Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἀρρώστια. Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήσει ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία, γιατί καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Κοίταξε νὰ πετάξεις τὸν ἑαυτό σου, γιατί ἂν δὲν πετάξεις τὸν ἑαυτό σου, θὰ σὲ πετάξει ὁ ἑαυτός σου. Ἂν πετάξεις τὸν ἑαυτό σου, μετὰ θὰ πετᾶς. Τί τὸν κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου; Τὸ κομμάτι τῆς ἀγάπης ποὺ κρατᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τὸ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχεις γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἂν γνωρίσεις τὸν ἑαυτό σου, θὰ δεῖς ὅτι δὲν ἔχεις τίποτα δικό σου καὶ τίποτε δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν καταλάβεις πὼς ὅ,τι καλὸ κάνεις εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅσες χαζομάρες κάνεις εἶναι δικές σου, τότε θὰ πάψεις νὰ ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση.
Λίγο ἂν μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Εἶναι ἁπλὰ τὰ πράγματα. Ἔχει, ἂς ὑποθέσουμε, κάποιος μερικὲς ἱκανότητες καὶ ὑπερηφανεύεται γι’ αὐτές. Πρέπει νὰ σκεφθεῖ: Ποῦ τὶς βρῆκε; Τοῦ τὶς ἔδωσε ὁ Θεός. Αὐτὸς τί ἔκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ὁ Θεὸς σὲ κάποιον λίγο παραπάνω μυαλὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ νὰ ζεῖ ἄνετα. Νὰ ὑπερηφανευτεῖ ὅτι τὰ καταφέρνει; Λίγο νὰ τὸν ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ χρεοκοπήσει καὶ νὰ πάει φυλακή.
Ὅταν κάποιος κάνει κάτι ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη καὶ δὲν βρει ἀναγνώριση, μπορεῖ νὰ τοῦ ἔρθει καὶ ἕνα παράπονο. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο -ὄχι φυσικὰ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ τότε ἔχει κανεὶς κάποια ἐλαφρυντικά. Ὅταν ὅμως ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση, αὐτὸ εἶναι βαρὺ∙ ἔχει μέσα ἐγωισμὸ καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Ὅσο μπορεῖς, νὰ κινεῖσαι ταπεινά. Ὅτι κάνεις νὰ τὸ κάνεις μὲ φιλότιμο, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ κενοδοξία γιὰ νὰ ἀκούσεις τὸ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ δέχεται τὰ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐργάζεται μόνο γιὰ τὸν Θεό, τότε ἀνταμείβεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἄφθονη Χάρη Του καὶ στὴν ἄλλη μὲ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου.
Σὲ κάθε σου ἐνέργεια, ἀκόμη καὶ στὴν παραμικρή σου κίνηση, κέντρο νὰ εἶναι ὁ Θεός. Στρέψε ὅλο τὸν ἑαυτό σου πρὸς τὸν Θεό. Ἂν ἀγαπήσεις τὸν Θεό, ὁ νοῦς σου θὰ εἶναι συνέχεια στὸ πῶς νὰ εὐχαριστήσεις τὸν Θεό, καὶ ὄχι στὸ πῶς νὰ ἀρέσεις στοὺς ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θέλουν τὴν ἀρετή, ἀλλὰ θέλουν καὶ κάτι ποὺ νὰ τρέφει τὴν ὑπερηφάνεια τους, δηλαδὴ ἀναγνώριση, πρωτεῖα κ.τ.λ., κι ἔτσι μένουν μὲ ἕνα κενὸ στὴν ψυχή τους, τὸ κενὸ τῆς κενοδοξίας∙ δὲν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα, τὸ φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς. Καὶ ὅσο μεγαλώνει ἡ κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει καὶ τὸ κενὸ μέσα τους καὶ τόσο περισσότερο ὑποφέρουν.
Μόνο μὲ τὰ ἀντίθετα τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων θὰ μπορέσεις νὰ κινηθεῖς στὸν πνευματικὸ χῶρο. Στοργὴ θέλεις; Νὰ χαίρεσαι, ὅταν δὲ σοῦ δίνουν σημασία. Ζητᾶς θρόνο; Κάθισε τὸν ἑαυτό σου στὸ σκαμνί. Ζητᾶς ἐπαίνους; Ἀγάπησε τὴν περιφρόνηση, γιὰ νὰ νιώσεις τὴν ἀγάπη τοῦ Περιφρονημένου Ἰησοῦ. Ζητᾶς δόξα; Ζῆτα την ἀδοξία, γιὰ νὰ νιώσεις τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν νιώσεις τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θὰ νιώθεις τὸν ἑαυτό σου εὐτυχισμένο καὶ θὰ ἔχεις μέσα σου τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἀπ’ ὅλες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Δὲν γνωρίσαμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂν τὸν γνωρίσουμε, ἡ ψυχή μας θὰ χαίρεται καὶ θὰ ζητᾶ ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας γεννᾶ τὴν ταπείνωση. Γιατί, ὅσο περισσότερο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ βλέπει καθαρότερα τὴν μεγάλη του ἀδυναμία. Γνωρίζει τὴν ἀθλιότητά του καὶ τὴν ἀχαριστία του, καθὼς καὶ τὴν μεγάλη ἀρχοντιὰ καὶ τὴν εὐσπλαχνία του Θεού, ὁπότε συντρίβεται ἐσωτερικά, ταπεινώνεται πολὺ καὶ ἀγαπάει τὸν Θεὸ πολύ.
Ὅταν σὲ ταπεινώνει ὁ ἄλλος καὶ τὸ δέχεσαι, τότε ἔχεις πραγματικὴ ταπείνωση, γιατί πραγματικὴ ταπείνωση εἶναι ἡ ταπείνωση στὴν πράξη, ὄχι στὰ λόγια. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπε κάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴ πλατεῖα». «Ἄ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἔ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε νὰ πεῖ ὁ Ἅγιος ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους, κάτω, κάτω…, ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ἐπάνω στὸν Οὐρανό. Ἀλλὰ ἐμεῖς τί κάνουμε; Συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ βγάζουμε συμπεράσματα ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους. «Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον εἶμαι καλύτερος, λέμε, καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλο… Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν…». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔχουμε τὸν λογισμὸ ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦμε.
Ὁ ἄνθρωπος ἕνα μόνο μπορεῖ νὰ ξέρει: ὅτι δὲν ἔχει καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Ἀκόμη καὶ νὰ ἔχει, δὲν τὴν βλέπει, ἐπειδὴ καὶ τότε μόνο την ἀμαρτωλότητά του βλέπει. Γιατί ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τὴν πνευματική, ποτὲ δὲν βλέπει τὴν πρόοδό του∙ μόνο τὶς πτώσεις του βλέπει. Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀφανεῖς ἥρωες τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἐξυπνότεροι τοῦ κόσμου, διότι κατορθώνουν νὰ φυλάσσουν τὸν πνευματικό τους θησαυρὸ στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μεγάλη χαρὰ νὰ νιώθουμε ὅταν ζοῦμε στὴν ἀφάνεια, γιατί τότε θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ θὰ νιώθουμε καὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ τὴν παρουσία Του δίπλα μας.
Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει τὴν ψυχή. Ὁ ταπεινὸς δὲν πέφτει, γιατί βαδίζει χαμηλά. Ὁ Γερο- Ἀββακούμ, ὅταν ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας, τί εἶχε πάθει! Μιὰ μέρα ποὺ ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸ κομποσκοίνι ἐπάνω σ’ ἕνα βράχο του παρουσιάζεται ξαφνικὰ ὁ διάβολος ὡς «ἄγγελος φωτός». «Ἀββακούμ, τοῦ λέει, μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρω στὸν Παράδεισο γιατί ἔγινες πιὰ ἄγγελος∙ ἔλα νὰ πετάξουμε». «Μὰ ἐσὺ ἔχεις φτερά, τοῦ λέει ὁ Γέροντας Ἀββακούμ, ἐγὼ πῶς θὰ πετάξω;». Καὶ ὁ δῆθεν ἄγγελος τοῦ λέει: «Κι ἐσὺ ἔχεις φτερά, ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπεις». Τότε ὁ Γερο-Αββακοὺμ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Παναγιά μου, τί εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ πετάξω;». Ἀμέσως ὁ δῆθεν ἄγγελος ἔγινε ἕνα μαῦρο παράξενο κατσίκι μὲ φτερὰ σὰν τῆς νυχτερίδας καὶ ἐξαφανίστηκε.
Βλέπετε πῶς μὲ τὴν ταπείνωση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;
Λίγο ἂν μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Εἶναι ἁπλὰ τὰ πράγματα. Ἔχει, ἂς ὑποθέσουμε, κάποιος μερικὲς ἱκανότητες καὶ ὑπερηφανεύεται γι’ αὐτές. Πρέπει νὰ σκεφθεῖ: Ποῦ τὶς βρῆκε; Τοῦ τὶς ἔδωσε ὁ Θεός. Αὐτὸς τί ἔκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ὁ Θεὸς σὲ κάποιον λίγο παραπάνω μυαλὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ νὰ ζεῖ ἄνετα. Νὰ ὑπερηφανευτεῖ ὅτι τὰ καταφέρνει; Λίγο νὰ τὸν ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ χρεοκοπήσει καὶ νὰ πάει φυλακή.
Ὅταν κάποιος κάνει κάτι ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη καὶ δὲν βρει ἀναγνώριση, μπορεῖ νὰ τοῦ ἔρθει καὶ ἕνα παράπονο. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο -ὄχι φυσικὰ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ τότε ἔχει κανεὶς κάποια ἐλαφρυντικά. Ὅταν ὅμως ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση, αὐτὸ εἶναι βαρὺ∙ ἔχει μέσα ἐγωισμὸ καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Ὅσο μπορεῖς, νὰ κινεῖσαι ταπεινά. Ὅτι κάνεις νὰ τὸ κάνεις μὲ φιλότιμο, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ κενοδοξία γιὰ νὰ ἀκούσεις τὸ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ δέχεται τὰ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐργάζεται μόνο γιὰ τὸν Θεό, τότε ἀνταμείβεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἄφθονη Χάρη Του καὶ στὴν ἄλλη μὲ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου.
Σὲ κάθε σου ἐνέργεια, ἀκόμη καὶ στὴν παραμικρή σου κίνηση, κέντρο νὰ εἶναι ὁ Θεός. Στρέψε ὅλο τὸν ἑαυτό σου πρὸς τὸν Θεό. Ἂν ἀγαπήσεις τὸν Θεό, ὁ νοῦς σου θὰ εἶναι συνέχεια στὸ πῶς νὰ εὐχαριστήσεις τὸν Θεό, καὶ ὄχι στὸ πῶς νὰ ἀρέσεις στοὺς ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θέλουν τὴν ἀρετή, ἀλλὰ θέλουν καὶ κάτι ποὺ νὰ τρέφει τὴν ὑπερηφάνεια τους, δηλαδὴ ἀναγνώριση, πρωτεῖα κ.τ.λ., κι ἔτσι μένουν μὲ ἕνα κενὸ στὴν ψυχή τους, τὸ κενὸ τῆς κενοδοξίας∙ δὲν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα, τὸ φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς. Καὶ ὅσο μεγαλώνει ἡ κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει καὶ τὸ κενὸ μέσα τους καὶ τόσο περισσότερο ὑποφέρουν.
Μόνο μὲ τὰ ἀντίθετα τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων θὰ μπορέσεις νὰ κινηθεῖς στὸν πνευματικὸ χῶρο. Στοργὴ θέλεις; Νὰ χαίρεσαι, ὅταν δὲ σοῦ δίνουν σημασία. Ζητᾶς θρόνο; Κάθισε τὸν ἑαυτό σου στὸ σκαμνί. Ζητᾶς ἐπαίνους; Ἀγάπησε τὴν περιφρόνηση, γιὰ νὰ νιώσεις τὴν ἀγάπη τοῦ Περιφρονημένου Ἰησοῦ. Ζητᾶς δόξα; Ζῆτα την ἀδοξία, γιὰ νὰ νιώσεις τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν νιώσεις τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θὰ νιώθεις τὸν ἑαυτό σου εὐτυχισμένο καὶ θὰ ἔχεις μέσα σου τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἀπ’ ὅλες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Δὲν γνωρίσαμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂν τὸν γνωρίσουμε, ἡ ψυχή μας θὰ χαίρεται καὶ θὰ ζητᾶ ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας γεννᾶ τὴν ταπείνωση. Γιατί, ὅσο περισσότερο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ βλέπει καθαρότερα τὴν μεγάλη του ἀδυναμία. Γνωρίζει τὴν ἀθλιότητά του καὶ τὴν ἀχαριστία του, καθὼς καὶ τὴν μεγάλη ἀρχοντιὰ καὶ τὴν εὐσπλαχνία του Θεού, ὁπότε συντρίβεται ἐσωτερικά, ταπεινώνεται πολὺ καὶ ἀγαπάει τὸν Θεὸ πολύ.
Ὅταν σὲ ταπεινώνει ὁ ἄλλος καὶ τὸ δέχεσαι, τότε ἔχεις πραγματικὴ ταπείνωση, γιατί πραγματικὴ ταπείνωση εἶναι ἡ ταπείνωση στὴν πράξη, ὄχι στὰ λόγια. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπε κάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴ πλατεῖα». «Ἄ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἔ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε νὰ πεῖ ὁ Ἅγιος ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους, κάτω, κάτω…, ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ἐπάνω στὸν Οὐρανό. Ἀλλὰ ἐμεῖς τί κάνουμε; Συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ βγάζουμε συμπεράσματα ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους. «Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον εἶμαι καλύτερος, λέμε, καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλο… Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν…». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔχουμε τὸν λογισμὸ ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦμε.
Ὁ ἄνθρωπος ἕνα μόνο μπορεῖ νὰ ξέρει: ὅτι δὲν ἔχει καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Ἀκόμη καὶ νὰ ἔχει, δὲν τὴν βλέπει, ἐπειδὴ καὶ τότε μόνο την ἀμαρτωλότητά του βλέπει. Γιατί ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τὴν πνευματική, ποτὲ δὲν βλέπει τὴν πρόοδό του∙ μόνο τὶς πτώσεις του βλέπει. Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀφανεῖς ἥρωες τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἐξυπνότεροι τοῦ κόσμου, διότι κατορθώνουν νὰ φυλάσσουν τὸν πνευματικό τους θησαυρὸ στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μεγάλη χαρὰ νὰ νιώθουμε ὅταν ζοῦμε στὴν ἀφάνεια, γιατί τότε θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ θὰ νιώθουμε καὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ τὴν παρουσία Του δίπλα μας.
Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει τὴν ψυχή. Ὁ ταπεινὸς δὲν πέφτει, γιατί βαδίζει χαμηλά. Ὁ Γερο- Ἀββακούμ, ὅταν ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας, τί εἶχε πάθει! Μιὰ μέρα ποὺ ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸ κομποσκοίνι ἐπάνω σ’ ἕνα βράχο του παρουσιάζεται ξαφνικὰ ὁ διάβολος ὡς «ἄγγελος φωτός». «Ἀββακούμ, τοῦ λέει, μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρω στὸν Παράδεισο γιατί ἔγινες πιὰ ἄγγελος∙ ἔλα νὰ πετάξουμε». «Μὰ ἐσὺ ἔχεις φτερά, τοῦ λέει ὁ Γέροντας Ἀββακούμ, ἐγὼ πῶς θὰ πετάξω;». Καὶ ὁ δῆθεν ἄγγελος τοῦ λέει: «Κι ἐσὺ ἔχεις φτερά, ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπεις». Τότε ὁ Γερο-Αββακοὺμ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Παναγιά μου, τί εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ πετάξω;». Ἀμέσως ὁ δῆθεν ἄγγελος ἔγινε ἕνα μαῦρο παράξενο κατσίκι μὲ φτερὰ σὰν τῆς νυχτερίδας καὶ ἐξαφανίστηκε.
Βλέπετε πῶς μὲ τὴν ταπείνωση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου