Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (3)

 Συνέχεια από: Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ 


Στὰ πλαίσια τῆς φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας προηγεῖται ἱστορικὰ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. (
3η συνέχεια)

Στωϊκοί

Μετὰ τὴν κλασσική περίοδο ἡ διδασκαλία τῶν Στωϊκῶν γιὰ τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα οὔτε ἐνιαία εἶναι οὔτε και τελικά διατυπωμένη. Χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρον ψυχὴ μὲ διαφορετικές σημασίες: Ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ κέντρο ποὺ ζωογονεῖ καὶ κινεῖ τὸ σῶμα. Εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ τριαδικοῦ συνόλου φύσις - ψυχή - λόγος, ὅπου ὁ λόγος σημαίνει τὸ «ἡγεμονικὸν» τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κατευθύνουσα ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Άλλοτε ταυτίζεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ «ἡγεμονικόν», ἄλλοτε ἀποτελεῖ μόνο ἕνα συγκερασμὸ τῶν αἰσθήσεων, ἄλλοτε εἶναι οὐσιαστικὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἄλλοτε ἕνα εἶδος πιὸ «λεπτῆς» σωματικότητος ποὺ «μείγνυται» μὲ τὸ σῶμα σὲ ἑνιαῖο σύνολο33.

Αὐτὴ ἡ τελευταία ἀντίληψη ὅτι ἡ πνευματικὴ φύση τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι ἄυλη ἀλλὰ ἕνα εἶδος εὐγενέστερης ὑλικότητος ὑπάρχει σὲ ὅλους τοὺς Στωϊκούς. ᾿Απὸ τὸν Ζήνωνα θεωρεῖται τὸ «πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνα τμῆμα τοῦ καθολικοῦ Πνεύματος, τοῦ δημιουργικοῦ «πυρὸς» ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὸ σύμπαν καὶ ποὺ μὲ τὴν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπαφή του μὲ τὴ φυσικὴ πραγματικότητα, συμπυκνώνεται καὶ ἀποτελεῖ τὴν «ψυχή». Ἡ ψυχὴ εἶναι αὐτὴ ἡ «συμπύκνωση» τοῦ πνεύματος ποὺ εἰσχωρεῖ σὲ ὅλο τὸ σῶμα, τὸ διαπερνᾶ καὶ τὸ κατέχει, τὸ ζωογονεῖ, τὸ κινεῖ καὶ εἶναι ἡ αἰτία τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ἀναπτύξεώς του. ᾿Αλλά, ἂν καὶ καθολικὴ αὐτὴ ἡ ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, ὑπάρχει ἐντούτοις ἕνα κέντρο ὅπου κατεξοχὴν ἑδράζεται ἡ ψυχὴ καὶ αὐτὸ τὸ κέντρο εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἰσχυρισμό αὐτὸ τὸν στηρίζει ὁ Ζήνων καὶ στὸ γεγονὸς τοῦ προφορικοῦ λόγου ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ στῆθος, ἑπομένως, ἐκεῖ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ αἰτία τοῦ λόγου, τὸ κέντρο τῆς διάνοιας, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου34. 

Μιὰ κοσμολογικὴ ἀναγωγὴ τῶν στοιχείων τοῦ ἀνθρώπου ἐπιχειρεῖ καὶ ὁ Ποσειδώνιος. Βλέπει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σὰν καθολικὴ ἑνότητα, τμῆμα τῆς καθολικῆς ἑνότητος ὕλης καὶ πνεύματος ποὺ εἶναι ὁ κόσμος, ὁ «ἔμψυχος κόσμος». Ωστόσο, βλέπει ταυτόχρονα στὸ σῶμα καὶ τὴν ἔδρα τοῦ κακοῦ καὶ πιστεύει ὅτι τὸ κακὸ πρέπει νὰ θανατωθῆ μὲ ἐπίμονη καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση35.

Ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις γιὰ τὸν ἀλληλοεπηρεασμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ψυχὴ βρίσκουμε στὸν Κλεάνθη καὶ στὸν Χρύσιππο. Προϋποθέτουν καὶ οἱ δυὸ τὴ «σωματικότητα» τῆς ψυχῆς. «Οὐδὲν ἀσώματον συμπάσχει σώματι οὐδὲ ἀσωμάτῳ σῶμα, ἀλλὰ σῶμα σώματι [Τίποτα ἀσώματο δὲν συμπάσχει μὲ τὸ σῶμα, οὔτε τὸ σῶμα μὲ κάτι ἀσώματο, ἀλλὰ τὸ σῶμα συμπάσχει μὲ σῶμα], λέει ὁ Κλεάνθης. «Συμπάσχει δὲ ἡ ψυχὴ τῷ σώματι νοσοῦντι καὶ τεμνομένῳ, καὶ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ· αἰσχυνομένης γοῦν ἐρυθρὸν γίνεται καὶ φοβουμένης ὠχρόν»[Η ψυχή συμπάσχει με το σώμα όταν αυτό νοσεί και τραυματίζεται, και το σώμα με την ψυχή· όταν η ψυχή ντρέπεται, το σώμα κοκκινίζει, και όταν φοβάται, χλωμιάζει]. Καὶ ὁ Χρύσιππος πιστεύοντας ὅτι μόνο τὸ σωματικὸ καὶ ὄχι τὸ ἀσώματο μπορεῖ νὰ χωριστῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, θεμελιώνει τὴ σωματικότητα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιδέχεται κάθαρση προκειμένου νὰ ἐπιζήση μετὰ τὸν θάνατο «μέχρι τῆς ἐκπυρώσεως τοῦ κόσμου»37. 

Γενικὰ στοὺς Στωϊκοὺς κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸ πρωτεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνοντα «ἡγεμονικό» της ρόλο καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ κοινὴ βάση οἰκοδομῆς τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς38.

Επίκουρος

᾿Απὸ τὶς ἀπόψεις τῆς Στοᾶς, μονιστικὲς τὸ περισσότερο, δὲν ἀπέχει πολὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἐπίκουρου. Ἡ ψυχή κατανοεῖται καὶ ἐδῶ σωματικά, εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς κινήσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων, εἶναι καθολικὰ ἑνωμένη μὲ ὅλο τὸ σῶμα. «Ἡ ψυχὴ σῶμά ἐστι λεπτομερές παρ᾿ ὅλον τὸ ἄθροισμα παρεσπαρμένον... τοῦτο δὲ πᾶν (τὸ ἄθροισμα) αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διῆγον καὶ τὰ πάθη καὶ αἱ εὐκινησίαι καὶ αἱ διανοήσεις καὶ ὧν στερόμενοι θνήσκομεν. Καὶ μὴν καὶ ὅτι ἔχει ἡ ψυχὴ τῆς αἰσθήσεως τὴν πλείστην αἰτίαν, δεῖ κατέχειν... διὸ ἀπαλλαγείσης τῆς ψυχῆς οὐκ ἔχει (τὸ σῶμα) τὴν αἴσθησιν· οὐ γὰρ αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ ταύτην ἐκέκτητο τὴν δύναμιν». [Η ψυχή είναι σώμα λεπτομερές, διασκορπισμένο σε όλο το σύνολο (του σώματος)… και αυτό το σύνολο (του σώματος) το καθοδηγούν οι δυνάμεις της ψυχής, καθώς και τα πάθη, οι ευκινησίες, οι διανοήσεις, και από την στέρηση αυτών πεθαίνουμε. Και επιπλέον, καθώς η ψυχή κατέχει την κύρια αιτία της αίσθησης, πρέπει να την ελέγχει… γι' αυτό, όταν η ψυχή αποχωρεί, το σώμα δεν έχει την αίσθηση· διότι αυτή τη δύναμη δεν την κατείχε το ίδιο το σώμα]39. 

Ὅπωσδήποτε ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱκανότητος τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δὲν ὑποτιμᾶται ἀπὸ τὸν Ἐπίκουρο, εἶναι ἡ προϋπόθεση, ὁ ὅρος ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ δὲν νοεῖται χωρισμένη ἀπὸ τὸ σῶμα, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιζήση μετὰ τὸν θάνατο, διαλύεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν ἀνυπαρξία, στὸ κοσμικό «κενό». «Λυομένου τοῦ ὅλου ἀθροίσματος ἡ ψυχὴ διασπείρεται καὶ οὐκέτι ἔχει τὰς αὐτὰς δυνάμεις οὐδὲ κινεῖται, ὥστε οὐδ᾽ αἴσθησιν κέκτηται, οὐ γὰρ οἷόν τε νοεῖν τὸ αἰσθανόμενον μὴ ἐν τούτῳ τῷ συστήματι καὶ ταῖς κινήσεσι ταύταις χρώμενον, ὅταν τὰ στεγάζοντα καὶ περιέχοντα μὴ τοιαῦτα ἧ, ἐν οἷς νῦν οὖσα ἔχει ταύτας τὰς κινήσεις. ᾿Αλλὰ μὴν καὶ τόδε γε δεῖ προσκατανοεῖν ὅτι τὸ ἀσώματον, τοῦ ὀνόματος ἐπὶ τοῦ καθ' ἑαυτὸ νοηθέντος ἄν· καθ᾽ ἑαυτὸ δὲ οὐκ ἔστι νοῆσαι τὸ ἀσώματον πλὴν τοῦ κενοῦ»40. 

Μιὰ τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὴν ψυχὴ ἔχει σὰν φυσική συνέπεια τὸν περιορισμὸ τῶν κριτηρίων τοῦ ἀγαθοῦ σὲ μόνο τὸ σῶμα. Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Ἡδονισμὸ τοῦ Ἐπίκουρου, δηλαδὴ στὸ σύστημα τῆς Ἠθικῆς του. Δὲν εἶναι τὸ ἀγαθὸ ἡ αἰτία τῆς ἡδονῆς, ὅπως προσδιώρισε ὁ ᾿Αριστοτέλης, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἡδονὴ ποὺ προσδιορίζει τὸ ἀγαθό. Δὲν ὑπάρχουν ἀντικειμενικά, λογικά κριτήρια τοῦ ἀγαθοῦ, μόνο ἡ προσωπικὴ ἡδονὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀγαθοῦ – ἀρχὴ ἄμεσα ἐμπειρική41. Καὶ κύρια πηγὴ τῆς ἡδονῆς εἶναι τὸ σῶμα. «᾿Αρχὴ καὶ ρίζα παντὸς ἀγαθοῦ ἡ τῆς γαστρὸς ἡδονή· καὶ τὰ σοφὰ καὶ τὰ περιττὰ ἐπὶ ταύτην ἔχει τὴν ἀναφοράν»42. Μόνο γιὰ τὸν λόγο τῆς μακρότερης χρονικής διάρκειας εἶναι «μείζονες» οἱ ἡδονὲς τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι μείζονες καὶ οἱ χρονικὰ παρατεινόμενες ὀδύνες της. «Τὴν σάρκα τὸ παρὸν μόνον χειμάζει, τὴν δὲ ψυχὴν καὶ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, οὕτως οὖν καὶ μείζονας ἡδονὰς εἶναι τῆς ψυχῆς»43.


Σημειώσεις


33. Bλ. HIRSCHBERGER I, 257 - 258 καὶ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ, Εἰσαγωγή 330, 331.
34. Βλ. Μax POHLENZ, Die Stoa, Göttingen 1948 σελ. 86 - 87.
35. POHLENZ, Stoa 236 καὶ Kröner - Philos. Wörterbuch 473.
36. ARNIM I 518, Nemesius de nat. hom. 32.
37. ARNIM II 811, Diogenes Laert. VII 157
38. Βλ. Τh WNT, VII, 122.
39. Πρὸς Ἡρόδ. Ἐπιστολή 1, 63 κ.ε. Ἔκδοση Hermannus Vsener, Lipsiae 1887, σελ. 19-20. [Σχόλιο: Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα περιγράφει τὴν ψυχὴ ὡς σωματικὴ φύση, ἀποτελούμενη ἀπὸ λεπτομερῆ μόρια ποὺ εἶναι διεσπαρμένα μέσα στο σῶμα. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἁπλὸ σύνολο, ἀλλὰ ἡ δύναμή της εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὸ σῶμα, καθορίζοντας τὶς κινήσεις του, τὰ πάθη, τὶς διανοητικὲς διαδικασίες, καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος στερεῖται αὐτῶν τῶν λειτουργιῶν καὶ πεθαίνει. Ἐπιπλέον, ἡ ψυχὴ εἶναι ὁ κύριος φορέας τῆς αἰσθήσεως. Ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ ἡ ψυχὴ ἀποχωρῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ σῶμα δὲν ἔχει πλέον αἰσθήσεις, διότι αὐτὴ ἡ ἰκανότητα τῆς αἰσθήσεως ἦταν ἔμφυτη στὴν ψυχή, ὄχι στὸ σῶμα ἑαυτό].
40. Πρὸς Ἡροδ. 1, 65 σελ. 21 – 22.
41. HIRSCHBERGER I, 284.
42. Frgm. 409, σελ. 278, 10
43. Πρὸς Διογ. Λαέρτ. Χ. 137. Βλ. καὶ Ε. SCHWEIZER, Σάρξ ThWNT, VII 103 καὶ 122.

Δεν υπάρχουν σχόλια: