Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (Κεφάλαιο ΙΙ)

   Συνέχεια από: Κεφάλαιο Ι

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

II

Η ΠΟΙΗΤΙΚΟ-ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΜΕ ΑΥΤΗΝ

Η ποίηση στερείται γνωστικής αξίας και εκπαιδευτικής ικανότητας επειδή βασίζεται στη μίμηση στη σφαίρα της καθαρής γνώμης

Η Πολιτεία ως το προγραμματικό μανιφέστο ενός νέου και επαναστατικού τύπου πνευματικής εκπαίδευσης που πρότεινε ο Πλάτων στους Έλληνες

Η επισήμανση με την οποία ο Havelock ξεκινά τη πραγματεία του είναι η εξής: ο τίτλος “Πολιτεία” που έδωσε ο Πλάτων στο αριστούργημά του δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενό του. Συμβαίνει όμως ο τίτλος ενός βιβλίου να ασκεί έναν πραγματικό «διανοητικό έλεγχο» στον αναγνώστη, ο οποίος περιμένει από το βιβλίο αυτό ακριβώς που υπόσχεται ο τίτλος. Όταν όμως το περιεχόμενο υπερβαίνει αυτό που υπόσχεται ο τίτλος, συμβαίνει ο αναγνώστης να επαναπορροφά, αναδιατυπώνοντας, εκείνα τα περιεχόμενα που δεν ανταποκρίνονται στον τίτλο, και κατά συνέπεια να μην κατανοεί σωστά το γραπτό. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη Πολιτεία του Πλάτωνα: αν δεν υπήρχε ο τίτλος, ο οποίος εξαρχής θέτει όρους στον αναγνώστη, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μόνο το ένα τρίτο περίπου του έργου ασχολείται με πολιτικά ζητήματα, ενώ τα δύο τρίτα περίπου με ζητήματα που αφορούν την «ανθρώπινη κατάσταση», θέτοντας υπό αμφισβήτηση μια ολόκληρη σειρά θεμάτων που σε μια σύγχρονη πραγματεία για την πολιτική δεν θα ταίριαζαν σε καμία περίπτωση και δεν θα περιλαμβάνονταν με κανέναν τρόπο.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα, πολύ περισσότερο από την πολιτική, αφορά την εκπαίδευση και τα προβλήματα που συνδέονται με αυτή.

Ο Havelock γράφει: «Εδώ κατηγορείται η ελληνική παράδοση και το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Οι κύριοι μάρτυρες που παρατίθενται προς υποστήριξη αυτού του είδους της ηθικής του λυκόφωτος είναι οι ποιητές. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος αναφέρονται και παρατίθενται, μαζί με άλλους. Φαίνεται λοιπόν ότι η Πολιτεία αντιμετωπίζει ένα ζήτημα που δεν είναι φιλοσοφικό με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά μάλλον κοινωνικό και πολιτισμικό. Θέτει υπό αμφισβήτηση την ελληνική παράδοση ως τέτοια και τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται. Ζωτικής σημασίας για αυτήν την παράδοση είναι η κατάσταση και η ποιότητα της ελληνικής παιδείας. Στην καρδιά του πλατωνικού προβλήματος βρίσκεται αυτή η διαδικασία, όποια κι αν είναι, με την οποία διαμορφώνονται ο νους και οι απόψεις των νέων. Και στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας βρίσκεται, με κάποιον τρόπο, η παρουσία των ποιητών. Είναι βασικοί για το πρόβλημα· ακόμη και εδώ, στην αρχή του έργου, παρουσιάζονται ως “ο εχθρός”, και αυτός είναι ο ρόλος που τους αποδίδεται στο δέκατο βιβλίο. Μόλις θεωρήσουμε την Πολιτεία ως επίθεση στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, γίνεται σαφής η λογική της συνολικής οργάνωσής της. Και μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι οι ποιητές είναι ουσιώδεις για το εκπαιδευτικό σύστημα, οι επακόλουθες κριτικές στην ποίηση αποκτούν το πραγματικό τους νόημα. Το μέρος της πλατωνικής επιχειρηματολογίας που ασχολείται άμεσα με την πολιτική θεωρία καταλαμβάνει μόνο περίπου το ένα τρίτο [...], και κάθε φορά που εμφανίζεται, λειτουργεί ως πρόφαση για επόμενες συζητήσεις πάνω στη θεωρία της εκπαίδευσης. Το πολιτικό πλαίσιο μπορεί να είναι ίσως ουτοπικό· σίγουρα όμως δεν είναι οι εκπαιδευτικές προτάσεις».

Αυτή η θέση είναι σίγουρα σωστή· αλλά ο Jaeger την είχε ήδη επισημάνει πολύ καλά, και για λόγους ιστορικής ακρίβειας, αυτό πρέπει να αναγνωριστεί, ειδικά επειδή ο Havelock το παραβλέπει.

Αυτές είναι οι ακριβείς παρατηρήσεις που έκανε ο Jaeger: «Στην πραγματικότητα, αυτό, η ψυχή του ανθρώπου, είναι το αληθινό θέμα και το βασικό ενδιαφέρον του Πλάτωνα στην ΠολιτείαΑυτό που λέει ουσιαστικά για το κράτος και τη δομή του, αυτό που συνηθίζεται να ονομάζεται οργανική αντίληψη του κράτους, στην οποία πολλοί βλέπουν τον πυρήνα της πλατωνικής Πολιτείας, εισάγεται απλώς ως μια μεγεθυσμένη εικόνα της ψυχής και της δομής της. Μάλιστα: ακόμη και στο πρόβλημα της ψυχής, το κύριο ενδιαφέρον του Πλάτωνα δεν είναι θεωρητικό αλλά πρακτικό: είναι το ενδιαφέρον του διαμορφωτή των ψυχών. Η διαμόρφωση της ψυχής είναι ο μοχλός που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης του για να ανυψώσει ολόκληρο τον όγκο της Πολιτείας. Το νόημα της Πολιτείας, όπως το αποκαλύπτει ο Πλάτωνας στο κεφαλαιώδες έργο του, δεν διαφέρει από αυτό που μας έκαναν να περιμένουμε οι προηγούμενοι διάλογοι, ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας. Είναι η παιδεία, στο ουσιώδες και πιο υψηλό μέρος της φύσης της. [...] Ο Πλάτωνας διευκρινίζει, μέσα από τη φιλοσοφική του ανάλυση, πώς η πολιτική κοινότητα αποτελεί μία από τις μόνιμες συνθήκες για την παιδεία του Έλληνα ανθρώπου».

Ο Theodor Gomperz, στο διάσημο έργο του “Οι Έλληνες Στοχαστές”, επηρεασμένος από τη θετικιστική οπτική με την οποία προσέγγιζε την ανάγνωση της Πολιτείας, παραπονιόταν ακριβώς για το γεγονός ότι σε αυτήν γίνεται υπερβολικά πολύς λόγος για την παιδεία. Και η απάντηση που δίνει ο Jaeger είναι η εξής: «Αυτό θα ήταν σαν να λέμε ότι η Βίβλος είναι, ναι, ένα λαμπρό βιβλίο, αλλά ότι μιλάει υπερβολικά πολύ για τον Θεό».

Αυτή η παρεξήγηση του μηνύματος της Πολιτείας δεν είναι καθόλου σπάνια στη σύγχρονη εποχή, ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, ο Jaeger διευκρινίζει: «Αυτό το πρόβλημα της ανθρώπινης παιδείας, που ακόμη στην εποχή του Lessing και του Goethe είχε την ύψιστη σημασία, η επιστήμη δεν ήταν πλέον σε θέση να το δει στην αρχαία και πλατωνική του αξία ως το κέντρο της πνευματικής ζωής, από το οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη αντλεί το βαθύτερο νόημά τηςΠόσο πιο κοντά στην κατανόηση της Πολιτείας ήταν, έναν αιώνα νωρίτερα, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, όταν είχε πει ότι αυτό το έργο δεν ήταν ένα βιβλίο για την επιστήμη του κράτους, όπως νομίζουν αυτοί που κρίνουν τα βιβλία μόνο από τον τίτλο, αλλά ήταν η πιο όμορφη πραγματεία για την παιδεία που γράφτηκε ποτέ».

Όπως είναι προφανές, η θέση του Havelock είχε ήδη διατυπωθεί καλά. Ωστόσο, ενώ ο Jaeger ήταν δέσμιος του λεγόμενου «τρίτου ανθρωπισμού», μιας θέσης που έχει προ πολλού ξεπεραστεί, η πραγματεία του Havelock, που διεξήχθη με τις πιο σύγχρονες μεθόδους της επιστήμης της επικοινωνίας, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, λέει πολύ περισσότερα για τον σημερινό άνθρωπο, αν και έχει της ίδιας σπουδαιότητας αλλά αντίθετους περιορισμούς από αυτούς που εκδηλώνει ο Jaeger.

Έτσι, η Πολιτεία ήταν στην εποχή της ένα εντελώς επαναστατικό βιβλίο: πρότεινε μια νέα μορφή παιδείας, τη φιλοσοφική, ως υποκατάστατο της παραδοσιακής που βασιζόταν στην ποίηση.


Οι καινοτομίες του Havelock βρίσκονται στο ότι α) εξήγησε τους ιστορικο-πολιτισμικούς λόγους για τους οποίους η ποίηση είχε μέχρι την εποχή του Πλάτωνα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο· β) ανέδειξε τα πολιτισμικά και ανθρωπολογικά θεμέλια που συνδέονται με την τεχνολογία της επικοινωνίας μέσω της προφορικότητας, πάνω στην οποία στηριζόταν αυτό το μονοπώλιο· γ) ανέλυσε τις επαναστατικές καινοτομίες που πρότεινε ο Πλάτωνας και τα θεμέλιά τους.

Ως εκ τούτου, η απόδειξη της «αναγκαιότητας του πλατωνισμού» επιβάλλεται ως ιστορική αλήθεια, και ακριβώς πάνω σε αυτό πρέπει να συζητήσουμε λεπτομερώς.

Η ποίηση, η οποία επικοινωνούνταν μέσω του προφορικού λόγου, ήταν για τους Έλληνες η πηγή των ιστορικών, πολιτικών, ηθικών, και τεχνολογικών γνώσεων της κοινότητας

ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ που ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίσει για να κατανοήσει τον Πλάτωνα και τη ριζοσπαστική φύση των προτάσεών του απέναντι στην παραδοσιακή ελληνική κουλτούρα, είναι να συνειδητοποιήσει ότι για τους Έλληνες η ποίηση ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είναι για τον σύγχρονο άνθρωπο: πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα πνευματικό φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με ιδιαίτερες και ανεπανάληπτες ιστορικές καταστάσεις.

Γράφει ο Χάβελοκ: «[...] οι ποιητές γενικά, και ο Όμηρος ειδικότερα, δεν θεωρούνταν μόνο ως πηγή διδασκαλίας στην ηθική και στις διοικητικές τεχνικές, αλλά απολάμβαναν και ένα είδος θεσμικού κύρους στην ελληνική κοινωνία. Αυτό το κύρος, φαίνεται πως, στηριζόταν από το κράτος, γιατί προσέφεραν ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο η πολιτική και κοινωνική μηχανή βασιζόταν για την ομαλή λειτουργία. [...] Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι οι σύγχρονοί του είχαν μια αντίληψη για τον ποιητή και την ποίηση εντελώς ξένη προς τον δικό μας τρόπο σκέψης. Για εμάς, ο ποιητής είναι ένας καλλιτέχνης και τα δημιουργήματά του έργα τέχνης. Σε ένα σημείο ο Πλάτωνας φαίνεται να συμφωνεί μαζί μας, όταν παρομοιάζει τον ποιητή με τον εικαστικό καλλιτέχνη, τον ζωγράφο. Αλλά αυτή η σύγκριση δεν γίνεται για αισθητικούς λόγους. Αντιθέτως, μπορεί κανείς με σιγουριά να ισχυριστεί ότι η έννοια της αισθητικής –ως σύστημα αξιών που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη λογοτεχνία και την καλλιτεχνική δημιουργία– δεν εμφανίζεται ούτε μία φορά στο συλλογισμό του. Ο Πλάτωνας γράφει σαν να μην έχει ποτέ ακούσει για την αισθητική ή έστω για την τέχνη. Αντίθετα, επιμένει να θεωρεί τους ποιητές σαν να ήταν ο ρόλος τους να παράγουν εγκυκλοπαίδειες σε στίχους. Ο ποιητής είναι αφενός πηγή βασικών γνώσεων, αφετέρου σημαντικό εργαλείο ηθικής αγωγής/διαπαιδαγώγησης. Από ιστορική άποψη, διεκδικεί ακόμη και την τεχνική εκπαίδευση. Είναι σαν να απαιτεί ο Πλάτωνας από την ποίηση να επιτελεί όλες τις λειτουργίες που εμείς αναθέτουμε αφενός στη θρησκευτική εκπαίδευση ή τη διδασκαλία της ηθικής, αφετέρου στα σχολικά βιβλία, στα ιστορικά εγχειρίδια και στους οδηγούς/εγχειρίδια, στις εγκυκλοπαίδειες και στα έργα αναφοράς. Αυτή η θεώρηση της ποίησης ισοδυναμεί ουσιαστικά με την άρνηση να τη θεωρήσουμε ποίηση με τη δική μας έννοια· είναι η άρνηση να δεχθούμε ότι μπορεί να είναι μια τέχνη με δικούς της κανόνες, αντί να είναι πηγή γνώσεων και ένα δογματικό σύστημα».

Έτσι, η αρχαία ποίηση ήταν το μοναδικό σημαντικό μέσο επικοινωνίας ιστορικών, πολιτικών, ηθικών και, επίσης, τεχνολογικών γνώσεων, δηλαδή ένα είδος «κοινωνικής εγκυκλοπαίδειας», που περιείχε όλη τη μορφωτική γνώση του ανθρώπου: «Αυτή λοιπόν κλήθηκε να σταθεροποιήσει και να διαφυλάξει τον κοινωνικό μηχανισμό και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης και εκπαίδευσης για τη διοίκηση, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Πλάτωνα. [...] Αυτή η ίδια ποίηση ήταν ουσιώδης για το εκπαιδευτικό σύστημα από το οποίο εξαρτιόταν ολόκληρη η κοινωνία και για τη συνέχειά της και για τη συνοχή της. Σε αυτήν αναφέρονταν όλες οι δημόσιες υποθέσεις, όλες οι συναλλαγές που διέπονταν από γενικούς κανόνες. Ο ποιητής ήταν πρώτα απ’ όλα ο γραμματέας, ο λόγιος και ο νομικός της κοινωνίας, και μόνο δευτερευόντως ο καλλιτέχνης και ψυχαγωγός της».

Και αυτή η θέση του Χάβελοκ έχει προβληθεί, ιδιαίτερα από τον Βίκο, τον οποίο ο συγγραφέας αγνοεί εντελώς, αλλά αξίζει να τον θυμηθούμε, γιατί γράφει πραγματικά σημαντικές πρόδρομες ιδέες. Ο Βίκο γράφει: «Αν τα έπη του Ομήρου είναι πολιτικές ιστορίες των αρχαίων ελληνικών εθίμων, θα είναι δύο μεγάλοι θησαυροί του φυσικού δικαίου των εθνών της Ελλάδας». Και συνεχίζει: «Στα έπη του Ομήρου βρίσκονται δύο μεγάλοι θησαυροί του φυσικού δικαίου των εθνών της Ελλάδας. Μα πάνω απ' όλα, χάρη σ' αυτήν την ανακάλυψη, του προστίθεται ένας πολύ λαμπρός έπαινος: ότι ο Όμηρος ήταν ο πρώτος ιστορικός, που μας έχει φτάσει σε εμάς από ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο· και έτσι τα ποιήματά του θα ανέβουν στο ψηλότερο κύρος, καθώς θα θεωρούνται δύο μεγάλοι θησαυροί των ηθών της αρχαιότατης Ελλάδας».

Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι μόνο μέσω της τεχνικής και της μεθοδολογικής δεξιοτεχνίας με την οποία την παρουσιάζει ο Χάβελοκ επιβάλλεται αυτή η θέση, πέρα από τις ευφυείς διαισθήσεις του Βίκο, σε ιστορικό και επιστημονικό επίπεδο. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται το μεγάλο επίτευγμα του Χάβελοκ.

Η μνήμη ως βασικός άξονας (ως ακρογωνιαίος λίθος) για την επικοινωνία και τη διατήρηση της ποίησης στον πολιτισμό της προφορικότητας.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΓΕΝΙΚΑ, μέχρι τον πέμπτο αιώνα (και σε μεγάλο βαθμό ακόμα και τον τέταρτο), δημοσιευόταν, μεταδιδόταν και διατηρούνταν μέσω της μνήμης. Από εδώ προκύπτει η μεγάλη σημασία που είχε η «Μνημοσύνη», η θεά της μνήμης, μητέρα των Μουσών. Πρέπει να θυμόμαστε, όπως έχει από καιρό επισημανθεί, ότι η αρχαία έννοια της «μνήμης» κάλυπτε ένα ευρύ σημασιολογικό πεδίο, δηλαδή τη μάθηση από μνήμης (την απομνημόνευση), τη διατήρηση στη μνήμη, την ανάκληση της μνήμης, την τεκμηρίωση και την απόδειξη μέσω της μνήμης. Η μνήμη ήταν ο κύριος άξονας (o αληθινός ακρογωνιαίος λίθος) του πολιτισμού της ποιητικής προφορικότητας. Η ποιητική έκφραση στην αρχαία Ελλάδα σχεδιαζόταν, επικοινωνούταν και διατηρούνταν με βάση τη θεά Μνημοσύνη.

Με ακρίβεια, ο Havelock εξηγεί: «Σε μια κοινωνία προ της γραφής, πώς διατηρείται αυτή η εκφορά, αυτή η έκφραση; Η αναπόφευκτη απάντηση είναι: στη μνήμη διαδοχικών ζώντων ανθρώπων, που είναι αρχικά νέοι, κατόπιν γερνούν και πεθαίνουν. Με κάποιον τρόπο, μια κοινωνική συλλογική μνήμη, επίμονη και αξιόπιστη, είναι ένα απόλυτο κοινωνικό προαπαιτούμενο για τη διατήρηση του μηχανισμού κάθε πολιτισμού. Αλλά πώς μπορεί η ζωντανή μνήμη να συγκρατήσει μια τόσο σύνθετη γλωσσική έκφραση, χωρίς να την αλλοιώσει κατά τη μεταφορά από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενιά σε γενιά, με αποτέλεσμα να χάσει κάθε σταθερότητα και αυθεντία; Αρκεί να δοκιμάσουμε σήμερα τη μετάδοση μιας και μόνης διαταγής σε πεζό λόγο, που περνάει προφορικά από άτομο σε άτομο, για να συμπεράνουμε ότι η διατήρηση σε πεζό λόγο ήταν αδύνατη. Η μόνη δυνατή τεχνολογία του λόγου που ήταν διαθέσιμη για να εξασφαλίσει τη διατήρηση και τη σταθερότητα της παράδοσης ήταν αυτή του ρυθμικού λόγου, επιδέξια οργανωμένου σε λεκτικές και μετρικές ενότητες τόσο μοναδικές ώστε να διατηρούν τη μορφή τους. Αυτή είναι η ιστορική γένεση, η πηγή και αιτία αυτού του φαινομένου που ακόμη και σήμερα ονομάζουμε “ποίηση”. Αλλά όταν αναλογιστούμε πόσο ριζικά έχουν αλλάξει η λειτουργία της ποίησης και η πολιτιστική κατάσταση, γίνεται δυνατό να καταλάβουμε ότι όταν ο Πλάτων μιλά για την ποίηση, στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται σε αυτό που εννοούμε εμείς ως ποίηση. [...] Εάν ο Πλάτων μπορούσε να θεωρεί την ποίηση σαν ένα είδος βιβλιοθήκης αναφοράς, ή σαν μιά ευρύτατη πραγματεία ηθικής, πολιτικής, τέχνης του πολέμου, κ.λπ., προκύπτει ότι μαρτυρεί την αρχαιότατη λειτουργία της σε έναν προφορικό πολιτισμό, και αποδεικνύει ότι αυτή η λειτουργία είχε παραμείνει η ίδια στην ελληνική κοινωνία μέχρι την εποχή του. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα διδακτικό εργαλείο για τη μετάδοση της παράδοσης».

Και ιδού πώς αυτή η παράδοση στηριζόταν στη μνήμη: «Οποιαδήποτε μνημονική εκμάθηση της ποιητικής παράδοσης εξαρτάται από τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη απαγγελία. Δεν είναι δυνατόν να ανατρέξεις σε ένα βιβλίο ή να μάθεις απέξω από ένα βιβλίο. Έτσι η ποίηση υπάρχει και είναι αποτελεσματική ως εκπαιδευτικό εργαλείο μόνο όταν απαγγέλλεται. Η απαγγελία από έναν κιθαρωδό προς όφελος ενός μαθητή δεν είναι αρκετή. Ο μαθητής μεγαλώνει και ίσως ξεχνά. Η ζωντανή του μνήμη πρέπει να εδραιώνεται σε κάθε βήμα και να ενισχύεται συνεχώς από την κοινωνική πίεση. Αυτό εφαρμόζεται στον κόσμο των ενηλίκων όταν, στην ιδιωτική εκτέλεση, η ποιητική παράδοση επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια των γευμάτων ή των συμποσίων ή των οικογενειακών τελετουργιών, και στη δημόσια εκτέλεση στο θέατρο ή στην αγορά. Στις επαγγελματικές απαγγελίες από ποιητές, ραψωδούς και ηθοποιούς, προστίθεται η απαγγελία από ενήλικες και ηλικιωμένους και η επανάληψη από παιδιά και εφήβους. Η κοινότητα ασυνείδητα συνωμοτεί με τον εαυτό της για να διατηρήσει ζωντανή την παράδοση και να την ενισχύσει στη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας, στην οποία αυτή η συλλογική μνήμη δεν είναι παρά το άθροισμα των μεμονωμένων ατομικών μνημών, και αυτές πρέπει να ανανεώνονται συνεχώς σε όλα τα ηλικιακά επίπεδα».

Για άλλη μια φορά, ο ίδιος ο Βίκο είχε προβλέψει και διατυπώσει με ακρίβεια αυτή τη σχέση μεταξύ ποίησης και μνήμης. Ας διαβάσουμε στη συνέχεια μερικά αποσπάσματα από ορισμένες πολύ σημαντικές θέσεις: «Ότι οι ποιητικοί χαρακτήρες, στους οποίους συνίσταται η ουσία των μύθων, γεννήθηκαν από την αναγκαιότητα της φύσης, ανίκανοι να αφαιρέσουν τις μορφές και τις ιδιότητές τους από τα υποκείμενα· και, κατά συνέπεια, έπρεπε να είναι τρόπος σκέψης ολόκληρων λαών [...]. «Όντας τέτοιοι οι ποιητικοί χαρακτήρες, οι ποιητικές τους αλληγορίες [...] έπρεπε να περιέχουν μόνο ιστορικά νοήματα των πρώιμων χρόνων της Ελλάδας». «Ότι τέτοιες ιστορίες έπρεπε να διατηρούνται φυσικά στη μνήμη από τις κοινότητες των λαών [...]: ότι, ως παιδιά των εθνών, έπρεπε να είναι εκπληκτικά δυνατές στη μνήμη». «Ότι κατ’ ανάγκην της φύσεως [...], τα πρώτα έθνη μιλούσαν σε ηρωικούς στίχους. Σε αυτό αξίζει επίσης να θαυμάσει κανείς την πρόνοια, ότι, σε μια εποχή που δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί τα σύμβολα της γραφής, τα έθνη μιλούσαν εν τω μεταξύ σε στίχους, οι οποίοι με τα μέτρα και τους ρυθμούς τους διευκόλυναν τη μνήμη τους να διατηρούν ευκολότερα τις οικογενειακές και πολιτικές τους ιστορίες».

Η «μίμηση» ως θεμέλιο της δημιουργίας και της επικοινωνίας των ποιητικών εκφωνημάτων στο πλαίσιο της προφορικότητας

ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ η μνήμη χρειάζεται μια επιπλέον υποστήριξη, αυτή της «μίμησης» ή «απομίμησης», την οποία ο Havelock εξήγησε με πραγματικά πειστικό τρόπο, αν και τελικά έπεσε θύμα της ίδιας του της ανακάλυψης.

Συγκεκριμένα, ο Havelock κατάλαβε καλά ότι η «μίμηση», όσον αφορά το ποιητικό εκφώνημα, εμπλέκεται σε τέσσερα επίπεδα με εξαιρετικά σύνθετους τρόπους, οι οποίοι είναι πραγματικά εντυπωσιακοί για τον σύγχρονο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα, για εμάς, μόνο ένα από αυτά τα επίπεδα διατηρεί νόημα και αξία.

Πράγματι, θα σκεφτόμασταν ότι το έργο της «μίμησης» μπορεί να έχει συγκεκριμένο νόημα στην περίπτωση του ηθοποιού, ο οποίος πρέπει να μπει στα παπούτσια του χαρακτήρα που ερμηνεύει, να του μοιάσει, για να τον αναπαραστήσει και να τον εκφράσει κατάλληλα. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, μέσω «μίμησης» του χαρακτήρα λειτουργεί και ο ποιητής κατά την ίδια την πράξη της δημιουργίας του. Σήμερα θα το θεωρούσαμε αυτό πολύ παράξενο. Αντίθετα, ο φιλόσοφός μας στις αναλύσεις του αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση.

Μια ωραία επιβεβαίωση αυτής της θέσης είναι η θεωρία που ο Αριστοφάνης βάζει στο στόμα του τραγικού ποιητή Αγάθωνα, η οποία αντικατοπτρίζει την αρχική έννοια του όρου «μίμηση»:

Φοράω τα ενδύματα σε αρµονία µε τις σκέψεις µου·
γιατί ένας ποιητής πρέπει να μεταμορφώνει τα κοστούμια του, τις συνήθειές του,
σύμφωνα με τα δράματα που γράφει·
κι αν μια γυναίκα είναι η πρωταγωνίστρια,
πρέπει να μεταμορφώσει το σώμα του σε γυναικείο.


Όχι μόνο αυτό, αλλά και το ακροατήριο συμμετέχει στο πολύπλοκο παιχνίδι της έντονης συμμετοχής, που συνεπάγεται μια πραγματική «συναισθηματική ταύτιση» με όσα αφηγείται ο ποιητής και απαγγέλλει ο ραψωδός.

Και αυτή η «συναισθηματική ταύτιση» με το περιεχόμενο των ποιητικών μηνυμάτων από το ακροατήριο πραγματοποιείται με δύο διαφορετικούς τρόπους ή, καλύτερα, σε δύο διαφορετικά επίπεδα: πρώτον, στο επίπεδο της μάθησης από τον νέο που εκπαιδεύεται στο περιβάλλον τού εν λόγω πολιτισμού· δεύτερον, στο επίπεδο της αναδημιουργίας και της ψυχαγωγίας του ενήλικα σε διάφορες περιστάσεις, που εκτείνονται από το συμπόσιο έως τις παραστάσεις που προσφέρουν οι ραψωδοί και τη συμμετοχή στην εκτέλεση των τραγωδιών.

Επομένως, το ποιητικό μήνυμα υλοποιούνταν σε όλα τα επίπεδα «ως μια κατάσταση πλήρους προσωπικής συμμετοχής και, συνεπώς, συναισθηματικής ταύτισης με την ουσία του ποιητικού εκφωνήματος που καλούμαστε να συγκρατήσουμε. [...] Έπρεπε να βυθιστεί κανείς στην κατάσταση του Αχιλλέα, να ταυτιστεί με τον πόνο και την οργή του. Έπρεπε να γίνει κανείς Αχιλλέας, όπως έκανε ο απαγγέλλων τον οποίο άκουγαν. Τριάντα χρόνια αργότερα μπορούσε κανείς να αναπαράγει αυτόματα όσα είχε πει ο Αχιλλέας ή όσα είχε πει ο ποιητής για αυτόν. Αυτές οι τεράστιες ικανότητες απομνημόνευσης μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο με το τίμημα μιας απόλυτης απώλειας της αντικειμενικότητας. Ο στόχος του Πλάτωνα ήταν στην πραγματικότητα μια ολόκληρη εκπαιδευτική διαδικασία και μια ολόκληρη αντίληψη για τη ζωή».

Για άλλη μια φορά, με μια ιδιοφυή διαίσθηση, ο Βίκο έπιασε και αυτό το σημείο. Στην αρχή, για αυτόν, οι λαοί ήταν σαν παιδιά. Αλλά στα παιδιά «είναι πάρα πολύ ισχυρή η μνήμη· τότε εξαιρετικά ζωηρή έως υπερβολική είναι η φαντασία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη, είτε επεκταμένη είτε συντεθειμένη». Και εδώ βρίσκεται το κλειδί: «Τα παιδιά έχουν μεγάλη δύναμη στην απομίμηση, γιατί παρατηρούμε ότι κυρίως ασχολούνται και διασκεδάζουν με το να μιμούνται όσα είναι ικανά να μάθουν». Και εδώ είναι το συμπέρασμα: «Αυτή η ιδιότητα δείχνει ότι ο κόσμος στην παιδική του ηλικία αποτελούνταν από ποιητικά έθνη, αφού η ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μίμηση».

Επομένως, η ποίηση (και ιδιαίτερα το ομηρικό έπος) είναι ουσιαστικά «μίμηση». Και εδώ φτάνουμε στην καρδιά του προβλήματος, που ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει άμεσα και κατά μέτωπο.
 
Η ριζοσπαστική κριτική του Πλάτωνα στην ποιητική προφορικότητα που βασίζεται στη «μίμηση» της μορφής

Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΘΕΣΗ του Πλάτωνα στην ποίηση γίνεται κυρίως στο πρώτο μέρος του Τρίτου Βιβλίου και στη συνέχεια συνεχίζεται και εμβαθύνεται στο Δέκατο Βιβλίο της Πολιτείας. Η κριτική που παρουσιάζεται στο Τρίτο Βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως στη μορφή της ποιητικής έκφρασης, ενώ στο Δέκατο Βιβλίο στοχεύει άμεσα στο ίδιο το περιεχόμενο.

Όσον αφορά τη μορφή, ο Πλάτων διακρίνει τα ποιητικά εκφωνήματα σε τρεις ομάδες: α) εκείνα της έμμεσης αφήγησης, β) εκείνα της άμεσης αφήγησης που γίνονται μέσω μίμησης, γ) εκείνα που συνδυάζουν τους δύο τύπους αφήγησης, προχωρώντας εν μέρει έμμεσα και εν μέρει άμεσα

Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει όλες τις θεατρικές, τραγικές και κωμικές συνθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τρίτης ομάδας είναι τα ομηρικά έπη, στα οποία η μίμηση υπερισχύει σε μεγάλο βαθμό της αφήγησης. Ο Πλάτων μάλιστα πιστεύει ότι ο ίδιος ο Όμηρος ήταν «ο πρώτος δάσκαλος και ο αρχηγός όλων των ωραίων τραγικών μας ποιητών».

Η άμεση αφήγηση και σε μεγάλο βαθμό και η μικτή αφήγηση, ακριβώς λόγω της «μίμησης» στη μορφή και στο περιεχόμενο, προκαλούν σοβαρή πνευματική και ηθική βλάβη.

Γιατί;


Επειδή η «μίμηση» οδηγεί ακριβώς στη «συναισθηματική ταύτιση» και, κατά συνέπεια, επίσης στην αφομοίωση των τρόπων ύπαρξης και σκέψης των χαρακτήρων με τους οποίους σταδιακά συμπάσχει κανείς, με τα αποτελέσματα που θα συζητήσουμε.

Ακολουθούν οι διευκρινίσεις που κάνει ο Πλάτων σε σχέση με τη μορφή:


– Όταν κάποιος μιλά βάζοντας τον εαυτό του στη θέση ενός άλλου, δεν θα λέγαμε ότι θα προσπαθήσει να προσαρμόσει, όσο μπορεί, τον τρόπο έκφρασής του στον χαρακτήρα που προαναγγέλλει ως συνομιλητή του λόγου;
– Αυτό θα λέγαμε, πράγματι!
– Και, επομένως, το να προσαρμόζεται κανείς σε κάποιον άλλον είτε ως προς το ηχόχρωμα της φωνής είτε ως προς την εμφάνιση, δεν σημαίνει ότι μιμείται εκείνον του οποίου τα ρούχα φοράει;
– Και λοιπόν;
 Προφανώς, με αυτόν τον τρόπο, ο ίδιος ο Όμηρος και όλοι οι άλλοι ποιητές κατασκευάζουν την αφήγησή τους στη βάση της μίμησης. (Πολιτεία
, III 393 C)

Πράγματι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα ποιητικά μηνύματα του έπους και της τραγωδίας περιλαμβάνουν την παρουσίαση, και άρα τη συνακόλουθη μίμηση, ενός μεγάλου αριθμού προτύπων, τα οποία υπονομεύουν την ενότητα της προσωπικότητας και τη διασκορπίζουν σε μια άτακτη και αντιφατική πολλαπλότητα, η οποία διαφθείρει τα ήθη και τα έθιμα.

Λέει ρητά:

Ή μήπως δεν έχετε αντιληφθεί ότι η μίμηση, αν συνεχιστεί για πολύ καιρό πέρα από την ηλικία της νεότητας, παγιώνεται με τη μορφή του ήθους και της φύσης, τόσο όσον αφορά το σώμα, όσο και τη φωνή και τον τρόπο σκέψης;

Σίγουρα, η μίμηση θα μπορούσε επίσης να έχει θετικά αποτελέσματα, αλλά μόνο όταν η συναισθηματική ταύτιση που προκαλεί λαμβάνει χώρα με χαρακτήρες αξίας, οι οποίοι ενεργούν με αρετή, θάρρος και σοφία. Αλλά ακριβώς αυτό είναι που το έπος και η τραγωδία αδυνατούν να κάνουν επαρκώς, καθώς οι χαρακτήρες αυτού του τύπου παρουσιάζουν μια ενιαία μορφή αρμονίας, με ελάχιστες παραλλαγές. Αντίθετα, η μίμηση που παρουσιάζουν το έπος και η τραγωδία προκαλεί συναισθηματικές ταυτίσεις εντελώς διαφορετικού είδους. Στην πραγματικότητα, από τη φύση του, αυτός ο τύπος ποίησης απαιτεί «για να είναι καλοφτιαγμένος, ισχυρές αντιθέσεις, όλους τους τύπους και τα είδη αρμονίας, όλους τους ρυθμούς και, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, να έχει όλο το φάσμα των παραλλαγών». Και είναι ακριβώς αυτός ο τύπος ποίησης που, για τους νέους, τους δασκάλους και τη μάζα των ανθρώπων, είναι ο πιο ελκυστικός και συναρπαστικός.

Αλλά ακριβώς σε αυτή την ικανότητα της ποίησης να δημιουργεί «διμερείς» ή και «πολυμερείς» ανθρώπους μέσω της μίμησης, με βάση τα παραδοσιακά κριτήρια της πνευματικής αγωγής των Ελλήνων, βρίσκεται η πηγή των κακών που πρέπει να εξαλειφθούν.

Οι λόγοι για την αρνητικότητα της μίμησης δεν εντοπίζονται μόνο στη μορφή αλλά και στο περιεχόμενο των ποιητικών εκφράσεων

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ, στη συνέχεια, τους λόγους της αρνητικότητας της μίμησης όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στα περιεχόμενα των ποιητικών εκφράσεων/εκφωνημάτων, ο Πλάτων, στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας, διευκρινίζει τα εξής:

Οι ποιητές, όπως και οι ζωγράφοι, δεν βασίζονται στη γνώση της αλήθειας των πραγμάτων για τα οποία μιλούν, αλλά μόνο στην απλή γνώμη.

Πράγματι, τα περιεχόμενα των ποιητικών εκφράσεων βρίσκονται σε τριπλή απόσταση από την αλήθεια και δεν παρουσιάζουν μόνο μιμήσεις, αλλά ακόμα και «μιμήσεις μιμήσεων». Το είναι των πραγμάτων, όπως θα δούμε, έγκειται στην Ιδέα ή την νοητή Μορφή, το αιώνιο παράδειγμα ή πρότυπο, και σε αυτό συνίσταται η Αλήθεια. Τα φυσικά πράγματα, είτε είναι φυσικά είτε δημιουργημένα από την τέχνη των ανθρώπων, είναι φυσικές αναπαραγωγές, δηλαδή «οντολογικές εικόνες», και ως εκ τούτου «μιμήσεις» των Ιδεών ή νοητών Μορφών. Όλα τα πράγματα που παρουσιάζονται στην επική ποίηση και την τραγωδία, καθώς και στη ζωγραφική, και κατά συνέπεια τα περιεχόμενα όλων των ποιητικών εκφράσεων, είναι επίσης εικόνες ή αντίγραφα, αλλά όχι των Ιδεών και νοητών Μορφών, αλλά των οντολογικών μιμήσεων που συνιστούν όλα τα φυσικά πράγματα, και υπό αυτή την έννοια, είναι «μιμήσεις μιμήσεων».

Ο ποιητής, όπως και ο ζωγράφος, είναι ένας ψευδο-δημιουργός, ένας ψευδο-τεχνίτης, ένας ψευδο-δημιουργός όλων των πραγμάτων (συμπεριλαμβανομένων των θεών και όλων των όντων στον ουρανό και στον Άδη) που εκπροσωπεί/αντιπροσωπεύει. Ωστόσο, η τέχνη αυτού του ψευδο-δημιουργού είναι κάτι πολύ μικρής αξίας. Μοιάζει με εκείνο τον τρόπο παραγωγής, ή μάλλον αναπαραγωγής, που επιτυγχάνεται παίρνοντας έναν καθρέφτη και περιστρέφοντάς τον παντού: «με αυτόν τον τρόπο παράγεται γρήγορα ο ήλιος και ό,τι είναι στον ουρανό, γρήγορα η γη», και έτσι και τα υπόλοιπα. Αλλά τα πράγματα που παράγονται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι παρά «φαινόμενα, όχι πραγματικά όντα».

Το ίδιο ισχύει και για τα περιεχόμενα των ποιητικών εκφράσεων/δηλώσεων: δεν εξαρτώνται από πραγματική γνώση, αλλά από απλή γνώμη, και έτσι είναι απλώς φαινόμενα των πραγμάτων.

Αυτά είναι τα λόγια του Πλάτωνα:

– Λοιπόν, μέχρι αυτό το σημείο, λέμε με σιγουριά ότι από τον Όμηρο και μετά, κάθε καλλιτέχνης είναι μιμητής εικόνων της αρετής και όλων των άλλων αντικειμένων πάνω στα οποία εργάζεται, ότι δεν αγγίζει την αλήθεια (δεν αντλεί από την αλήθεια), και όπως ειπώθηκε μόλις, ο ζωγράφος, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για την τέχνη του υποδηματοποιού, φτιάχνει έναν υποδηματοποιό που φαίνεται τέτοιος μόνο σε όποιον δεν γνωρίζει τίποτα και περιορίζεται στο να θαυμάζει τα χρώματα και τα σχήματα.

– Αναμφίβολα.

– Έτσι, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και ο ποιητής περιορίζεται στο να φωτίζει τα χρώματα κάθε άλλης τέχνης, χρησιμοποιώντας ονόματα και φράσεις· όχι όμως με γνώση της ουσίας, αλλά μέσω μίμησης. Με αυτή την έννοια, όταν μιλά για την τέχνη του υποδηματοποιού με μέτρα, με ρυθμούς ή με μουσική, σε ανθρώπους της ίδιας φύσης που αποζητούν τις λέξεις και που στοχεύουν στα λόγια, μπορεί να φαίνεται ότι μιλά πολύ καλά· και το ίδιο όταν μιλά για στρατηγική ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Εξάλλου, σε αυτό ακριβώς έγκειται η μεγάλη γοητεία που από τη φύση του έχει αυτό το είδος έκφρασης. Αλλά, αν γδύσουμε τα έργα της ποίησης από τα χρώματα της μουσικής και τα απαγγείλουμε όπως είναι, ξέρω καλά πώς θα σου φαίνονταν, αφού το έχεις δει και σε κάποιες περιπτώσεις.

– Βεβαίως.
– Δεν μοιάζουν με τα πρόσωπα των νέων που, αν και όχι όμορφα, όταν χάνουν τη φρεσκάδα τους γίνονται χειρότερα;
– Ακριβώς έτσι.
– Τότε πρόσεχε: λέγαμε ότι ο δημιουργός εικόνων, ο μιμητής, δεν καταλαβαίνει αυτό που είναι, αλλά αυτό που φαίνεται. Δεν είναι έτσι;
– Ναι. (Πολιτεία Ι, 600e - 601c)1.

Ο ποιητής, λοιπόν, δεν έχει «γνώση» των πραγμάτων που λέει, αλλά ούτε και μια «ορθή γνώμη», γιατί δεν έχει τη σχέση και την εξοικείωση με τα πράγματα για τα οποία μιλά, που, αν δεν παράγει αληθινή γνώση, παράγει τουλάχιστον μια γνώμη συνδεδεμένη με την αλήθεια. Έχει μια γνώμη με την χειρότερη έννοια του όρου:

– Λοιπόν, ο μιμητής δεν θα έχει ούτε γνώση ούτε ορθή γνώμη για αυτό που μιμείται, σε σχέση με το ωραίο και το άσχημο.
– Δεν φαίνεται.
– Πράγματι, ωραίος τύπος αυτός ο μιμητής ποιητής, αν κρίνουμε τη σοφία των πραγμάτων που δημιουργεί.
– Όχι και τόσο!
– Και όμως, θα μιμείται χωρίς να γνωρίζει, για κάθε πράγμα, κάτω από ποιες πτυχές είναι καλό ή κακό· αλλά όπως φαίνεται, όπως φαίνεται όμορφο στους περισσότερους που δεν ξέρουν τίποτα, έτσι θα το μιμηθεί.
– Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
– Λοιπόν, σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι συμφωνούμε αρκετά, δηλαδή ότι ο μιμητής δεν γνωρίζει τίποτα έγκυρο για τα πράγματα που μιμείται, και ότι η μίμηση είναι ένα παιχνίδι και όχι κάτι σοβαρό, και ότι αυτοί που συνθέτουν τραγική ποίηση, σε ιάμβους και εξάμετρους στίχους, είναι μιμητές στον μέγιστο δυνατό βαθμό (Πολιτεία Ι, 602a - 603b)2.

Αλλά υπάρχει και μια δεύτερη αρνητική πτυχή της ποίησης: η ποίηση, μέσω αυτής της πολύπλοκης και πολυδιάστατης γκάμας μιμητικών εκφράσεων, εμπλέκει τον άνθρωπο όχι στο καλύτερο μέρος της ψυχής του, αλλά στο χειρότερο, δηλαδή στο παράλογο και παθιασμένο μέρος, και έτσι τον διαφθείρει:

– Είναι προφανές ότι ο ποιητής μιμητής, από τη φύση του, δεν τείνει προς τη λογική ικανότητα της ψυχής, ούτε η σοφία που πρεσβεύει αυτή του ταιριάζει, δεδομένου ότι αποζητά τη δημόσια αποδοχή· μάλλον, θα του αρέσει το άσωτο/άκρατο και ευμεταβλητό/άστατο  μέρος, γιατί είναι πιο εύκολο να μιμηθεί.
– Αναμφίβολα.
– Σε αυτό το σημείο, θα είχαμε καλούς λόγους να κριτικάρουμε τον ποιητή και να τον συγκρίνουμε με τον ζωγράφο. Διότι, όπως ο ζωγράφος, φτιάχνει έργα χαμηλής αξίας σε σχέση με την αλήθεια· και, επιπλέον, όπως ο ζωγράφος, απευθύνεται σε ένα μέρος της ψυχής που δεν είναι το καλύτερο. Αυτό αρκεί για να δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι δεν θα τον δεχθούμε στην Πολιτεία που επιθυμεί να έχει καλούς νόμους. Ένας άλλος λόγος είναι ότι πραγματικά ξυπνά/αφυπνίζει, τρέφει αυτό το μέρος της ψυχής, και, δυναμώνοντάς το, καταπνίγει τη λογική ικανότητα, ακριβώς όπως συμβαίνει στην πολιτική ζωή, όταν κάποιος, δίνοντας δύναμη στους χειρότερους, καταλήγει να παραδίδει σε αυτούς το κράτος και να θυσιάζει τους καλύτερους. Για τους ίδιους λόγους θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην ιδιωτική σφαίρα, ο μιμητής ποιητής εμφυτεύει στην ψυχή του καθενός μια κακή μορφή διακυβέρνησης, είτε δίνοντας πίστη στο παράλογο μέρος [...] είτε κατασκευάζοντας εικόνες εικόνων, με αποτέλεσμα να παραμένει σε μεγάλη απόσταση από την αλήθεια (Πολιτείας Ι, 605a - 605c)3.

Ο καθαρά δοξαστικός χαρακτήρας της ποιητικής μίμησης

ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ, σε μεγάλη απόσταση από την αλήθεια, όπως έχουμε πει, ανήκουν στη σφαίρα της καθαρής δόξας (δοξασίας), με την πιο αρνητική έννοια του όρου.

Ο Πλάτωνας θεωρεί ως αληθινό ον μόνο τον κόσμο των Ιδεών, ενώ ο αισθητός κόσμος, ως όν-που-διαρκώς-γίνεται, δεν είναι αληθινό ον, αλλά ένα μείγμα όντος και μη όντος (θα αναφερθούμε σε αυτό πιο αναλυτικά αργότερα). Και επειδή η συνοχή, η σταθερότητα και η εγκυρότητα των μορφών της γνώσης εξαρτώνται από τις μορφές της ύπαρξης (τις μορφές του όντος) προς τις οποίες απευθύνονται, η γνώση του αιώνιου όντος και εκείνη του όντος σε συνεχές γίγνεσθαι είναι πολύ διαφορετικές (και αυτό θα το αναλύσουμε πιο αναλυτικά αργότερα).

Προς το παρόν αρκεί να διευκρινίσουμε τα εξής.

Ο Πλάτωνας αποκαλεί τη γνώση του αισθητού εν γίγνεσθαι όντος (της αισθητής ύπαρξης σε διαρκή μεταβολή) με το όνομα δόξα, γνώμη, ενώ με τον όρο επιστήμη αναφέρεται στη γνώση και την επιστήμη του αιώνιου όντος.

Η γνώμη, γενικά, θεωρείται από τον Πλάτωνα ως αρνητική. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η γνώμη μπορεί να είναι αληθής, δηλαδή ορθή· αλλά ακόμα και τότε η ορθότητά της παραμένει πάντα ασταθής, όπως ασταθές είναι και το ον στο οποίο αναφέρεται. Για να συλλάβει την αλήθεια, η ορθή γνώμη θα έπρεπε να φτάσει στην αληθινή ύπαρξη (στο αληθινό ον), αλλά σε αυτή την περίπτωση θα έπαυε να είναι «γνώμη» και θα γινόταν «επιστήμη».

Έλεγα ότι η γνώμη είναι ασταθής, καθώς παρασύρεται από το ίδιο το γίγνεσθαι του αισθητού όντος, δηλαδή παρασύρεται  από τη ροή του χρόνου, και επομένως από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Και η ποίηση βασίζεται πάντα και μόνο σε αυτή την ύπαρξη που παρασύρεται από το γίγνεσθαι, όπως επισημαίνει πολύ καλά ο Πλάτωνας:

Δεν σου φαίνεται ότι όσα διηγούνται οι μυθοπλάστες και οι ποιητές περιορίζονται σε μια έκθεση γεγονότων του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος; (Πολιτεία, III 392 D : ἴσως οὖν τῇδε μᾶλλον εἴσῃ. ἆρ’ οὐ πάντα ὅσα ὑπὸ μυθολόγων ἢ ποιητῶν λέγεται διήγησις οὖσα τυγχάνει ἢ γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων; -  Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002: Άραγε όλα όσα λένε οι μυθοπλάστες και οι ποιητές δεν αποτελούν μιαν αφήγηση για πράγματα που είτε έχουν γίνει στο παρελθόν είτε συμβαίνουν τώρα είτε πρόκειται να συμβούν στο μέλλον;)

Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει παραπάνω, όμως, η ποίηση είναι μια μίμηση που δεν φτάνει ούτε καν στο επίπεδο της ορθής και αληθινής γνώμης, αλλά παραμένει σε επίπεδο γνώμης με την καθαρά αρνητική έννοια.

Επομένως, ο ποιητής παραμένει αιχμάλωτος του όντος στο συνεχές γίγνεσθαι του (της ύπαρξης στη συνεχή της μεταβολή) και, κατά συνέπεια, περιορίζεται στη μέση γνώμη· ο φιλόσοφος, αντίθετα, είναι ο εραστής και ο γνώστης του αληθινού όντος, και αποτελεί τον ακριβή αντίποδα του ποιητή:

– Και τι θα λέγαμε για εκείνους που θεωρούν αυτά καθαυτά τα πράματα και την παντοτινά αναλλοίωτη ουσία τους (που παραμένουν πάντα ίδια και με τον ίδιο τρόπο); Δεν θα λέγαμε ότι έχουν γνώση και όχι γνώμη;

– Σίγουρα δεν μπορεί να είναι διαφορετικά.

– Τότε, σε αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτοί αγαπούν και προτιμούν εκείνα τα πράγματα για τα οποία υπάρχει γνώση, ενώ οι άλλοι εκείνα για τα οποία υπάρχει γνώμη; Ή μήπως ξεχάσαμε τι λέγαμε, ότι αυτοί ελκύονται και γοητεύονται από τις ωραίες φωνές και τα όμορφα χρώματα, ενώ το ίδιο το ωραίο δεν παραδέχονται καν ότι υπάρχει;

– Δεν το ξεχάσαμε.

– Επομένως, δεν κάνουμε λάθος αποκαλώντας αυτούς τους ανθρώπους φίλους της γνώμης (φιλοδόξους), αντί για λάτρεις της γνώσης, δηλαδή φιλοσόφους! Και αν μετά θυμώσουν μαζί μας περισσότερο απ’ όσο πρέπει για αυτά που λέμε;

– Δεν υπάρχει κίνδυνος, αν μας ακούσουν. Και εξάλλου δεν επιτρέπεται να θυμώσουν με την Αλήθεια (δεν είναι επιτρεπτό να χτυπάμε την Αλήθεια).

– Αντίθετα, ας παραδεχτούμε ότι όσοι αγαπούν το είναι σε όλες του τις μορφές του, αξίζουν το όνομα των φιλοσόφων, δηλαδή των φίλων της γνώσης, και όχι των φίλους της δόξας (γνώμης).

– Χωρίς καμία αμφιβολία.(Πολιτεία, V 479 E - 480 A)4

Με αυτό το κείμενο φτάνουμε στην καρδιά του προβλήματος: η κουλτούρα της ποιητικο-μιμητικής προφορικότητας πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα μορφή κουλτούρας, η οποία ανατρέπει τα περιεχόμενα που βασίζονται στη δόξα (δοξασία), προτείνοντας νέα περιεχόμενα που βασίζονται στην επιστήμη.

Επομένως, η νοοτροπία της ομηρικής ποίησης πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα νοοτροπία, αυτή του φιλοσοφικού λόγου.

Ο αποχαιρετισμός του Ομήρου στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας και το άνοιγμα μιας νέας πολιτιστικής εποχής

    Μετά από όλα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, είναι απαραίτητο να διαβάσουμε και να στοχαστούμε πάνω σε δύο εμφανή αποσπάσματα από το Δέκατο Βιβλίο της Πολιτείας, στα οποία ο Πλάτων αποχαιρετά τον μεγάλο Όμηρο και ανοίγει μια νέα εποχή.

    Το πρώτο απόσπασμα αμφισβητεί συστηματικά εκείνη την εκπαιδευτική δύναμη που ο ίδιος ο Όμηρος ασκούσε επί αιώνες στους Έλληνες:

- Δεν θα απαιτήσουμε από τον Όμηρο ή άλλους ποιητές να μας δώσουν λογαριασμό για άλλα πράγματα, ίσως ρωτώντας -εφόσον ένας από αυτούς ήταν πραγματικός γιατρός και όχι απλός μιμητής της γλώσσας των γιατρών- ποιος ποιητής της αρχαιότητας ή των συγχρόνων του κατάφερε ποτέ, όπως ο Ασκληπιός, να αποκαταστήσει την υγεία σε κάποιον· ή ποια ιατρική σχολή άφησε πίσω του, όπως ο Ασκληπιός με τους οπαδούς του. Εν ολίγοις, δεν θα τους κάνουμε ερωτήσεις για άλλες τέχνες· αντίθετα, θα τους αφήσουμε στην ησυχία τους. Ωστόσο, όσον αφορά τα μεγάλα και ευγενέστερα έργα που ανέλαβε να αναπαραστήσει ο Όμηρος -δηλαδή τους πολέμους, τις στρατηγικές, τις θεμελιώσεις πόλεων, ακόμη και την εκπαίδευση του ανθρώπου- είναι θεμιτό να τον ρωτήσουμε γι' αυτά, θέτοντας του τέτοιες ερωτήσεις: «Αγαπητέ Όμηρε, αφού στο θέμα της αρετής δεν απέχεις τρεις βαθμούς από την αλήθεια, δηλαδή δεν είσαι ο δημιουργός των εικόνων, όπως έχουμε ορίσει τον μιμητή, αλλά απέχεις δύο βαθμούς από την αλήθεια, στο ότι ήξερες να αναγνωρίζεις ποιοι τύποι θεσμών κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους ή χειρότερους στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, πες μου ποια Πόλη προς τιμήν σου οργανώθηκε καλύτερα, όπως η Σπάρτη από τον Λυκούργο, και πολλές άλλες πόλεις μεγάλες ή μικρές από τόσους ιδρυτές; Ποια από αυτές πιστώνετε ότι υπήρξε καλός νομοθέτης και προσέφερε χρήσιμες υπηρεσίες; Η Ιταλία και η Σικελία έχουν έναν Κάροντα· εμείς έχουμε έναν Σόλωνα. Αλλά από εσάς ποιος δοξάζεται;» Ο Όμηρος θα έχει κάποιο όνομα να αναφέρει;

- Αμφιβάλλω αν έχει, είπε ο Γλαύκων. Ούτε οι ίδιοι οι Ομηρίτες δεν τον αναφέρουν.

- Και έχει έρθει στη μνήμη μας κάποιος πόλεμος στην εποχή του Ομήρου που να διεξήχθη καλά χάρη στην καθοδήγηση ή τις συμβουλές του;

- Καμία.

- Ίσως όμως να γίνεται λόγος για αυτόν ως έναν άνθρωπο με πρακτική εφευρετικότητα, με τις πολλές ανακαλύψεις του να είναι χρήσιμες για την τεχνολογία σε άλλους τομείς, όπως συνέβη με τον Θαλή της Μιλήτου και τον Αναχαρσή τον Σκύθη.

- Τίποτα από αυτά.

- Σε αντάλλαγμα, όμως, θα ειπωθεί ότι, αν όχι δημοσίως, τουλάχιστον ιδιωτικά, ο Όμηρος στη ζωή του κατεύθυνε την εκπαίδευση κάποιου, ο οποίος ανταπέδωσε με αγάπη και οικειότητα παραδίδοντας στους μεταγενέστερους έναν ομηρικό τρόπο ζωής, όπως συνέβη με τον Πυθαγόρα. Ο ίδιος, από την άλλη πλευρά, αγαπήθηκε στον ύψιστο βαθμό για τη δραστηριότητά του αυτή, και οι διάδοχοί του που ονόμασαν τον τρόπο ζωής τους Πυθαγόρειο, κατά μία έννοια ξεχωρίζουν ανάμεσα σε όλους τους άλλους. 

- Ούτε γι' αυτό δεν αναφέρεται τίποτα. [...]

- Και εκτός αυτού, Γλαύκωνα, πιστεύεις ότι αν ο Όμηρος είχε πραγματικά καταφέρει να μορφώσει τους ανθρώπους και να τους κάνει καλύτερους, όντας ικανός να τα κάνει αυτά όχι με μίμηση αλλά με αληθινή γνώση, δεν θα είχε αποκτήσει πλήθος φίλων, οι οποίοι θα τον περιέβαλαν με αγάπη και εκτίμηση;  (Πολιτεία, I 599D - 600C)5

    Το δεύτερο απόσπασμα πραγματεύεται τον ανταγωνισμό μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας, δηλαδή την ξεκάθαρη αντίθεση μεταξύ της μορφωτικής δύναμης του παρελθόντος και της δύναμης που επρόκειτο να αποτελέσει συστατικό στοιχείο του νέου πολιτισμού, και περιέχει ένα πραγματικά εμβληματικό μήνυμα:

- Γι' αυτό, αγαπητέ Γλαύκωνα, όταν τύχει να συναντήσεις κάποιους από τους θαυμαστές του Ομήρου -αυτούς που ισχυρίζονται ότι ο ποιητής αυτός ήταν ο παιδαγωγός της Ελλάδας και ότι ενόψει της οργάνωσης και της διαμόρφωσης της ανθρωπότητας πρέπει να τον μελετάμε από καρδιάς και ότι πράγματι ολόκληρη η ζωή πρέπει να προσαρμόζεται σε έναν τόσο μεγάλο ποιητή- προσπάθησε να γίνεις φίλος τους και να τους αγαπάς, όπως αρμόζει σε κάποιους που, παρά τους περιορισμούς τους, είναι καλοί άνθρωπος, και παραδέξου μαζί τους ότι ο Όμηρος είχε εξαιρετικές ιδιότητες ως ποιητής και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τραγικούς. Να ξέρετε, ωστόσο, ότι στην πόλη μας δεν θα γίνει δεκτή άλλη ποιητική μορφή από τους ύμνους προς τους θεούς και τους ύμνους για τους ενάρετους άνδρες, διότι, αν καλωσορίζατε την ευγενική Μούσα, εκείνη του λυρικού ή του επικού, στην πολιτεία θα κυριαρχούσε η ηδονή ή ο πόνος στη θέση του νόμου και της λογικής, που πάντοτε και ομόφωνα θεωρείται το καλύτερο μέρος.

- Πολύ σωστά.

- Ας είναι λοιπόν αυτή η υπεράσπισή μας, αφού ανακαλέσαμε στη μνήμη μας την ποίηση, η οποία δικαίως, λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της, απαγορεύτηκε από το κράτος στην εποχή της. Από την άλλη πλευρά, ήταν ο ορθός λόγος που μας έπεισε να το πράξουμε. Και για να μην μας κατηγορήσετε ότι είμαστε αναίσθητοι και αγροίκοι, θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας είναι μακροχρόνιος. Ιδού η απόδειξή του: εκείνη η «η αλύχτρα σκύλα που γαβγίζει το αφεντικό της»· η «μεγάλη στα μάταια λόγια των ανόητων»· ή: «ο αναδυόμενος όχλος των ξερόλων», ή «το πλήθος εκείνων που βασανίζουν το μυαλό τους από φτώχεια», ή πολλές άλλες τέτοιες εκφράσεις, δείχνουν τη μακροχρόνια αντιπαλότητα. Σε κάθε περίπτωση, ας γίνει σαφές, ότι αν η μιμητική ποίηση που προκαλεί ευχαρίστηση είχε λόγους να προταθεί υπέρ του δικαιώματος της ιδιότητας του πολίτη σε ένα καλά οργανωμένο κράτος, θα την καλωσορίζαμε με χαρά, γιατί έχουμε απόλυτη επίγνωση της γοητείας που ασκεί και σε μας. Το γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι δεν είναι θεμιτό να προδίδουμε αυτό που αποδεικνύεται αληθινό. Και από την άλλη πλευρά, φίλε μου, η ποίηση δεν σε γοητεύει κι εσένα, ιδίως όταν τη θαυμάζεις στην ερμηνεία του Ομήρου;

- Πράγματι!

- Δεν θα ήταν σωστό, λοιπόν, να την υποδεχτείς στην πατρίδα σου, αν μόνο ήξερες πώς να αντικρούσεις τις κατηγορίες σε ένα λυρικό τραγούδι ή σε κάποιο άλλο μέτρο; (Πολιτεία, I 606D - 607D)6.

    Πιστεύω ότι κανένας άλλος περισσότερο από τον Χάβελοκ δεν έχει καταστήσει σαφές πώς αυτή η κατά μέτωπο επίθεση που κάνει ο Πλάτων στον Όμηρο και η κριτική του στην ποίηση είναι ιστορικής σημασίας για την εποχή και πώς μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν κατανοήσει κανείς την πολιτιστική επανάσταση που συντελείται. Ο Πλάτων είχε κατανοήσει καλά ότι η ίδια η δομή του πολιτισμού της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας έπρεπε να ανατραπεί. Στη θέση της αναπαράστασης «εικόνων» και των μεθόδων με τις οποίες επικοινωνούσε η ποίηση, έπρεπε να μπει η σκέψη «εννοιών». Οι εικόνες έπρεπε να αντικατασταθούν από τις νοητές Ιδέες, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, και ειδικότερα έπρεπε να εισαχθεί μια νέα γλώσσα με μια νέα σύνταξη, αντίθετη από αυτή της ποίησης. Ο Χάβελοκ γράφει: «Αλλά αυτή η νέα γλώσσα δεν προανήγγειλε στην πραγματικότητα μια εντελώς νέα φάση στην εξέλιξη όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού πνεύματος; Ναι· και όμως ο Πλάτων είχε επίσης επίγνωση, και δικαίως, ότι μόνο η ιδιοφυΐα του ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πλήρως ότι επρόκειτο για μια επανάσταση, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί επειγόντως. Άλλοι πριν από αυτόν είχαν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, είχαν κάνει τα πρώτα τους δειλά πειράματα με τη νέα σύνταξη και είχαν συνειδητοποιήσει ότι η ποιητική σύνταξη αποτελούσε εμπόδιο. Αν λοιπόν ο Πλάτων επεδίωξε να κατοικήσει το σύμπαν και το μυαλό του ανθρώπου με μια ολόκληρη οικογένεια Μορφών που αναδύθηκαν ένας Θεός ξέρει από πού, αυτό ήταν κατά μία έννοια μια αναγκαιότητα γι' αυτόν. Διότι έβλεπε στην ουσία της μια βαθιά μεταμόρφωση της πολιτισμικής εμπειρίας του ανθρώπου. Δεν ήταν η προσωπική του φυσιογνωμία, ούτε το προσωπικό του δόγμα. Οι Μορφές προανήγγειλαν την έλευση ενός εντελώς νέου επιπέδου λογικής (ενός εντελώς νέου επιπέδου συλλογισμού), το οποίο, με την τελειοποίησή του, θα δημιουργούσε με τη σειρά του έναν νέο τύπο εμπειρίας του κόσμου – στοχαστική, επιστημονική, τεχνολογική, θεολογική, αναλυτική. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε με δώδεκα διαφορετικούς τρόπους. Η νέα πνευματική εποχή απαιτούσε τις δικές της σημαίες για να προχωρήσει, και τις βρήκε στις πλατωνικές Μορφές. Εξεταζόμενη από αυτή την προοπτική, η θεωρία των Μορφών ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα».

Αυτές οι παρατηρήσεις είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβείς. Ωστόσο, ο Havelock, ενώ εξήγησε θαυμάσια τους λόγους για τους οποίους η ποιητικο-μιμητική προφορικότητα έπρεπε να ξεπεραστεί πλήρως, υπέπεσε σε ιστορικό σφάλμα, υποστηρίζοντας τη θέση ότι μόνο η εμφάνιση της γραφής ήταν το εργαλείο που έκανε αυτόν τον υπερκερασμό δυνατό (μόνο η έλευση της γραφής ήταν το μέσο που έκανε δυνατή αυτή την υπέρβαση). Και, για να στηρίξει αυτή τη θέση, αναγκάστηκε να αποσιωπήσει τις κριτικές του Πλάτωνα για τη γραφή που περιέχονται στο τέλος του Φαίδρου και στην Έβδομη Επιστολή, όπως έχω ήδη αναφέρει παραπάνω, και να αγνοήσει το άλλο γεγονός που συνδέεται με αυτό, στο οποίο επίσης έχω ήδη αναφερθεί και επέστησα την προσοχή παραπάνω, δηλαδή ότι ο Πλάτων υπερασπίζεται την προφορικότητα και την κρίνει αξιακά (αξιωματικά) ανώτερη από την ίδια τη γραφή.

Είναι προφανές ότι, αν αυτά τα γεγονότα δεν εξηγούνταν επαρκώς, θα έπρεπε να παραδεχτούμε ότι ο Πλάτων έπεσε σε μια κραυγαλέα αντίφαση: από τη μία, θα είχε εξαπολύσει μια μετωπική επίθεση εναντίον της προφορικότητας, ενώ από την άλλη, παραδόξως, θα είχε υπερασπιστεί την ίδια την προφορικότητα, τοποθετώντας την πάνω από τη γραφή! Έχει έρθει, λοιπόν, η στιγμή να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα άμεσα και να προταθεί η λύση του με λεπτομερή τρόπο, αναπτύσσοντας κατάλληλα τις αναφορές που είχα ήδη την ευκαιρία να κάνω. Πρέπει να αποδείξουμε την ύπαρξη άλλων μορφών προφορικότητας πέρα από την «ποιητικο-μιμητική» και, ιδιαίτερα, πρέπει να εξηγήσουμε τη δομή και τα θεμέλια της «διαλεκτικής προφορικότητας», με τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Τέλος Κεφαλαίου ΙΙ


Σημειώσεις
1. (Πολιτεία Ι, 600e - 601c) σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη:
-Να ειπούμε λοιπόν γενικά για όλους τους ποιητές, αρχίζοντας από τον Όμηρο, ότι είναι απλώς μιμητές των ειδώλων της αρετής και των άλλων που πραγματεύονται στα ποιήματά τους, την αλήθεια όμως ούτε καν προσεγγίζουν, αλλ᾽ όπως λέγαμε τώρα δα, ο ζωγράφος μπορεί να κάμει έναν παπουτσή να μοιάζει τόσο πολύ, ώστε όσοι τον βλέπουν από τα χρώματα και τα σχήματα να νομίσουν ότι βλέπουν αληθινό παπουτσή, αν και ο ίδιος δεν έχει καμιά γνώση απ᾽ αυτό το επάγγελμα;
-Βεβαιότατα.
-Έτσι, νομίζω, και ο ποιητής, αφού δεν γνωρίζει τίποτ᾽ άλλο παρά ν᾽ απομιμείται, έχει την ικανότητα να επιχρωματίζει με κάτι τέτοια χρώματα, με τις λέξεις δηλαδή και τις εκφράσεις, κάθε τέχνη, ώστε, είτε για την τέχνη του παπουτσή μιλεί με μέτρο και ρυθμό και αρμονία, είτε για τη στρατηγική, είτε για οποιοδήποτε άλλο πράγμα, οι ακροατές από τα λόγια του να σχηματίζουν την εντύπωση ότι γνωρίζει κατά βάθος όλ᾽ αυτά που λέγει· [601b] τόσο μεγάλη γοητεία ασκεί από τη φύση της αυτή τη διακόσμηση. Γιατί γνωρίζεις, υποθέτω, πώς φαίνονται αυτά καθαυτά τα κατασκευάσματα των ποιητών, άμα απογυμνωθούν από τον μουσικό χρωματισμό τους· βέβαια θα το έχεις και συ παρατηρήσει.
-Μάλιστα.
-Δεν μοιάζουν με τα πρόσωπα εκείνων που βρίσκονται στο άνθος της νεότητάς τους, χωρίς όμως και να είναι ωραίοι, και που ξέρεις δα πώς φαίνονται όταν χάσουν αυτό το άνθος;
-Εντελώς.
-Πρόσεξε τώρα παρακάτω· ο ποιητής του ειδώλου, ο μιμητής δηλαδή, δεν έχει καμιάν ακριβή γνώση του όντος αλλά του φαινομένου· δεν είν᾽ έτσι;
-Μάλιστα.

2. (Πολιτεία Ι, 602a - 603b) σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη:
-Ούτε λοιπόν γνώση ακριβή ούτε ορθή γνώμη θα ᾽χει ο μιμητής για τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των πραγμάτων που απομιμείται.
-Έτσι φαίνεται.
-Ώστε ο μιμητής, στην ποίηση, θα είναι βέβαια χαριτωμένος για τη σοφία που έχει στα όσα πραγματεύεται.
-Δεν το φαντάζομαι.
-Και όμως θα μιμηθεί το καθετί, χωρίς να γνωρίζει γι᾽ αυτό τί είναι το καλό και τί το κακό· αλλά, καθώς φαίνεται, εκείνο που θεωρούν και παραδέχονται ως καλό οι πολλοί και οι αμαθείς, τούτο θα μιμηθεί.
-Και βέβαια τί άλλο;
-Ώστε κατ᾽ αυτό τον τρόπο νομίζω ότι επαρκώς αποδείξαμε τα εξής: πρώτον ότι ο μιμητής τίποτα δεν γνωρίζει άξιο λόγου απ᾽ όσα μιμείται και ότι η μίμηση είναι απλώς παιχνίδι χωρίς σοβαρότητα καμιά· και δεύτερον ότι όσοι κάνουν τραγική ποίηση, είτε σε ιαμβικούς στίχους είτε σε ηρωικούς, είναι όλοι τους με το παραπάνω μιμητές.
-Χωρίς καμιάν αμφιβολία.

3. (Πολιτεία Ι, 605a - 605c) σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη:
-Φανερά άλλωστε ο μιμητικός ποιητής δεν είναι από τη φύση πλασμένος να παρασταίνει αυτό το μέρος της ψυχής και η σοφία του δεν είναι προορισμένη ν᾽ αρέσκεται σ᾽ αυτό, αν θέλει ν᾽ αποκτήσει φήμη στο πλήθος, αλλά ν᾽ απεικονίζει το αγανακτητικό και παρδαλό ήθος που εύκολα προσφέρεται στη μίμηση.
-Φανερό.
-Θα είχαμε λοιπόν δίκιο να τον καταδικάσομε κι αυτόν και να τον βάλομε σε ανάλογη θέση με τον ζωγράφο· γιατί έχει μαζί του κοινά γνωρίσματα το ότι συνθέτει πράγματα δίχως αξία ως προς την αλήθεια, και το ότι εργάζεται για ν᾽ αρέσει στο χειρότερο και όχι στο καλύτερο μέρος της ψυχής. Και έτσι θα έχομε εντελώς δίκιο να μην τον παραδεχτούμε μέσα σε μια πόλη που πρόκειται να ευνομείται, γιατί διεγείρει και τρέφει τούτο το κακό μέρος της ψυχής και δυναμώνοντάς το καταστρέφει το λογιστικόν· και όπως όταν σε μια πόλη κάνει κανείς τους κακούς δυνατότερους, παραδίνει σ᾽ αυτούς την κυβέρνηση και εξαφανίζει τους χρηστότερους, το ίδιο θα ειπούμε και για τον μιμητικό ποιητή, ότι ιδρύει μέσα στου καθενός την ψυχή μια κακή πολιτεία, γιατί χαρίζεται στο ανόητο μέρος της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τα μεγαλύτερα ούτε τα μικρότερα, αλλά τα ίδια πράγματα νομίζει άλλοτε μεγάλα άλλοτε μικρά και ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια.
- Αυτό είναι βέβαιο.
- Μολαταύτα ακόμη δεν είπαμε το μεγαλύτερο κακό που προξενεί η ποίηση. Γιατί είναι πραγματικά φοβερότατο το ότι είναι ικανή να διαφθείρει και τους χρηστούς ανθρώπους, εκτός από πάρα πολύ λίγες εξαιρέσεις.

4. (Πολιτεία V, 479 E - 480 A) σε Μετάφραση Ι. Γρυπάρη: 
-Βρήκαμε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πως αυτές οι διάφορες ιδέες των πολλών για το ωραίο και για τ᾽ άλλα, παρακυλούν κάπου ανάμεσα στο μη ον και στο πραγματικό ον.

-Το βρήκαμε.

-Μα είχαμε ακόμη μείνει και σύμφωνοι πως αν ήθελε φανεί κάτι τέτοιο, πρέπει να ονομάζεται αυτό αντικείμενο όχι της επιστήμης αλλά της δοξασίας, της διάμεσης εκείνης δύναμης που μ᾽ αυτή πιάνεται ό,τι πλανιέται στο μεταξύ.

-Πραγματικώς.

-[479e] Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράματα, δε βλέπουν όμως το καθαυτό ωραίο, ούτε μπορούν να παρακολουθήσουν εκείνον που είναι σε θέση να τους το δείξει, καθώς και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το καθαυτό δίκαιο, κι έτσι κι όλα τ᾽ άλλα, αυτοί θα πούμε πως έχουν απλώς δοξασίες, όχι όμως και καμιά πραγματική γνώση γι᾽ αυτά τα πράματα.

-Αναγκαστικά.

-Απεναντίας, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθαυτά τα πράματα και την παντοτινά αναλλοίωτη ουσία τους, δε θα πούμε πως αυτοί πραγματικά γνωρίζουν, και όχι πως έχουν απλώς δοξασίες;

-Αναγκαστικά κι αυτό.

-Λοιπόν δεν θα λέμε πως αυτοί λαχταρούν κι αγαπούν [480a] τα πράματα που είναι αντικείμενο της επιστήμης, κι εκείνοι οι άλλοι τα πράματα που είναι αντικείμενο της δοξασίας; Ή δε θυμόμαστε ότι λέγαμε για τους τελευταίους αυτούς πως φωνές και χρώματα ωραία και τα τέτοια τ᾽ αγαπούν και αισθάνονται ευχαρίστηση να τα βλέπουν, το ίδιο όμως το ωραίο ούτε και πως υπάρχει ανέχονται ν᾽ ακούσουν;

-Το θυμόμαστε.

-Μήπως λοιπόν θα ᾽ταν καμιά παραφωνία εκ μέρους μας, αν τους ονομάζαμε καλύτερα φιλοδόξους παρά φιλοσόφους, και θα μας θύμωναν άραγε πάρα πολύ, αν τους δίναμε αυτό τ᾽ όνομα;

-Όχι, αν θέλουν να με πιστέψουν εμένα· γιατί δεν είναι συχωρεμένο πράγμα να θυμώνει κανείς με την αλήθεια.

-Εκείνους λοιπόν που αφοσιώνονται στο κάθε καθαυτό ον δεν πρέπει να τους ονομάζομε φιλοσόφους και όχι φιλοδόξους;

-Χωρίς καμιά αμφιβολία.

5. (Πολιτεία, I 599D - 600C) - Μετάφραση Ι. Γρυπάρης: 

- Και για τ᾽ άλλα πράγματα ας μη ζητούμε λόγο από τον Όμηρο [599c] ή απ᾽ όποιον άλλο ποιητή· ας μη ρωτήσομε αν κανένας απ᾽ αυτούς ήταν επιστήμων γιατρός και όχι απλώς μιμητής ιατρικών λόγων, αν κανένας από τους παλαιούς ή νέους ποιητές γιάτρεψε αρρώστους, όπως ο Ασκληπιός, ή αν άφησε μαθητές της ιατρικής, όπως εκείνος τους ίδιους του τους απογόνους· ας μη τους ρωτήσομε και για τις άλλες τέχνες και ας τ᾽ αφήσομε όλ᾽ αυτά κατά μέρος· αφού όμως ο Όμηρος τολμά να μιλεί για τα μέγιστα και κάλλιστα πράγματα, για πολέμους και στρατηγίες και διοικήσεις πόλεων, και [599d] για την εκπαίδευση των ανθρώπων, είναι δίκαιο να τον ρωτήσομε και να του ειπούμε: Ω φίλε Όμηρε, αν δεν απέχεις τρεις βαθμούς από την αλήθεια στα ζητήματα της αρετής και δεν είσαι απλώς κατασκευαστής ειδώλου, μιμητής δηλαδή κατά τον ορισμό μας, αλλά απέχεις, έστω, δύο βαθμούς, και ήσουν ικανός να γνωρίζεις ποιά ασχολήματα κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους ή χειρότερους είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο βίο, λέγε μας ποιά πόλη χάρη σε σένα καλυτέρεψε τη διοίκησή της, όπως η Λακεδαίμων χάρη στον Λυκούργο και οι άλλες πόλεις, [599e] μικρές και μεγάλες, χάρη σε πολλούς άλλους; Εσένα ποιά πόλη σε μνημονεύει ότι υπήρξες νομοθέτης άριστος και ότι την ωφέλησες; Η Ιταλία και η Σικελία έχουν τον Χαρώνδα, εμείς οι Αθηναίοι τον Σόλωνα· εσένα όμως ποιός τόπος; Θα έχει να μας απαντήσει κανέναν;

- Δεν πιστεύω· τουλάχιστον ούτε αυτοί οι Ομηρίδες αναφέρουν τέτοιο πράγμα.

- [600a] Αλλά μήπως τάχα μνημονεύεται κανένας πόλεμος στα χρόνια του Ομήρου που έγινε καλά ή μ᾽ εκείνον αρχηγό ή σύμφωνα με τις συμβουλές του;

- Κανείς.

- Αλλά μήπως, αφού ήταν άνθρωπος σοφός, αναφέρονται πολλές εφευρέσεις δικές του στις τέχνες και άλλες ευκολίες ωφέλιμες στα διάφορα επαγγέλματα, όπως λέγονται για τον Θαλή τον Μιλήσιο και τον Σκύθη Ανάχαρση;

- Τίποτα απολύτως δεν λέγεται γι᾽ αυτόν.

- Αλλ᾽ αν δεν πρόσφερε ο Όμηρος καμιά τέτοια υπηρεσία στην κοινωνία, μήπως λέγεται ότι διηύθυνε, όταν ζούσε, την παιδεία μερικών ανθρώπων που αγαπούσαν [600b] τη συναναστροφή του και παράδωσαν στους μεταγενέστερους έναν τρόπο ζωής Ομηρικό, όπως παραδείγματος χάρη ο Πυθαγόρας αγαπήθηκε ιδιαίτερα γι᾽ αυτό τον λόγο και οι οπαδοί του ακόμη και σήμερα διακρίνονται ανάμεσα σ᾽ όλους τους ανθρώπους για τον ξεχωριστό τρόπο της ζωής τους, που οι ίδιοι τον ονομάζουν Πυθαγόρειο;

- Ούτε τίποτα τέτοιο αναφέρεται· γιατί ο Κρεώφυλος, Σωκράτη, ο φίλος του Ομήρου, θα φαινότανε ίσως κατά την παιδεία του γελοιότερος και απ᾽ αυτό το όνομά του, αν αληθεύουν όσα λέγονται για τη διαγωγή του απέναντι στον Όμηρο· λέγουν δηλαδή ότι έδειξε [600c] σ᾽ αυτόν, ενόσω ζούσε, μιαν αχαρακτήριστη αμέλεια.

- Πραγματικά αναφέρεται κάτι τέτοιο· αλλά πιστεύεις, Γλαύκων, ότι αν όντως ο Όμηρος ήταν ικανός να εκπαιδεύει τους ανθρώπους και να τους κάνει καλύτερους, επειδή μπορούσε να γνωρίζει κατά βάθος αυτά τα πράγματα και όχι να τα απομιμείται, δεν θα αποκτούσε πολλούς φίλους που θα τον τιμούσαν και θα τον αγαπούσαν;

6. (Πολιτεία, I 606D - 607D) - Μετάφραση Ι. Γρυπάρης: 

- [606d] Το ίδιο αποτέλεσμα γεννά μέσα στην ψυχή μας η μιμητική ποίηση και ως προς τον έρωτα και τον θυμό και όλες τις επιθυμίες και ως προς τα λυπηρά ή ηδονικά συναισθήματα που λέμε ότι μας παρακολουθούν σε κάθε μας πράξη, γιατί αυτά τα ποτίζει και τα αναπτύσσει, αντί να τ᾽ αφήνει να ξεραθούν, και τους παραδίνει κάθε εξουσία απάνω μας, ενώ το ορθό είναι εμείς να τα εξουσιάζομε, για να γινόμαστε καλύτεροι κι ευτυχέστεροι από χειρότεροι και αθλιότεροι.

- Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω εντελώς μαζί σου.

- [606e] Λοιπόν, φίλε μου Γλαύκων, όταν τύχει ν᾽ ακούσεις τους θαυμαστές του Ομήρου να λένε ότι ο ποιητής αυτός έχει εκπαιδεύσει την Ελλάδα και ότι αξίζει να τον πάρεις για να σου μάθει πώς να κυβερνάς και να εξευγενίζεις ανθρώπινα πράγματα, και να συμμορφώσεις όλο σου τον βίο κατά τα υποδείγματα τούτου του ποιητή, [607a] πρέπει βέβαια να τους αγαπάς και να τους υπολήπτεσαι για τη μεγάλην αξία που μπορεί να έχουν, και να παραδέχεσαι μαζί τους ότι ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος των ποιητών και ο πρώτος των τραγικών, να ξέρεις όμως ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή στην πόλη μας καμιά άλλη ποίηση παρά ύμνοι για τους θεούς και εγκώμια για τους μεγάλους άντρες· αν πάλι παραδεχτείς και τη Μούσα που δίνει τέρψη, τη λυρική ή την επική, η ηδονή και η λύπη θα βασιλεύουν στην πόλη σου αντί για τον νόμο και τον ορθό λόγο που την υπεροχή του αναγνώρισαν πάντα όλοι οι άνθρωποι.

- Αυτά είναι εντελώς αληθινά.

- [607b] Αφού λοιπόν η περίσταση το έφερε να κάμομε πάλι λόγο για την ποίηση, αυτά είναι που είχαμε να ειπούμε απολογούμενοι γιατί την αποπέμψαμε τότε από την πόλη μας· τέτοια που είναι, ο ορθός λόγος μάς υποχρέωσε να το κάμομε. Μολαταύτα, για να μη μας κατηγορήσει ως σκληρούς και αγροίκους, ας της ειπούμε ότι από παλαιά χρόνια υπάρχει μια διένεξη ανάμεσα στην ποίηση και στη φιλοσοφία· γιατί και εκείνη «η αλύχτρα σκύλα που γαβγίζει το αφεντικό της» και «ο μεγάλος ανάμεσα στα κούφια λόγια των μωρών» [607c] και «ο όχλος των πάνσοφων κεφαλών» και «οι λεπτεπίλεπτοι στη σκέψη από φτώχεια» και μύρια άλλα τέτοια αποφθέγματα μαρτυρούν την παλαιά εκείνη αντίθεση. Όμως πάλι εμείς δηλώνουμε ότι, αν η για ευχαρίστηση καμωμένη ποίηση και μίμηση μπορεί να μας παρουσιάσει κάποιον επαρκή λόγο για ν᾽ αποδείξει πως έχει θέση μέσα σε μιαν ευνομούμενη πόλη, είμαστε πρόθυμοι να της επιτρέψομε να ξαναγυρίσει, επειδή ξέρουμε τη γοητεία που εξασκεί απάνω σ᾽ εμάς τους ίδιους· αλλά είναι ανόσιο να προδώσομε εκείνο που πιστεύομε ως αληθινό· πραγματικά και συ ο ίδιος, καλέ μου φίλε, δεν γοητεύεσαι απ᾽ αυτήν, [607d] και μάλιστα όταν σου την παρουσιάζει ο Όμηρος;

- Και πολύ μάλιστα.

- Είναι λοιπόν δίκαιο να την αφήσομε να επιστρέψει από την εξορία, αφού απολογηθεί με κανένα λυρικό ή με οποιοδήποτε άλλο ποίημα θέλει;


Δεν υπάρχουν σχόλια: