Συνέχεια από Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (5η συνέχεια)
Ο αναγνώστης πρέπει ίσως εδώ να θέση, υπό την παρουσία τού παρευρισκομένου Σωκράτη, κι ένα ακόμα ερώτημα. Ο Ελεάτης χαρακτηρίζει στην πολεμική του ενάντια στις «εκλεκτές κεφαλές» την άποψή τους ως εξής: η γνήσια τέχνη τού μέτρου αφορά σε «όλα τα γιγνόμενα» («περί πάντ’ εστί τά γιγνόμενα», 285 Α 2). Λίγο πριν είχε πη, πως το αληθινό μέτρο προϋπέθετε τη «γένεση του μετρίου» («πρός τήν τού μετρίου γένεσιν», 284 C 1. D 6), κι ακόμα πιο πριν είχε χρησιμοποιήσει την παράξενη διατύπωση: «το αναγκαίο τού Είναι γίγνεσθαι» («κατά τήν τής γενέσεως αναγκαίαν ουσίαν», 283 D 8-9). Πρόκειται άραγες για σύμπτωση, ότι ο Πλάτων θέτει επανειλημμένα αυτές ακριβώς τις διατυπώσεις στο στόμα τού Ελεάτη, ή μήπως πρέπει να φανερωθή στον αναγνώστη η αντίθεση Είναι και Γίγνεσθαι, όπως αλήθειας και γνώμης, (Πολιτεία VII 534 A. Τίμαιος 29 C) ή ακόμα κι εκείνο το «Γίγνεσθαι-γένεση στο Είναι μέσα απ’ το όριο και το μέτρο», το οποίο και εμφανίζει ως ένα απ’ τα τρία γένη ή μορφές τού Είναι ο «Φίληβος» (26 D 8);
Στο τέλος αυτού τού τμήματος για το μέτρο τίθεται και το ερώτημα: Γιατί άραγες όλη αυτή η συζήτηση περί μέτρου (286 Β); Η δε απάντηση έχει ως εξής: λόγω τής δυσκολίας που μας δημιούργησε η κατανόηση της υφαντικής τέχνης, και λόγω τής δυσκολίας να κατανοήσουμε τον κοσμικό μύθο, και λόγω τής δυσκολίας – και παρεμβαίνει εδώ με μια χαρακτηριστική αναφορά, πέρα από τα όρια του διαλόγου «Πολιτικός», ο Ελεάτης – να κατανοήσουμε το «Μη-Είναι» στον «Σοφιστή». Για να αποφύγουμε δηλ. τέτοιες δυσκολίες στο μέλλον, γι’ αυτό και ανελήφθη τώρα αυτή η συζήτηση για την τέχνη τού μέτρου, για το μέτρο και για το «μετρημένο». Το βασικό σε όλα αυτά είναι η άσκηση στη διαιρετική μέθοδο, υποστηρίζει ο Ελεάτης. Πρέπει ωστόσο, όσα και να μαθαίνουμε απ’ αυτόν, τόσο ο νεαρός Σωκράτης όσο κι εμείς, να ακολουθήσουμε πραγματικά εντελώς την εκτίμησή του, ή μήπως πρέπει να δοκιμάσουμε να στοχαστούμε, πώς άραγες αποδέχεται ο ακροώμενος, ο ηλικιωμένος Σωκράτης αυτήν την εκτίμηση; Μήπως είναι πιο ουσιαστικό αυτό που αναδύεται ως σκοπός, εν μέσω αυτού του διαιρετικού εγχειρήματος, αυτής τής διαλεκτικής: «το ασώματο, ωραιότατο και μέγιστο, που μόνο μέσω τού λόγου μπορεί να επιτευχθή» (286 Α); Έτσι είχε μάλιστα πεί ακριβώς προηγουμένως κι ο ίδιος ο Ελεάτης, αναφερόμενος στο «μετρημένο» και «αρμόζον» και «πρέπον να Είναι» («αυτό τακριβές», 284 D 2), σε αντίθεση προς το σχετικό «περισσότερο ή λιγότερο», αναφερόμενος σε κείνον άρα τον κόσμο τού αιωνίως Είναι, προς το οποίο και οδηγεί ο πλατωνικός Σωκράτης, καθώς και στο πεδίο τών ηθικών απαιτήσεων, τις οποίες και υπηρετεί με την ζωή αλλά και με τον θάνατό του ο ίδιος ο Σωκράτης. Εκεί βρίσκεται ο σκοπός, για τον οποίον και προετοιμάζουν την οδό, τόσο η διαλεκτική όσο και η διαίρεση.
Κατά βάσιν φαίνεται να γνωρίζη κι ο ίδιος ο Ελεάτης, ότι η διαλεκτική και η διαίρεση δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτά που λέγονται εδώ για το μέτρο αρκούν, λέει (284 D), για το θέμα μας. Θα τα χρειαστούμε ωστόσο κάποτε όλα αυτά, για «να διατυπώσουμε το ίδιο το ακριβές και το σημαντικά ουσιώδες». Θα μπορούσε να πη κανείς, πως πρόκειται για μιαν αναφορά στον (υποθετικό…) διάλογο «Φιλόσοφος» – τον οποίον δεν σκέφτηκε ωστόσο ποτέ να γράψη ο Πλάτων – ή για μια προσημείωση στον «Φίληβο» (64 D κ.ε), όπου «το αγαθό και τέλειο» περιέχει ανάμεσα στα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά το «μέτρον» και τη «συμμετρία». Σε κάθε περίπτωση, η φαινομενικά άμετρη παρέκβαση περί μέτρου οδηγεί ακριβώς εκεί, όπου είδαμε να οδηγή το διαλογικό μέρος περί παραδείγματος και το επόμενο μέρος περί υφαντικής τέχνης: στο αληθινό Είναι, η αναζήτηση ή διερεύνηση τού οποίου αποτελεί υποχρέωση ενός αληθινού πολιτικού, που σημαίνει όμως επίσης: ενός φιλοσόφου.
Δεν παραπέμπει όμως μόνον πέρα απ’ τα ίδια του τα όρια μ’ αυτές τις φιλοσοφικές αναφορές ο διάλογος «Πολιτικός». Μοιάζει μάλιστα να μιλά κάποια στιγμή και για τη σύγχρονή του πολιτική. Εντελώς στην αρχή, κι εκεί που μόλις αναλαμβάνει ο Ελεάτης τον λόγο, ακούμε απ’ το στόμα του την εξαιρετικά οξεία πρόταση (259 Α), στην οποία και θα επανέλθη κατηγορηματικά στο τέλος σχεδόν τού διαλόγου (292 Ε): «Δεν θα λέγαμε πως αυτός που είναι αρκετά ισχυρός να συμβουλεύση εκείνον που άρχει ως βασιλιάς σ’ έναν τόπο, κατέχει, ακόμα κι αν είναι ο ίδιος ένας (απλός…) πολίτης χωρίς επίσημη θέση, τη γνώση που θα έπρεπε να κατέχη ο ίδιος ο άρχοντας;». Μ’ αυτήν ακριβώς τη φράση διατύπωσε τη δική του σχέση προς τον Διονύσιο τον ΙΙ των Συρακουσών ο Πλάτων, με μια τέτοια σαφήνεια, ώστε να καταλάβουν όλοι οι σύγχρονοί του το νόημά της. Ο διάλογος «Πολιτικός» γράφτηκε εξάλλου στα χρόνια ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο του ταξίδι στις Συρακούσες (366-361 π.Χ.).
Είναι πράγματι «δίχως μέτρο» και γεμάτος από παρεκβάσεις ο διάλογός μας. Αυτός είναι όμως ακριβώς ο τρόπος που γράφει τούς όψιμους διαλόγους του ο Πλάτων έτσι, ώστε να διαφαίνεται μια αυστηρά οικοδομημένη σκέψη μέσα απ’ την εξωτερική και φαινομενική «αστάθεια» (ασυνέπεια…) των μερών. Και φανερώνει πράγματι μιαν ειρωνική μετάθεση των σημασιών το ότι θα καρποφορήσουν στην πραγματικότητα, τώρα που, στο τρίτο μέρος αναλαμβάνει να προσδιορίση πάλι εννοιολογικά στον πολιτικό άνδρα, τα αποτελέσματα που «κερδήθηκαν» με τις παρεκκλίσεις τού μεσαίου μέρους.
Αυτό είναι βέβαια κάτι που συμβαίνει πολύ έμμεσα. Άμεση είναι δηλ. (μόνον…), με σκοπό να «περιορισθή» ο πολιτικός άνθρωπος, η επαναφορά στο παράδειγμα τής υφαντικής τέχνης και η επανάληψη της εκεί διακρίσεως μεταξύ τεχνικών που είναι (απλώς…) «συναίτιες» και τεχνικών που αποτελούν την πραγματική «αιτία». Μεθοδικά είναι ωστόσο τώρα σημαντικό το ότι βλέπουμε να φτάνη ο φανατικός τής «διχοτομίας» στα όρια της χρησιμότητάς της, κι ότι ξεκινά, αντί «να χωρίζη στη μέση», «να τεμαχίζη», τρόπον τινά, «στα μέλη του το θυσιαζόμενο ζώο». Εμφανίζονται λοιπόν κατ’ αρχάς επτά ομάδες ανθρώπων που παράγουν αντικείμενα: πρώτες ύλες, εργαλεία, αγγεία, καθίσματα, καλύμματα, παιχνίδια και μέσα διατροφής. Οι οποίες βοηθούν όλες στην ανέγερση της πόλης, χωρίς να αποτελούν όμως και τις (γενεσιουργές…) «αιτίες» της. Για να ακολουθήση (289 C) η ομάδα εκείνων που δεν παράγουν αντικείμενα, επαγγελματικά, αλλά επιτελούν κάποιο έργο, και διακρίνονται με τη σειρά τους σε σκλάβους και σε κείνους ανάμεσα στους ελεύθερους που παρέχουν άμεσες υπηρεσίες, όπως είναι οι «εναλλάκτες» (χρηματιστές;…), οι έμποροι, οι ναυτικοί και οι μικρέμποροι. Και μοιάζει να πλησιάζουμε στο «ζητούμενο», παραμένοντας ωστόσο μακριά ακόμα απ’ αυτό, όταν συναντάμε τούς δημόσιους αξιωματούχους, κι ανάμεσά τους κατ’ αρχάς κάποιους, που χρησιμοποιούν τον λόγο και τη γραφή για να προσφέρουν κάποιες άμεσες υπηρεσίες. Απ’ τις οποίες και θα ανέλθουμε κατόπιν σε «υπηρεσίες» μεταξύ ανθρώπων και θεών, εξασκημένες από μάντεις και ιερείς. Χωρίς ωστόσο να ανακαλύπτουμε ούτε ανάμεσά τους τον «άρχοντα», έστω κι αν στην Αίγυπτο ο βασιλιάς προέρχεται απ’ το ιερατείο, έστω κι αν και «σε σας» στην Αθήνα – όπως λέει ο άνδρας απ’ την Ελέα (290 Ε 5) – ο άρχοντας-βασιλιάς επιτελεί χρέη ιερέα και δικαστή. Μια μακριά, κλιμακωτή σειρά μάς έχει ήδη οδηγήσει απ’ τους σκλάβους στους (φαινομενικά…) βασιλείς· ο «βασιλικός» όμως «ανήρ» που αναζητούμε είναι πέρα ακόμα κι απ’ τους ιερατικούς ή τούς κατ’ όνομα και μόνο βασιλείς. Για να έρθη να συνωστισθή μπροστά μας στο τέλος ένας «ανάμεικτος λαός», όμοιος με λιοντάρια, κενταύρους ή σατύρους ή και με αδύναμα και μεταβαλλόμενα ζώα, που αλλάζουν ταχύτατα μορφή και «στάση» – όπως ακριβώς απεικονίζεται και ο άνθρωπος ως ένα πολυκέφαλο και μεταβαλλόμενο τέρας στην «Πολιτεία» (ΙΧ 588 C), κι όπως γίνεται λόγος για τους πολυκέφαλους σοφιστές στον «Σοφιστή» (240 C). Για ποιον λόγο φέρουν όμως εδώ αυτά τα παράξενα ονόματα και διαθέτουν αυτές τις παράξενες, μεταβαλλόμενες μορφές όλοι αυτοί; Είναι προφανές πως συμπεριφέρονται απέναντι στον πολιτικό-βασιλέα όπως (ακριβώς…) ο σοφιστής απέναντι στον φιλόσοφο στον «Σοφιστή». Και είναι εξίσου προφανές πως αυτο-ονομάζονται οι ίδιοι ως πολιτικοί, και πως έτσι τους αποκαλεί και το πλήθος, και πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να τους ξεχωρίση κανείς απ’ «τους πραγματικά πολιτικούς και βασιλικούς άνδρες». Κάτι που πρέπει ωστόσο να γίνη ακριβώς εδώ.
Στο τέλος αυτού τού τμήματος για το μέτρο τίθεται και το ερώτημα: Γιατί άραγες όλη αυτή η συζήτηση περί μέτρου (286 Β); Η δε απάντηση έχει ως εξής: λόγω τής δυσκολίας που μας δημιούργησε η κατανόηση της υφαντικής τέχνης, και λόγω τής δυσκολίας να κατανοήσουμε τον κοσμικό μύθο, και λόγω τής δυσκολίας – και παρεμβαίνει εδώ με μια χαρακτηριστική αναφορά, πέρα από τα όρια του διαλόγου «Πολιτικός», ο Ελεάτης – να κατανοήσουμε το «Μη-Είναι» στον «Σοφιστή». Για να αποφύγουμε δηλ. τέτοιες δυσκολίες στο μέλλον, γι’ αυτό και ανελήφθη τώρα αυτή η συζήτηση για την τέχνη τού μέτρου, για το μέτρο και για το «μετρημένο». Το βασικό σε όλα αυτά είναι η άσκηση στη διαιρετική μέθοδο, υποστηρίζει ο Ελεάτης. Πρέπει ωστόσο, όσα και να μαθαίνουμε απ’ αυτόν, τόσο ο νεαρός Σωκράτης όσο κι εμείς, να ακολουθήσουμε πραγματικά εντελώς την εκτίμησή του, ή μήπως πρέπει να δοκιμάσουμε να στοχαστούμε, πώς άραγες αποδέχεται ο ακροώμενος, ο ηλικιωμένος Σωκράτης αυτήν την εκτίμηση; Μήπως είναι πιο ουσιαστικό αυτό που αναδύεται ως σκοπός, εν μέσω αυτού του διαιρετικού εγχειρήματος, αυτής τής διαλεκτικής: «το ασώματο, ωραιότατο και μέγιστο, που μόνο μέσω τού λόγου μπορεί να επιτευχθή» (286 Α); Έτσι είχε μάλιστα πεί ακριβώς προηγουμένως κι ο ίδιος ο Ελεάτης, αναφερόμενος στο «μετρημένο» και «αρμόζον» και «πρέπον να Είναι» («αυτό τακριβές», 284 D 2), σε αντίθεση προς το σχετικό «περισσότερο ή λιγότερο», αναφερόμενος σε κείνον άρα τον κόσμο τού αιωνίως Είναι, προς το οποίο και οδηγεί ο πλατωνικός Σωκράτης, καθώς και στο πεδίο τών ηθικών απαιτήσεων, τις οποίες και υπηρετεί με την ζωή αλλά και με τον θάνατό του ο ίδιος ο Σωκράτης. Εκεί βρίσκεται ο σκοπός, για τον οποίον και προετοιμάζουν την οδό, τόσο η διαλεκτική όσο και η διαίρεση.
Κατά βάσιν φαίνεται να γνωρίζη κι ο ίδιος ο Ελεάτης, ότι η διαλεκτική και η διαίρεση δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτά που λέγονται εδώ για το μέτρο αρκούν, λέει (284 D), για το θέμα μας. Θα τα χρειαστούμε ωστόσο κάποτε όλα αυτά, για «να διατυπώσουμε το ίδιο το ακριβές και το σημαντικά ουσιώδες». Θα μπορούσε να πη κανείς, πως πρόκειται για μιαν αναφορά στον (υποθετικό…) διάλογο «Φιλόσοφος» – τον οποίον δεν σκέφτηκε ωστόσο ποτέ να γράψη ο Πλάτων – ή για μια προσημείωση στον «Φίληβο» (64 D κ.ε), όπου «το αγαθό και τέλειο» περιέχει ανάμεσα στα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά το «μέτρον» και τη «συμμετρία». Σε κάθε περίπτωση, η φαινομενικά άμετρη παρέκβαση περί μέτρου οδηγεί ακριβώς εκεί, όπου είδαμε να οδηγή το διαλογικό μέρος περί παραδείγματος και το επόμενο μέρος περί υφαντικής τέχνης: στο αληθινό Είναι, η αναζήτηση ή διερεύνηση τού οποίου αποτελεί υποχρέωση ενός αληθινού πολιτικού, που σημαίνει όμως επίσης: ενός φιλοσόφου.
Δεν παραπέμπει όμως μόνον πέρα απ’ τα ίδια του τα όρια μ’ αυτές τις φιλοσοφικές αναφορές ο διάλογος «Πολιτικός». Μοιάζει μάλιστα να μιλά κάποια στιγμή και για τη σύγχρονή του πολιτική. Εντελώς στην αρχή, κι εκεί που μόλις αναλαμβάνει ο Ελεάτης τον λόγο, ακούμε απ’ το στόμα του την εξαιρετικά οξεία πρόταση (259 Α), στην οποία και θα επανέλθη κατηγορηματικά στο τέλος σχεδόν τού διαλόγου (292 Ε): «Δεν θα λέγαμε πως αυτός που είναι αρκετά ισχυρός να συμβουλεύση εκείνον που άρχει ως βασιλιάς σ’ έναν τόπο, κατέχει, ακόμα κι αν είναι ο ίδιος ένας (απλός…) πολίτης χωρίς επίσημη θέση, τη γνώση που θα έπρεπε να κατέχη ο ίδιος ο άρχοντας;». Μ’ αυτήν ακριβώς τη φράση διατύπωσε τη δική του σχέση προς τον Διονύσιο τον ΙΙ των Συρακουσών ο Πλάτων, με μια τέτοια σαφήνεια, ώστε να καταλάβουν όλοι οι σύγχρονοί του το νόημά της. Ο διάλογος «Πολιτικός» γράφτηκε εξάλλου στα χρόνια ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο του ταξίδι στις Συρακούσες (366-361 π.Χ.).
Είναι πράγματι «δίχως μέτρο» και γεμάτος από παρεκβάσεις ο διάλογός μας. Αυτός είναι όμως ακριβώς ο τρόπος που γράφει τούς όψιμους διαλόγους του ο Πλάτων έτσι, ώστε να διαφαίνεται μια αυστηρά οικοδομημένη σκέψη μέσα απ’ την εξωτερική και φαινομενική «αστάθεια» (ασυνέπεια…) των μερών. Και φανερώνει πράγματι μιαν ειρωνική μετάθεση των σημασιών το ότι θα καρποφορήσουν στην πραγματικότητα, τώρα που, στο τρίτο μέρος αναλαμβάνει να προσδιορίση πάλι εννοιολογικά στον πολιτικό άνδρα, τα αποτελέσματα που «κερδήθηκαν» με τις παρεκκλίσεις τού μεσαίου μέρους.
Αυτό είναι βέβαια κάτι που συμβαίνει πολύ έμμεσα. Άμεση είναι δηλ. (μόνον…), με σκοπό να «περιορισθή» ο πολιτικός άνθρωπος, η επαναφορά στο παράδειγμα τής υφαντικής τέχνης και η επανάληψη της εκεί διακρίσεως μεταξύ τεχνικών που είναι (απλώς…) «συναίτιες» και τεχνικών που αποτελούν την πραγματική «αιτία». Μεθοδικά είναι ωστόσο τώρα σημαντικό το ότι βλέπουμε να φτάνη ο φανατικός τής «διχοτομίας» στα όρια της χρησιμότητάς της, κι ότι ξεκινά, αντί «να χωρίζη στη μέση», «να τεμαχίζη», τρόπον τινά, «στα μέλη του το θυσιαζόμενο ζώο». Εμφανίζονται λοιπόν κατ’ αρχάς επτά ομάδες ανθρώπων που παράγουν αντικείμενα: πρώτες ύλες, εργαλεία, αγγεία, καθίσματα, καλύμματα, παιχνίδια και μέσα διατροφής. Οι οποίες βοηθούν όλες στην ανέγερση της πόλης, χωρίς να αποτελούν όμως και τις (γενεσιουργές…) «αιτίες» της. Για να ακολουθήση (289 C) η ομάδα εκείνων που δεν παράγουν αντικείμενα, επαγγελματικά, αλλά επιτελούν κάποιο έργο, και διακρίνονται με τη σειρά τους σε σκλάβους και σε κείνους ανάμεσα στους ελεύθερους που παρέχουν άμεσες υπηρεσίες, όπως είναι οι «εναλλάκτες» (χρηματιστές;…), οι έμποροι, οι ναυτικοί και οι μικρέμποροι. Και μοιάζει να πλησιάζουμε στο «ζητούμενο», παραμένοντας ωστόσο μακριά ακόμα απ’ αυτό, όταν συναντάμε τούς δημόσιους αξιωματούχους, κι ανάμεσά τους κατ’ αρχάς κάποιους, που χρησιμοποιούν τον λόγο και τη γραφή για να προσφέρουν κάποιες άμεσες υπηρεσίες. Απ’ τις οποίες και θα ανέλθουμε κατόπιν σε «υπηρεσίες» μεταξύ ανθρώπων και θεών, εξασκημένες από μάντεις και ιερείς. Χωρίς ωστόσο να ανακαλύπτουμε ούτε ανάμεσά τους τον «άρχοντα», έστω κι αν στην Αίγυπτο ο βασιλιάς προέρχεται απ’ το ιερατείο, έστω κι αν και «σε σας» στην Αθήνα – όπως λέει ο άνδρας απ’ την Ελέα (290 Ε 5) – ο άρχοντας-βασιλιάς επιτελεί χρέη ιερέα και δικαστή. Μια μακριά, κλιμακωτή σειρά μάς έχει ήδη οδηγήσει απ’ τους σκλάβους στους (φαινομενικά…) βασιλείς· ο «βασιλικός» όμως «ανήρ» που αναζητούμε είναι πέρα ακόμα κι απ’ τους ιερατικούς ή τούς κατ’ όνομα και μόνο βασιλείς. Για να έρθη να συνωστισθή μπροστά μας στο τέλος ένας «ανάμεικτος λαός», όμοιος με λιοντάρια, κενταύρους ή σατύρους ή και με αδύναμα και μεταβαλλόμενα ζώα, που αλλάζουν ταχύτατα μορφή και «στάση» – όπως ακριβώς απεικονίζεται και ο άνθρωπος ως ένα πολυκέφαλο και μεταβαλλόμενο τέρας στην «Πολιτεία» (ΙΧ 588 C), κι όπως γίνεται λόγος για τους πολυκέφαλους σοφιστές στον «Σοφιστή» (240 C). Για ποιον λόγο φέρουν όμως εδώ αυτά τα παράξενα ονόματα και διαθέτουν αυτές τις παράξενες, μεταβαλλόμενες μορφές όλοι αυτοί; Είναι προφανές πως συμπεριφέρονται απέναντι στον πολιτικό-βασιλέα όπως (ακριβώς…) ο σοφιστής απέναντι στον φιλόσοφο στον «Σοφιστή». Και είναι εξίσου προφανές πως αυτο-ονομάζονται οι ίδιοι ως πολιτικοί, και πως έτσι τους αποκαλεί και το πλήθος, και πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να τους ξεχωρίση κανείς απ’ «τους πραγματικά πολιτικούς και βασιλικούς άνδρες». Κάτι που πρέπει ωστόσο να γίνη ακριβώς εδώ.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου