Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (17)

 Συνέχεια από: Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

IIΙ

Η ΝΈΑ ΜΟΡΦΉ ΠΡΟΦΟΡΙΚΌΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΛΆΤΩΝΑ ΩΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΟ ΜΈΣΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ

Οι μεγάλες «αφηρημένες» έννοιες του Μέλισσου και η διαλεκτική του Ζήνωνα

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ βρίσκεται ο μαθητής του Μέλισσος, και αυτή τη φορά με μια δική του πεζογραφία.

Σε αυτό το γραπτό, του οποίου παρουσίασα μια έκδοση με σχολιασμό (G. Reale, Μέλισσος. Μαρτυρίες και αποσπάσματα. Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια, La Nuova Italia, Φλωρεντία 1970), εντυπωσιάζουν η ριζοσπαστικότητα της προσέγγισης και η εξαιρετική «ελκυστική» δύναμη.

Συγκεκριμένα, ο Μέλισσος, στο μεγάλο απόσπασμα 8, οδηγεί στα άκρα την άρνηση του Παρμενίδη για την αξία της δοξασίας καθώς και την εγκυρότητα όλων όσων οι αισθήσεις φαίνεται να μαρτυρούν. Αξίζει να διαβάσουμε το απόσπασμα, καθώς επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που υποστηρίζουμε στον αντίποδα της θέσης του Havelock. Ο Μέλισσος αποδεικνύει την αδυναμία της ύπαρξης των πολλών με τον ακόλουθο τρόπο:

«Αν, λοιπόν, υπήρχαν τα πολλά, αυτά θα έπρεπε να είναι όπως λέω ότι είναι το Ένα. Αν, λοιπόν, υπήρχαν η γη, το νερό, ο αέρας, η φωτιά, ο σίδηρος, ο χρυσός, από τη μια πλευρά ό,τι είναι ζωντανό και από την άλλη ό,τι είναι νεκρό, ό,τι είναι μαύρο και ό,τι είναι άσπρο, και όλα τα άλλα πράγματα που οι άνθρωποι λένε ότι είναι αληθινά· αν, λοιπόν, όλα αυτά τα πράγματα υπάρχουν, και εμείς βλέπουμε και ακούμε ορθά, τότε το καθένα από αυτά πρέπει να είναι όπως φάνηκε σε εμάς την πρώτη φορά και να μην αλλάζει ούτε να γίνεται διαφορετικό, αλλά το καθένα πρέπει να παραμένει πάντα το ίδιο όπως είναι. Τώρα, λέμε ακριβώς ότι βλέπουμε και ακούμε με ορθό τρόπο. Από την άλλη, μας φαίνεται ότι το θερμό γίνεται ψυχρό και το ψυχρό γίνεται θερμό, το σκληρό γίνεται μαλακό και το μαλακό γίνεται σκληρό, το ζωντανό πεθαίνει και το ζωντανό γεννιέται από το μη ζωντανό, και όλα αυτά τα πράγματα μεταβάλλονται και ό,τι ήταν δεν είναι ίδιο με αυτό που είναι τώρα, και ο σίδηρος, αν και σκληρός, φθείρεται όταν έρχεται σε επαφή με το δάχτυλο, και το ίδιο και ο χρυσός και η πέτρα, και όλα όσα φαίνονται ισχυρά, και ότι η γη και η πέτρα δημιουργούνται από το νερό. Συνεπώς, προκύπτει ότι ούτε βλέπουμε ούτε γνωρίζουμε τα πράγματα που είναι. Αυτά τα πράγματα, λοιπόν, δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Και αν ακόμα λέμε ότι τα όντα είναι πολλά, προικισμένα με αιώνιες μορφές και δύναμη, μας φαίνεται, μετά, ότι όλα αλλάζουν και γίνονται διαφορετικά από ό,τι τα είδαμε την κάθε φορά. Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν βλέπουμε ορθά και ότι αυτά τα πράγματα μας φαίνονται να είναι με λανθασμένο τρόπο. Διότι, αν υπήρχαν πραγματικά, δεν θα μεταβάλλονταν, αλλά το καθένα θα έπρεπε να είναι όπως μας φάνηκε ότι ήταν. Διότι τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Αν όμως μεταλλασσόταν, τότε το είναι θα χανόταν και θα γεννιόταν το μη-είναι. Έτσι, λοιπόν, αν υπήρχαν τα πολλά, θα έπρεπε να είναι όπως είναι το Ένα»(Μέλισσος, απ. 8 Diels-Kranz).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, το οποίο πολλοί μελετητές θεωρούν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα, όχι μόνο των Ελεατών αλλά και των Προσωκρατικών γενικά. Κάποιοι το κρίνουν ως το ακραίο σημείο στην ελεατική αντίληψη του όντος· άλλοι μελετητές πιστεύουν ότι μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ως ένα είδος «Κριτικής του Καθαρού Λόγου», όπως θα μπορούσε να τη γράψει ένας Έλληνας του πέμπτου αιώνα π.Χ.

Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το απόσπασμα αυτό γιορτάζει έναν πραγματικό θρίαμβο της αντίληψης από την οποία γεννήθηκε η ελληνική φιλοσοφία και την οποία ακριβώς οι Ελεάτες οδήγησαν στις ακραίες συνέπειές της, δηλαδή την πεποίθηση της απόλυτης υπεροχής του λόγου έναντι των αισθήσεων και των αισθητών παραστάσεων.

Βρισκόμαστε ακριβώς στο αντίθετο επίπεδο από εκείνο στο οποίο κινείται το ομηρικό έπος, και μάλιστα με έναν εξαιρετικά εμφανή μακροσκοπικό τρόπο. Και ο αναγνώστης που σκοπεύει να διανύσει την πορεία που ακολούθησε ο Μέλισσος μέχρι τέλους (και ιδίως να γνωρίσει τις εξαιρετικές «αφηρημένες» έννοιες -αφηρημένες με την ελληνική έννοια, όπως θα πούμε αργότερα-, όπως αυτή του απείρου του όντος και αυτή της ασώματης φύσης του), θα μπορέσει να βρει όλο το υλικό στην έκδοσή μας των αποσπασμάτων του φιλοσόφου, με αναλυτικό σχολιασμό.

Μένοντας στο πλαίσιο της ελεατικής σχολής, αξίζει να αναφερθεί και η θέση που έλαβε ο Ζήνωνας.

Στην πραγματικότητα, για να υπερασπιστεί τις θέσεις του Παρμενίδη από τις πολλές κριτικές που τις αντιμετώπιζαν, ο Ζήνωνας υιοθέτησε το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή της «αντίκρουσης/αναίρεσης/διάψευσης», ή αλλιώς το κριτήριο της αναγωγής στο παράλογο των θέσεων που παρουσιάζονταν εναντίον εκείνων του Παρμενίδη (τα Παράδοξα του Ζήνωνα).

Η αλήθεια είναι ότι ήδη ο Παρμενίδης παρουσίαζε τη συζήτηση της θεάς που περιλαμβάνεται στο ποίημά του ως πολύδειρον ἔλεγχον, δηλαδή ως διαψευστική απόδειξη, και σε κάθε περίπτωση ως απόδειξη με πολλή συζήτηση, η οποία κρίνεται με βάση τον καθαρό λόγο. Όμως, ήταν ο Ζήνωνας που έδωσε συστηματική μορφή στην απόδειξη με διάψευση. Ο Πλάτωνας, με αδιαμφισβήτητο θαυμασμό, αν και με κάποια ειρωνεία, λέει για αυτόν: «... μιλούσε με τέτοια τέχνη που φαινόταν στους ακροατές ότι τα ίδια πράγματα ήταν ταυτόχρονα όμοια και ανόμοια, ένα και πολλά, ακίνητα και κινητά». Και δικαίως ο Αριστοτέλης τον θεωρούσε ως τον ιδρυτή της διαλεκτικής. Και τη στιγμή που ο Ζήνωνας παρουσίαζε τις θέσεις του, η γραφή απείχε ακόμα πολύ από το να έχει πλήρη κυριαρχία επί της προφορικότητας, αλλά βασιζόταν ακριβώς σε αυτήν.

Ανώνυμος είπε...

Αʹ Πε 1:3 – 9

Ἀδελφοί, εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεννήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾽ ἀναστάσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ νεκρῶν, εἰς κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ὑμᾶς τοὺς ἐν δυνάμει Θεοῦ φρουρουμένους διὰ πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ· ἐν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς, ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δὲ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς ὃν ἄρτι μὴ ὁρῶντες, πιστεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ, κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αʹ Πε 1:3 – 9

Ἀδελφοί, εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεννήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾽ ἀναστάσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ νεκρῶν, εἰς κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ὑμᾶς τοὺς ἐν δυνάμει Θεοῦ φρουρουμένους διὰ πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ· ἐν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς, ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δὲ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς ὃν ἄρτι μὴ ὁρῶντες, πιστεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ, κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν