Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα - Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου (17)

Συνέχεια από: Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα 17

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου

3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγκεριανής σκέψης

3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και η καλυμμένη πεδιάδα: Ο Καρτέσιος στην τελευταία φάση της εννοιολογικής πορείας του Χάιντεγκερ

Με τις δύο φριβούργειες Vorlesungen (σειρές διαλέξεων) του 1933 και του 1935-36 εμφανίζεται μια σειρά σημαντικών νεοτερισμών, οι οποίοι, από τούτο το σημείο και έπειτα, χαρακτηρίζουν την αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο. Ο πρώτος συνίσταται στο ότι, διαφορετικά από ό,τι υποστηριζόταν στο Sein und Zeit και στα αμέσως προηγούμενα κείμενα, η καρτεσιανή θέση δεν θεωρείται πλέον σε συνέχεια με την ελληνο-μεσαιωνική οντολογική παράδοση, ούτε πολύ περισσότερο κρίνεται ότι είναι δεσμευμένη από την ουσιοκρατική προκατάληψη που ταυτίζει το είναι με την Vorhandenheit. Τώρα ο Χάιντεγκερ υπογραμμίζει μάλλον τον νεωτερικό της χαρακτήρα και την τομή που αυτή συνιστά σε σχέση με την προγενέστερη μεταφυσική, χάρη στη θεμελίωση της mathesis, η οποία αποτελεί «ουσιώδη λόγο καθορισμού της νεότερης μεταφυσικής» (GA 36/37, 36).( Ωστόσο παραμένει ακόμη ένα ουσιώδες κοινό γνώρισμα ανάμεσα στους Έλληνες και τον Καρτέσιο, που συνίσταται στην απόκρυψη του Είναι και στην έμφαση στην οντότητα του όντος. Αναφερόμενος στον αριστοτελικό ορισμό της φιλοσοφίας (Met. Α 2, 982 b 9 επ.), ο Χάιντεγκερ γράφει ότι με τη βοήθειά του είναι δυνατό να παρουσιαστεί και να ερμηνευτεί τόσο η σκέψη που προηγείται του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα όσο και η φιλοσοφία των μεταγενέστερων εποχών.
Ωστόσο μπορεί εύκολα να επισημανθεί ότι η ίδια η φιλοσοφία και ο τρόπος με τον οποίο έχει αναπαραστήσει την ουσία της έχουν υποστεί πολλαπλές μεταβολές στους δύο χιλιετίες που ακολούθησαν τον Αριστοτέλη. Ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί; Αλλά δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η φιλοσοφία, από τον Αριστοτέλη έως τον Νίτσε, ακριβώς χάρη σε αυτές τις μεταβολές και μέσω αυτών, παρέμεινε η ίδια. Πράγματι, οι μεταβολές αποτελούν την εγγύηση της συγγένειας μέσα στο Ταυτόν». (M. Heidegger, Was ist das – die Philosophie?, Neske, Pfullingen 1956, σσ. 17-18· ιταλ. μτφρ. Che cos’è la filosofia?, επιμ. C. Angelino, il melangolo, Γένοβα 1981, σσ. 29-31.))
Το δεύτερο νέο στοιχείο διαφαίνεται στη διαφορετική αξιολόγηση του cogito, το οποίο πλέον δεν κρίνεται ως ένας ανομοιογενής χώρος, διαρρηγμένος από άλυτες εντάσεις, ένα έδαφος αμφίσημα σημειωμένο από θεμελιακές ανοίξεις και αξιοκατάκριτες κλειστότητες, μια πολυκεντρική δομή που θα δικαιολογούσε το διττό ερμηνευτικό κίνημα της επαν-οικειοποίησης και της αποστασιοποίησης. Αναγόμενο στη βεβαιότητα της θέσης, το ich bin αποδεικνύεται οργανικά τοποθετημένο στην ιστορία της μεταφυσικής, της οποίας αποτελεί αποφασιστική στιγμή καμπής: από κληρονομιά που θα έπρεπε να επαναξιολογηθεί πέρα από τα όριά της και από τις εξελίξεις που προέκυψαν από αυτήν, η καρτεσιανή σκέψη κρίνεται τώρα ως επικίνδυνος αντίπαλος, τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς για να επαναφέρει τη φιλοσοφία στο αρχέγονο έδαφος που της αρμόζει.
Από πολλαπλή και αρθρωμένη, η χαιντεγκεριανή ανάγνωση γίνεται έτσι μονοσήμαντη και μονόδρομη: στον Καρτέσιο δεν αναγνωρίζει πλέον την απαρχή δύο διαφορετικών και αντιτιθέμενων διαδρομών, αλλά απολυτοποιεί εκείνη που, με τη θεμελίωση της mathesis, παράγει τη σταδιακή επικράτηση της σύγχρονης τεχνικής και της ολικά κυριαρχικής της ισχύος. Η αναδιατύπωση της σχέσης με τον Καρτέσιο προκαλείται από τον ριζικό αναστοχασμό της υποκειμενικότητας, την οποία ο Χάιντεγκερ τώρα ταυτίζει σε τέτοιο βαθμό με τη Seinsvergessenheit (η λήθη του Είναι), ώστε να προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες —παρά την αντίθετη μαρτυρία— ότι ήδη το Sein und Zeit είχε απελευθερωθεί από την καταπιεστική κυριαρχία της Subjektivität (πρβλ. GA 9, 327-328/280-281).

Με τα δοκίμια Die Zeit des Weltbildes και Der europäische Nihilismus ο Χάιντεγκερ εισάγει μία επιπλέον και αποφασιστική καινοτομία στην ερμηνεία του καρτεσιανού στοχασμού: εμφανίζεται η ιδέα ότι, για να κατανοήσει κανείς πλήρως τη σύμφυτη φύση του και τη λειτουργία του μέσα στην Seinsgeschichte (ιστορία του Είναι), πρέπει να τον προσεγγίσει σε σχέση με τις μελλοντικές εξελίξεις της Νεότερης Εποχής—καταρχάς με τη μεταφυσική της βούλησης για δύναμη του Νίτσε, ο οποίος από εδώ και εμπρός διαδέχεται οριστικά τον Χούσσερλ ως τον συνομιλητή που καθορίζει τον χαϊντεγκεριανό διάλογο με τον Γάλλο φιλόσοφο.
Πριν εξετάσουμε λεπτομερειακά τα εν λόγω κείμενα, αξίζει να ανασυγκροτήσουμε σύντομα το νέο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η σχέση με τον Καρτέσιο, αναδεικνύοντας τις προϋποθέσεις και τον τελικό σκοπό της.

Στην τελική φάση της σκέψης του, ο Χάιντεγκερ ξαναδιαβάζει τον Καρτέσιο υπό το φως της αναγνώρισης, στη Wille zur Macht, της ολοκλήρωσης της ιστορίας της μεταφυσικής überhaupt, άρα και της νεότερης μεταφυσικής («Με τη σκέψη της βούλησης για δύναμη, ο Νίτσε σκέφτεται ήδη το μεταφυσικό θεμέλιο της ολοκλήρωσης της νεότερης εποχής. Στη σκέψη της βούλησης για δύναμη συντελείται πρωτίστως η ίδια η μεταφυσική σκέψη. Ο Νίτσε, ο στοχαστής της σκέψης της βούλησης για δύναμη, είναι ο τελευταίος μεταφυσικός της Δύσης. Η εποχή της οποίας το ολοκλήρωμα ξετυλίγεται στη σκέψη του —η νεότερη εποχή— είναι μια τελική εποχή» (GA 6.1, 431/398). Όπως υποστηρίζει ο Otto Pöggeler, «ο Χάιντεγκερ εντάσσει τη δική του μελέτη πάνω στον Νίτσε υπό την προϋπόθεση, από την οποία τα πάντα εξαρτώνται, ότι στη σκέψη του Νίτσε η δυτική παράδοση συγκεντρώνεται και βρίσκει την ολοκλήρωσή της» (O. Pöggeler, Der Denkweg Martin Heideggers, Neske, 1963, 1983, σ. 109· ιταλ. μτφρ. Il cammino di pensiero di Martin Heidegger, επιμ. G. Varnier, Guida, Νάπολη 1991, σ. 127).

Μια τέτοια Voraussetzung επηρεάζει εξίσου βαθιά την πορεία και το τελικό αποτέλεσμα της τελευταίας φάσης της αντιπαράθεσης με τον Καρτέσιο. Σχετικά με αυτό, ο Jacques Taminiaux γράφει: «η χαιντεγκεριανή ανάγνωση του Ντεκάρτ σε σχέση με την ιστορία του Είναι θα διεξαχθεί λοιπόν σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά, θα εντοπίσει στον Ντεκάρτ εκείνο που, παρά τη συνέχεια του πλατωνισμού, απομακρύνεται από τις ελληνικές αντιλήψεις. Από την άλλη πλευρά, θα αποκρυπτογραφήσει στον Ντεκάρτ εκείνο που “προϊδεάζει” τη νιτσεϊκή βούληση για δύναμη και, πέρα από τον Νίτσε, τη βούληση για βούληση που είναι σύμφυτη με το σύγχρονο βασίλειο της τεχνικής» (J. Taminiaux, D'une double lecture de Descartes, όπ. παρ., σ. 217).). Εφόσον η Vollendung σημαίνει την πλήρη ανάπτυξη, την ωρίμανση, την ολοκληρωμένη πραγμάτωση του συνόλου των δυνατοτήτων μιας εποχής —ακόμη και εκείνων που ιστορικά δεν είχαν ακόμη εκφραστεί— την επίτευξη του τόπου όπου ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας «συγκεντρώνεται στη μέγιστη δυνατότητά της» (ZD, 63/171), η απόδοση στον Νίτσε του Ort μέσα στον οποίο η Νεότερη Εποχή ξεδιπλώνει εξαντλητικά την ουσία της και αποκαλύπτει το έσχατο νόημα κάθε εκδήλωσής της, αποτελεί μια ερμηνευτική πράξη βαριάς σημασίας για το συνολικό χαϊντεγκεριανό σχήμα της Νεότερης Εποχής.
Από την ερμηνεία της βούλησης για δύναμη ως «ιστορικού θεμελίου αυτού που συμβαίνει στη μορφή της νεότερης εποχής της δυτικής ιστορίας» (GA 6.1, 432/399), προκύπτει ότι η Νεότερη Εποχή σχεδιάζει μία τελεολογικά προσανατολισμένη τροχιά προοδευτικής αποκάλυψης και βαθμιαίας πραγματοποίησης της Wille zur Macht, που είναι παρούσα και ενεργή στις προηγούμενες Denkbestimmungen (Ο Vincenzo Vitiello γράφει σχετικά με τη Seinsgeschichte: «στην ιστορική προοδευτική πορεία πραγματοποιείται η επάνοδος στο θεμέλιο. Η προχώρηση προς τα εμπρός σύμφωνα με τη σειρά των διαδοχικών αποκαλύψεων είναι—στην πραγματικότητα—μια επιστροφή προς τα πίσω, προς την προηγουμένως κρυμμένη ουσία, και έτσι τη φέρνει στο φως. Η ολοκλήρωση της μεταφυσικής συνίσταται, επομένως, σε τούτο: στο να πραγματωθεί και να φέρει στο φως την έσχατη και πρώτη ουσία της υποκειμενικότητας» (V. Vitiello, Heidegger: il nulla e la fondazione della storicità. Dalla Überwindung der Metaphysik alla Daseinsanalyse, Argalia, Urbino 1976, σ. 212). Σε μεταγενέστερο κείμενο, ο Vitiello επαναλαμβάνει ότι, για τον Χάιντεγκερ, «ο Νίτσε βρίσκεται στο ολοκλήρωμα της μεταφυσικής όχι επειδή, ή όχι μόνο, ούτε κυρίως επειδή αναλαμβάνει τη σκέψη του παρελθόντος και την τελειοποιεί, την συμπληρώνει, αλλά επειδή, και κυρίως επειδή, είναι η αλήθεια της παρελθούσας σκέψης. Και εδώ “αλήθεια” — όπως πάντοτε στον Χάιντεγκερ όταν ο όρος χρησιμοποιείται με ισχυρή, εξάρχουσα σημασία — σημαίνει: ἀλήθεια, απο-κάλυψη. Ο Νίτσε είναι η αλήθεια του παρελθόντος επειδή αποκαλύπτει τον κρυμμένο νόμο του» (V. Vitiello, Nietzsche e Heidegger: un confronto, στο του ίδιου, Utopia del nichilismo, όπ. παρ., σσ. 89-122, εδώ σσ. 89-90).).
Αυτή η αριστοτελική σύλληψη —που αποδίδει στην ενέργεια (στο έσχατο τελικό στάδιο) την απόλυτη αρμοδιότητα να νοήσει αυτό που βρίσκεται σε δύναμη, παρουσιάζοντάς το ως την αναγκαία και τελική ενεργοποίησή του— επιτρέπει στον Χάιντεγκερ να ερμηνεύει τη νεότερη εποχή ως μία ενιαία περίοδο της ιστορίας του είναι, όπου μία και μοναδική αρχή (η βούληση για δύναμη), αρχικά κρυμμένη, έρχεται σταδιακά στο φως και στο τέλος αποκαλύπτεται πλήρως· του επιτρέπει να αναγάγει στη Wille zur Macht όλες τις μορφές της υποκειμενικότητας, τόσο τις ιστορικά πραγματωμένες όσο και εκείνες που νοούνται ως δυνητικά δυνατές· και, τέλος, του επιτρέπει να ενοποιήσει τη σύνθετη νεότερη πορεία υπό το βίαιο και καταπιεστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης τεχνικής, δικαιολογώντας την Überwindung (υπέρβαση) της και τονίζοντας το επιτακτικό της «ιστορικής απόφασης που αποφασίζει εάν αυτή η τελική εποχή είναι η ολοκλήρωση της δυτικής ιστορίας ή το αντίπαλο παιχνίδι [Gegenspiel] ενός νέου αρχινίσματος» (GA 6.1, 431/398).

Εκφράζοντας την αρχή και το τέλος της Neuzeit, ο Καρτέσιος και ο Νίτσε καταλαμβάνουν μια στρατηγική θέση στην ερμηνεία της Neuzeit ως εποχής της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας: ο Χάιντεγκερ καταβάλλει immer wieder προσπάθεια να δείξει τον αδιάλυτο δεσμό τους, προκειμένου να αποδείξει ότι η νεότερη εποχή απεικονίζει μια οργανική ολότητα, μέσα στην οποία η κυκλική της πορεία —καλυμμένη από την φαινομενική κίνηση προς τα εμπρός— αποκτά τη μορφή ενός ταξιδιού προς τα πίσω, τελεολογικά αρθρωμένου, αυξανόμενης αποκάλυψης και προοδευτικής επαναφοράς στο θεμέλιο.
Ολόκληρη η δομή της Metaphysik der Subjektivität (Η Μεταφυσική της υποκειμενικότητας) στηρίζεται συνεπώς σε δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: τον καρτεσιανισμό του Νίτσε και τον δυνητικό νιτσεϊανισμό του Καρτέσιου.
Καθοδηγούμενη από την προσπάθεια να συλλάβει δυνάμει τις εξελίξεις που οδηγούν στον Νίτσε, η χαϊντεγκεριανή ερμηνεία του Καρτέσιου γίνεται αιφνίδια μονοχρωματική, πλήρως αδιάφορη απέναντι στις οντολογικές ανοίξεις που περιέχονται στο cogito και ενδιαφέρεται αποκλειστικά να αποστασιοποιηθεί από αυτό, να αποτρέψει κάθε υποψία ανάκτησης ή επαναλειτουργικοποίησής του.

Παρότι απουσιάζει μια ρητή αυτοκριτική, ο Χάιντεγκερ εγκαταλείπει το καρτεσιανό ορίζοντα του Sein und Zeit, στο μέτρο που αυτός είναι δεσμευμένος —ή τουλάχιστον παρερμηνευμένος και συγκεχυμένος— με την ανθρωποκεντρική σκέψη της νεότερης μεταφυσικής (Στον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό ο Χάιντεγκερ κρίνει αναδρομικά το Hauptwerk(κύριο έργο) του 1927 ως μια ακούσια Befestigung (θεμελίωση, στερέωση) της υποκειμενικότητας:

«Στήν πραγματεία Είναι και Χρόνος, στη βάση του ερωτήματος για την αλήθεια του είναι και όχι πλέον για την αλήθεια του όντος, επιχειρήθηκε ο καθορισμός της ουσίας του ανθρώπου ξεκινώντας από τη σχέση του με το είναι και μόνο από αυτήν· και η ουσία αυτή του ανθρώπου ορίζεται εκεί, με έναν απολύτως συγκεκριμένο τρόπο, ως Da-sein.
Παρά την ταυτόχρονη —καθώς υπαγορευόταν ως πραγματικά αναγκαία— ανάπτυξη μιας πιο αρχέγονης έννοιας της αλήθειας, δεν μού ήταν στο ελάχιστο δυνατό (στα δεκατρία χρόνια που ακολούθησαν) να προκαλέσω ούτε καν μια πρώτη κατανόηση αυτού του προβληματισμού.
Ο λόγος της μη κατανόησης έγκειται πρώτα από όλα στη μη ξεριζώσιμη και αυξανόμενη εξοικείωση με τον νεωτερικό τρόπο σκέψης: ο άνθρωπος νοείται ως υποκείμενο, κάθε στοχασμός για τον άνθρωπο εκλαμβάνεται ως ανθρωπολογία.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο λόγος της μη κατανόησης βρίσκεται και στο ίδιο το εγχείρημα, το οποίο, όντας ίσως κάτι ιστορικά αναπτυγμένο και όχι κάτι “έτοιμο”, προέρχεται από ό,τι υπήρξε έως τώρα, αλλά αποδεσμεύεται από αυτό και γι’ αυτό αναφέρεται ακόμη —αναγκαστικά και διαρκώς— στην τροχιά όσων υπήρξαν έως τώρα, μάλιστα τα επικαλείται σε βοήθεια προκειμένου να ειπωθεί κάτι εντελώς άλλο.
Πάνω απ’ όλα, όμως, αυτή η πορεία διακόπτεται σε ένα αποφασιστικό σημείο. Αυτή η διακοπή έχει τη ρίζα της στο γεγονός ότι η πορεία και το εγχείρημα που είχαν αναληφθεί πέφτουν, δίχως να το θέλουν, στον κίνδυνο να γίνουν, εκ νέου, απλώς μια παγίωση της υποκειμενικότητας, και στο γεγονός ότι τα ίδια εμποδίζουν τα αποφασιστικά βήματα, δηλαδή την επαρκή τους έκθεση στην ουσιώδη πραγμάτωση»
(GA 6.2, 172–173/694, η υπογράμμιση δική μου).


Ο Jean-Luc Marion αποδίδει την εγκατάλειψη του εννοιολογικού ορίζοντα του Είναι και Χρόνος στην μεταγενέστερη αναγνώριση από τον Χάιντεγκερ της υπερβολικής εγγύτητας μεταξύ Dasein και ego cogito.
Η Kehre (στροφή), εφόσον μπορεί να επικληθεί στον ενικό, μεταφράζεται σε δύο αποχωρήσεις —τουλάχιστον επιδιωχθείσες, αν όχι πραγματοποιημένες: εκείνη από τη γλώσσα της μεταφυσικής και εκείνη από το “υποκείμενο”, τελικά συμπεριλαμβανομένου και του Dasein.


«[...] Το Sein und Zeit χρησιμοποιεί από την αρχή μέχρι το τέλος το λεξιλόγιο της μεταφυσικής (την οποία διατείνεται ότι απορρίπτει) και παραμένει προσκολλημένο στην υποκειμενικότητα (έστω κι αν σκοπεύει να την καταστρέψει)· ανάμεσα στους λόγους αυτών των εμποδίων, ο λιγότερο ασήμαντος δεν είναι βεβαίως η ισχυρή σκιά του ego cogito, που συσκοτίζει διαρκώς τις φαινομενολογικές ανακαλύψεις που το Dasein δεν μπορεί να επιτελέσει παρά μόνο εναντίον του.
Ο εκλεκτός και υπερβολικά γνωστός αντίπαλος —το ego— νικά χάρη στον μιμητισμό που επιβάλλει στον νικητή του, το Dasein.
Ο Χάιντεγκερ θα μπορέσει πράγματι να αποσπαστεί από το καρτεσιανό του σημείο εκκίνησης στο Sein und Zeit μόνον υπό τον όρο ότι θα σπάσει με το ίδιο το έργο»

(J.-L. Marion, L’ego et le Dasein. Heidegger et la “destruction” de Descartes dans Sein und Zeit, στο Revue de Métaphysique et de Morale, XCII, 1987, 1, σσ. 25–53, εδώ σ. 52).).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου