Συνέχεια από: Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024
Giovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
IIΙ
Η ΝΈΑ ΜΟΡΦΉ ΠΡΟΦΟΡΙΚΌΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΛΆΤΩΝΑ ΩΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΟ ΜΈΣΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ
Ο επαναστατικός τρόπος με τον οποίο οι Ξενοφάνης και Παρμενίδης εκφράστηκαν μέσω της ποίησης, διαλύοντας μερικά από τα ουσιώδη παραδοσιακά της περιεχόμενα.
Ο ίδιος ο Πλάτωνας, σε ένα χωρίο που ήδη αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο, υπενθυμίζει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας είναι παλιά υπόθεση». Ένας από τους πρώτους αντιπάλους ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, που εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις εναντίον της ποίησης χρησιμοποιώντας την ίδια την ποίηση.
Ο Cerri έχει αναλύσει με μεγάλη προσοχή το πρώτο απόσπασμα του Ξενοφάνη και έχει επισημάνει τις αξιοσημείωτες και εκπληκτικές αντιστοιχίες μεταξύ της κριτικής της παραδοσιακής ποίησης που παρουσιάζει και της κριτικής του Πλάτωνα, την οποία παρουσιάσαμε παραπάνω.
Αξιοσημείωτοι είναι οι παρακάτω στίχοι, που προλαμβάνουν τον Πλάτωνα με τρόπο εκπληκτικό:
«...και να επαινούν αυτόν που, πίνοντας, αφηγείται ευγενείς ιστορίες,
όπως του υπαγορεύει η μνήμη και η αγάπη για την αρετή,
όχι να διηγείται μάχες Τιτάνων, ούτε Γιγάντων,
ούτε Κενταύρων, επινοήσεις των προγόνων μας,
ούτε αιματηρές συγκρούσεις, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα χρήσιμο,
αλλά να δείχνει πάντα τον ορθό σεβασμό προς τους θεούς».
Ο Cerri αποδεικνύει, και δικαίως, ότι «η ελεγεία του Ξενοφάνη περιέχει εν σπέρματι, δηλαδή έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο ξεκάθαρα, όλες τις κύριες διατυπώσεις αυτού που αργότερα θα αποτελούσε τη σκέψη του Πλάτωνα· αποτελεί επομένως για μας την αρχαιότερη ιστορική τεκμηρίωση αυτής της γραμμής σκέψης».
Συμφωνώ πλήρως με τον Τσέρρι και θεωρώ ότι η κριτική του Ξενοφάνη στον ανθρωπομορφισμό, τόσο σωματικό όσο και ηθικό, στη θεώρηση των θεών από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καθιστά αυτή τη θέση αναμφισβήτητη.
Ας διαβάσουμε τα αποσπάσματα του Ξενοφάνη που μας έχουν διασωθεί, όπου ασκεί κριτική στην αρχαία πεποίθηση των ποιητών ότι οι θεοί πρέπει να έχουν μορφές και συμπεριφορές όμοιες με αυτές των ανθρώπων:
«Όμως εάν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια,
ή μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να δημιουργούν αυτά που οι άνθρωποι
δημιουργούν με τα χέρια τους,
τα άλογα θα ζωγράφιζαν εικόνες των θεών σαν άλογα,
τα βόδια σαν βόδια, και θα σχημάτιζαν τους θεούς
κατά την εμφάνιση που έχει καθένα από αυτά».
«Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι και με πλακουτσωτές μύτες,
οι Θράκες, αντίθετα, λένε ότι έχουν γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά».
Όμως οι θεοί όχι μόνο δεν μπορούν να έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά ούτε και συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, και δεν διαπράττουν σε καμία περίπτωση ανήθικες και άδικες πράξεις:
«Στους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν
ό,τι είναι ντροπή και αίσχος για τους ανθρώπους:
κλέβουν, διαπράττουν μοιχεία, εξαπατούν ο ένας τον άλλο».
Επιπλέον, οι θεοί δεν μπορούν ούτε να γεννιούνται, ούτε να δρουν, ούτε να κινούνται όπως οι άνθρωποι:
«Αλλά οι θνητοί πιστεύουν ότι οι θεοί γεννιούνται,
ότι έχουν ρούχα και φωνές και μορφές σαν κι αυτούς»
Παραμένει στο ίδιο μέρος, χωρίς να κινείται καθόλου,
ούτε του ταιριάζει να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί.
Όσον αφορά τα «πειράματα αφαίρεσης» που αναφέρει ο Χάβελοκ, παραθέτω ένα εξαιρετικό παράδειγμα, σε στίχους, όπου ο Ξενοφάνης απομυθοποιεί τη μορφή της Ίριδας και την ερμηνεύει λογικά:
«Αυτό που ονομάζουν Ίριδα, είναι όμως ένα σύννεφο,
πορφυρό, βιολετί και κιτρινοπράσινο στην όψη»
Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα βήματα που έκανε ο Παρμενίδης για τη δομική τροποποίηση της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εισάγοντας εξαιρετικές έννοιες και μια νέα σύνταξη, πάλι μέσω της σύνθεσης στίχων. Από καιρό οι μελετητές έχουν επισημάνει την έλλειψη ομορφιάς και την τραχύτητα των στίχων του παρμενιδείου ποιήματος. Και βέβαια, αν διαβαστεί με ομηρική αισθητική, αυτή ακριβώς την εντύπωση δίνει: στην πραγματικότητα, ο Παρμενίδης ανατρέπει τον τρόπο σκέψης του Ομήρου, ενώ συνεχίζει να εκφράζεται με το ίδιο εργαλείο.
Όπως είναι γνωστό, στον Όμηρο δεν εμφανίζεται η έννοια του «είναι»· αντίθετα, ο Παρμενίδης εστιάζει ολόκληρη την ομιλία του ακριβώς στη μορφή του Είναι, και μάλιστα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο: το Είναι είναι το καθαρό θετικό, το μη-Είναι είναι το καθαρό αρνητικό· πράγματι, το Είναι είναι ακόμη και το απόλυτο θετικό απόλυτα απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αρνητικότητα, ενώ το μη-είναι είναι το απόλυτο αντίθετο αυτού του απόλυτου θετικού: εκτός του Eίναι δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Ο Χάβελοκ θα έπρεπε να αναγνωρίσει αυτό που εδώ και καιρό έχουν ομόφωνα επισημάνει οι μελετητές, ότι ο Παρμενίδης παρουσιάζει ακόμη και (σε στίχους) την πρώτη διατύπωση της αρχής της μη αντίφασης, την οποία θα φέρει στο προσκήνιο ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την ως την πρώτη και υπέρτατη αρχή, δηλαδή την αδυνατότητα οι αντιφατικοί όροι να συνυπάρχουν ταυτόχρονα: το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι· το μη-Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να Είναι. Ολόκληρο το παρμενίδειο ποίημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συστηματική ανάπτυξη αυτής της αρχής, εφαρμοσμένης στην έννοια του Είναι με αυστηρά μονοσήμαντη έννοια.
Και ιδού οι στίχοι του παρμενιδείου ποιήματος που ανατρέπουν ακριβώς τον κεντρικό άξονα του ομηρικού έπους, το οποίο βασιζόταν στην παρουσίαση γεγονότων «παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών», δηλαδή στη διάσταση του γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τη δόξα:
«Ούτε κάποτε ήταν, ούτε θα είναι, επειδή τώρα είναι μαζί όλα, ένα, συνεχές. Ποια αρχή, λοιπόν, θα αναζητήσεις για αυτό; Πώς και από πού αναπτύχθηκε; Από το μη-είναι δεν σου επιτρέπω ούτε να το πεις, ούτε να το σκεφτείς, γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ειπωθεί, ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το είχε αναγκάσει να γεννηθεί, μετά ή πριν, αν προερχόταν από το τίποτα; Γι' αυτό είναι αναγκαίο να είναι ολόκληρο (να υπάρχει εξ ολοκλήρου), ή να μην είναι καθόλου. Και ούτε από το είναι θα παραχωρήσει η δύναμη μιας βεβαιότητας να γεννηθεί κάτι που να είναι δίπλα του. Για αυτόν τον λόγο, ούτε η γέννηση ούτε η φθορά τού επιτράπηκαν από τη Δικαιοσύνη, λύνοντάς το από τις αλυσίδες, αλλά το κρατάει σφιχτά. Η απόφαση γύρω από αυτά τα πράγματα έγκειται σε αυτό: είναι ή δεν είναι».
Ο Παρμενίδης φτάνει μάλιστα στο σημείο να απορροφήσει στο Είναι όλες τις διαφορές: και, με αυτή την έννοια, φως και νύχτα «είναι ίσα και τα δύο, γιατί με κανένα από αυτά τα δύο δεν υπάρχει το τίποτα»! Συνεπώς, θα είναι απλώς μάταια ονόματα όλα όσα οι θνητοί αποκαλούν τα διάφορα πράγματα και τις υποτιθέμενες καταστάσεις τους, μέσα στην καθαρή διάσταση της εμφάνισης:
«...θα είναι ονόματα όλα εκείνα που όρισαν οι θνητοί, πεπεισμένοι ότι ήταν αληθινά: γέννηση και φθορά, είναι και μη-είναι, αλλαγή τόπου και μεταβολή του λαμπρού χρώματος».
Όπως γίνεται σαφές, με αυτή την οπτική ανατρέπεται σχεδόν πλήρως ο κόσμος του έπους στο σύνολό του, με τον σχεδόν πλήρη μηδενισμό της διάστασης στην οποία εντάσσεται και των δομών που τον συγκροτούν: και αυτό γίνεται ακριβώς μέσω ποιητικών στίχων και κυρίως στον χώρο, στη σφαίρα της προφορικότητας.
(Συνεχίζεται)
Παρακάτω παρουσιάζεται το Περί Φύσεως του Παρμενίδη σε μετάφραση.
ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ – ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ
Μετάφραση: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ι
Οι φορβάδες που µε πηγαίνουν μέχρι εκεί που φτάνει ο πόθος
µου επιτάχυναν, και µ’ έφεραν στον φηµισµένο δρόµο
του δαίµονα, που από τις πόλεις εξυψώνει όσους γνωρίζουν.
Εκεί οδηγήθηκα. Εκεί οι συνετές φορβάδες
µ’ έφεραν τεντώνοντας απ’ την ταχύτητα το άρµα. Μπροστά
µας κόρες προπορεύονταν.
Κι ο άξονας µες στα βραχιόλια, πυρωµένος, έτριζε
–σφιγµένος κι απ’ τις δυο µεριές από τους τορνευτούς τροχούς–
καθώς οι κόρες του Ήλιου έσπευδαν,
εγκαταλείποντας τα δώµατα της Νύχτας προς το φως
σπρώχνοντας µε το χέρι πίσω απ’ το κεφάλι το πέπλο τους.
Εκεί είναι οι πύλες των οδών της νύχτας και της
µέρας, έχοντας πάνω τους υπέρθυρο και κάτω τους κατώφλι πέτρινο·
ψηλά στον αέρα, σφραγισµένες µε µεγάλες θύρες
και σύρτες απανωτούς, που εποπτεύει η τιµωρός Δικαιοσύνη.
Αυτήν, µιλώντας µε περίσκεψη και λόγια απατηλά
την παρέσυραν, ωθώντας τον σύρτη τον βαλανωτό
τις πύλες να ελευθερώσει. Κι έτσι, καθώς οι ολόχαλκοι άξονες
γύριζαν στα βραχιόλια, τα πιασµένα µε σφήνες και καρφιά,
οι πύλες άνοιγαν στο χάσµα το αχανές.
Ευθύς, µέσα απ’ τις πύλες, στο δρόµο τον αµαξιτό,
πέρασαν κόρες και φορβάδες και άρµα.
Και η θεά µε υποδέχτηκε θερµά, πήρε στο χέρι της το χέρι µου
το δεξί, και µε αυτά τα λόγια µε προσφώνησε:
«Νέε, που συνοδεύεσαι από αθάνατους ηνίοχους
και που οι φορβάδες σ’ έφεραν εδώ στο δώµα µου,
σε χαιρετώ. Δεν σ’ έστειλε µοίρα κακή σ’ αυτό τον δρόµο
που από τους ανθρώπους είναι απάτητος, αλλά το ορθό
και το δίκαιο. Χρειάζεται όλα να τα µάθεις,
και τον πυρήνα τον ήρεµο της ολοστρόγγυλης
αλήθειας και τις ανάξιες πίστης δοξασίες των θνητών.
Αλλά και τούτο ακόµη: περνώντας µέσα απ’ όλα να ελέγχεις
πώς πρέπει να είναι αυτά που θεωρούνται ότι έτσι είναι.
II
Λοιπόν, θα σου ανακοινώσω τώρα – κι εσύ µετάφερε όσα θ’ ακούσεις–
ποιοι είναι οι µόνοι νοητοί δρόµοι της έρευνας.
Ο ένας, το ότι είναι και ότι δεν υπάρχει µη είναι,
αποτελεί τον δρόµο της Πειθούς –γιατί η Αλήθεια την ακολουθεί–,
ο άλλος, πως δεν είναι και ότι όφειλε µη είναι,
αυτός, σου λέω, ο δρόµος είναι µονοπάτι αγνωσίας,
γιατί ούτε να γνωρίσεις µπορείς το µη ον –κάτι ανέφικτο–,
ούτε να το εκφράσεις.
III…
γιατί εκείνο που µπορεί να νοηθεί συγχρόνως είναι
IV
Πρόσεξε όµως, αν και απόντα παρόντα είναι, βέβαια, στον νου
γιατί δεν αποκόπτεται η συνέχεια του όντος µε το ον
ούτε όταν µε τάξη διασκορπίζεται οπουδήποτε και οπωσδήποτε
ούτε όταν συγκεντρώνεται.
V
για µένα είναι αδιάφορο το από πού θ’ αρχίσω·
αφού σ’ αυτό θα καταλήξω πάλι.
VI
Πρέπει, αναγκαία, αυτό που λέγεται και που νοείται ον να είναι
Γιατί το είναι υπάρχει, αλλά όµως δεν υπάρχει το µηδέν·
ετούτο σε καλώ να αναλογιστείς.
Από αυτόν τον πρώτο δρόµο έρευνας σε <αποτρέπω>,
αλλά και από τον άλλον στον οποίο οι ανήξεροι
άνθρωποι περιπλανώνται, δίγνωµοι· γιατί στα στήθια τους η
αµηχανία κατέχει την πλανηµένη σκέψη τους κι όλοι τους παραδέρνουν.
Κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νοµίζουν
ότι το είναι και το µη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται
και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδροµη.
VII
Γιατί ουδέποτε θ’ αποδειχθεί ότι υπάρχουν τα µη όντα.
αλλά εσύ αποµάκρυνε την σκέψη σου από τον δρόµο αυτό της έρευνας
ούτε η συνήθεια, απ’ την µεγάλη πείρα σου, να σε ωθήσει σ’ αυτόν
αφήνοντας το βλέµµα και την ακοή σου να περιφέρονται άσκοπα
την γλώσσα σου να θορυβεί, αλλά κρίνε λογικά την πολυµέτωπη κριτική που ανέπτυξα.
VIII
δρόµος µοναδικός που αποµένει να συζητήσουµε: ότι είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν σήµατα πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο
ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο.
Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο
µαζί ένα, συνεχές. Γιατί τι είδους γέννηση να του αποδώσεις,
πώς και από πού αναπτύχθηκε; Δεν θα σου επιτρέψω να σκεφτείς
ή και να πεις, εκ του µη όντος. Γιατί ούτε να λεχθεί ούτε να νοηθεί είναι δυνατόν το ότι δεν είναι. Τι τάχα το υποχρέωσε, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, ν’ αναπτυχθεί, αρχίζοντας απ’ το µηδέν;
Έτσι, ή πρέπει πλήρες να έγινε, ή καθόλου.
Ποτέ η δύναµη της γνώσης δεν θ’ αφήσει, απ’ το µη ον
κάτι να δηµιουργηθεί δίπλα σ’ αυτό.
Γι’ αυτό και η Δικαιοσύνη δεν επέτρεψε
ούτε να γεννηθεί ούτε ν’ αφανιστεί – αφήνοντας να χαλαρώσουν τα ηνία –
αλλά το συγκρατεί. Και η απόφασή µας εξαρτάται από τούτο:
είναι ή δεν είναι; Κρίθηκε όµως αναγκαίο
τον ένα δρόµο να αφήσουµε, που είναι ανώνυµος και α-νόητος
-γιατί δεν είναι αληθινός-,
ενώ ο άλλος είναι αληθινός και υπάρχει.
Πώς θα µπορούσε έπειτα το ον να αφανιστεί; και πώς θα εδηµιουργείτο;
Γιατί δεν είναι αν έγινε, ή αν πρόκειται να γίνει.
Έτσι, έσβησε η γένεση και ούτε λόγος για αφανισµό.
Ούτε είναι διαιρετό γιατί είναι οµοιόµορφο.
Ούτε υπάρχει κάπου περισσότερο, που θα εµπόδιζε την συνοχή του,
ούτε κάπου λιγότερο, αλλά είναι όλο πλήρες από ον.
Γι’ αυτό και όλο είναι συνεχές. Γιατί το ον πλησιάζει και εφάπτεται στο ον.
Αλλά ακίνητο, δεµένο ισχυρά στα πέρατα,
υπάρχει, δίχως τέλος και αρχή, γιατί η γένεση και ο αφανισµός
εκδιώχθηκαν µακριά, τ’ απώθησε η πίστη η αληθινή.
Το ίδιο µένοντας, στο ίδιο µέρος, στον εαυτό του κείται
κι έτσι σταθερό θα παραµένει. Γιατί η παντοδύναµη Ανάγκη
το κρατάει δέσµιο, στα όρια µέσα που το περικλείουν.
Δεν είναι, άρα, θεµιτό να θεωρείται ατελές το ον
τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.
Το ίδιο είναι το νοείν κι εκείνο για το οποίο υπάρχει νόηµα.
Γιατί χωρίς το ον, µέσα στο οποίο λέγεται
δεν θά βρεις το νοείν. Ούτε ήταν [ή] είναι ή θα είναι
άλλο εκτός από το ον, αφού η Μοίρα το δέσµευσε
να µένει ενιαίο και ακίνητο. Γι’ αυτό όλα όσα θεσπίζουν
οι θνητοί νοµίζοντάς τα αληθινά, ονόµατα είναι:
πως τάχα δηµιουργείται και αφανίζεται, ότι είναι και δεν είναι
ότι αλλάζει την θέση του και το λαµπρό του χρώµα.
Αλλά αφού έχει έσχατο όριο είναι πεπερασµένο από παντού,
όµοιο µε όγκο σφαίρας ολοστρόγγυλης που εκτείνεται
απ’ το κέντρο προς τα έξω ισοδύναµη. Γιατί, υποχρεωτικά,
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο µπορεί να βρίσκεται εδώ ή εκεί.
Και ούτε είναι µη ον, ώστε να εµποδίζεται να ενωθεί
µε το όµοιό του, ούτε είναι ον λιγότερο εδώ
και περισσότερο εκεί, επειδή είναι ολόκληρο ακέραιο.
από παντού ίσο, λοιπόν, εκτείνεται οµοιόµορφα στα πέρατά του.
Κλείνω εδώ τα άξια πίστης λόγια και τις σκέψεις µου
για την αλήθεια. Από εδώ και πέρα των θνητών
τις δοξασίες µάθε, ακούγοντας την πλανερή διάταξη των λόγων
µου.
Καθιερώθηκε να ονοµάζουν δύο µορφές
ενώ την µία δεν θα έπρεπε -εδώ είναι που πλανώνται-,
και τις θεώρησαν αντίθετης δοµής, τους έβαλαν σηµάδια
διαφορετικά. από την µια το αιθέριο πυρ της φλόγας,
ήπιο πυρ, ανάλαφρο, παντού το ίδιο
µε τον εαυτό του, αλλά όχι ίδιο
µε το άλλο, αλλά και το άλλο αντίθετο σ’ αυτό,
νύχτα ανεξιχνίαστη, δοµή πυκνή, βαριά.
Όλη αυτή την διάταξη σου εκθέτω, όπως φαίνεται νά ‘ναι,
ώστε ποτέ, γνώµες θνητών να µη σε παρασύρουν.
IX
Αλλά επειδή όλα ονοµάστηκαν νύχτα και φως
και ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάµεις τους, δόθηκε στο καθένα
είναι όλα γεµάτα φως και νύχτα σκοτεινή,
που είναι ίσα και τα δυο, αφού ούτε στ’ να ούτε στ’ άλλο το
µηδέν µετέχει.
X
Αλλά και την φύση του αιθέρα θα γνωρίσεις και όλους τους
αστερισµούς µέσα σ’ αυτόν, και του λαµπρού πυρσού του ήλιου
τα ολέθρια έργα και από που προήλθαν·
αλλά και τις πράξεις τις περιπλανώµενες της στρογγυλόµατης
σελήνης και την φύση της, αλλά και τον γύρω ουρανό,
από που γεννήθηκε, και πώς η Ανάγκη οδηγώντας τον, τον
δέσµευσε τα πέρατα των άστρων να συγκρατεί.
XI
πώς γη, και ήλιος και σελήνη,
και ο κοινός σ’ όλους αιθέρας, κι ο γαλαξίας, κι ο ‘Ολυµπος
ο έσχατος και η θερµή των άστρων δύναµη, ορµητικά
γεννήθηκαν
XII
Οι στενότεροι δακτύλιοι γεµάτοι αµιγή φωτιά
και οι επόµενοι γεµάτοι νύχτα µε λίγες φλόγες ν’ αναπηδούν.
Κι ανάµεσα σε όλα η θεότητα που κυβερνά τα πάντα
γιατί αρχηγεύει στην µίξη και την τροµερή γέννα
στέλνοντας το θηλυκό να ζευγαρώσει µε τ’ αρσενικό
και αντίστροφα, το αρσενικόµε το θηλυκό.
XIII
πρώτιστο όλων των θεών τον Έρωτα επινόησε
…
XIV
νυκτολαµπές, περιπλανώµενο γύρω απ’ την γη, αλλότριο φως
…
XV
πάντοτε ατενίζοντας τις ακτίνες του ήλιου
…
XVI
Όπως είναι, κάθε φορά, η αναλογία
µίξεως των πολυπλάνητων µελών
ανάλογα βρίσκεται και νους του ανθρώπου· γιατί το ίδιο είναι
αυτό που στους ανθρώπους σκέφτεται: η φύση των µελών τους
και στον καθένα και σε όλους· το επιπρόσθετο είναι η σκέψη.
«...θα είναι ονόματα όλα εκείνα που όρισαν οι θνητοί, πεπεισμένοι ότι ήταν αληθινά: γέννηση και φθορά, είναι και μη-είναι, αλλαγή τόπου και μεταβολή του λαμπρού χρώματος».
Όπως γίνεται σαφές, με αυτή την οπτική ανατρέπεται σχεδόν πλήρως ο κόσμος του έπους στο σύνολό του, με τον σχεδόν πλήρη μηδενισμό της διάστασης στην οποία εντάσσεται και των δομών που τον συγκροτούν: και αυτό γίνεται ακριβώς μέσω ποιητικών στίχων και κυρίως στον χώρο, στη σφαίρα της προφορικότητας.
(Συνεχίζεται)
Παρακάτω παρουσιάζεται το Περί Φύσεως του Παρμενίδη σε μετάφραση.
ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ – ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ
Μετάφραση: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ι
Οι φορβάδες που µε πηγαίνουν μέχρι εκεί που φτάνει ο πόθος
µου επιτάχυναν, και µ’ έφεραν στον φηµισµένο δρόµο
του δαίµονα, που από τις πόλεις εξυψώνει όσους γνωρίζουν.
Εκεί οδηγήθηκα. Εκεί οι συνετές φορβάδες
µ’ έφεραν τεντώνοντας απ’ την ταχύτητα το άρµα. Μπροστά
µας κόρες προπορεύονταν.
Κι ο άξονας µες στα βραχιόλια, πυρωµένος, έτριζε
–σφιγµένος κι απ’ τις δυο µεριές από τους τορνευτούς τροχούς–
καθώς οι κόρες του Ήλιου έσπευδαν,
εγκαταλείποντας τα δώµατα της Νύχτας προς το φως
σπρώχνοντας µε το χέρι πίσω απ’ το κεφάλι το πέπλο τους.
Εκεί είναι οι πύλες των οδών της νύχτας και της
µέρας, έχοντας πάνω τους υπέρθυρο και κάτω τους κατώφλι πέτρινο·
ψηλά στον αέρα, σφραγισµένες µε µεγάλες θύρες
και σύρτες απανωτούς, που εποπτεύει η τιµωρός Δικαιοσύνη.
Αυτήν, µιλώντας µε περίσκεψη και λόγια απατηλά
την παρέσυραν, ωθώντας τον σύρτη τον βαλανωτό
τις πύλες να ελευθερώσει. Κι έτσι, καθώς οι ολόχαλκοι άξονες
γύριζαν στα βραχιόλια, τα πιασµένα µε σφήνες και καρφιά,
οι πύλες άνοιγαν στο χάσµα το αχανές.
Ευθύς, µέσα απ’ τις πύλες, στο δρόµο τον αµαξιτό,
πέρασαν κόρες και φορβάδες και άρµα.
Και η θεά µε υποδέχτηκε θερµά, πήρε στο χέρι της το χέρι µου
το δεξί, και µε αυτά τα λόγια µε προσφώνησε:
«Νέε, που συνοδεύεσαι από αθάνατους ηνίοχους
και που οι φορβάδες σ’ έφεραν εδώ στο δώµα µου,
σε χαιρετώ. Δεν σ’ έστειλε µοίρα κακή σ’ αυτό τον δρόµο
που από τους ανθρώπους είναι απάτητος, αλλά το ορθό
και το δίκαιο. Χρειάζεται όλα να τα µάθεις,
και τον πυρήνα τον ήρεµο της ολοστρόγγυλης
αλήθειας και τις ανάξιες πίστης δοξασίες των θνητών.
Αλλά και τούτο ακόµη: περνώντας µέσα απ’ όλα να ελέγχεις
πώς πρέπει να είναι αυτά που θεωρούνται ότι έτσι είναι.
II
Λοιπόν, θα σου ανακοινώσω τώρα – κι εσύ µετάφερε όσα θ’ ακούσεις–
ποιοι είναι οι µόνοι νοητοί δρόµοι της έρευνας.
Ο ένας, το ότι είναι και ότι δεν υπάρχει µη είναι,
αποτελεί τον δρόµο της Πειθούς –γιατί η Αλήθεια την ακολουθεί–,
ο άλλος, πως δεν είναι και ότι όφειλε µη είναι,
αυτός, σου λέω, ο δρόµος είναι µονοπάτι αγνωσίας,
γιατί ούτε να γνωρίσεις µπορείς το µη ον –κάτι ανέφικτο–,
ούτε να το εκφράσεις.
III…
γιατί εκείνο που µπορεί να νοηθεί συγχρόνως είναι
IV
Πρόσεξε όµως, αν και απόντα παρόντα είναι, βέβαια, στον νου
γιατί δεν αποκόπτεται η συνέχεια του όντος µε το ον
ούτε όταν µε τάξη διασκορπίζεται οπουδήποτε και οπωσδήποτε
ούτε όταν συγκεντρώνεται.
V
για µένα είναι αδιάφορο το από πού θ’ αρχίσω·
αφού σ’ αυτό θα καταλήξω πάλι.
VI
Πρέπει, αναγκαία, αυτό που λέγεται και που νοείται ον να είναι
Γιατί το είναι υπάρχει, αλλά όµως δεν υπάρχει το µηδέν·
ετούτο σε καλώ να αναλογιστείς.
Από αυτόν τον πρώτο δρόµο έρευνας σε <αποτρέπω>,
αλλά και από τον άλλον στον οποίο οι ανήξεροι
άνθρωποι περιπλανώνται, δίγνωµοι· γιατί στα στήθια τους η
αµηχανία κατέχει την πλανηµένη σκέψη τους κι όλοι τους παραδέρνουν.
Κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νοµίζουν
ότι το είναι και το µη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται
και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδροµη.
VII
Γιατί ουδέποτε θ’ αποδειχθεί ότι υπάρχουν τα µη όντα.
αλλά εσύ αποµάκρυνε την σκέψη σου από τον δρόµο αυτό της έρευνας
ούτε η συνήθεια, απ’ την µεγάλη πείρα σου, να σε ωθήσει σ’ αυτόν
αφήνοντας το βλέµµα και την ακοή σου να περιφέρονται άσκοπα
την γλώσσα σου να θορυβεί, αλλά κρίνε λογικά την πολυµέτωπη κριτική που ανέπτυξα.
VIII
δρόµος µοναδικός που αποµένει να συζητήσουµε: ότι είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν σήµατα πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο
ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο.
Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο
µαζί ένα, συνεχές. Γιατί τι είδους γέννηση να του αποδώσεις,
πώς και από πού αναπτύχθηκε; Δεν θα σου επιτρέψω να σκεφτείς
ή και να πεις, εκ του µη όντος. Γιατί ούτε να λεχθεί ούτε να νοηθεί είναι δυνατόν το ότι δεν είναι. Τι τάχα το υποχρέωσε, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, ν’ αναπτυχθεί, αρχίζοντας απ’ το µηδέν;
Έτσι, ή πρέπει πλήρες να έγινε, ή καθόλου.
Ποτέ η δύναµη της γνώσης δεν θ’ αφήσει, απ’ το µη ον
κάτι να δηµιουργηθεί δίπλα σ’ αυτό.
Γι’ αυτό και η Δικαιοσύνη δεν επέτρεψε
ούτε να γεννηθεί ούτε ν’ αφανιστεί – αφήνοντας να χαλαρώσουν τα ηνία –
αλλά το συγκρατεί. Και η απόφασή µας εξαρτάται από τούτο:
είναι ή δεν είναι; Κρίθηκε όµως αναγκαίο
τον ένα δρόµο να αφήσουµε, που είναι ανώνυµος και α-νόητος
-γιατί δεν είναι αληθινός-,
ενώ ο άλλος είναι αληθινός και υπάρχει.
Πώς θα µπορούσε έπειτα το ον να αφανιστεί; και πώς θα εδηµιουργείτο;
Γιατί δεν είναι αν έγινε, ή αν πρόκειται να γίνει.
Έτσι, έσβησε η γένεση και ούτε λόγος για αφανισµό.
Ούτε είναι διαιρετό γιατί είναι οµοιόµορφο.
Ούτε υπάρχει κάπου περισσότερο, που θα εµπόδιζε την συνοχή του,
ούτε κάπου λιγότερο, αλλά είναι όλο πλήρες από ον.
Γι’ αυτό και όλο είναι συνεχές. Γιατί το ον πλησιάζει και εφάπτεται στο ον.
Αλλά ακίνητο, δεµένο ισχυρά στα πέρατα,
υπάρχει, δίχως τέλος και αρχή, γιατί η γένεση και ο αφανισµός
εκδιώχθηκαν µακριά, τ’ απώθησε η πίστη η αληθινή.
Το ίδιο µένοντας, στο ίδιο µέρος, στον εαυτό του κείται
κι έτσι σταθερό θα παραµένει. Γιατί η παντοδύναµη Ανάγκη
το κρατάει δέσµιο, στα όρια µέσα που το περικλείουν.
Δεν είναι, άρα, θεµιτό να θεωρείται ατελές το ον
τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.
Το ίδιο είναι το νοείν κι εκείνο για το οποίο υπάρχει νόηµα.
Γιατί χωρίς το ον, µέσα στο οποίο λέγεται
δεν θά βρεις το νοείν. Ούτε ήταν [ή] είναι ή θα είναι
άλλο εκτός από το ον, αφού η Μοίρα το δέσµευσε
να µένει ενιαίο και ακίνητο. Γι’ αυτό όλα όσα θεσπίζουν
οι θνητοί νοµίζοντάς τα αληθινά, ονόµατα είναι:
πως τάχα δηµιουργείται και αφανίζεται, ότι είναι και δεν είναι
ότι αλλάζει την θέση του και το λαµπρό του χρώµα.
Αλλά αφού έχει έσχατο όριο είναι πεπερασµένο από παντού,
όµοιο µε όγκο σφαίρας ολοστρόγγυλης που εκτείνεται
απ’ το κέντρο προς τα έξω ισοδύναµη. Γιατί, υποχρεωτικά,
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο µπορεί να βρίσκεται εδώ ή εκεί.
Και ούτε είναι µη ον, ώστε να εµποδίζεται να ενωθεί
µε το όµοιό του, ούτε είναι ον λιγότερο εδώ
και περισσότερο εκεί, επειδή είναι ολόκληρο ακέραιο.
από παντού ίσο, λοιπόν, εκτείνεται οµοιόµορφα στα πέρατά του.
Κλείνω εδώ τα άξια πίστης λόγια και τις σκέψεις µου
για την αλήθεια. Από εδώ και πέρα των θνητών
τις δοξασίες µάθε, ακούγοντας την πλανερή διάταξη των λόγων
µου.
Καθιερώθηκε να ονοµάζουν δύο µορφές
ενώ την µία δεν θα έπρεπε -εδώ είναι που πλανώνται-,
και τις θεώρησαν αντίθετης δοµής, τους έβαλαν σηµάδια
διαφορετικά. από την µια το αιθέριο πυρ της φλόγας,
ήπιο πυρ, ανάλαφρο, παντού το ίδιο
µε τον εαυτό του, αλλά όχι ίδιο
µε το άλλο, αλλά και το άλλο αντίθετο σ’ αυτό,
νύχτα ανεξιχνίαστη, δοµή πυκνή, βαριά.
Όλη αυτή την διάταξη σου εκθέτω, όπως φαίνεται νά ‘ναι,
ώστε ποτέ, γνώµες θνητών να µη σε παρασύρουν.
IX
Αλλά επειδή όλα ονοµάστηκαν νύχτα και φως
και ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάµεις τους, δόθηκε στο καθένα
είναι όλα γεµάτα φως και νύχτα σκοτεινή,
που είναι ίσα και τα δυο, αφού ούτε στ’ να ούτε στ’ άλλο το
µηδέν µετέχει.
X
Αλλά και την φύση του αιθέρα θα γνωρίσεις και όλους τους
αστερισµούς µέσα σ’ αυτόν, και του λαµπρού πυρσού του ήλιου
τα ολέθρια έργα και από που προήλθαν·
αλλά και τις πράξεις τις περιπλανώµενες της στρογγυλόµατης
σελήνης και την φύση της, αλλά και τον γύρω ουρανό,
από που γεννήθηκε, και πώς η Ανάγκη οδηγώντας τον, τον
δέσµευσε τα πέρατα των άστρων να συγκρατεί.
XI
πώς γη, και ήλιος και σελήνη,
και ο κοινός σ’ όλους αιθέρας, κι ο γαλαξίας, κι ο ‘Ολυµπος
ο έσχατος και η θερµή των άστρων δύναµη, ορµητικά
γεννήθηκαν
XII
Οι στενότεροι δακτύλιοι γεµάτοι αµιγή φωτιά
και οι επόµενοι γεµάτοι νύχτα µε λίγες φλόγες ν’ αναπηδούν.
Κι ανάµεσα σε όλα η θεότητα που κυβερνά τα πάντα
γιατί αρχηγεύει στην µίξη και την τροµερή γέννα
στέλνοντας το θηλυκό να ζευγαρώσει µε τ’ αρσενικό
και αντίστροφα, το αρσενικόµε το θηλυκό.
XIII
πρώτιστο όλων των θεών τον Έρωτα επινόησε
…
XIV
νυκτολαµπές, περιπλανώµενο γύρω απ’ την γη, αλλότριο φως
…
XV
πάντοτε ατενίζοντας τις ακτίνες του ήλιου
…
XVI
Όπως είναι, κάθε φορά, η αναλογία
µίξεως των πολυπλάνητων µελών
ανάλογα βρίσκεται και νους του ανθρώπου· γιατί το ίδιο είναι
αυτό που στους ανθρώπους σκέφτεται: η φύση των µελών τους
και στον καθένα και σε όλους· το επιπρόσθετο είναι η σκέψη.
XVII
δεξιά τ’ αγόρια, τα κορίτσια αριστερά
…
XIX
Έτσι, κατά τις δοξασίες των ανθρώπων έγιναν αυτά και είναι τώρα
και αφού αναπτυχθούν, θα πάψουν κάποτε να υπάρχουν.
Οι άνθρωποι καθιέρωσαν ένα όνοµα διακριτικό για το καθένα.
δεξιά τ’ αγόρια, τα κορίτσια αριστερά
…
XIX
Έτσι, κατά τις δοξασίες των ανθρώπων έγιναν αυτά και είναι τώρα
και αφού αναπτυχθούν, θα πάψουν κάποτε να υπάρχουν.
Οι άνθρωποι καθιέρωσαν ένα όνοµα διακριτικό για το καθένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου