Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤΆΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΣΤΟΝ ΘΕΌ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (1)

 X A V I E R   T I L LI E T T E   

Αρχεία Φιλοσοφίας
ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤΆΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΣΤΟΝ ΘΕΌ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
    
 Το χειρόγραφο με τίτλο Memorial (του Μπλεζ Πασκάλ) φέρει το πύρινο αποτύπωμα μιας προσωπικής εμπειρίας, απόλυτα εσωτερικής και πνευματικής. Μιας αδιαμφισβήτητης εμπειρίας που καμιά ψυχή πιστού δεν μπορεί να διαψεύσει. Ο Θεός που συναντώ μέσα στην προσευχή και τη πίστη δεν είναι ο Θεός που προσεγγίζω με τη σκέψη. Είναι αλήθεια ότι η σκέψη μπορεί να ανυψωθεί ως τον στοχασμό, ακόμη και ως την λατρεία, αλλά o θεωρητικός και ο ορθολογικός μυστικισμός, εξ αιτίας της ίδιας της καθαρότητας και της αυτάρκειάς του, αντιστέκεται στην διαδικασία της πίστεως, που στην μυστική χριστιανική εμπειρία είναι πάντοτε εσωτερική υπόθεση. Υπάρχει η κατηγορία (τάξη) της νόησης και η κατηγορία (τάξη) του ελέους, η αλήθεια της κρίσεως και η αλήθεια της μαρτυρίας. «Πόσο μακριά από τη γνώση του Θεού βρίσκεται η αγάπη μας προς Αυτόν !».
     Το διάσημο αυτό χειρόγραφο αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο την υπαρξιακή προσχώρηση της πίστεως προς τον Ιησού-Χριστό. Η αντιπαράθεση που εδραιώνει ανάμεσα στο Θεό των φιλοσόφων και το Θεό των χριστιανών απευθύνεται κατ’ αρχήν ενάντια στην υπεροψία των φιλοσόφων και την αλαζονεία των λογίων, που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τον αληθινό Σωτήρα της ανθρωπότητας – και ενδεχομένως ενάντια στο Θεό του θεϊσμού. Αλλά περιλαμβάνει επίσης τα σπέρματα διχοτομιών που εάν δεν υπερβληθούν οδηγούν στον αγνωστικισμό ή τον φιντεϊσμό· αντιπαράθεση λογικής και πίστεως, λογικής και Αποκαλύψεως, φιλοσοφίας και θρησκείας, φιλοσοφίας και χριστιανισμού, και εξ αντανακλάσεως φιλοσοφίας και θεολογίας.
     Ο Πασκάλ δεν είναι ωστόσο ένας στοχαστής της σκέψης. Η απολογητική του προδιάθεση δεν αφίσταται της «τέχνης της πειθούς» και των αποθεμάτων της διαλεκτικής. Παρότι επισημαίνει τις υποκειμενικές προδιαγραφές της πίστεως, το αναπόδεικτο του Θεού, την αυτονόητη απόδειξη του χριστιανισμού, απεναντίας δεν απορρίπτει την διανοητική προετοιμασία προσχώρησης στην πίστη, ούτε τη λογική της συμμόρφωσης. Ο υποψήφιος για προσηλυτισμό που έχει κατά νου, ο ακόλαστος, υποτίθεται ότι είναι έμπλεος αδιαφορίας και περιφρόνησης. Εξ αυτού προκύπτει μια κάποια «στενότητα», όπως την αποκαλεί ο Albert Beguin στην απολογητική  του Πασκάλ. Η λογική την οποία καταπολεμά είναι η αυταρχική λογική, μια αυτόνομη εξουσία, ριζωμένη στην υπερηφάνεια και την ανεξαρτησία της. Και καταδικάζει τις μάταιες αξιώσεις της: «εάν [οι φιλόσοφοι] σας πρόσφεραν ως αντικείμενο το Θεό είναι για να εξασκήσετε την υπεροψία σας»Ο Θεός της λογικής είναι ο Θεός του θεϊσμού, «που βρίσκεται τόσο μακριά από τον θεό της χριστιανικής θρησκείας όσο και ο αθεϊσμός». Η βασική μομφή κατά της λογικής για τον Πασκάλ είναι το ότι αναγνωρίζει μόνο μία από τις δύο ουσιώδεις αλήθειες, και ότι αυτή η μονομερής γνώση είναι όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και ολέθρια: «Η αποδοχή μιας μόνο από αυτές τις γνώσεις γεννά… την υπεροψία των φιλοσόφων». Τους λείπει η δυνατότητα επίσης να γνωρίσουν αυτό με το οποίο συσχετίζεται, δηλ. την ανθρώπινη μειονεξία. Ο χριστιανισμός, δια του Ιησού-Χριστού, συνένωσε τις δύο αδιαίρετες αλήθειες. «Χωρίς τον Ιησού-Χριστό», η γνώση δια της «κατά φύσιν λογικής», είναι «άχρηστη και μάταιη». Το επιχείρημα αυτού του στοιχήματος μοιάζει να προϋποθέτει επίσης ότι η γνώση του Θεού «δια του κατά φύσιν φωτισμού» είναι αδύνατη. «Ποιος θα τολμούσε να κατακρίνει… τους χριστιανούς, αυτούς που επαγγέλλονται μια θρησκεία χωρίς λογική αιτία, επειδή δεν δύνανται να αιτιολογήσουν το χρέος τους ;» Είναι σαν η ύπαρξη του Θεού να παίζεται «κορώνα, γράμματα». Αλλά το επιχείρημα του στοιχήματος είναι ad hominem (προς τον άνθρωπον), ολόκληρο το απόσπασμα προϋποθέτει έναν συνομιλητή σκεπτικιστή, και η παρενθετική αναφορά στη λογική είναι ρητορική. Εφ όσον αυτός ο σκεπτικιστής, ο εμπαίζων, ο ακόλαστος δεν επιθυμεί ούτε θέλει να δεχτεί λογικά επιχειρήματα και αποδείξεις, ας συμμεριστούμε την επιθυμία του, ας αφήσουμε κατά μέρος τη λογική, ας προσποιηθούμε ότι αποδεχόμαστε το παράλογο. Μήπως όμως η επιλογή αποτελεί παραλογισμό ; Ακριβώς όχι, διότι «πρέπει να αποδεχτούμε το στοίχημα… είμαστε ήδη δεσμευμένοι». Και αφού θα πρέπει να επιλέξουμε, να διακινδυνεύσουμε, ο υπολογισμός του ρίσκου μάς αποδεικνύει ότι είναι λογικό να αναδείξουμε με ακρίβεια ένα προσδιορισμένο αγαθό επιδιώκοντας ένα αβέβαιο, αλλά απροσδιόριστο όφελος. Το διακύβευμα της απώλειας δεν είναι ισάξιο. Οπουδήποτε υπάρχει απροσδιοριστία…, δεν τίθεται θέμα αμφιταλάντευσης, θα πρέπει να δωθούν τα πάντα». Ο σκεπτικιστής είναι στην πραγματικότητα ένας πεπεισμένος που θρηνεί την «αδυναμία του να πιστέψει». Κατάσταση στην οποία ο Πασκάλ αποκρίνεται λέγοντας: «Η αδυναμία σας να πιστέψετε, αφού η λογική σάς ενθαρρύνει…, προέρχεται από τα πάθη σας. Μην προσπαθείτε λοιπόν να πεισθείτε δια της διεύρυνσης των επιχειρημάτων περί του Θεού, αλλά δια του περιορισμού των παθών σας».
     Η υπεροψία της λογικής έχει τις ρίζες της στα πάθη. Γι’ αυτό ακριβώς θα πρέπει «να ταπεινώσουμε αυτή την υπεροπτική δύναμη της λογικής». Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αντιστρόφως θα πρέπει να περιφρονήσουμε τη λογική. Στις «υπεροπτικές εξάρσεις της λογικής» ο Πασκάλ αντιπαραθέτει την «απλή υποταγή στη λογική». «Δύο υπερβολές: αποκλεισμός της λογικής, απόλυτη αποδοχή της λογικής». Ο αληθινός χριστιανισμός συναντάται στην υποταγή και τη χρήση της λογικής». Το λάθος των φιλοσόφων είναι ότι ξεχνούν πως η λογική είναι τραυματισμένη, ότι συμμετέχει στην ανθρώπινη μιζέρια. Επομένως η ύστατη ενέργεια της λογικής είναι να αποδεχθεί ότι υπάρχουν αναρίθμητα πράγματα που την υπερβαίνουν». Επομένως η λογική μπορεί να οδηγηθεί προς αυτό που την υπερβαίνει απολύτως και δεν ανήκει στην τάξη της. Πρόκειται ασφαλώς για μιαν ακραία συγκυρία. Όταν ο Πασκάλ γράφει ότι «σ’ αυτούς που δεν έχουν [θρησκεία] δεν μπορούμε να τους την προσφέρουμε παρά δια της εκλογίκευσης» αναφέρεται σε μια θεμιτή, αλλά προσωρινή διαδικασία αναμονής. Ξεχωρίζει τη λογική από την καρδιά, το συναίσθημα με την βαθύτερη έννοια της διαισθητικής γνώσης που συγγενεύει με την αίσθηση του αληθινού, αυτού που της ανήκει: «Η καρδιά είναι αυτή που αισθάνεται το Θεό και όχι η λογική. Αυτό ακριβώς είναι η πίστη: Ο Θεός που γίνεται αισθητός στην καρδιά και όχι στη λογική». Το πέρασμα από τη λογική στην καρδιά, την πίστη, προϋποθέτει την ταπείνωση της λογικής. Μιας λογικής που «επιθυμεί να κρίνει τα πάντα», να μας διδάξει τα πάντα. Αλλά «είθε να μπορούσαμε προς χάριν του Θεού να μην την έχουμε ποτέ ανάγκη, και να μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα δια του ενστίκτου ή του συναισθήματος! Αλλά η φύση μας αρνήθηκε αυτό το αγαθό…».
     Η πίστη δεν είναι ένα  «δώρο της λογικής». Ο Θεός είναι «κλίση της καρδιάς», «κλίση της πίστεως». Και αυτή η πεποίθηση, αυτή η εσωτερική βεβαιότητα δεν έχει ανάγκη από συλλογισμούς και αποδείξεις. Παρότι δεν αρκεί για να «προσηλυτίσει έναν άπιστο», η αυθόρμητη πίστη δεν παύει να είναι στέρεη και ασφαλής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η σιωπηρή ευαγγελική επιταγή διακινδυνεύει έναν ανορθολογισμό, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια καθαρή ερμηνεία του θείου λόγου. Ο Θεός «δεν αποκαλύφθηκε στους υπεροπτικούς σοφούς», αλλά στους μικρούς και αμαθείς. Και ο Πασκάλ αναγνωρίζει την αξία της διανοητικής έρευνας, τη διανοητική συνεισφορά στην αναζήτηση του Θεού: «Δύο είναι τα είδη των ανθρώπων που γνωρίζουν: αυτοί που έχουν καρδία ταπεινωμένη και επιλέγουν την απαξίωσή τους… και αυτοί που διαθέτουν αρκετή πνευματικότητα για να διακρίνουν την αλήθεια, όποιες κι αν είναι οι αντιστάσεις τους».
     Μιλήσαμε για κάποιο είδος στενότητας των εκτιμήσεων του Πασκάλ. Αποτελεί εγγενές στοιχείο της απολογητικής του προοπτικής που πριμοδοτεί τις ηθικές αποδείξεις και αναδεικνύει την υπαρξιακή διαδικασία. Για τον Πασκάλ, η λογική που περιορίζεται στην εκλογίκευση, την κατανόηση, φέρει αναπόφευκτα τα σημάδια της υπερηφάνειας. Αρκεί οι προϋποθέσεις της – η αντίληψη της λογικής ή το νόημα της «καρδιάς» - να λάβουν διαφορετική ερμηνεία, για να αναδυθεί μια νέα σύγκρουση. Αλλά ιδίωμα του πνεύματος είναι το να υπερβαίνει τα όρια μέσα στα οποία έχει εγκλωβιστεί. Η συγκλονιστική εικόνα του ανθρώπου, η «ένδειά» του και η «δυσανάλογη» θέση του, παρόλη τη θριαμβολογία των ανθρωπιστών, παραμένει μια ανέγκλητη, μια αδιάψευστη διαπίστωση· και ο Πασκάλ είναι ασφαλώς αυτός που διαπιστώνει με τον καλύτερο τρόπο ότι το ζήτημα του Θεού, όχι μόνο δεσμεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του ανθρώπου. Σ’ αυτή την προοπτική, ο Κίρκεγκαρντ είναι ο άμεσος διάδοχός του: η αναγνώριση της αμαρτωλότητας αποτελεί ομολογία πίστεως.  Επιπλέον ο Πασκάλ προλαμβάνει τα επιχειρήματα του θεϊσμού: δεν υπάρχει μια κατά κάποιο τρόπο ουδέτερη γνώση του Θεού, πέρα από τον Ιησού-Χριστό, τον «αληθινό Θεό των ανθρώπων». Η θεοδικία είναι ένα μέτρο χωρίς αντικείμενο. Ο Θεός αποκαλύπτεται – παραμένοντας κρυφό αντικείμενο της πίστης – μόνο μέσα από μια θετική αντίληψη της θρησκείας. Ο 18ος και ο 19ος αιώνας δεν θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αλλά η προσπάθεια του Μπλοντέλ προσαρτάται σε αυτό. Η φιλοσοφία της Πράξης είναι επίσης μια διαλεκτική της δυσαναλογίας, είναι πλήρως προσανατολισμένη προς την είσοδο στη σφαίρα του υπερφυσικού, και προετοιμάζει «εν κενώ» την αποδοχή του χαρίσματος της πίστης. Η φαινομενολογία της ανθρώπινης πράξης, αν αναλυθεί, ταξινομηθεί και επεκταθεί στο έσχατο σημείο των απαιτήσεών της, οδηγεί στη rationabile obsequium (λογική συμμόρφωση), προσδοκά τη δωρεά του Θεού, διότι έχει ήδη αυτή τη προδιάθεση, και αναδεικνύει με όλη τη δυνατή ακρίβεια τις προϋποθέσεις της πίστης. Να προσθέσουμε ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότερο εμπεριστατωμένες μελέτες απολογητικής εμπνέονται από τον Πασκάλ και τον Μπλοντέλ. Δεν διαθέτουμε καμία εναλλακτική απολογητική που να παρουσιάζει ανάλογη συνοχή και να εναρμονίζεται με τις λογικές και ενδογενείς προϋποθέσεις μιας υπερ-φυσικής θρησκείας.
     Επομένως ο Πασκάλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπίκαιρος σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την βαθύτερη του πρόθεση. Ασφαλώς δεν προέβλεψε την εξέλιξη του ρασιοναλισμού. Αλλά η καθολική παράδοση του 19ου αιώνα, αντιμέτωπη με  τον ακραίο ρασιοναλισμό και την αναπόφευκτη αντιπαράθεση με τον φιντεϊσμόθεσμοθέτησε μια διαχωριστική γραμμή η οποία επικαλύπτει τη διχοτόμηση του Πασκάλ. Την εποχή αυτή τα ντοκουμέντα του Magisterium (Αυθεντία της καθολικής εκκλησίας) ταλαντεύονται, μέσα στο κλίμα των αιρέσεων, ανάμεσα στην καταδίκη του ορθολογισμού και τη θεμιτή υπεράσπιση της λογικής γνώσης, καταλήγοντας κατόπιν ωρίμου σκέψεως στις επεξεργασμένες διατυπώσεις του δόγματος De fide Catholica (Περί τη καθολικής πίστεως) της 1ης Βατικάνιας Συνόδου. Αφ’ ενός οι «προτάσεις που υπέβαλε ο Bautain» (1835 και 1840) και αυτές που υπέβαλε ο Bonnety (1855) υπογραμμίζουν την αξία της λογικής και της ορθολογικής θεολογίας. Αφ’ ετέρου η εγκύκλιος Qui paribus του Πίου του 9ου  κατά των παρερμηνειών του Ερμή, η εγκύκλιος Singulari quaedam (1854) κατά του Ερμή και του Gϋnter, η επιστολή του 1862 προς τον αρχιεπίσκοπο του Μονάχου, κατά του Frohschammer, και τέλος το Syllabus, πιστοποιούν τη φροντίδα να αποφευχθεί η διείσδυση της λογικής στις προϋποθέσεις της πίστης. Το δόγμα De fide catholica αναδεικνύει με διακριτικότητα την άποψη της Εκκλησίας περί των σχέσεων της λογικής με την Αποκάλυψη. Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι δεν πρέπει να υπάρξει «καμία διάσταση, καμία πραγματική διαφωνία» ανάμεσα στη μια και τη άλλη, και τούτο «παρότι η πίστη τοποθετείται υπεράνω της λογικής», διότι «ο ίδιος Θεός» είναι αυτός που αποκαλύπτει τα μυστήρια της πίστης και που «εναπέθεσε στο ανθρώπινο πνεύμα το φως της λογικής». Και όχι μόνο η λογική και η πίστη δεν μπορούν ποτέ να αφίστανται, αλλά εμφανίζονται αλληλέγγυες: « η ορθή λογική αναδεικνύει τα θεμέλια της πίστης· φωτιζόμενη από την πίστη συνεισφέρει στη γνώση των θείων πραγμάτων», χωρίς όμως να μπορεί να ανασύρει πλήρως το πέπλο του μυστηρίου που καλύπτει το status viae· αντιστρόφως, «η πίστη απελευθερώνει και προστατεύει τη λογική από τα σφάλματα και διευρύνει το γνωστικό πεδίο της». Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο της Συνόδου, υπάρχει μια διπλή και μάλιστα ακόμη και τριπλή χρήση της λογικής: η λογική χωρίς πίστη, ικανή να συλλάβει κατά κάποιο τρόπο τη γνώση του θεού δημιουργού – η λογική υπό την πίστη, που είτε προσφέρεται στην έρευνα των θεμελίων της Αποκάλυψης,  και προετοιμάζει την συγκατάνευση στην πίστη, είτε δοκιμάζει την εσωτερική λογική ορθότητα των αποκαλυπτόμενων γνώσεων (ως διάνοια της πίστεως και θεολογική λογική) – και τέλος η αυτόνομη λογική που ακολουθεί τη δική της τάξη, η λογική των επιστημών, που όμως δεν της επιτρέπεται να υπερβεί αυτά τα όρια. Σε τελική ανάλυση ο συνοδικός κανών ενεργεί σε δύο διαφορετικά πεδία: την επιστήμη και τη φιλοσοφία – τη φυσική ή λογική θεολογία – τα προλεγόμενα της πίστης που περιλαμβάνουν την itinerarium mentis ad Deum (τη διαδρομή του νοός προς τον Θεό) και το ζήτημα της ομολογίας πίστεως, την απολογητική και τη θεμελιώδη θεολογία – και την καθαυτό θεολογία, την επιστήμη της Αποκαλύψεως. Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν τίθεται πουθενά θέμα ρήξης η διαμάχης ανάμεσα στη λογική και την πίστη, τη φιλοσοφία και την Αποκάλυψη, παρά μόνο όπου χρειάζεται να περιοριστεί η επιβολή της αυθεντίας τους. Διαγράφεται ένας τέλειος κύκλος αναζήτησης της πίστης δια της διάνοιας (intellectus quaerens fidem) και αναζήτησης της διάνοιας δια της πίστης (fides quaerens intellectum). Η λογική οριοθετείται διαρκώς από την πίστη. Η Αποκάλυψη περικλείει τη λογική. Το πέρασμα από το Θεό της λογικής στο Θεό της Αποκάλυψης πραγματοποιείται εντός της πίστης ως προαίσθημα ή ως κατάκτηση. Γεγονός που δεν σηματοδοτεί την ανεπάρκεια ή την απόρριψη της λογικής αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αυτό όμως το θεμιτό δογματικό καταστάλαγμα της Εκκλησίας οφείλει να τεθεί υπό το πρίσμα της κριτικής των χριστιανών φιλοσόφων και των θεολόγων.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: