Συνέχεια από: Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024
Η Φαινομενολογία του Husserl και η Φιλοσοφία του αγ. Θωμά Ακινάτη βΠροσπάθεια μια αντιπαραβολής
Της Edith Stein
2 Φυσική και υπερφυσική λογική. Πίστη και Γνώση. (συνέχεια)
Αυτοί είναι δρόμοι σκέψης που είναι πολύ απόμακροι από κάθε μοντέρνα φιλοσοφία. Ο Husserl δε σκέφτηκε ποτέ να αμφισβητήσει το δικαίωμα της πίστεως. Κατά την αντίληψη, η πίστη είναι (μαζί με τις άλλες θρησκευτικές πράξεις, που μπορούν να ληφθούν υπόψιν-καθώς είχε αφήσει ανοιχτή τη δυνατότητα μιας οραματικής θέασης ως πηγής της θρησκευτικής εμπειρίας) υπεύθυνη στο πεδίο της πίστεως, όπως η αίσθηση στο πεδίο της εξωτερικής εμπειρίας. Με αυτή την αναλογία έχει ήδη δηλωθεί εμμέσως: η πίστη είναι ένας θεσμός υπεύθυνος για την πίστη, όχι για τη φιλοσοφία. Η θεωρία της πίστεως, όπως και η θεωρία της αισθητηριακής εμπειρίας, δεν είναι αντικείμενο αυτών των ιδιαίτερων δράσεων, αλλά της λογικής γνώσης, η οποία είναι σε θέση να σκεφτεί επί αυτών και περί αυτών, όπως και για όλες τις άλλες πιθανές δράσεις (Akt). (Προς αποφυγή παρεξηγήσεων ως προς την ορολογία: λέγοντας «λογική γνώση» (rationale Erkenntnis) δεν εννοώ κάποια συγκεκριμένη διαδικασία, όπως η λογική-συμπερασματική σε αντίθεση προς την διαισθητική, αλλά εντελώς γενικά: γνώση δια της λογικής, σύμφωνα με την προηγουμένως ληφθείσα απόφαση: φυσική λογική γνώση. Και ο Θωμάς είχε να παλέψει με αυτή την πολυσημαντότητα της ratio). Όταν ο μοντέρνος φιλόσοφος επιμένει, και για την φιλοσοφία της θρησκείας, πως πρέπει να θεωρείται θέμα της λογικής και όχι της πίστεως, τότε δεν περνά καθόλου από το μυαλό του, πως στους άλλους τομείς της φιλοσοφίας, η πίστη μπορεί να έχει κάτι να πει. Αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως εισηγούνται πως η πίστη έχει μια καθοριστική φωνή στις θεμελιώδεις θεωρητικές ερωτήσεις της γνωσιολογίας. Με τον τρόπο αυτό επισημαίνεται ένα αποφασιστικό σημείο διαφοροποίησης. Η συμπερίληψη της πίστης δεν είναι ένα εξειδικευμένο φιλοσοφικό ερώτημα, αλλά καθορισμός ορίων της φυσικής λογικής, και με τον τρόπο αυτό μιας φιλοσοφίας που προέρχεται από μια καθαρά φυσική λογική. Το ότι πρέπει να καθοριστούν τα όρια της λογικής, πριν ξεκινήσει να ασχολείται με το καθ’ αυτό αντικείμενο της, το είχε πει ο Kant. Γι΄αυτόν όμως, όπως και για όλη τη μοντέρνα φιλοσοφία, ήταν αυτονόητο, πως είναι δουλειά της «αυτόνομης» φυσικής λογικής, να καθορίσει τα όρια της. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, μήπως πρέπει να έχει (η φυσική λογική) κάποιο αρχιμηδικό σημείο έξω από τον εαυτό της, προκειμένου να λύσει αυτό το ερώτημα, όπως και (να ρωτήσει) πως της είναι δυνατό να φτάσει εκεί.[ΤΟ ΝΟΥ] Δεν χρειάζεται όμως να καταπιαστούμε με το θέμα. Γιατί ο Θωμάς δεν ασχολήθηκε με το ερώτημα αυτό στα γραπτά του, γιατί το πρόβλημα αυτό, χωρίς μια κριτική διαδικασία, ήταν γι’ αυτόν ήδη λυμένο. Η διαδικασία αυτή είναι κατανοητή εάν αποκλείεται η πίστη, όταν με τον όρο πίστη εννοείται ένα αίσθημα ή κάτι το «άλογο» (Irrationales). Αν η πίστη σήμαινε για τον Θωμά κάτι τέτοιο, τότε και αυτός δε θα την άφηνε να έχει λόγο στα φιλοσοφικά ερωτήματα. Γιατί θέμα της λογικής (με την πλατιά έννοια, που περιλαμβάνει την φυσική και την υπερφυσική λογική) είναι και για τον Θωμά η φιλοσοφία. Από αυτά όμως που ειπώθηκαν προηγουμένως, προκύπτει πως η πίστη γι’ αυτόν δεν είναι κάτι άλογο, κάτι δηλαδή που δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια (Wahrheit) και το εσφαλμένο (Falschheit). Το αντίθετο: είναι ένας δρόμος προς την αλήθεια, και μάλιστα ένας δρόμος προς αλήθειες οι οποίες θα έμεναν για μας κλειστές, αλλά και ο πιο σίγουρος δρόμος προς την αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη βεβαιότητα από αυτήν της πίστεως, και ακόμα παραπάνω: για τον άνθρωπο in statu viae δεν υπάρχει γνώση με την ίδια βεβαιότητα, όπως αυτή που είναι χαρακτηριστική για την πίστη, αν και είναι μια μη διαπιστούμενη βεβαιότητα. Η πίστη αποκτά έτσι μια διπλή σημασία για τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία θέλει αλήθεια με την μέγιστη δυνατή έκταση και τη μέγιστη δυνατή βεβαιότητα. Αν όμως η πίστη αποκτά αλήθειες, που μέσω άλλου δρόμου δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν, τότε η φιλοσοφία δεν μπορεί να τις παραβλέψει, χωρίς να κάνει περικοπές στην καθολική της περί αλήθεια απαίτηση, και χωρίς να εκτεθεί στον κίνδυνο, να εισχωρήσουν σφάλματα στο απόθεμα των γνώσεων της, καθώς μέσα στην οργανική συνάφεια ολόκληρης της αλήθειας, το κάθε μέρος μπορεί να βρεθεί κάτω από ψεύτικο φως, όταν αποκόπτεται η σύνδεση με το όλο. Έτσι προκύπτει μια υλική εξάρτηση (materielle Abhängigkeit) της φιλοσοφίας από την πίστη.
Επομένως: αν χαρακτηριστικό της πίστεως είναι η ύψιστη βεβαιότητα που μπορεί να φτάσει το πνεύμα του ανθρώπου, και αν η φιλοσοφία δηλώνει την απαίτηση, πως δίνει την ύψιστη βεβαιότητα που είναι δυνατόν να επιτευχθεί, πρέπει να οικειοποιηθεί την βεβαιότητα της πίστεως. Αυτό συμβαίνει με το νά προσλάβει μέσα της τις αλήθειες της πίστεως, επιπλέον, με το να μετρά όλες τις άλλες αλήθειες με το κριτήριο των αληθειών της πίστεως. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει και μια τυπική εξάρτηση (formale Abhängigkeit) της φιλοσοφίας από την πίστη.
Παρατηρεί κανείς πως στην έκθεση αυτή, το όνομα της φιλοσοφίας είχε μια διπλή σημασία. Επηρεάζεται από την διάκριση της λογικής σε φυσική και υπερφυσική. Μπορούμε μάλιστα να μιλήσουμε για φυσική και υπερφυσική φιλοσοφία, όπως συνηθίζεται να διακρίνουμε τη θεολογία σε φυσική και υπερφυσική. Υπάρχει ένα απόθεμα αληθειών που είναι προσβάσιμες στη φυσική λογική. Για να θέσουμε τα όρια της δεν αρκεί πια αυτή από μόνη της, αλλά πρέπει να προστεθεί και η υπερφυσική λογική (με ποιο εισχωρεί η μια στην άλλη, θα μπορούσε να εξεταστεί πληρέστερα), και είναι επιπλέον ευθύνη της να εξετάζει τις επιμέρους αλήθειες που αποκτούνται δια της φυσικής λογικής. Πέραν αυτής της μεθοδικής εργασίας της υπερφυσικής λογικής, που έχει ουσιαστικά τη σημασία, να προφυλάσσει τη φυσική λογική από το σφάλμα, έχει επίσης την ευθύνη να συμπληρώνει υλικά τις αλήθειες της φυσικής λογικής: μια λογική κατανόηση του κόσμου, δηλαδή μια μεταφυσική-και εδώ βρίσκεται εν τέλει, μυστικά ή ανοικτά, η πρόθεση της φιλοσοφίας-μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της φυσικής και της υπερφυσικής κατανόησης, από κοινού. (Από το γεγονός ότι χάθηκε η κατανόηση για το δεδομένο αυτό, εξηγείται ο τρομακτικός χαρακτήρας κάθε μοντέρνας μεταφυσικής, και συνεπώς η ο δισταγμός/απώθηση ως προς τη μεταφυσική τόσο πολλών μοντέρνων στοχαστών). Η φιλοσοφική αξιολόγηση των αληθειών της πίστεως είναι από τη μεριά της δουλειά της φυσικής λογικής, κάτω βεβαίως από την καθοδήγηση της υπερφυσικής. Αυτήν (την αξιολόγηση) δεν πρέπει να τη θεωρούμε ως μια διαρκή, συγκεκριμένη μέτρηση και σύγκριση. Η φυσική λογική, που έχει φωτιστεί από την πίστη, παίρνει κατά κανόνα δρόμους, που συμφωνούν με τις υπερφυσικές αλήθειες, και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας απαιτείται μια εξέταση.
Επομένως: αν χαρακτηριστικό της πίστεως είναι η ύψιστη βεβαιότητα που μπορεί να φτάσει το πνεύμα του ανθρώπου, και αν η φιλοσοφία δηλώνει την απαίτηση, πως δίνει την ύψιστη βεβαιότητα που είναι δυνατόν να επιτευχθεί, πρέπει να οικειοποιηθεί την βεβαιότητα της πίστεως. Αυτό συμβαίνει με το νά προσλάβει μέσα της τις αλήθειες της πίστεως, επιπλέον, με το να μετρά όλες τις άλλες αλήθειες με το κριτήριο των αληθειών της πίστεως. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει και μια τυπική εξάρτηση (formale Abhängigkeit) της φιλοσοφίας από την πίστη.
Παρατηρεί κανείς πως στην έκθεση αυτή, το όνομα της φιλοσοφίας είχε μια διπλή σημασία. Επηρεάζεται από την διάκριση της λογικής σε φυσική και υπερφυσική. Μπορούμε μάλιστα να μιλήσουμε για φυσική και υπερφυσική φιλοσοφία, όπως συνηθίζεται να διακρίνουμε τη θεολογία σε φυσική και υπερφυσική. Υπάρχει ένα απόθεμα αληθειών που είναι προσβάσιμες στη φυσική λογική. Για να θέσουμε τα όρια της δεν αρκεί πια αυτή από μόνη της, αλλά πρέπει να προστεθεί και η υπερφυσική λογική (με ποιο εισχωρεί η μια στην άλλη, θα μπορούσε να εξεταστεί πληρέστερα), και είναι επιπλέον ευθύνη της να εξετάζει τις επιμέρους αλήθειες που αποκτούνται δια της φυσικής λογικής. Πέραν αυτής της μεθοδικής εργασίας της υπερφυσικής λογικής, που έχει ουσιαστικά τη σημασία, να προφυλάσσει τη φυσική λογική από το σφάλμα, έχει επίσης την ευθύνη να συμπληρώνει υλικά τις αλήθειες της φυσικής λογικής: μια λογική κατανόηση του κόσμου, δηλαδή μια μεταφυσική-και εδώ βρίσκεται εν τέλει, μυστικά ή ανοικτά, η πρόθεση της φιλοσοφίας-μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της φυσικής και της υπερφυσικής κατανόησης, από κοινού. (Από το γεγονός ότι χάθηκε η κατανόηση για το δεδομένο αυτό, εξηγείται ο τρομακτικός χαρακτήρας κάθε μοντέρνας μεταφυσικής, και συνεπώς η ο δισταγμός/απώθηση ως προς τη μεταφυσική τόσο πολλών μοντέρνων στοχαστών). Η φιλοσοφική αξιολόγηση των αληθειών της πίστεως είναι από τη μεριά της δουλειά της φυσικής λογικής, κάτω βεβαίως από την καθοδήγηση της υπερφυσικής. Αυτήν (την αξιολόγηση) δεν πρέπει να τη θεωρούμε ως μια διαρκή, συγκεκριμένη μέτρηση και σύγκριση. Η φυσική λογική, που έχει φωτιστεί από την πίστη, παίρνει κατά κανόνα δρόμους, που συμφωνούν με τις υπερφυσικές αλήθειες, και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας απαιτείται μια εξέταση.
[ ΜΙΑ ΕΞΑΡΕΤΙΚΗ ΔΙΑΣΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΙΞΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΩΝ. ΑΛΛΟ ΠΝΕΥΜΑ!!!]
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω, πως στα γραπτά του αγ. Θωμά δεν βρίσκεται σχεδόν τίποτα από αυτά που μόλις είπαμε για τη σχέση πίστης και λογικής. Όλα αυτά ήταν γι’ αυτόν αυτονόητα. Αυτά που τόλμησα να εκθέσω βασίζονται σε μια εκ των υστέρων επεξεργασία της μεθόδου του, όπως είναι σήμερα αναγκαία για να είναι δυνατή η συνεννόηση με τους μοντέρνους.
Για τον «κριτικά» τοποθετημένο φιλόσοφο της σύγχρονης εποχής, θα αναδυθεί το ερώτημα: αν η πίστη είναι το τελικό κριτήριο κάθε άλλης αλήθειας, ποιο είναι το κριτήριο γι’ αυτή την ίδια, τι μου εγγυάται την γνησιότητα της βεβαιότητας της πίστεως; Σύμφωνα με τον αγ. Θωμά, το καλύτερο που έχουμε να πούμε είναι: η πίστη εγγυάται η ίδια για τον εαυτό της. Θα μπορούσαμε να πούμε: ο Θεός, που μας δίνει την αποκάλυψη, μας εγγυάται για την αλήθεια της. Αυτό όμως θα ήταν απλώς η άλλη πλευρά του ίδιου πράγματος. Γιατί αν θέλουμε να το πάρουμε ως ξεχωριστά δεδομένα, τότε θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο, καθώς γινόμαστε δια της πίστεως βέβαιοι για το Θεό, Τον οποίο μας γνωρίζει η αποκάλυψη και ο Οποίος είναι προσωπικά κοντά μας. Η επιστροφή στις περί Θεού αποδείξεις, επίσης δε θα βοηθούσε. Υπάρχουν φυσικά δρόμοι για τη λογική, που της επιτρέπουν να δείξει την ύπαρξη του Θεού, ανεβαίνοντας από τα δημιουργήματα, όπως και να αποκτήσει μια εικόνα της θεϊκής ουσίας-αν και μόνο αρνητικά και αναλογικά. Επειδή όμως αυτές οι «praeambula fidei» (περί Θεού γνώσεις που αποκτούνται δια της φυσικής λογικής) χρησιμοποιούν τη φυσική οδό γνώσης, αποκτάται δι’ αυτών μόνο η βεβαιότητα της φυσικής γνώσης, και όχι η χαρακτηριστική για την πίστη βεβαιότητα. Μπορούμε απλώς να επισημάνουμε, πως για τον πιστό οι αλήθειες της πίστεως έχουν μια τέτοια βεβαιότητα, πως δι΄αυτής σχετικοποιείται κάθε άλλη βεβαιότητα, και πως δεν μπορεί παρά να εγκαταλείψει κάθε άλλη υποτιθέμενη γνώση, που βρίσκεται σε αντίφαση προς την πίστη. Η βεβαιότητα της πίστεως είναι ένα δώρο της χάριτος του Θεού. Η λογική και η βούληση πρέπει να βγάλουν από το δεδομένο αυτά τα θεωρητικά και τα πρακτικά συμπεράσματα τους. Στις θεωρητικές συνέπειες ανήκει και η δόμηση της μιας φιλοσοφίας μέσα από την πίστη.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Κριτική και δογματική φιλοσοφία»
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω, πως στα γραπτά του αγ. Θωμά δεν βρίσκεται σχεδόν τίποτα από αυτά που μόλις είπαμε για τη σχέση πίστης και λογικής. Όλα αυτά ήταν γι’ αυτόν αυτονόητα. Αυτά που τόλμησα να εκθέσω βασίζονται σε μια εκ των υστέρων επεξεργασία της μεθόδου του, όπως είναι σήμερα αναγκαία για να είναι δυνατή η συνεννόηση με τους μοντέρνους.
Για τον «κριτικά» τοποθετημένο φιλόσοφο της σύγχρονης εποχής, θα αναδυθεί το ερώτημα: αν η πίστη είναι το τελικό κριτήριο κάθε άλλης αλήθειας, ποιο είναι το κριτήριο γι’ αυτή την ίδια, τι μου εγγυάται την γνησιότητα της βεβαιότητας της πίστεως; Σύμφωνα με τον αγ. Θωμά, το καλύτερο που έχουμε να πούμε είναι: η πίστη εγγυάται η ίδια για τον εαυτό της. Θα μπορούσαμε να πούμε: ο Θεός, που μας δίνει την αποκάλυψη, μας εγγυάται για την αλήθεια της. Αυτό όμως θα ήταν απλώς η άλλη πλευρά του ίδιου πράγματος. Γιατί αν θέλουμε να το πάρουμε ως ξεχωριστά δεδομένα, τότε θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο, καθώς γινόμαστε δια της πίστεως βέβαιοι για το Θεό, Τον οποίο μας γνωρίζει η αποκάλυψη και ο Οποίος είναι προσωπικά κοντά μας. Η επιστροφή στις περί Θεού αποδείξεις, επίσης δε θα βοηθούσε. Υπάρχουν φυσικά δρόμοι για τη λογική, που της επιτρέπουν να δείξει την ύπαρξη του Θεού, ανεβαίνοντας από τα δημιουργήματα, όπως και να αποκτήσει μια εικόνα της θεϊκής ουσίας-αν και μόνο αρνητικά και αναλογικά. Επειδή όμως αυτές οι «praeambula fidei» (περί Θεού γνώσεις που αποκτούνται δια της φυσικής λογικής) χρησιμοποιούν τη φυσική οδό γνώσης, αποκτάται δι’ αυτών μόνο η βεβαιότητα της φυσικής γνώσης, και όχι η χαρακτηριστική για την πίστη βεβαιότητα. Μπορούμε απλώς να επισημάνουμε, πως για τον πιστό οι αλήθειες της πίστεως έχουν μια τέτοια βεβαιότητα, πως δι΄αυτής σχετικοποιείται κάθε άλλη βεβαιότητα, και πως δεν μπορεί παρά να εγκαταλείψει κάθε άλλη υποτιθέμενη γνώση, που βρίσκεται σε αντίφαση προς την πίστη. Η βεβαιότητα της πίστεως είναι ένα δώρο της χάριτος του Θεού. Η λογική και η βούληση πρέπει να βγάλουν από το δεδομένο αυτά τα θεωρητικά και τα πρακτικά συμπεράσματα τους. Στις θεωρητικές συνέπειες ανήκει και η δόμηση της μιας φιλοσοφίας μέσα από την πίστη.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Κριτική και δογματική φιλοσοφία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου