμμα τού Ελεάτη αλλά το δικό μας – πέφτει έτσι πάλι στον σιωπηλό παριστάμενο, μη παραβλέποντας ακόμα και σ’ αυτό το όψιμο έργο τη δραματική βούληση του Πλάτωνα, αλλά ενθυμούμενοι ότι ο Σωκράτης έπρεπε να παραστή «χθες», μετά τα τελευταία λόγια του «Θεαίτητου», μπροστά στο κατηγορητήριο. Η ίδια η μορφή του είναι και η απάντηση στο ερώτημα του διαλόγου, και όλη αυτή η τελευταία, και παρεκκλίνουσα πάλι φαινομενικά απ’ την «κεντρική οδό» συζήτηση, χρησιμεύει ακριβώς στο να αποδοθή η προσήκουσα θέση στον αληθινό πολιτικό: πολύ πιο πάνω απ’ τον υπερέχοντα νόμο, στην περιοχή και στο πεδίο τού αληθινού Είναι.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου