'Ενας Αλχημιστής ή Φαρμοκοποιός στο Εργαστήριο του, Egbert van Heemskerck, 1634/1635–1704 |
Ο όρος «θεολογία» έρχεται συχνά στο προσκήνιο στο πλαίσιο της συζήτησης για τη σχέση Εκκλησίας, θεολογίας και Ακαδημίας. Αλλά για τι ακριβώς μιλάμε όταν αναφερόμαστε στον όρο αυτό; Ποια είναι η σχέση μεταξύ θεολογίας και Εκκλησίας; Και όταν αφορά στην πίστη, μπορεί τότε η ακαδημαϊκή θεολογία να γίνει επικίνδυνη;
ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Η θεολογία, σύμφωνα με την ετυμολογία της είναι ο λόγος περί Θεού. Η θεολογία ασχολείται με την έρευνα σχετικά με τον Θεό. Γι’ αυτό και δεν ονομάζεται «βιβλολογία», αφού η θεολογία δεν επικεντρώνεται μόνο στη Βίβλο, αλλά στον ίδιο τον Θεό. Φυσικά, και η μελέτη της Αγίας Γραφής κατέχει κεντρικό ρόλο στη θεολογία, επειδή ο Κύριος αυτό-αποκαλύφθηκε στη Βίβλο. Η θεολογία επικεντρώνεται στη γνώση του Θεού, όπως Εκείνος φανέρωσε τον εαυτό Του μέσα από τον Λόγο Του. Ο ορισμός αυτός προφυλάσσει τη θεολογία από το να γίνει ένα εργαλείο παροχής γνώσης γύρω από τη Βίβλο, όπως επίσης και από το να μετατραπεί σε μια διανοητική αδολεσχία. Πολλές φορές, είναι αλήθεια ότι δίνεται αυτή η εντύπωση για τη θεολογία. Ότι δηλαδή η θεολογία κάποτε περιπλέκει απλά ζητήματα πίστης, καθίσταται περίπλοκη και επικίνδυνη, κάτι σαν μια επιστημονική ελιτίστικη πολυλογία, την οποία δύσκολα κάποιος μπορεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να επωφεληθεί από αυτή. Ωστόσο, όταν η θεολογία εστιάζει πράγματι στον Θεό, στον Θεό όπως Αυτός κάνει γνωστό τον εαυτό Του μέσα στην Αγία Γραφή, στην περίπτωση αυτή αγγίζει πάντοτε το μυαλό και την καρδιά, τη διάνοια και το συναίσθημα, και το πιο σημαντικό: πρόκειται πάντοτε για τον Θεό που αναζητά τον άνθρωπο, τον Θεό που έρχεται ο ίδιος να συναντήσει τους ανθρώπους, τον Θεό που αναζητά τους αμαρτωλούς για να τους σώσει. Μια τέτοια θεώρηση μαρτυρά αμέσως ότι η θεολογία αφορά επίσης και τους ανθρώπους (όχι μόνον τον Θεό).
Αν κάποιος απομακρυνθεί από τη Βίβλο, τότε η θεολογία μετατρέπεται σε εικοτολογία, η οποία εγγυημένα θα καταλήξει σε σφάλματα. Το καθήκον της ακαδημαϊκής έρευνας είναι να αναζητά την αλήθεια και να διερευνά την πραγματικότητα, και η θεολογία αναζητά την αλήθεια για τον Θεό και διερευνά τι μπορεί να γίνει γνωστό από αυτή την πραγματικότητα του Θεού.
Ο Γάλλος Μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλβίνος, στην αρχή του θεολογικού του έργου Θεσμοί, λέει: «Η αληθινή και ακλόνητη Σοφία, αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από δύο μέρη: τη γνώση του Θεού και του εαυτού μας». Ενώ ο Μαρτίνος Λούθηρος σημειώνει ότι η θεολογία επικεντρώνεται «στον Θεό που δικαιώνει και τον άνθρωπο που αμαρτάνει». Οι δηλώσεις αυτές σημαίνουν, ότι η θεολογία μπορεί να επιτελεστεί μόνον από πιστούς επειδή θέλουν να γνωρίσουν, να υπηρετήσουν και να δοξάσουν τον Θεό, θέλουν να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ Αυτόν και θέλουν επίσης και άλλοι να Τον γνωρίσουν. Η θεολογία είναι μια επιστήμη στην οποία το αντικείμενο της έρευνας είναι ο ίδιος ο Θεός. Η θεολογία θέλει να μάθει τα πάντα για τον Θεό και γι’ αυτό η Αγία Γραφή είναι η πηγή, αλλά επίσης και το κριτήριο. Αν κάποιος απομακρυνθεί από τη Βίβλο, τότε η θεολογία μετατρέπεται σε εικοτολογία, η οποία εγγυημένα θα καταλήξει σε σφάλματα. Το καθήκον της ακαδημαϊκής έρευνας είναι να αναζητά την αλήθεια και να διερευνά την πραγματικότητα, και η θεολογία αναζητά την αλήθεια για τον Θεό και διερευνά τι μπορεί να γίνει γνωστό από αυτή την πραγματικότητα του Θεού.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Το μότο του πανεπιστημίου – Θεολογικό Πανεπιστήμιο Appeldoorn (Ολλανδία)- στο οποίο υπηρετώ είναι «Υπηρετώντας τη Γνώση». Η θεολογία θέλει να υπηρετεί τη γνώση και με αυτή τη γνώση η θεολογία θέλει να υπηρετεί. Κατά το παρελθόν η θεολογία ονομάστηκε η θεραπαινίδα της Εκκλησίας («ancilla ecclesiae»), γεγονός που οδήγησε και εξακολουθεί να οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Και τούτο διότι, η θεολογία δεν υπάρχει για να κάνει αυτό που θέλει η Εκκλησία. Μια θεραπαινίδα (δηλαδή κάτι σαν την υπηρέτρια, τον υπηρέτη) κάνει εκείνο που της λένε, αλλά η υπηρεσία στην οποία αναφέρεται το σύνθημα του Πανεπιστημίου του Appeldoorn είναι εκείνο το είδος της υπηρεσίας που μπορεί επίσης να προστατεύει, να καθοδηγεί και να κατευθύνει.
Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την Εκκλησία υγιή, να την κάνουμε ισχυρότερη και να την εφοδιάσουμε με τα κατάλληλα αντισώματα/εργαλεία, αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, χρήμα και προσπάθεια. Η θεολογία λοιπόν δεν είναι ένα φαρμακείο όπου παρασκευάζονται φάρμακα και από όπου μπορεί κάποιος απλά να τα παραλάβει, αλλά ο χώρος εκείνος όπου γίνεται η έρευνα και η καλλιέργεια. Και επειδή η θεολογία είναι το εργαστήριο, απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση, ένα καλά εξοπλισμένο περιβάλλον και μια σταθερή ακαδημαϊκή προσέγγιση.
Μπορούμε να δούμε την ακαδημαϊκή θεολογία ως το εργαστήριο της Εκκλησίας. Η θεολογία υπηρετεί την Εκκλησία επειδή καλλιεργεί εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία που διατηρούν την Εκκλησία υγιή, την κάνουν ισχυρότερη και, όποτε αυτό χρειάζεται, την κάνουν καλύτερη. Όταν προκύπτει κάτι νέο, π.χ. η πρόκληση της Τεχνητής Νοημοσύνης, η θεολογία πρέπει να ανακαλύψει αν αυτό είναι κάτι που ενισχύει ή απειλεί την υγεία της Εκκλησίας και της πίστης. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε η θεολογία θα πρέπει να αναπτύξει ένα σύστημα άμυνας, να βρει ποια μέτρα πρέπει να λάβει, να παρακολουθεί την εξέλιξη του φαινομένου. Αυτές είναι οι δύο πλευρές της θεολογίας ως εργαστήριο της Εκκλησίας: να αναπτύσσει ό,τι είναι χρήσιμο και να παράγει αντίδοτα απέναντι σε ό,τι είναι επικίνδυνο. Αυτό απαιτεί από τους θεολόγους, όπως εκείνοι που εργάζονται στο εργαστήριο, να εργάζονται πολύ προσεκτικά, να τους δίνεται επαρκής χρόνος για προβληματισμό, να επενδύουν σε μέσα και ανθρώπους. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την Εκκλησία υγιή, να την κάνουμε ισχυρότερη και να την εφοδιάσουμε με τα κατάλληλα αντισώματα/εργαλεία, αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, χρήμα και προσπάθεια. Η θεολογία λοιπόν δεν είναι ένα φαρμακείο όπου παρασκευάζονται φάρμακα και από όπου μπορεί κάποιος απλά να τα παραλάβει, αλλά ο χώρος εκείνος όπου γίνεται η έρευνα και η καλλιέργεια. Και επειδή η θεολογία είναι το εργαστήριο, απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση, ένα καλά εξοπλισμένο περιβάλλον και μια σταθερή ακαδημαϊκή προσέγγιση.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ
Ένα εργαστήριο περιλαμβάνει πειράματα, τα οποία μερικές φορές, αλλά όχι πάντοτε, αποφέρουν αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δίνει στη θεολογία μια ορισμένη ελευθερία να αναπτύσσει και να δοκιμάζει πράγματα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η θεολογία έχει απεριόριστη ελευθερία και ότι οι θεολόγοι μπορούν απλώς να γράφουν και να λένε ό,τι θέλουν. Η Αγία Γραφή, η ομολογία και η παράδοση μπορούν να αποτελέσουν τον χώρο μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να θεολογεί, ένας χώρος ο οποίος θέτει σαφή όρια και ταυτόχρονα αφήνει άφθονο χώρο. Πριν κυκλοφορήσει ένα νέο φάρμακο στην αγορά, συζητείται εντατικά και δοκιμάζεται εκτενώς, διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθούν και οι θεολόγοι προτού εισάγουν οτιδήποτε στην «αγορά» της Εκκλησίας και της πίστης, ώστε να αποφύγουν να προσφέρουν ένα φάρμακο το οποίο τελικά εξασθενεί την πίστη των ανθρώπων αντί να την ενδυναμώνει. Η θεολογία έχει την ελευθερία σε αυτό το προστατευμένο περιβάλλον της ακαδημαϊκής κοινότητας να αναπτύσσει νέες θέσεις και προσεγγίσεις και να τις δοκιμάζει εσωτερικά. Θέσεις και προσεγγίσεις που ενδεχομένως η Εκκλησία μπορεί να βρει πολύ καινοτόμες ή και παράξενες, ιδέες που πρέπει να αποσταλούν πίσω ως ανώριμες, ενώ άλλες φορές μπορεί να είναι γόνιμες.
Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση που προκάλεσε την αναγέννηση της πνευματικότητας και της θεολογίας δεν ξεκίνησε από την Εκκλησία αλλά από το πανεπιστήμιο, και ο Λούθηρος παρουσίασε τη νέα -και συνάμα παλιά- θεολογία του όχι ως μοναχός αλλά ως καθηγητής, όχι ως μέλος της Εκκλησίας αλλά ως θεολόγος. Αν δεν είχε λάβει αυτή την ακαδημαϊκή ελευθερία, αν δεν είχε αναπτύξει το πείραμά του στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, δεν θα υπήρχε ανανέωση της Εκκλησίας και της πίστης εκείνη την εποχή και από τότε και στο εφεξής. Συνεπώς, η Εκκλησία καλά κάνει να δίνει χώρο στη θεολογία και η θεολογία καλά κάνει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει για να υπηρετεί την Εκκλησία.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Η θεολογία, σύμφωνα με την ετυμολογία της είναι ο λόγος περί Θεού. Η θεολογία ασχολείται με την έρευνα σχετικά με τον Θεό. Γι’ αυτό και δεν ονομάζεται «βιβλολογία», αφού η θεολογία δεν επικεντρώνεται μόνο στη Βίβλο, αλλά στον ίδιο τον Θεό. Φυσικά, και η μελέτη της Αγίας Γραφής κατέχει κεντρικό ρόλο στη θεολογία, επειδή ο Κύριος αυτό-αποκαλύφθηκε στη Βίβλο. Η θεολογία επικεντρώνεται στη γνώση του Θεού, όπως Εκείνος φανέρωσε τον εαυτό Του μέσα από τον Λόγο Του. Ο ορισμός αυτός προφυλάσσει τη θεολογία από το να γίνει ένα εργαλείο παροχής γνώσης γύρω από τη Βίβλο, όπως επίσης και από το να μετατραπεί σε μια διανοητική αδολεσχία. Πολλές φορές, είναι αλήθεια ότι δίνεται αυτή η εντύπωση για τη θεολογία. Ότι δηλαδή η θεολογία κάποτε περιπλέκει απλά ζητήματα πίστης, καθίσταται περίπλοκη και επικίνδυνη, κάτι σαν μια επιστημονική ελιτίστικη πολυλογία, την οποία δύσκολα κάποιος μπορεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να επωφεληθεί από αυτή. Ωστόσο, όταν η θεολογία εστιάζει πράγματι στον Θεό, στον Θεό όπως Αυτός κάνει γνωστό τον εαυτό Του μέσα στην Αγία Γραφή, στην περίπτωση αυτή αγγίζει πάντοτε το μυαλό και την καρδιά, τη διάνοια και το συναίσθημα, και το πιο σημαντικό: πρόκειται πάντοτε για τον Θεό που αναζητά τον άνθρωπο, τον Θεό που έρχεται ο ίδιος να συναντήσει τους ανθρώπους, τον Θεό που αναζητά τους αμαρτωλούς για να τους σώσει. Μια τέτοια θεώρηση μαρτυρά αμέσως ότι η θεολογία αφορά επίσης και τους ανθρώπους (όχι μόνον τον Θεό).
Αν κάποιος απομακρυνθεί από τη Βίβλο, τότε η θεολογία μετατρέπεται σε εικοτολογία, η οποία εγγυημένα θα καταλήξει σε σφάλματα. Το καθήκον της ακαδημαϊκής έρευνας είναι να αναζητά την αλήθεια και να διερευνά την πραγματικότητα, και η θεολογία αναζητά την αλήθεια για τον Θεό και διερευνά τι μπορεί να γίνει γνωστό από αυτή την πραγματικότητα του Θεού.
Ο Γάλλος Μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλβίνος, στην αρχή του θεολογικού του έργου Θεσμοί, λέει: «Η αληθινή και ακλόνητη Σοφία, αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από δύο μέρη: τη γνώση του Θεού και του εαυτού μας». Ενώ ο Μαρτίνος Λούθηρος σημειώνει ότι η θεολογία επικεντρώνεται «στον Θεό που δικαιώνει και τον άνθρωπο που αμαρτάνει». Οι δηλώσεις αυτές σημαίνουν, ότι η θεολογία μπορεί να επιτελεστεί μόνον από πιστούς επειδή θέλουν να γνωρίσουν, να υπηρετήσουν και να δοξάσουν τον Θεό, θέλουν να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ Αυτόν και θέλουν επίσης και άλλοι να Τον γνωρίσουν. Η θεολογία είναι μια επιστήμη στην οποία το αντικείμενο της έρευνας είναι ο ίδιος ο Θεός. Η θεολογία θέλει να μάθει τα πάντα για τον Θεό και γι’ αυτό η Αγία Γραφή είναι η πηγή, αλλά επίσης και το κριτήριο. Αν κάποιος απομακρυνθεί από τη Βίβλο, τότε η θεολογία μετατρέπεται σε εικοτολογία, η οποία εγγυημένα θα καταλήξει σε σφάλματα. Το καθήκον της ακαδημαϊκής έρευνας είναι να αναζητά την αλήθεια και να διερευνά την πραγματικότητα, και η θεολογία αναζητά την αλήθεια για τον Θεό και διερευνά τι μπορεί να γίνει γνωστό από αυτή την πραγματικότητα του Θεού.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Το μότο του πανεπιστημίου – Θεολογικό Πανεπιστήμιο Appeldoorn (Ολλανδία)- στο οποίο υπηρετώ είναι «Υπηρετώντας τη Γνώση». Η θεολογία θέλει να υπηρετεί τη γνώση και με αυτή τη γνώση η θεολογία θέλει να υπηρετεί. Κατά το παρελθόν η θεολογία ονομάστηκε η θεραπαινίδα της Εκκλησίας («ancilla ecclesiae»), γεγονός που οδήγησε και εξακολουθεί να οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Και τούτο διότι, η θεολογία δεν υπάρχει για να κάνει αυτό που θέλει η Εκκλησία. Μια θεραπαινίδα (δηλαδή κάτι σαν την υπηρέτρια, τον υπηρέτη) κάνει εκείνο που της λένε, αλλά η υπηρεσία στην οποία αναφέρεται το σύνθημα του Πανεπιστημίου του Appeldoorn είναι εκείνο το είδος της υπηρεσίας που μπορεί επίσης να προστατεύει, να καθοδηγεί και να κατευθύνει.
Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την Εκκλησία υγιή, να την κάνουμε ισχυρότερη και να την εφοδιάσουμε με τα κατάλληλα αντισώματα/εργαλεία, αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, χρήμα και προσπάθεια. Η θεολογία λοιπόν δεν είναι ένα φαρμακείο όπου παρασκευάζονται φάρμακα και από όπου μπορεί κάποιος απλά να τα παραλάβει, αλλά ο χώρος εκείνος όπου γίνεται η έρευνα και η καλλιέργεια. Και επειδή η θεολογία είναι το εργαστήριο, απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση, ένα καλά εξοπλισμένο περιβάλλον και μια σταθερή ακαδημαϊκή προσέγγιση.
Μπορούμε να δούμε την ακαδημαϊκή θεολογία ως το εργαστήριο της Εκκλησίας. Η θεολογία υπηρετεί την Εκκλησία επειδή καλλιεργεί εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία που διατηρούν την Εκκλησία υγιή, την κάνουν ισχυρότερη και, όποτε αυτό χρειάζεται, την κάνουν καλύτερη. Όταν προκύπτει κάτι νέο, π.χ. η πρόκληση της Τεχνητής Νοημοσύνης, η θεολογία πρέπει να ανακαλύψει αν αυτό είναι κάτι που ενισχύει ή απειλεί την υγεία της Εκκλησίας και της πίστης. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε η θεολογία θα πρέπει να αναπτύξει ένα σύστημα άμυνας, να βρει ποια μέτρα πρέπει να λάβει, να παρακολουθεί την εξέλιξη του φαινομένου. Αυτές είναι οι δύο πλευρές της θεολογίας ως εργαστήριο της Εκκλησίας: να αναπτύσσει ό,τι είναι χρήσιμο και να παράγει αντίδοτα απέναντι σε ό,τι είναι επικίνδυνο. Αυτό απαιτεί από τους θεολόγους, όπως εκείνοι που εργάζονται στο εργαστήριο, να εργάζονται πολύ προσεκτικά, να τους δίνεται επαρκής χρόνος για προβληματισμό, να επενδύουν σε μέσα και ανθρώπους. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την Εκκλησία υγιή, να την κάνουμε ισχυρότερη και να την εφοδιάσουμε με τα κατάλληλα αντισώματα/εργαλεία, αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, χρήμα και προσπάθεια. Η θεολογία λοιπόν δεν είναι ένα φαρμακείο όπου παρασκευάζονται φάρμακα και από όπου μπορεί κάποιος απλά να τα παραλάβει, αλλά ο χώρος εκείνος όπου γίνεται η έρευνα και η καλλιέργεια. Και επειδή η θεολογία είναι το εργαστήριο, απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση, ένα καλά εξοπλισμένο περιβάλλον και μια σταθερή ακαδημαϊκή προσέγγιση.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ
Ένα εργαστήριο περιλαμβάνει πειράματα, τα οποία μερικές φορές, αλλά όχι πάντοτε, αποφέρουν αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δίνει στη θεολογία μια ορισμένη ελευθερία να αναπτύσσει και να δοκιμάζει πράγματα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η θεολογία έχει απεριόριστη ελευθερία και ότι οι θεολόγοι μπορούν απλώς να γράφουν και να λένε ό,τι θέλουν. Η Αγία Γραφή, η ομολογία και η παράδοση μπορούν να αποτελέσουν τον χώρο μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να θεολογεί, ένας χώρος ο οποίος θέτει σαφή όρια και ταυτόχρονα αφήνει άφθονο χώρο. Πριν κυκλοφορήσει ένα νέο φάρμακο στην αγορά, συζητείται εντατικά και δοκιμάζεται εκτενώς, διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθούν και οι θεολόγοι προτού εισάγουν οτιδήποτε στην «αγορά» της Εκκλησίας και της πίστης, ώστε να αποφύγουν να προσφέρουν ένα φάρμακο το οποίο τελικά εξασθενεί την πίστη των ανθρώπων αντί να την ενδυναμώνει. Η θεολογία έχει την ελευθερία σε αυτό το προστατευμένο περιβάλλον της ακαδημαϊκής κοινότητας να αναπτύσσει νέες θέσεις και προσεγγίσεις και να τις δοκιμάζει εσωτερικά. Θέσεις και προσεγγίσεις που ενδεχομένως η Εκκλησία μπορεί να βρει πολύ καινοτόμες ή και παράξενες, ιδέες που πρέπει να αποσταλούν πίσω ως ανώριμες, ενώ άλλες φορές μπορεί να είναι γόνιμες.
Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση που προκάλεσε την αναγέννηση της πνευματικότητας και της θεολογίας δεν ξεκίνησε από την Εκκλησία αλλά από το πανεπιστήμιο, και ο Λούθηρος παρουσίασε τη νέα -και συνάμα παλιά- θεολογία του όχι ως μοναχός αλλά ως καθηγητής, όχι ως μέλος της Εκκλησίας αλλά ως θεολόγος. Αν δεν είχε λάβει αυτή την ακαδημαϊκή ελευθερία, αν δεν είχε αναπτύξει το πείραμά του στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, δεν θα υπήρχε ανανέωση της Εκκλησίας και της πίστης εκείνη την εποχή και από τότε και στο εφεξής. Συνεπώς, η Εκκλησία καλά κάνει να δίνει χώρο στη θεολογία και η θεολογία καλά κάνει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει για να υπηρετεί την Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου