Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (Κεφάλαιο Ι)

  Συνέχεια από: Πρόλογος

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

I

Ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις 

Μια επανάσταση κοσμοϊστορικής σημασίας για τον ελληνικό πολιτισμό

Ο Πλάτων στην τελική στιγμή της σύγκρουσης του νέου πολιτισμού της γραφής με τον παραδοσιακό πολιτισμό της προφορικότητας

Η κυριαρχία της προφορικότητας στον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τον πέμπτο αιώνα και η αποφασιστική αλλαγή στην τεχνική της επικοινωνίας στο πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα

Ο ελληνικός πολιτισμός, όπως είναι γνωστό, στις διάφορες εκφάνσεις του, με επικεφαλής την ποίηση, από την ομηρική εποχή έως τον πέμπτο αιώνα π.Χ., στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην προφορικότητα, τόσο όσον αφορά την παρουσίαση του μηνύματος στο κοινό, όσο και τη μετάδοσή του και συνεπώς τη διατήρησή του.

Η εισαγωγή της αλφαβητικής γραφής και η χρήση της από τους Έλληνες χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η γραφή όμως χρησιμοποιήθηκε αρχικά σχεδόν αποκλειστικά για πρακτικούς σκοπούς, για κείμενα νόμων και διαταγμάτων, για καταγραφή/καταλογογράφηση, για ταφικές σημάνσεις και στοιχεία που χαράχτηκαν σε τάφους, καθώς και για διαθήκες. Μόνο αργότερα υλοποιήθηκε σε μορφή βιβλίου.

Από μια αναλφάβητη (αγράμματη) κουλτούρα, δεν υπήρξε μετάβαση σε μια εγγράμματη (αλφαβητική) κουλτούρα παρά μόνο με αργό και πολύ περίπλοκο τρόπο: αρχικά, μόνο λίγοι άνθρωποι έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν για επαγγελματικούς λόγους, και έτσι υπήρξε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως μια μορφή γραμματισμού των συντεχνιών (αλφαβητισμού των επαγγελμάτων). Στη συνέχεια κάποιοι από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους άρχισαν να μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν, και έτσι δημιουργήθηκε μια θέση ημι-γραμματισμού. Τελικά, κατά το τελευταίο τρίτο του πέμπτου αιώνα, και κυρίως κατά το πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα π.Χ., ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να ειπωθεί ότι έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό εγγράμματος.

Τα πρώτα γραπτά κείμενα ήταν ποιητικά, ξεκινώντας από αυτά του Ομήρου, ίσως μεταξύ του 700 και του 650 π.Χ. Αλλά αυτά τα γραπτά κείμενα ήταν, στην αρχή, στηρίγματα προφορικότητας, δηλαδή όργανα που χρησιμοποιούσαν οι ραψωδοί για να τα μάθουν απ' έξω και στη συνέχεια να τα απαγγείλουν, και έτσι απείχαν πολύ από το να έχουν αναγνωστικό κοινό.

Οι μελετητές είναι κάπως διχασμένοι τόσο για το πότε όσο και για το πώς ο πολιτισμός της γραφής πέτυχε τις αποφασιστικές του νίκες. Στην πραγματικότητα, όπως σωστά έχει επισημανθεί, οι σημερινοί μελετητές δυσκολεύονται να εκτιμήσουν τη συνέπεια και το εύρος ορισμένων εγγράφων και μαρτυριών, καθώς τα κρίνουν με μια νοοτροπία που γεννήθηκε και ανατράφηκε στον πολιτισμό της γραφής, και ως εκ τούτου τείνουν να αποδίδουν στις ανακαλύψεις γραπτών εγγράφων ή εργαλείων γραφής όχι τη βαρύτητα που θα μπορούσαν να έχουν μόνο σε έναν πολιτισμό στον οποίο κυριαρχούσε ακόμη η προφορικότητα, αλλά μάλλον τη βαρύτητα και τη σημασία που θα μπορούσαν να έχουν σε έναν ήδη κεκτημένο και εδραιωμένο πολιτισμό της γραφής. Σωστά, ο Havelock επεσήμανε: «Το κλειδί του όλου προβλήματος δεν βρίσκεται στη χρήση γραπτών χαρακτήρων και εργαλείων γραφής, στην οποία έχουν εστιάσει την προσοχή τους οι μελετητές, αλλά στον διαθέσιμο αριθμό αναγνωστών, ο οποίος εξαρτιόταν από την εξάπλωση του αλφαβητισμού. Το τραύμα της ανάγνωσης, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, έπρεπε να προκληθεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και όχι στη δευτεροβάθμια. Κατά τη γνώμη μας, ακόμη και στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, τα στοιχεία τείνουν να δείχνουν ότι οι Αθηναίοι μάθαιναν να διαβάζουν, όταν μάθαιναν, στην εφηβεία. Η γνώση της ανάγνωσης και της γραφής αλληλεπικαλύπτονταν με μια προγενέστερη προφορική εκπαίδευση, και ίσως αυτό που μάθαινε κανείς να γράφει δεν ήταν κάτι περισσότερο από την υπογραφή του -η οποία είναι το πρώτο πράγμα που φυσικά θέλει να μάθει κανείς- και ακόμη και τότε η ορθογραφία και η διαίρεση των λέξεων ήταν αυθαίρετες. Ένα απόσπασμα από τις Νεφέλες, που χρονολογείται από το 423 π.Χ. ή αργότερα, περιγράφει το σχολείο των παιδιών, στο οποίο προΐστατο ο κιθαρωδός. Δεν υπάρχει καμία νύξη στη γραφή και τονίζεται η σημασία της προφορικής απαγγελίας. Πρόκειται για ένα απόσπασμα γραμμένο με νοσταλγικό ύφος, και σε σύγκριση με τη δήλωση στον Πρωταγόρα ότι τα παιδιά έμαθαν να γράφουν στο σχολείο, προσδίδει αξιοπιστία στο συμπέρασμα ότι στα σχολεία της Αττικής η εισαγωγή της γραφής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση άρχισε ως καθολική πρακτική στις αρχές του τελευταίου τρίτου του πέμπτου αιώνα. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί με τη γενική εξάπλωση του γραμματισμού μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, κατάσταση που αποκαλύπτεται στους Βατράχους, το 405. Πράγματι, αυτή η τελευταία μαρτυρία θα πρέπει να μας προειδοποιήσει για το γεγονός ότι όχι σπάνια η Αρχαία Κωμωδία, αν εισάγει τη χρήση γραπτών εγγράφων σε κάποια σκηνική κατάσταση, τείνει να τα αντιμετωπίζει ως κάτι καινούργιο και κωμικό ή ύποπτο, και στην Τραγωδία υπάρχουν αποσπάσματα που υπαινίσσονται τις ίδιες αποχρώσεις».

Θα πρέπει να επιστρέψουμε σε αρκετά από αυτά τα κείμενα αργότερα, καθώς ο Πλάτων, όπως θα δούμε, κάνει ακριβείς αναφορές σε αυτά. Θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα, ως προκαταρκτικό σημείο, τη θέση που ήδη αναφέραμε και την οποία θα επαναλάβουμε σταδιακά, ότι δηλαδή ακριβώς στην εποχή του Πλάτωνα ολοκληρωνόταν ο πολιτισμικός μετασχηματισμός που άλλαξε την ιστορία της Δύσης και τον οποίο πρέπει να κατανοήσουμε καλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον ίδιο τον Πλάτωνα.

Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που θα έτειναν, τουλάχιστον από μια άποψη, να αναχρονολογήσουν αυτή την επανάσταση· αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, αξιολογούν ορισμένα στοιχεία από μια λανθασμένη οπτική γωνία, και ειδικότερα δεν λαμβάνουν υπόψη το πολύ σημαντικό γεγονός ότι, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, οι δύο πολιτισμοί ήταν αλληλένδετοι με διάφορους τρόπους και ότι η προφορική νοοτροπία συνέχισε να επιβιώνει και να επικαλύπτεται με τον πολιτισμό της γραφής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Oddone Longo επισημαίνει ορθά τα εξής: "Ακόμη και αν παραδεχτούμε, όπως κάνουν ορισμένοι, ένα μάλλον υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού, ιδίως σε ορισμένες αστικές περιοχές, εξακολουθεί να ισχύει ότι κάθε γραπτή επικοινωνία απαιτεί, αφενός, έναν αποστολέα εξοπλισμένο με επαρκείς δεξιότητες γραφής και, αφετέρου, έναν παραλήπτη ικανό να διαβάζει χωρίς υπερβολική δυσκολία: μια σύμπτωση που δεν θα έχει συμβεί καθόλου στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε, παράλληλα με ένα περιορισμένο κύκλωμα γραπτής επικοινωνίας, που λειτουργεί μόνο σε περιορισμένες κοινωνικές και γεωγραφικές περιοχές, την επιβίωση και αναπαραγωγή τεχνικών μετάδοσης που χαρακτηρίζουν την προφορικότητα, με αποτέλεσμα μια πραγματική διαστρωμάτωση και, ταυτόχρονα, μια παραγωγή ιδεολογίας που, με την εσωτερική προβληματική και αντιφατικότητά της, αποτελεί εμφανές σύμπτωμα μιας άνισης συνολικής κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Ο μέσος Αθηναίος, μη εξοικειωμένος με τη χρήση της γραφής, θα συνεχίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα να αναγνωρίζει την προφορική μνήμη ως μέσο γνώσης και επικοινωνίας· αυτό φαίνεται, αρκετά αποτελεσματικά, από ένα απόσπασμα του Κρατίνου (122 Κ.): «"Όχι, μα το Δία, δεν ξέρω γράμματα, και δεν ξέρω να γράφω· θα σου πω το πράγμα με τη φωνή (προφορικά), γιατί το έχω καλά στη μνήμη μου". Η συνθήκη που πραγματώνεται σε ένα πολιτισμικό σύμπλεγμα όπως το ελληνικό, είναι επομένως η συνύπαρξη των δύο τεχνικών, οι οποίες άλλοτε ανταγωνίζονται και άλλοτε συνεργάζονται. Η μετάδοση των ειδήσεων μέσω γραπτών μηνυμάτων μπορεί να υποκαταστήσει την προφορική μετάδοση, αλλά μπορεί και να λειτουργήσει παράλληλα· δεν είναι σπάνιο να συμβαίνει, για μεγαλύτερη ασφάλεια, η μετάδοση να γίνεται ταυτόχρονα και στα δύο κανάλια. Η συνύπαρξη ή η συνεργασία των δύο τεχνολογιών είναι ένα από τα πιθανά αποτελέσματα της αντιπαράθεσης που εγκαθιδρύεται μεταξύ τους· στην περίπτωση αυτή, υπάρχει μια σχέση επικουρικότητας της μιας τεχνικής σε σχέση με την άλλη (και μπορούμε να έχουμε τόσο μια γραφή επικουρική της προφορικότητας, όσο και μια προφορικότητα συμπληρωματική της γραφής)»

Ας θυμηθούμε ότι μόλις στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. εισήχθη στην Αθήνα το επιστημονικό-φιλοσοφικό βιβλίο σε πεζό λόγο από τον Αναξαγόρα και ότι ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο που άνοιξε την ιστορία της αγοράς βιβλίων για τα φιλοσοφικά κείμενα: Ο Πλάτων μαρτυρεί ότι ήταν μάλιστα αγοράσιμο σε πολύ μέτρια τιμή στην αγορά.

Ήταν κυρίως οι σοφιστές και οι ρήτορες που διέδωσαν την πρακτική της έκδοσης των γραπτών τους, με τον Πρωταγόρα και κυρίως οριστικά με τον Ισοκράτη. Ο Turner γράφει: «Πιθανότατα ο Ισοκράτης ακολούθησε το παράδειγμα του Πρωταγόρα και έκανε χρήση της φωνής ενός μαθητή, αφού, όπως επαναλαμβάνει επανειλημμένα, του έλειπαν βασικές προϋποθέσεις, όπως η ικανότητα του λόγου και η ενέργεια. Αλλά και αυτοί οι λόγιοι τίθενται σε κυκλοφορία σε διάφορα αντίτυπα σύμφωνα με έναν κατάλογο διανομής: διαδιδόναι είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Ισοκράτης. Για τον λόγο του Κατά των Σοφιστών, τον οποίο παραθέτει στους Περί Αντιδόσεως λόγους του, λέει: "αφού γράφτηκε, τον έβαλα σε διανομή". Η πληρέστερη διατύπωση εμφανίζεται περισσότερες από μία φορές αλλού: "διανέμω μεταξύ των ενδιαφερομένων". Η διαδικασία έχει κάποια ομοιότητα με εκείνη ενός σύγχρονου μελετητή που στέλνει αντίγραφα των αποσπασμάτων του, και το κίνητρο δεν είναι επίσης διαφορετικό. Ο Ισοκράτης, σχετικά με την αρχική έκδοση των έργων του, λέει: "όταν τα έργα αυτά γράφτηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία, απέκτησα μεγάλη φήμη και προσέλκυσα πολλούς μαθητές". Αλλού αναφέρεται ότι ορισμένα από τα έργα του διαβάστηκαν στη Σπάρτη».

Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι ο προφορικός πολιτισμός με τη συναφή τεχνική που βασιζόταν κυρίως στη μνήμη ξεπεράστηκε μόνο αργά- πολλοί πατέρες, μάλιστα, συνέχιζαν να επιβάλλουν στα παιδιά τους την υποχρέωση να μαθαίνουν τα ποιήματα του Ομήρου απ' έξω, όπως καθιστά σαφές αυτό το απόσπασμα από τον Ξενοφώντα:

"Κι εσύ, Νικέρατε, για ποια επιστήμη αισθάνεσαι υπερήφανος;"

"Ο πατέρας μου", απάντησε, "που ενδιαφέρεται να με κάνει ενάρετο άνθρωπο, με υποχρέωσε να μάθω όλους τους στίχους του Ομήρου απ' έξω· και ακόμη και τώρα θα μπορούσα να απαγγείλω την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ολόκληρη απ' έξω".

"Ίσως ξεχνάς", είπε ο Αντισθένης, "ότι όλοι οι ραψωδοί ξέρουν επίσης αυτούς τους στίχους απ' έξω".

"Και πώς θα μπορούσα να μην τους θυμάμαι, αφού πηγαίνω κάθε μέρα να τους ακούω;"

"Και γνωρίζεις πιο κενή ιδιοφυΐα από εκείνη του ραψωδού;" 

"Ακριβώς όχι", απάντησε ο Νικηράτος, "δεν νομίζω ότι γνωρίζω".

"Ο λόγος είναι προφανής", παρατήρησε ο Σωκράτης. "Δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πραγμάτων που απαγγέλλουν. Από την άλλη πλευρά, έδωσες πολλά χρήματα στον Στεσίμπερτο, στον Αναξίμανδρο και σε πολλούς άλλους, ώστε να μη σου διαφύγει κάτι σημαντικό από αυτά τα ποιήματα".

Μόνο με αυτό κατά νου μπορεί κανείς να κατανοήσει διαλόγους όπως ο Ιων, και ιδίως πολλά μέρη της Δημοκρατίας, καθώς και τη σφικτή πολεμική του Πλάτωνα κατά του Ομήρου και τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνήθηκε η ποίησή του. Πρόκειται, μάλιστα, για θέσεις που προκαλούν αμηχανία στον σημερινό άνθρωπο, όπως θα δούμε.

Η θέση του Πλάτωνα τη στιγμή της τελικής μετάβασης από τον πολιτισμό της προφορικότητας στον πολιτισμό της γραφής

Το σημείο-κλειδί που πρέπει να αποκτηθεί για μια ορθή επανάγνωση του Πλάτωνα έγκειται ακριβώς, όπως είπα, στην επαρκή κατανόηση των συνεπειών και των επακόλουθων που συνεπαγόταν η πολιτισμική επανάσταση που συντελούνταν, και ιδίως κατά την τελική της στιγμή. Περνούσαμε πλέον σε εντελώς διαφορετικούς τρόπους σκέψης και έκφρασης από εκείνους του παρελθόντος, σε μια διαφορετική σχέση με τους ανθρώπους και τα πράγματα.

Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσουμε, τουλάχιστον με την πρώτη ματιά, είναι η ιδιότυπη (ιδιόμορφη) θέση του Πλάτωνα, η οποία είναι φαινομενικά αντιφατική. Από τη μια πλευρά, κατέδειξε την ανάγκη εγκατάλειψης του ποιητικού-μιμητικού προφορικού πολιτισμού· από την άλλη, υπερασπίστηκε την προφορικότητα, τοποθετώντας την αξιωματικά πάνω από τη γραφή, επιβεβαιώνοντας μάλιστα τη θέση ότι ο φιλόσοφος πρέπει να επιφυλάσσει για την προφορικότητα τα πράγματα που είναι πιο πολύτιμα γι' αυτόν. Επιπλέον, από τη μια πλευρά, άσκησε σθεναρή κριτική στη γραφή, για τους λόγους που θα δούμε· από την άλλη, εκφράστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της γραφής, και όχι μόνο μέσα στον ελληνικό πολιτισμό, και το σύνολο των γραπτών που μας άφησε έχει μια ιστορία επιρροών που, από ορισμένες πτυχές, δεν έχει προηγούμενο.

Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτό, λοιπόν, ξεχωρίζει ως πραγματικά εμφανές.

Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που το έχουν παρεξηγήσει· και ακόμη και ορισμένοι πρόσφατοι μελετητές, από τους πιο οξυδερκείς και γνώστες της έρευνας της τεχνικής της επικοινωνίας, το έχουν παρερμηνεύσει. Ο Τέρνερ, για παράδειγμα, δεν δίστασε να δηλώσει ότι στην κριτική της γραφής ο Πλάτων έδινε τώρα μια "μάχη οπισθοφυλακής", και πολλοί έχουν συμμεριστεί αυτή την κρίση.

Σε αυτό το βιβλίο θα επιχειρήσω όχι μόνο να επικρίνω, αλλά και να ανατρέψω αυτή την κρίση: πέρα από ορισμένες δηλώσεις που μπορεί αναμφίβολα να ακούγονται σαν υπεράσπιση ενός παρελθόντος που δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει, ο Πλάτων, με μια πολύ λεπτή ευαισθησία που οξύνθηκε ακριβώς από την κορυφαία στιγμή της πολιτιστικής επανάστασης, έχει αναπτύξει με ώριμο τρόπο εξαιρετικές πρωτοποριακές έννοιες, με ευφυείς λαμπρές διαισθήσεις που συνέλαβαν εν σπέρματι ορισμένες αλήθειες που μόνο στον εικοστό αιώνα ωρίμασαν μέσω της ερμηνευτικής, όπως θα δούμε.

Προκειμένου να παρουσιάσω αυτή τη θέση μου με διαλεκτικό τρόπο, θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμο να εμπλακώ σε έναν στενό διάλογο με τον Χάβελοκ· για τους λόγους που θα αναλύσω αμέσως.
 
Η σημαντική αλλά πολύ επιμέρους ανακάλυψη του Havelock στις πλατωνικές σπουδές

Το 1963, ο Havelock δημοσίευσε το πιο απαιτητικό βιβλίο του, το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή και το οποίο, στο είδος του, ήταν κοσμοϊστορικό (δημιούργησε μια εποχή), με ένθερμους οπαδούς της θέσης που παρουσίαζε και όχι λιγότερο ένθερμους επικριτές.

Ήδη ο τίτλος Πρόλογος στον Πλάτωνα που δόθηκε στο βιβλίο είχε προκαλέσει συζητήσεις, διότι αποδείχθηκε ανεπαρκής: στην πραγματικότητα, το βιβλίο περιέχει πολύ περισσότερα και, ταυτόχρονα, πολύ λιγότερα απ' όσα υπόσχεται.

Περιέχει περισσότερα, καθώς παρουσιάζει με οξύτητα και αποτελεσματικότητα τα δομικά χαρακτηριστικά του αρχαϊκού ελληνικού πολιτισμού που βασίζεται στην προφορικότητα, και ιδίως στην ποιητική-μιμητική προφορικότητα, δηλαδή απεικονίζει εκείνη τη μορφή πολιτισμού εναντίον της οποίας ο Πλάτων δίνει μια πραγματική μάχη. Πράγματι, η σιδερένια καταδίκη της ποίησης, και ιδίως του Ομήρου, από τον Πλάτωνα που περιέχεται στη Πολιτεία δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητή παρά μόνο από την οπτική γωνία υπό την οποία την παρουσιάζει ο Χάβελοκ.

Περιέχει λιγότερα, καθώς ο Πλάτωνας παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως dimidiatus (χωρισμένος στη μέση), σύμφωνα με μια σειρά θεωρητικών υποθέσεων που δεν έχουν καθόλου επιχειρήματα και που είναι πραγματικά ανεπαρκείς και κυρίως αβάσιμες ιστορικά.

Η ιταλική έκδοση, δικαίως, πήρε τον τίτλο "Προφορικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της γραφής από τον Όμηρο στον Πλάτωνα".

Ο συγγραφέας είναι ειδικός στην τεχνολογία της επικοινωνίας στον αρχαίο κόσμο, χρησιμοποιεί με αυτοπεποίθηση και κομψότητα μεθόδους που προέρχονται από τις ψυχολογικές, ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές επιστήμες και έτσι θέτει και αναπτύσσει μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων που οι φιλόλογοι και οι ιστορικοί του κλασικού πολιτισμού αγνοούσαν στο παρελθόν σχεδόν εντελώς και εν μέρει εξακολουθούν να αγνοούν.

Η θέση του Havelock είναι η εξής: δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τον Πλάτωνα αν δεν τον τοποθετήσει ακριβώς στη συγκεκριμένη ιστορική-πολιτισμική στιγμή στην οποία έζησε, δηλαδή στην εποχή που ο πολιτισμός της γραφής κέρδισε το πάνω χέρι έναντι του πολιτισμού της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Χάβελοκ, ο Πλάτωνας ήταν ακόμη και "προφήτης" της νέας κουλτούρας: η διαλεκτική του μέθοδος και η συναφής προβληματική των Ιδεών θα αποδειχθεί ότι εξαρτώνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κουλτούρα της γραφής. Η επίθεση και η ανατροπή της δομής και των θεμελίων του πολιτισμού της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας από τον Πλάτωνα και η συνακόλουθη εισαγωγή των νέων δομών και θεμελίων της σκέψης θα ήταν αδύνατη σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο εκτός από τον πολιτισμό της γραφής.

Θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα, τα οποία απεικονίζουν καλά αυτή τη θέση και βοηθούν στην κατανόηση των θέσεων που θα διατυπώσω τόσο θετικά όσο και αρνητικά.

Στον ίδιο τον Πρόλογο του βιβλίου, αναφέρεται με σαφήνεια: "Ο γραμματισμός δεν ωρίμασε πλήρως μέχρι τις αρχές της ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία η εννοιολογική σκέψη έγινε, τρόπον τινά, κυρίαρχη και το λεξιλόγιό της έγινε λίγο-πολύ ομοιόμορφο. Ο Πλάτων, που έζησε εν μέσω αυτής της επανάστασης, την προανήγγειλε και έγινε ο προφήτης της".

Ποια ήταν η αιτία της αφύπνισης των Ελλήνων από αυτή τη μορφή υπνωτικής έκστασης που συνδέεται με την ποιητική-μιμητική προφορικότητα, και συνεπώς η αιτία της γέννησης της αυτοσυνειδησίας και του νέου τρόπου σκέψης; "Η θεμελιώδης απάντηση", γράφει ο Havelock, «πρέπει να βρίσκεται στην αλλαγή που συντελέστηκε στην τεχνολογία της επικοινωνίας. Η ανανέωση της μνήμης μέσω των γραπτών σημείων επέτρεψε στον αναγνώστη να απαλλαγεί από ένα μεγάλο μέρος εκείνης της συναισθηματικής ταύτισης με την οποία μόνο οι ακουστικές μαρτυρίες έμεναν με ασφάλεια στη μνήμη. Αυτό μπορούσε να απελευθερώσει ψυχική ενέργεια, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επανεξετάσει και να αναδιατάξει αυτό που ήταν πλέον καταγεγραμμένο και μπορούσε να ιδωθεί ως αντικείμενο και όχι απλώς να ακουστεί και να αισθανθεί. Θα μπορούσε, τρόπον τινά, να ξανακοιταχτεί. Και αυτός ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τη λέξη θυμάμαι είναι ίσως με τη σειρά του η προϋπόθεση για την αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, μιας σκοπιμότητας που συχνά θεωρείται χαρακτηριστική του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκε για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να της γυρίσουν την πλάτη».

Η θεωρία των Ιδεών έγινε κατά συνέπεια "μια ιστορική αναγκαιότητα", με την οποία η "αναπαράσταση εικόνων" που άρμοζε στον πολιτισμό της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας αντικαταστάθηκε από μια "σκέψη εννοιών", η οποία μπορούσε να βασιστεί μόνο στη νέα μορφή πολιτισμού που δημιούργησε η παιδεία. Ήταν λοιπόν η γενική εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού που συνδέεται με τη μετάβαση από την προφορικότητα στη γραφή "που θα καθιστούσε τον πλατωνισμό αναπόφευκτο".

Εν ολίγοις: υπήρξε μια μετάβαση από εκείνη τη γλώσσα της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας που θεμελιωνόταν για την απομνημόνευση σε σκοπιμότητες και τύπους και βασιζόταν σε εικόνες, γεγονότα και καταστάσεις, όπου δομικά το πραγματικό συμβάν υπερισχύει της έννοιας, στη νέα γλώσσα που αντικατέστησε τη σύνταξη των εικόνων με εκείνη των εννοιών. Και αυτή η κοσμογονική μετατόπιση θα γινόταν δυνατή μόνο με την τεχνολογία του γραμματισμού.

Τα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου του Havelock και οι διαρθρωτικοί περιορισμοί του

Η κύρια αξία του βιβλίου του Havelock συνίσταται ακριβώς στο ότι ανέδειξε τέλεια το πρόβλημα που θεμελιώνεται στην ανάγκη ανάγνωσης του Πλάτωνα στο πλαίσιο αυτής της κοσμοϊστορικής πολιτιστικής επανάστασης, έστω και αν οι λύσεις που προτείνει για το πρόβλημα αυτό πρέπει σε μεγάλο βαθμό να επαναπροσδιοριστούν και να διορθωθούν.

Όπως έχω ήδη πει σε άλλες περιπτώσεις, και άλλοι μελετητές έχουν επίσης επισημάνει εύστοχα, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί πιθανώς να συνειδητοποιήσει, περισσότερο απ' ό,τι ήταν δυνατό στο παρελθόν, τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εκείνη την εποχή κατ' αναλογία με ό,τι συμβαίνει σήμερα.

Εκείνη την εποχή, η γραφή νικούσε την προφορικότητα· σήμερα, από την άλλη πλευρά, η ίδια η γραφή είναι αυτή που νικιέται από μια διαφορετική μορφή πολιτισμού, που βασίζεται ιδίως στην εικόνα, στην τεχνολογία των υπολογιστών και σε έναν νέο τύπο προφορικότητας, εντελώς διαφορετικό από τον αρχαίο, και που μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί "μαζική προφορικότητα", "προφορικότητα των μέσων μαζικής επικοινωνίας".

Ο Bruno Gentili γράφει πολύ σωστά: «Ζούμε και εμείς σε μια εποχή πολιτιστικής κρίσης που προκαλείται από την έλευση νέων εργαλείων και νέων τεχνικών επικοινωνίας και, ακριβώς λόγω αυτής της νέας κατάστασης, προέκυψε η ανάγκη να διερευνηθούν θεωρητικά οι τυπικές πτυχές και οι αναπόφευκτες συνέπειες σε ανθρωπολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Η διφορούμενη σχέση του Πλάτωνα με τη γραφή φαίνεται να αναβιώνει σήμερα, με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο, σε σχέση με τον υπολογιστή και τα ηλεκτρονικά μέσα: είμαστε αντίθετοι με αυτά, τα αντιπαθούμε, αλλά ταυτόχρονα τα χρησιμοποιούμε ως χρήσιμα, και μάλιστα απαραίτητα, εργαλεία τόσο για τη σύνθεση όσο και για τη διατήρηση και τη διάδοση της γνώσης, σε σημείο που όποιος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν υπολογιστή κινδυνεύει να γίνει με τη σειρά του τεχνολογικά αναλφάβητος». Ο Gentili καταλήγει παραθέτοντας ένα ποίημα από το μεταθανάτιο Hμερολόγιο του Eugenio Montale, Nel Duemila, το οποίο εκφράζει απόλυτα την αίσθηση της απειλής που προκαλούν οι τεχνολογικές καινοτομίες στην ανθρώπινη ελευθερία:

Ήμασταν διχασμένοι ανάμεσα
στην αγαλλίαση και τον φόβο
στο άκουσμα ότι ο υπολογιστής 
θα αντικαταστήσει την πένα του ποιητή. 
Στην προσωπική μου περίπτωση, μη γνωρίζοντας 
πώς να τον χρησιμοποιήσω, 
θα αρκεστώ σε κάρτες, 
που αντλούν από τις αναμνήσεις 
για να τις ενώσω έπειτα τυχαία. 
Και τώρα τι με νοιάζει 
αν η φλέβα (η έμπνευση) σβήνει μαζί μου, 
μια εποχή τελειώνει.

Το βιβλίο του Havelock, το οποίο αντιμετωπίζει πλήρως το θεμελιώδες ερώτημα για την κατανόηση του Πλάτωνα, έχει το κύριο ελάττωμα στη μέθοδο που χρησιμοποιεί, η οποία έχει έντονα "αναγωγιστικό" χαρακτήρα: εξαρτά τη γέννηση και την εξέλιξη των μορφών σκέψης από τις τεχνολογίες της δημοσίευσης, της επικοινωνίας και της διατήρησης. Οι τεχνολογίες και τα υλικά εργαλεία θα επηρέαζαν δομικά και σφαιρικά το ανθρώπινο πνεύμα. Πρόκειται για έναν αναγωγισμό που θα μπορούσαμε κάλλιστα να ονομάσουμε "επιστημονικο-τεχνολογικό".

Το πρόβλημα που τίθεται είναι το εξής: ήταν όντως "ο αυξανόμενος αλφαβητισμός που άνοιξε το δρόμο για τα πειράματα αφαίρεσης", ή ήταν αντίθετα η ανάδυση πνευματικών  αιτημάτων με μια αφηρημένη και διαλεκτική έννοια, η οποία ώθησε στην εφαρμογή και τη διάδοση της γραφής; Ή, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε μια δυναμική συνέργεια μεταξύ του γραμματισμού (αλφαβητισμού) και των πειραμάτων αφαίρεσης;

Θα δούμε ότι τα γεγονότα αποδεικνύουν ακριβώς αυτό, διαψεύδοντας τον Havelock.

Η πλατωνική κριτική στη γραφή που παραμελήθηκε εντελώς από τον Havelock.

Ο Havelock όχι μόνο υποστηρίζει ότι η γραφή είναι ακριβώς αυτή που κατέστησε δυνατό και μάλιστα αναγκαίο τον πλατωνισμό, αλλά ακόμη και ότι το σώμα των πλατωνικών συγγραμμάτων αποτελεί το σημείο καμπής της ελληνικής σκέψης και, με τον τρόπο του, στο είδος του, μια πρωτιά και μια πρωτοφανής στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σε ένα έργο που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον, γράφει: «Το μεγάλο σημείο καμπής στην ιστορία της ελληνικής θεωρητικής σκέψης, είτε αυτή αφορούσε τη φύση, είτε τον άνθρωπο, δεν συμπίπτει με την περίοδο της σωκρατικής δραστηριότητας -κάτι τέτοιο θα ήταν ιστορικά μια παράλογη υπόθεση- αλλά με το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν ένας άνθρωπος που καταγόταν από την Αθήνα, συνδυάζοντας την λογοτεχνική τέχνη που γεννήθηκε στην πόλη του -δηλαδή την δραματική τέχνη- με το πνευματικό εγχείρημα που ξεκίνησε στην Ιωνία και έγινε αποδεκτό από τον Σωκράτη, εισήγαγε στον ελληνικό κόσμο -καθώς και σε εκείνον των πολιτισμικών του κληρονόμων- ένα σημαντικό σώμα γραπτών συγγραμμάτων που προοριζόταν για αναγνώστες, το οποίο, με τον τρόπο του, ήταν το πρώτο στην ιστορία του είδους μας».

Αλλά τότε, πώς μπορεί ένας άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και των πολιτιστικών κληρονόμων του με τα συγγράμματά του, να υποβάλλει τα ίδια του τα γραπτά σε σκληρή κριτική; Στον Φαίδρο και στον επίλογο της Επιστολής VII, ο Πλάτωνας δηλώνει μάλιστα, όπως θα δούμε, ότι για ορισμένα πράγματα (για αυτά που είχαν τη μεγαλύτερη αξία γι' αυτόν, δηλαδή τα θεμέλια του συστήματός του) όχι μόνο δεν υπήρχε μέχρι τότε κανένα δικό του γραπτό, αλλά δεν θα υπήρχε ποτέ ούτε στο μέλλον.

Ο Havelock θα έπρεπε να είχε αναλύσει αυτά τα κείμενα με μεγάλη προσοχή και να τα είχε ερμηνεύσει σε σχέση με τη βασική του θέση· αντ' αυτού, τα παραμελεί εντελώς.

Μπορούμε να δώσουμε μια εξήγηση γι' αυτό χρησιμοποιώντας ορισμένα κριτήρια και κάποιες μεταφορές με γνωσιολογικό χαρακτήρα (επιστημολογικής φύσης). Η κριτική που ασκεί ο Πλάτωνας στη γραφή αποτελεί μια πραγματική "αντίφαση", ένα πραγματικό "αντί-γεγονός", που δεν εντάσσεται στο κατηγοριακό πλαίσιο του ερμηνευτικού παραδείγματος του Havelock. Για να ενταχθούν οι "αντιφάσεις" (τα "αντί-γεγονότα") σε ένα συγκεκριμένο κατηγοριακό πλαίσιο, δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από το να εξομαλυνθούν όσο χρειάζεται: τα γεγονότα, σε αυτήν την περίπτωση, "μετα-ποιούνται" και "ξανα-γίνονται" μέσω κατάλληλων και βολικών εννοιολογικών ανακατασκευών. Ο Havelock σε πολλές περιπτώσεις συμπεριφέρεται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, όπως θα δούμε, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο μελετητής έδρασε με ακραίο τρόπο: θα μπορούσαμε να πούμε ότι "αναίρεσε/αποκατέστησε", το γεγονός, δηλαδή το εξάλειψε δραστικά, θεωρώντας το ανύπαρκτο.

Αντίθετα, θα δούμε ότι ο Πλάτων, ακριβώς ως μεγάλος συγγραφέας, όχι μόνο γνώριζε ότι ήταν ο μεγαλύτερος από τους συγγραφείς της εποχής του και το απέδειξε με γεγονότα και θεωρία· αλλά, ακριβώς σε εκείνο το στάδιο της μετάβασης από τον έναν πολιτισμό στον άλλο, ανακάλυψε ότι το νέο μεγάλο μέσο της επικοινωνίας μέσω της γραφής, μαζί με τα πλεονεκτήματά του, συνεπαγόταν και μειονεκτήματα, καθώς εισήγαγε ορισμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να καταστήσουν την επικοινωνία αναποτελεσματική ή και επιβλαβή. Συγκεκριμένα, συνειδητοποίησε με ποια έννοια και σε ποιο βαθμό η γραφή δεν είναι "αυτοδύναμη" με απόλυτους όρους, διότι χρειάζεται "βοήθεια" για την επαρκή και πλήρη πρόσληψη των μηνυμάτων της.

Αλλά γι' αυτό θα πρέπει να μιλήσουμε εκτενώς.

Ο Havelock δεν εξηγεί γιατί ο Πλάτωνας διαλύει την ποιητικο-μιμητική προφορικότητα και ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι η προφορικότητα είναι αξιωματικά ανώτερη από τη γραφή.

Σε συνδυασμό με την κριτική της γραφής, ο Πλάτων παρουσιάζει μια συστηματική υπεράσπιση της προφορικότητας, την οποία θεωρεί απαραίτητη για την μετάδοση των φιλοσοφικών μηνυμάτων, για τους λόγους που θα δούμε. Επιπλέον, θεωρεί ότι η γραφή είναι μια μορφή «παιχνιδιού» που είναι αρκετά όμορφο, αλλά δεν παύει να είναι παιχνίδι, σε αντίθεση με τη «σοβαρότητα» που αντίθετα χαρακτηρίζει τη διαλεκτική προφορικότητα.

Περισσότερο από ποτέ, στο πλαίσιο του προβληματισμού του Havelock, απαιτείται η εξήγηση αυτού του γεγονότος σε συνδυασμό με μια επαρκή ερμηνεία της κριτικής της γραφής.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι αρκετά σύνθετο. Η λύση του δεν έχει αντιμετωπιστεί από μένα σε προηγούμενες εργασίες μου και την παρουσιάζω εδώ για πρώτη φορά.

Η προφορικότητα έχει διάφορες μορφές, οι οποίες δεν μπορούν να αναχθούν στο σύνολό τους, όπως κάνει ο Havelock, στην «ποιητικο-μιμητική», έστω και αν αυτή αποδεικνύεται η πιο διαδεδομένη. Στη σφαίρα της προφορικότητας, στην πραγματικότητα, πρέπει να διακρίνουμε: α) την ποιητικο-μιμητική προφορικότητα, η οποία είναι η παλαιότερη και επίσης η πιο διαδεδομένη μορφή· β) την προφορικότητα που θα ονομάζαμε διαλεκτική, η οποία προέκυψε και καθιερώθηκε με την άνοδο της φιλοσοφικής και επιστημονικής έρευνας· γ) τέλος, την προφορικότητα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ρητορική, αφού την υπερασπίστηκαν και την επέβαλαν οι ρήτορες, δηλαδή οι δάσκαλοι της δημόσιας ευγλωττίας.

Ο Πλάτωνας πολεμούσε πολύ έντονα την πρώτη μορφή προφορικότητας, την «ποιητικο-μιμητική»· αλλά πήρε επίσης θέση εναντίον της τρίτης μορφής προφορικότητας που ανήκε στους ρήτορες, η οποία συνδεόταν με τη διδασκαλία των σοφιστών (Πρωταγόρας και Γοργίας), και στόχευε ρήτορες όπως ο Λυσίας και ο ίδιος ο Ισοκράτης.

Η προφορικότητα που ο Πλάτωνας θεωρούσε ικανή να μεταδώσει τα σπουδαιότερα μηνύματα, ιδίως τα φιλοσοφικά, ήταν η «διαλεκτική προφορικότητα», την οποία είχε αναδείξει ο Σωκράτης και την οποία υιοθέτησε ο ίδιος o Πλάτων, βασίζοντας τα δικά του γραπτά σε αυτή τη μέθοδο.

Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί, όπως είπε ο Gentili, ότι ο Πλάτωνας «δεν αντιλαμβανόταν ότι ο πολιτισμός που αμφισβητούσε ήταν στενά συνδεδεμένος με την τεχνολογία της προφορικής επικοινωνίας. Το γεγονός ότι ο Πλάτων διακήρυξε ρητά την προτίμησή του στον προφορικό λόγο σημαίνει στην πραγματικότητα μόνο ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις πλήρεις ιστορικές συνέπειες των δύο διαφορετικών τεχνολογιών της προφορικής και της γραπτής επικοινωνίας σε μια εποχή που η μετάβαση από τη μία μορφή στην άλλη βρισκόταν σε εξέλιξη. Από εδώ προέρχεται η αντιφατική του θέση ως υπερασπιστή της προφορικότητας και πολέμιου της χρήσης της γραφής, στην οποία μάλιστα ανέθεσε τη μετάδοση της διαλεκτικής του σκέψης».

Στην πραγματικότητα, ο Πλάτων δεν βασίστηκε στην "ποιητικο-μιμητική προφορικότητα", αλλά στην "διαλεκτική προφορικότητα", και πίστευε ότι αυτή η μορφή προφορικότητας απέφευγε εντελώς τόσο τους κινδύνους της ποιητικο-μιμητικής (και της ρητορικής) προφορικότητας, όσο και τους κινδύνους της γραφής, που, λόγω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε απόλυτη αποτυχία των μηνυμάτων της, ιδίως όταν επρόκειτο για τα έσχατα μηνύματα της φιλοσοφίας.

Εάν δεν γίνει σαφής αυτή η διάκριση μεταξύ των διάφορων μορφών προφορικότητας, ειδικά της "ποιητικο-μιμητικής" και της "διαλεκτικής", παρουσιάζεται μια μισή πραγματικότητα, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Θα αφιερώσω επομένως τα επόμενα δύο κεφάλαια σε αυτές τις μορφές προφορικότητας, για να δείξω πως η γέννηση και η εξέλιξη της φιλοσοφίας δεν εξηγούνται παρά μόνο σε σχέση με τη διαλεκτική προφορικότητα, που δεν ξεκίνησε από τη γραφή, αλλά ήρθε σε αυτήν.
 
Σχόλιο: Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΝΟΗΣΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝ/ΚΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ.

Η προβληματική της ποίησης και της μυθολογίας

Φυσικά, η μεθοδολογική προσέγγιση του Havelock συνεπαγόταν την πλήρη ταύτιση της ποίησης και του μύθου με τον πολιτισμό της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, και συνεπώς την άρνηση ότι στον Πλάτωνα, ο οποίος ανέτρεψε τις μεθόδους και το περιεχόμενο αυτού του πολιτισμού, η ποίηση και ο μύθος θα μπορούσαν να έχουν ακόμη κάποια σημασία.

Αντίθετα, όπως θα δούμε, ο Πλάτων παρουσιάζεται ως ο δημιουργός μιας νέας μορφής ποίησης, ως ο νέος ποιητής που ξεπερνά και επινοεί, σε μια ανώτερη σύνθεση, την κωμωδία και την τραγωδία. Επιπλέον, ανακτά τον μύθο, ακριβώς στο νέο επίπεδο των φιλοσοφικών επιτευγμάτων, και τον παρουσιάζει ως «σκέψη μέσω εικόνων» σε συνέργεια με τον Λόγο.

Στο σημείο αυτό, ευτυχώς, αρκετοί μελετητές που αποδέχθηκαν τις βασικές θέσεις του Χάβελοκ, αναπτύσσοντάς τες ιδιαίτερα στον τομέα της λογοτεχνίας, έχουν ήδη παρατηρήσει αυτό το σφάλμα του μελετητή και το διόρθωσαν.

Ο Gentili, για παράδειγμα, ορθά επισημαίνει ότι ο Πλάτων απορρίπτει κατηγορηματικά τους μύθους που αποτέλεσαν αντικείμενο του έπους και της τραγωδίας, επειδή έχουν μια διανοητικά και ηθικά διαφθοροποιό δύναμη· ωστόσο, αναγνωρίζει στο μύθο μια επικοινωνιακή ικανότητα και μια πειστική και σαγηνευτική δύναμη, η οποία μπορεί να συνδεθεί καλά, με κατάλληλες διορθώσεις του περιεχομένου, με τον ορθολογικό λόγο. Φυσικά, πρόκειται για μια νέα μορφή μύθου και, ακριβώς, πρόκειται για «έναν μύθο που καθαρίζεται από τις εφήμερες και απατηλές επινοήσεις των αρχαίων και αποσκοπεί στο να περιέχει τις νέες αξίες του κράτους: επομένως ο μύθος ως μεταγλώσσα κατάλληλη για ένα νέο περιεχόμενο, ως σαγηνευτική μεταμφίεση του φιλοσοφικού στοχασμού».

Ο Cerri, με τη σειρά του, διευκρινίζει: «Ο Πλάτωνας καταδικάζει τον μύθο και την ποίηση της ομηρικής και ησιόδειας παράδοσης, όχι τον μύθο και την ποίηση καθεαυτήν· μάλιστα, αποτελεί προϋπόθεση και επακόλουθο της όλης συλλογιστικής ότι ο μύθος και η ποίηση που τον αφηγείται είναι η μόνη βιώσιμη οδός για τη βασική διαμόρφωση του πολίτη. Η διαλεκτική αλήθεια παρεμβαίνει μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, αντιπροσωπεύοντας τον ανώτερο και μεταγενέστερο βαθμό εκπαίδευσης, ο οποίος άλλωστε προορίζεται μόνο για την ελίτ των ανθρώπων που θα έχουν δείξει προθυμία να τον δεχτούν».

Ένας άλλος περιορισμός της θέσης του Havelock συνίσταται στο ότι έχει θεωρήσει ουσιαστικά μόνο το έπος (και την τραγωδία) ως το βασικό υλικό του ποιητικού-μιμητικού προφορικού πολιτισμού και ότι έχει συνδέσει τη λυρική ποίηση όχι τόσο με την προφορικότητα όσο με τη γραφή. Αντίθετα, η λυρική ποίηση ήταν επίσης μέρος της ίδιας δυναμικής της τεχνολογίας της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, όπως πολύ καλά έχει δείξει ο Gentili. Στην πραγματικότητα, η διαφορά έγκειται μόνο σε αυτό: «Στη διάσταση της σχέσης ποιητή-κοινό αναδύεται για τη λυρική ποίηση, σε αντίθεση με την επική ποίηση, το πρόβλημα της ιδιαιτερότητας του κοινού, το οποίο εντοπίζεται κατά καιρούς σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες όπως σε ένα θίασο κοριτσιών (Σαπφώ) ή σε μια λέσχη ευγενών (Αλκαίος) ή σε μια ομάδα πολεμιστών που ασχολούνται με την υπεράσπιση της πόλης τους (Τυρταίος) ή στο περιβάλλον των συμποσίων και του κώμου (Ανακρέοντας). Για το χορωδιακό λυρικό ανακύπτει, παράλληλα με εκείνο του κοινού, και το πρόβλημα του προσώπου του προστάτη και των πιθανών επιρροών που θα μπορούσε να ασκήσει στον ποιητή». 

Ειδικότερα, η αναγωγιστική μέθοδος με την «επιστημονική-τεχνολογική» έννοια που ακολούθησε ο Havelock, δεν του επέτρεψε να εντοπίσει τη «γνωστική» αξία του μύθου, η οποία σήμερα με άλλους τρόπους ανακαλύπτεται εκ νέου από πολλούς. Ειδικότερα, ο Havelock δεν κατανόησε την παρουσία αυτού του «φανταστικού καθολικού», δηλαδή αυτού του «καθολικού» που περιλαμβάνεται δομικά στην ποιητική εικόνα και που, σε διαφορετικό βαθμό, κρύβεται και ταυτόχρονα αποκαλύπτεται σε αυτές τις ιδιόμορφες καταστάσεις, σε αυτά τα γεγονότα που σημαδεύονται στο χρόνο και σε αυτούς τους εμβληματικούς χαρακτήρες της ποίησης και του μύθου.

Και αυτό ακριβώς είναι που, όπως θα δούμε, ο Πλάτων φέρνει στο προσκήνιο με τη νέα μορφή της ποίησης και τους νέους μύθους που δημιουργεί.

Ο Χάβελοκ έχει περιορίσει έντονα ή ακόμα και εξαλείψει όλα τα στοιχεία που συνδέονται με μεταφυσικά, θρησκευτικά και ερωτικά ζητήματα

Όπως είπα και παραπάνω, ο Havelock, σε αντίθεση με τον τίτλο που δίνει στο βιβλίο του, κατανοεί πολύ καλά τον Όμηρο και τον προφορικό ποιητικό-μιμητικό πολιτισμό και συνεπώς τους λόγους για τους οποίους ο Πλάτωνας τους πολεμά, αλλά δίνει πολύ λίγη κατανόηση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Και ολόκληρο το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο τιτλοφορείται “Η αναγκαιότητα του πλατωνισμού”, είναι το πιο αδύναμο και σε μεγάλο βαθμό ασυνεπές, καθώς τα “γεγονότα” «ξαναφτιάχνονται», «κατασκευάζονται» και συχνά «αποδομούνται» με εκπληκτικό τρόπο.

Κατ' αρχάς, ο Havelock δείχνει ότι δεν είναι επαρκώς εξοικειωμένος με το σύνθετο μεταφυσικό πρόβλημα και την εξέλιξή του στον αρχαίο κόσμο, και ότι αγνοεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο Πλάτωνας ήταν αυτός που με τον «δεύτερο πλού» έχτισε τη δυτική μεταφυσική, θέτοντας εκείνα τα θεμέλια που έχουν καθιερωθεί ως μη αναστρέψιμο (αμετάκλητο) σημείο αναφοράς. Αλλά και οι ίδιοι οι Προσωκρατικοί (ξεκινώντας από τον Θαλή) ανέπτυξαν έναν φιλοσοφικό λόγο που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί «μεταφυσικός», δίνοντας στον όρο ένα ελληνικό και όχι σύγχρονο νόημα: έθεσαν το πρόβλημα του «όλου», δηλαδή του λόγου ύπαρξης «όλων των πραγμάτων», με την αναζήτηση της «αρχής» ή των «αρχών» που τα εξηγούν.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Havelock όχι μόνο αρνείται κατηγορηματικά ότι οι Προσωκρατικοί μιλούσαν για μεταφυσική και προσπερνά σιωπηλά (αποσιωπά) τον πλατωνικό «δεύτερο πλου», αλλά αποφεύγει να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «μεταφυσική».

Και επειδή, με το ζήτημα της μεταφυσικής, αγγίζουμε ακριβώς ένα από τα πιο ευαίσθητα και πιο δύσκολα σημεία στην ερμηνεία της αρχαίας σκέψης, αλλά ταυτόχρονα το πιο σημαντικό, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ορισμένες πραγματικά διαφωτιστικές παρατηρήσεις που έκανε ο Heidegger, στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί αρκετές φορές, αλλά που σε αυτήν την περίπτωση είναι απαραίτητο να επαναλάβω.

Γράφει ο Heidegger: «Η λέξη [δηλ. μεταφυσική] και η γένεσή της είναι πολύ ιδιαίτερες, και ακόμα πιο ιδιαίτερη είναι η ιστορία της. Και όμως από τη δύναμη και την κυριαρχία αυτής της λέξης, και από την ιστορία της, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση του δυτικού πνευματικού κόσμου και, κατά συνέπεια, του κόσμου γενικάΟι λέξεις είναι συχνά, στην ιστορία, πιο ισχυρές από τα πράγματα και τις πράξεις. Το γεγονός ότι, κατά βάθος, γνωρίζουμε ακόμη πολύ λίγα για τη δύναμη της λέξης 'μεταφυσική' και για την ιστορία της ανάπτυξής της και της δύναμής της μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε πόσο φτωχή και εξωτερική παραμένει η γνώση μας για την ιστορία της φιλοσοφίας, πόσο λίγο εξοπλισμένοι είμαστε για μια αντιπαράθεση με αυτήν, με τις θεμελιώδεις θέσεις της και με τις ενιαίες, καθοριστικές δυνάμεις τους».

Ακριβώς επειδή δεν αντιμετώπισε σωστά αυτό το ζήτημα, ο Havelock δεν κατανόησε το πλατωνικό πρόβλημα του "είναι" και περιόρισε τις Ιδέες σε απλές "αφηρημένες έννοιες" (σε έννοιες και κατηγορίες), ενώ, στην πραγματικότητα, για τον Πλάτωνα αυτές είναι κάτι πολύ περισσότερο.

Μάλιστα, ακριβώς στην έννοια της "αφαίρεσης" βασίστηκε για να εξηγήσει την "επανάσταση" που έφερε ο Πλάτωνας· αλλά με τον όρο "αφαίρεση" εννοούσε αυτό που νοήθηκε από τον Locke και μετά, ενώ η αρχαία σκέψη εννοούσε κάτι πολύ διαφορετικό, όπως θα δούμε ακριβώς.

Παρομοίως, δεν κατανόησε το νόημα της «θεωρίας» για τους Έλληνες, και ιδιαίτερα τη σημασία της στην οντολογική διάσταση. Και, σε σύνδεση με αυτό, δεν κατανόησε το νόημα της «μίμησης», η οποία, μακριά από το να λειτουργεί μόνο στη δοξαστική διάσταση, όπως θα δούμε, έχει επίσης εξαιρετικά εκτεταμένες σημασίες στην αξιακή και την οντολογική διάσταση.

Στο μεταθανάτιο βιβλίο του, αλλά και έμμεσα σε αυτό, ο Havelock αρνείται ότι οι Έλληνες είχαν «θρησκευτική συνείδηση». Κάθε θεότητα «συμβόλιζε τον κοσμικό χαρακτήρα του ελληνικού τρόπου ζωής». Στην πραγματικότητα, ο Havelock παραβλέπει εντελώς το νόημα του φαινομένου της θρησκευτικότητας, το οποίο κατανοείται γενικά ως σχέση με το θείο. Θεωρεί ως «θρησκεία» μόνο εκείνη που γεννήθηκε στο πλαίσιο του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού, και μετατρέπει την προφανή «διαφορά» περιεχομένου και μορφής της ελληνικής θρησκευτικότητας σε σύγκριση με την ιουδαιοχριστιανική σε άρνηση της ύπαρξης της πρώτης (στην περιοριστική πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρχει θρησκευτικό φαινόμενο εκτός από τη μορφή και το νόημα που έχει λάβει στον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό). Με αυτό τον τρόπο εφαρμόζει την τεχνική της άρνησης του γεγονότος σε οτιδήποτε αντιτίθεται ως αντί-γεγονός στο κατηγοριακό πλαίσιο της θέσης του. Αλλά χωρίς τη διάσταση του θρησκευτικού, ο Πλάτωνας χάνει πάρα πολλά.

Τέλος, ο Havelock παραβλέπει το πρόβλημα του έρωτα, που, όπως θα δούμε, δεν είναι παρά η άλλη όψη της διαλεκτικής, και για τον Πλάτωνα είναι ουσιώδης, σε σημείο που ο «Έρως» είναι κατ' εξοχήν «Φιλόσοφος».

Γιατί το βιβλίο του Havelock παραμένει αναπόφευκτο σημείο αναφοράς για την κατανόηση του Πλάτωνα

Ήδη σε άλλες περιπτώσεις και για άλλα βιβλία είχα την ευκαιρία να εκφράσω την ακλόνητη πεποίθησή μου ότι ορισμένα έργα, τα οποία είναι διαρθρωμένα και διεξάγονται με αξιοσημείωτη ευφυΐα και προετοιμασία, ακόμα και αν εμπεριέχουν μια σειρά από λάθη και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, επειδή απόλυτοποιούν μια αλήθεια που ανακαλύπτουν, επιβάλλονται ως σημείο αναφοράς όχι μόνο για αυτήν την αλήθεια, αλλά και για τη σειρά των λαθών που η απόλυτοποίηση αυτής συνεπάγεται. Πράγματι, κατά την άποψή μου, ακόμα και το λάθος, αν διεξάγεται με εξαιρετική διαύγεια και ληφθεί ως πόλος μιας αυστηρής διαλεκτικής συζήτησης, αποδεικνύεται διαφωτιστικό. Ο Bacon έλεγε, και είχε απόλυτο δίκιο: η αλήθεια αναδύεται γρηγορότερα από ένα λάθος παρά από τη σύγχυση. Και τα βιβλία που γράφτηκαν για την αρχαία σκέψη και είναι γεμάτα σύγχυση είναι πραγματικά πολλά!

Στην πραγματικότητα, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μελετητή, ο Havelock επισήμανε ότι, για να κατανοήσουμε τον Πλάτωνα, είναι απαραίτητο να τον τοποθετήσουμε στην ιστορική στιγμή που έζησε και, ειδικότερα, να συνειδητοποιήσουμε την έκταση της πολιτιστικής επανάστασης που βρισκόταν σε εξέλιξη και να κατανοήσουμε τον ακριβή ρόλο που του ανατέθηκε να παίξει σε αυτήν την επανάσταση. Από μία άποψη, ο Πλάτωνας ήταν ακόμη και "πρωταγωνιστής", αν όχι ο κύριος πρωταγωνιστής, εδραιώνοντας οριστικά μια ριζοσπαστική καινοτομία στον τρόπο σκέψης και έκφρασης μέσω του λόγου.

Εν κατακλείδι, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τη μετωπική σύγκρουση που ο Πλάτωνας διεξάγει εναντίον της ποίησης, αν δεν ανασυνθέσει, όπως έκανε ο Havelock, τη λειτουργία που είχε μέχρι την εποχή του η ποίηση, ξεκινώντας από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου, στο πλαίσιο ενός πραγματικού και αποκλειστικού εκπαιδευτικού μονοπωλίου, σε σύνδεση με την τεχνική της προφορικότητας και, ειδικότερα, με την τεχνική της μίμησης, τόσο στη σύνθεση όσο και στην επικοινωνία και τη μετάδοση των μηνυμάτων, με όλες τις συνεπαγόμενες συνέπειες, τις οποίες θα αναλύσουμε αμέσως εκτενώς.

Ωστόσο, τα μεγάλα επιτεύγματα του Havelock κινδυνεύουν να χαθούν, αν δεν ανακτήσουμε όλα όσα η επιστημονική-αναγωγική μέθοδος που ακολούθησε τον εμπόδισε να κατανοήσει· και τα πράγματα που αυτή η μέθοδος μας εμποδίζει να κατανοήσουμε, ιδιαίτερα στον Πλάτωνα, είναι πραγματικά πολλά, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια.

Τέλος Κεφαλαίου I


Δεν υπάρχουν σχόλια: