Συνέχεια από: Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024
Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση
Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου
5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου
Ἡ ὀντολογικὴ ἀξιολόγηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ἄμεσα συναρτημένη τόσο μὲ τὴ διπλῆ φύση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνίσταται –ὅπως εἴδαμε– ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὴ ψυχή, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας του.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, συνθέτει στὸν ἑαυτὸ του, κατὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ποὺ σφραγίζει ἐν προκειμένῳ καθοριστικὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, τὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, καὶ μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν σύνδεσμο ὅλης τῆς κτίσεως, ἕνα δεύτερο κόσμο, ποὺ ὡς μικρόκοσμος εἰκονίζει τὸν μακρόκοσμο65. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Γρηγόριος, ἀναδεικνύοντας μὲ πολὺ ἀριστοτεχνικὸ καὶ ποιητικὸ τρόπο τὴ γενικώτερη ὀντολογικὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, «Τοῦτο δὴ βουληθεὶς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καὶ ζῷον ἓν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον· καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ᾿ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθείς (ὃ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος· τὸν αὐτόν, πνεῦμα καὶ σάρκα· πνεῦμα διὰ τὴν χάριν, σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν· τὸ μὲν, ἵνα μένῃ καὶ δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην· τὸ δέ, ἵνα πάσχῃ, καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύηται τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενος· ζῷον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον»66. Μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς μικρόκοσμος συνθέτει στὸν ἑαυτό του τὸν ὁρατὸ καὶ ἀόρατο κόσμο, διαθέτοντας ζωοποιὸ πνεῦμα ποὺ ζωοποιεῖ καὶ συνέχει τὸ σῶμα του, τὸν καθιστᾶ κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀνώτερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τῆς φύσεώς τους δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴ δυνατότητα67.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι χαρακτηρίζοντας ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν ἄνθρωπο ὡς μικρόκοσμο ποὺ εἰκονίζει τὸν μακρόκοσμο ἀξιοποιεῖ ἀπὸ ἄποψη χριστιανικὴ τὴ στωικὴ περὶ ἀνθρώπου ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος διαπερώμενος καὶ συνεχόμενος ἀπὸ τὸν σπερματικὸ λόγο, ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα του, εἰκονίζει ὡς μικρόκοσμος τὸν μακρόκοσμο τοῦ σύμπαντος, ποὺ διαπερᾶται καὶ συνέχεται ἀπὸ τὸν παγκόσμιο καὶ καθολικὸ λόγο68. Ὡστόσο πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς στωικῆς αὐτῆς ἀντιλήψεως ἀπὸ τὸν Γρηγόριο εἶναι σαφὴς καὶ ἀναντίρρητος, ἀφοῦ ἡ ἐν λόγῳ ἀνθρωπολογικὴ ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν στωικὸ πανθεϊσμό. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σχέση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀντιλήψεων περιορίζεται σὲ καθαρὰ μορφολογικὸ ἐπίπεδο.
Ἐξάλλου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἔννοια τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, δύο κύριες ἑρμηνευτικὲς προσεγγίσεις στὴν πατερικὴ παράδοση: Ἡ πρώτη, ἐκπροσωπούμενη ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν Πατέρων, ἐντοπίζει τό «κατ’ εἰκόνα» στὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, μὲ τὸ ὁποῖο προικίστηκε ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ δημιουργία του69. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ συνδέεται στενὰ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο ὂν εἰκονίζει κατὰ τοὺς Πατέρες τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ συνιστᾶ, ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»70. Εἶναι δηλαδὴ δημιουργημένος κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ Λόγος καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸς καὶ αὐτεξούσιος. Ἡ δεύτερη ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση ἐκπροσωπεῖται κυρίως ἀπὸ ἀντιοχειανοὺς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι συνδέοντας τό «κατ’ εἰκόνα» μὲ τὸ χωρίο Γεν. 1, 2671, δέχονται ὅτι αὐτὸ συνίσταται στὴν κυριαρχικὴ καὶ ἐξουσιαστικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου στὴν κτίση. Ὅπως δηλ. ὁ Θεὸς εἶναι κύριος καὶ ἐξουσιάζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Του, γιὰ νὰ ἐξουσιάζει ὁλόκληρη τὴ γῆ72. Ὡστόσο πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τόσο μὲ τὴν πρώτη ὅσο καὶ μὲ τὴ δεύτερη ἑρμηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἀφ’ ἑνὸς προβάλλεται ὁ ἡγεμονικὸς καὶ κυριαρχικὸς ρόλος τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὰ λοιπὰ δημιουργήματα καὶ ἀφ’ ἑτέρου διασφαλίζεται ἡ ἱερότητά του ὡς προσώπου ποὺ εἰκονίζει τὸν Θεὸ μέσα σὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία. Μάλιστα ἡ ἱερότητα αὐτὴ ἀποκτᾶ γιὰ τοὺς Πατέρες ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος διαθέτοντας ὁ ἴδιος νοῦ, λόγο καὶ πνεῦμα εἰκονίζει τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, καθὼς καὶ τὴν ἑνότητα ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους73. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες θεωροῦν τὸν ἄνθρωπο λόγῳ τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας του ὄχι μόνον ὡς τόν «βασιλέα καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς γῆς»74, ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ μόνο κτίσμα, στὸ ὁποῖο ἐπιτρέπεται νὰ ἀποδίδεται τιμητικὴ προσκύνηση ἐκ μέρους τῶν λοιπῶν συνανθρώπων του75. Κατὰ συνέπεια, τόσο ἡ διπλῆ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὅσο καὶ ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία του εἶναι τὰ δύο βασικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀναδεικνύουν κατὰ τοὺς Πατέρες τὴν ἀσύγκριτη ὀντολογικὴ ἀξία καὶ ὑπεροχή του ἔναντι τῶν λοιπῶν δημιουργημάτων.
Σημειώσεις
65. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 28, Περὶ θεολογίας, 22, PG 36, 57Α· Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτ᾿ οὖν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, 11, PG 36, 324Α· Λόγος 45, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7, PG 36, 632Α· Λεοντίου Μοναχοῦ, Κατὰ Νεστοριανῶν καὶ Εὐτυχιανιστῶν 1, PG 86, 1284C· Κοσμᾶ, Αἰγυπτίου μοναχοῦ, Χριστιανικὴ τοπογραφία 5, PG 88, 320Α· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., 2, 12, PG 94, 921Α.
66. Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτ᾿ οὖν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, 11, PG 36, 321C· Λόγος 45, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7, PG 36, 632AB.
67. Βλ. Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καὶ πρακτικὰ 38, PG 150, 1145D-1148A· 62, PG 150, 1165AB.
68. Βλ. σχετικὰ J. Hirschberger, Geschichte der Philosophie, I. Teil (Altertum und Mittelalter), Verlag Herder, Basel-Freiburg-Wien 91974, σ. 259· W. Röd, Der Weg der Philosophie von den Anfängen bis ins 20. Jahrhundert, Bd. I (Altertum, Mittelalter, Renaissance), Verlag C. H. Beck, München 1994, σ. 207.
69. Βλ. χαρακτηριστικὰ Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ 3, PG 25, 101Β· 6, PG 25, 105C· Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν 48 ψαλμὸν 8, PG 29, 449BC· Εἰς τό “Πρόσεχε σεαυτῷ” 6, PG 31, 212BC· Περὶ εὐχαριστίας 2, PG 31, 221C· Ὁμιλία ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ 5, PG 31, 317Α· Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6, PG 31, 344BC· Ὅροι κατὰ πλάτος 2, 3, PG 31, 913Β· Ἐπιστολὴ 233, Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι, 1, PG 32, 864C· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 11, PG 44, 156Β· 12, PG 44, 161C· 164Α· 16, PG 44, 184Β· 185 C· Λόγος κατηχητικὸς ὁ μέγας 5, PG 45, 24C· 21, PG 45, 57CD· Περὶ παρθενίας 12, PG 46, 369C· Κωνσταντίνου διακόνου, Ἐγκώμιον εἰς πάντας τοὺς ἁγίους ἐνδόξους καὶ πανευφήμους μάρτυρας τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην ἀθλήσαντας 14, PG 88, 496C· Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ζήτησις μετὰ Πύῤῥου, PG 91, 304C· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., 2, 12, PG 94, 920Β. Βλ. καὶ Γ. Δ. Μαρτζέλος, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός, ὅ.π., σ. 109, 121 ἑξ.
70. Βλ. Κολ. 1, 15. Βλ. καὶ Β΄ Κορ. 4, 4.
71. «καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς».
72. Βλ. Διοδώρου Ταρσοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 33, 1564CD· Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν 9, 2, PG 53, 78· 23, 5, PG 53, 202-203· Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ἐρώτ. 20, PG 80, 105ΑΒ. Πρβλ. καὶ Μ. Βασιλείου (ἀμφιβ.), Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς 8, PG 30, 20C.
73. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 23, Εἰρηνικὸς γ΄ εἰς τὴν σύμβασιν, ἣν μετὰ τὴν σύστασιν ἐποιησάμεθα οἱ ὁμόδοξοι, 11, PG 35, 1161C· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τοῦ τί ἐστι τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, PG 44, 1340C-1341B· Θεοδωρήτου Κύρου, ὅ.π., PG 80, 108ΑΒ· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., 1, 6-7, PG 94, 804 Α-805Β· Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας 3, 20, PG 94, 1340D.
74. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 2, 11, PG 94, 909D-912A. Βλ. καὶ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτ᾿ οὖν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, 11, PG 36, 324Α· Λόγος 45, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7, PG 36, 632Β· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 2, PG 44, 132D-133A· 4, PG 44, 136 BCD· Κοσμᾶ, Αἰγυπτίου μοναχοῦ, Χριστιανικὴ τοπογραφία 3, PG 88, 153ΑΒ.
75. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., 4, 16, PG 94, 1169Α. Βλ. καὶ Γ. Δ. Μαρτζέλος, ὅ.π., σ. 144 ἑξ.· G. D. Martzelos, „Die dogmatischen Grundlagen der Orthodoxen Ikonenlehre“, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς [Νέα σειρά], Τμῆμα Θεολογίας, Τιμητικὸ ἀφιέρωμα στὸν ὁμότιμο καθηγητὴ Ἀντώνιο-Αἰμίλιο Ταχιάο, 8 (1998), σ. 278.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΟΝΟΥΣ, ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΕΠΕΣΕ. ΚΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ;ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΨΑΡΕΨΕ Ο ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ.
ΝΟΥΣ, ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΛΟΙΠΟΝ! COPY PASTE!! ΜΠΡΑΒΟ κ. ΜΑΡΤΖΕΛΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου