Υποκείμενο και νεωτερικότητα 16
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου
3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγγεριανής σκέψης
3.3.1. Ego cogito και mathesis universalis στα κείμενα της δεκαετίας του ’30
Ακόμη και η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Galilei και τους αντιπάλους του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στη βάση της αφελούς και απλουστευτικής διχοτομίας ρεαλισμός–αφαίρεση, διότι και οι δύο πλευρές είχαν δει τα ίδια «γεγονότα»· αλλά τα ίδια γεγονότα, το ίδιο συμβάν, παρατηρήθηκε και ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο. Διαφορετικό ήταν αυτό που τους εμφανιζόταν ως αληθινό γεγονός και ως αυθεντική αλήθεια» (FD, 70/118).
Στη θέση του Γαλιλαίου: mobile super planum horizontale projectum mente concipio omni secluso impedimento (Συλλαμβάνω νοητικά ένα κινούμενο σώμα, εκτοξευμένο πάνω σε οριζόντιο επίπεδο, με κάθε εμπόδιο αποκλεισμένο.), αναδύονται οι βασικές γραμμές της mathesis, τις οποίες ο Heidegger συνοψίζει σε έξι θεμελιώδη σημεία:
Εφόσον πρόκειται για mente concipere, το das Mathematische υπερβαίνει εκ προοιμίου τα πράγματα, για να συλλάβει την ουσία τους, ανοίγοντας έναν ερμηνευτικό χώρο που τα φανερώνει υπό ένα προκαθορισμένο φως.
Τα γεγονότα κρίνονται και αξιολογούνται εκ των προτέρων γι’ αυτό που είναι, σύμφωνα με τις θεωρητικές συντεταγμένες του σχεδίου της mathesis. Οι τελικές ορισμοθετήσεις και οι βασικές διατυπώσεις του μαθηματικού σχεδίου είναι τα αξιώματα, οι αποφασιστικές προτάσεις και οι αναγκαίες αλήθειες που αναγάγουν τα πράγματα στο αυθεντικό και πρωταρχικό θεμέλιό τους.
Ο mathematischer Entwurf, ως αξιωματικός, εκθέτει το θεμελιώδες σχήμα, την ενοποιητική αρχή που προλαμβάνει τις πράξεις και θεσμίζει τις σχέσεις τους: το εν λόγω Grundriß (θεμελιώδες σχήμα, προσχέδιο) είναι η αποουσιοποίηση του Είναι, η μείωση του όντος στις πολύμορφες χωροχρονικές του σχέσεις, ο καθορισμός του όχι από έμφυτες ποιότητες αλλά από τη σχέση του με τα άλλα όντα.
Το σχήμα παρέχει το κριτήριο που οριοθετεί τον κύκλο του όντος: η φύση χάνει έτσι το νόημα της εσωτερικής δύναμης του σώματος που καθορίζει την κίνησή του και τον τόπο του, και λαμβάνει το νόημα της περιοχής της ομοιόμορφης χωροχρονικής συνάφειας των κινήσεων.
Η μεταμόρφωση του νοήματος της φύσης φέρνει μαζί της την αναπόφευκτη απαίτηση καθιέρωσης μιας μεθόδου πρόσβασης στα αντικείμενα που έχουν προκαθοριστεί αξιωματικά: πλήρως εξωτερικευμένα και αναγόμενα στις πολλαπλές σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους, τα πράγματα δεν εμφανίζονται πλέον ως εμφοραρούμενα από δυνάμεις και κρυφές ιδιότητες, αλλά αποκαλύπτονται εξαντλητικά εντός του θεωρητικού πλαισίου που προσφέρει το μαθηματικό σχέδιο· παρουσιάζονται δηλαδή αποκλειστικά μέσα στις σχέσεις ανάμεσα σε τόπους και σημεία του χρόνου και στα μέτρα των μαζών και των ενεργών δυνάμεων» (FD, 72/120) ( Και ο Heidegger συνεχίζει: «Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται τα πράγματα προδιαγράφεται από το σχέδιο. Αυτό λοιπόν καθορίζει επίσης την εμπειρία, το experiri, τον τρόπο με τον οποίο εκείνο που φανερώνεται γίνεται δεκτό και εξακριβώνεται. Και επειδή τώρα η εξακρίβωση προδιαμορφώνεται από το θεμελιώδες σχήμα του σχεδίου, η εξέταση μπορεί να διαμορφωθεί έτσι ώστε να καθορίσει εκ των προτέρων τις συνθήκες υπό τις οποίες η φύση πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να απαντήσει. Επάνω στο θεμέλιο της mathesis, η experientia γίνεται πείραμα με τη νεότερη έννοια. Η νεότερη επιστήμη είναι πειραματική χάρη στο μαθηματικό σχέδιο.
Ο πειραματικός ζήλος για τα γεγονότα είναι αναγκαίο επακόλουθο της προηγούμενης “μαθηματικής” υπέρβασης όλων των γεγονότων.» (FD, 72/120) Με άλλα λόγια: η εμπειρία δεν συλλαμβάνει ένα απολύτως πρωταρχικό δεδομένο, αλλά ένα γεγονός ήδη μεταφρασμένο στη σύνταξη του μαθηματικού σχεδίου, το οποίο είχε προηγουμένως υπερβεί κάθε φαινόμενο, προβάλλοντας μέσα σε αυτό τις δικές του συντεταγμένες νοήματος. Πρβλ. GA 36/37, 35: «Η mathesis δεν καθορίζεται από αναφορές στην εμπειρία. Δείχνει από μόνη της το περιεχόμενό της, για κάθε εμπειρία και πέρα από αυτήν.» ).
Ως αυστηρός καθορισμός των πραγμάτων, ένα ομοιογενές και ενιαίο κριτήριο αποτιμά την ομοιομορφία όλων των σωμάτων σύμφωνα με τις χωροχρονικές σχέσεις και συλλαμβάνει τις σχέσεις κίνησης· το μαθηματικό σχέδιο απαιτεί, για να επιτευχθεί μια ποσοτικοποίηση, το στοιχείο που βρίσκεται στη αριθμητική μέτρηση.
Η σημασία του αριθμού στη νεότερη επιστήμη προκύπτει λοιπόν από την επιβολή του mathematischer Entwurf, που διακρίνεται από τον μαθηματικό υπολογισμό όπως η αιτία από το αποτέλεσμα.
Καθορίζοντας έτσι τη mathesis στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, ο Heidegger προχωρά να αναλύσει το μεταφυσικό της νόημα, διερευνώντας το μαθηματικό θεμέλιο της moderne Metaphysik. Εκκινώντας από την αρχή ότι κάθε μορφή σκέψης είναι πάντοτε μόνο η πραγμάτωση και η συνέπεια μιας ορισμένης μορφής ιστορικής ύπαρξης, μιας κάθε φορά καθορισμένης θεμελιακής θέσης απέναντι στο Είναι εν γένει και στην αλήθεια, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο το ον «μας εμφανίζεται» (FD, 74/122), ο Heidegger προσεγγίζει τον Descartes, στον οποίο τώρα αναγνωρίζει τον εκκινητή της νεότερης φιλοσοφίας, ακριβώς ως μεταφυσικό θεμελιωτή της mathesis («Συνηθίζεται να θεωρείται ότι η νεότερη φιλοσοφία αρχίζει με τον Descartes (1596–1650), ο οποίος έζησε μία γενιά μετά τον Galilei. Και έναντι των κατά καιρούς αναφυόμενων προσπαθειών να αρχίσει η νεότερη φιλοσοφία με τον Meister Eckhart ή στην εποχή που μεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Descartes, πρέπει να τηρείται η παραδοσιακή θέση» (FD, 76/124).
Στο μάθημα του Sommersemester 1933 όμως δηλώνεται:
«Αυτό το υποτιθέμενο νέο ξεκίνημα της νεότερης φιλοσοφίας με τον Descartes όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα την απαρχή μιας περαιτέρω ουσιώδους παρακμής της φιλοσοφίας» (GA 36/37, 39). Ένα απόσπασμα από τα Grundprobleme δείχνει πώς οι δύο δηλώσεις δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Αν και αναγνωρίζεται ότι «η νεότερη φιλοσοφία πραγματοποίησε μία πλήρη αναστροφή εντός της φιλοσοφικής έρευνας, εκκινώντας από το υποκείμενο, από το “εγώ”», ο Heidegger διευκρινίζει: «Θα ανέμενε κανείς ότι η οντολογία θα αναλάμβανε τώρα το υποκείμενο ως παραδειγματικό ον και θα ερμήνευε την έννοια του Είναι αναφερόμενη στον τρόπο του Είναι του υποκειμένου· ότι, δηλαδή, από εδώ και στο εξής ο τρόπος του Είναι του υποκειμένου θα γινόταν οντολογικό πρόβλημα.
Αλλά αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει.
Οι λόγοι για τους οποίους η νεότερη φιλοσοφία προσανατολίζεται πρωτίστως προς το υποκείμενο δεν είναι οι λόγοι της θεμελιώδους οντολογίας· δεν αφορούν δηλαδή τη γνώση του γεγονότος ότι, και του τρόπου με τον οποίο, ξεκινώντας από το Dasein το ίδιο, μπορούν να αποσαφηνιστούν το Είναι και οι δομές του.
Ο Descartes, με τον οποίο πραγματοποιήθηκε αυτή η αναστροφή προς το υποκείμενο —που είχε ήδη προετοιμαστεί από πολλές πλευρές— όχι μόνο δεν θέτει το ερώτημα για το Είναι του υποκειμένου, αλλά μάλιστα το ερμηνεύει παραπέμποντας στην έννοια του Είναι και στις οντολογικές κατηγορίες που είχαν επεξεργαστεί η αρχαία και η μεσαιωνική φιλοσοφία.
Οι θεμελιώδεις οντολογικές έννοιες του Descartes προέρχονται άμεσα από τον Suarez, τον Duns Scoto και τον Thomas d’Aquino.» (GA 24, 174/118)).
Πέρα από αυτή την παραχώρηση προς την παραδοσιακή ιστοριογραφία, η χαϊντεγκεριανή ανάγνωση επιδιώκει να ανατρέψει τη συνηθισμένη εικόνα του Γάλλου στοχαστή ως εκείνου που, αμφιβάλλοντας, επαναφέρει τη φιλοσοφία στο εγώ, θεμελιώνει τον υποκειμενισμό και τη θεωρία της γνώσης· μια εικόνα που ο Heidegger θεωρεί γελοιογραφική και «ένα κακό μυθιστόρημα, όχι μια ιστορία στην οποία γίνεται ορατή η κίνηση του Είναι» (FD, 77/125-126) (Όπως έχει επισημανθεί, «δεν ήταν ούτε ο Hegel ούτε ο Schelling εκείνοι που είχε κατά νου ο Heidegger όταν απέρριπτε την κοινή ανάγνωση του Descartes ως κακού μυθιστορήματος, αλλά μάλλον η νεοκαντιανή ερμηνεία» (R. Bernasconi, Descartes in the History of Being…, ό.π., σ. 152). Αυτό ακριβώς προκύπτει στα Grundprobleme: το νεοκαντιανισμό των περασμένων δεκαετιών είχε εισαγάγει μια ιστοριογραφική προοπτική σύμφωνα με την οποία με τον Descartes είχε αρχίσει μια εντελώς νέα εποχή της φιλοσοφίας, τόσο ώστε πριν από αυτόν — τουλάχιστον μέχρι τον Plato, ερμηνευμένο επίσης βάσει καντιανών κατηγοριών — υπήρχαν μόνο σκοτάδια.
Σήμερα όμως επισημαίνεται δικαίως ότι η νεότερη φιλοσοφία, ξεκινώντας από τον Descartes, συνέχισε ακόμη να διαπραγματεύεται την αρχαία προβληματική της μεταφυσικής και επομένως, παρά όλες τις καινοτομίες της, παρέμεινε ακόμη στο ρεύμα της παράδοσης.
Αλλά και αν ακόμη διορθώσουμε προς αυτή την κατεύθυνση την ιστοριογραφική κατασκευή του νεοκαντιανισμού, βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από το να συλλάβουμε το αποφασιστικό σημείο για τη φιλοσοφική κατανόηση της νεότερης φιλοσοφίας.
Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι τα αρχαία προβλήματα της μεταφυσικής συζητήθηκαν περαιτέρω παράλληλα με τα νέα προβλήματα, αλλά ότι ακριβώς τα νέα ζητήματα που τέθηκαν τοποθετήθηκαν και επεξεργάστηκαν επάνω στο θεμέλιο των παλαιών· και ότι, επομένως, η φιλοσοφική μεταστροφή που δήθεν πραγματοποίησε η νεότερη φιλοσοφία —εάν τοποθετηθούμε σε οντολογικό επίπεδο— δεν συνέβη καθόλου.
Αντίθετα, «ακριβώς μέσω μιας τέτοιας μεταστροφής, και χάρη σε αυτήν τήν υποτιθέμενη κριτική νέο-αρχή της φιλοσοφίας που εκπροσωπείται από τον Descartes, αφομοιώθηκε στην πραγματικότητα η παραδοσιακή οντολογία» (GA 24, 174–175/118–119).
Στη μονογραφία του για τον Descartes, ο Paul Natorp αναγνώρισε σε ένα χωρίο των Regulae ad directionem ingenii (βλ. AT X, 397–398/43–44) «το σαφές σχέδιο μιας επιστήμης της καθαρής λογικής», δηλαδή «τη θεμελιώδη ιδέα που, αν προωθηθεί αυστηρά προς την ολοκλήρωσή της, οδηγεί στη καντιανή θέση» (P. Natorp, Descartes Erkenntnistheorie. Eine Studie zur Vorgeschichte des Kriticizmus, Elwert, Marburg 1882, σσ. 4 και 43).
Ο Natorp εμβάθυνε αυτή τη γραμμή ερμηνείας στο άρθρο του Le développement de la pensée de Descartes depuis les Regulae jusqu’aux Meditations, στο Revue de Métaphysique et de Morale, IV, 1896, σσ. 416–432.
Στην ανάγνωση του Descartes που προτάθηκε από τους εκπροσώπους της νεοκαντιανής σχολής του Marburgo —τον Hermann Cohen, τον Natorp και τον Ernst Cassirer— αφιερώνεται το δοκίμιο του Éric Dufour, Descartes à Marbourg, στο συλλογικό τόμο AA.VV., Descartes en Kant, ό.π., σσ. 471–493.).
Μέσω του νήματος της mathesis, ο Heidegger σκοπεύει να κατανοήσει την μεταφυσικά αποφασιστική εμβέλεια του καρτεσιανού έργου· εφόσον από την ίδια ρίζα «προέκυψαν μαζί με τις νεότερες επιστήμες της φύσης τα σύγχρονα μαθηματικά και η σύγχρονη μεταφυσική» (FD, 75/124), είναι αναγκαίο να αναχθούμε στον βαθύ δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στις Meditationes και τον ιστορικό τους χρόνο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ουσιωδώς από τη mathesis, που εδώ και περίπου έναν αιώνα επιβαλλόταν ακατανίκητα ως ο επαναστατικός χαρακτήρας του Denken, διαμορφώνοντας μια εποχή «ξεκινώντας στην κατάκτηση της πραγματικότητας ακολουθώντας το ελεύθερο σχέδιο του κόσμου που διατυπωνόταν από αυτή τη σκέψη» (FD, 77/126).
Ο τελικός σκοπός της μεταφυσικής είναι να ανασύρει στο φως της θεωρίας «την πιο εσωτερική ουσία εκείνης της θεμελιώδους στάσης που, στην αρχή, είχε ανοίξει τον δρόμο της με αποσπασματικό τρόπο, σκοτεινά και συγκεχυμένα, συχνά παρανοώντας τον εαυτό της» (FD, 78/126).
Το μεγαλείο του Descartes συνίσταται ακριβώς στην ικανότητά του να προσφέρει την πιο προωθημένη ερμηνεία του ιστορικού του χρόνου, ανασηκώνοντας τις χαοτικές και ανοργάνωτες αξιώσεις του στη σφαίρα της εννοιολογικής σαφήνειας, προσφέροντας τη αποφασιστική συμβολή στην ολοκλήρωση της διαδικασίας Grundlegung της mathesis, στην ανύψωσή της σε κανόνα κάθε σκέψης, στην καθιέρωση των κανόνων που καθορίζουν τη λειτουργία της και τους σκοπούς της.
Ο Heidegger στρέφει και πάλι την προσοχή του στις Regulae ad directionem ingenii, (Κανόνες για την καθοδήγηση του νου) αναγνωρίζοντας ήδη στον τίτλο τον ενιαίο μαθηματικό–μεταφυσικό χαρακτήρα της νεότερης σκέψης: ο όρος Regulae παραπέμπει στα αξιώματα, στις θεμελιώδεις προτάσεις, στις κατευθυντήριες αρχές, μπροστά στις οποίες το das Mathematische υποτάσσεται στην ουσία του· ενώ η έκφραση ad directionem ingenii δείχνει ότι ο σκοπός που επιδιώκει η θεμελίωση της mathesis είναι η ανάδειξή της σε αποφασιστικό κανόνα της σκέψης που στρέφεται μεταφυσικά προς την ολότητα του όντος.[ΑΝΑΛΟΓΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ. Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ]
Έτσι αναδύεται «η ιδέα μιας scientia universalis, μιας ενιαίας κανονιστικής επιστήμης, προς την οποία όλα προσανατολίζονται και από την οποία όλα ρυθμίζονται.
Ο Descartes δηλώνει ρητώς ότι εδώ δεν πρόκειται για τη mathematica vulgaris, αλλά για τη mathesis universalis» (FD 78/127) (Ο Heidegger υπαινίσσεται το χωρίο στο οποίο ο Descartes περιγράφει τη mathesis universalis στις ουσιώδεις της γραμμές (βλ. AT X, 378/29–30· το καρτεσιανό απόσπασμα έχει ήδη παρατεθεί στη σ. 264).).
Αφού υπενθυμίσει την Regula III —«Circa obiecta proposita, non quid alii senserint, vel quid ipsi suspicemur, sed quid clare et evidenter possimus intuéri, vel certo deducere, quaerendum est; non aliter enim scientia acquiritur» (Σε ό,τι αφορά τα προτεινόμενα αντικείμενα, δεν πρέπει να αναζητούμε τι σκέφτηκαν οι άλλοι, ούτε τι εμείς οι ίδιοι υποψιαζόμαστε, αλλά τι μπορούμε να εννοήσουμε καθαρά και προφανώς ή να συναγάγουμε με βεβαιότητα· διότι η επιστήμη δεν αποκτάται με κανέναν άλλο τρόπο.) (AT X, 366)— ο Heidegger παρουσιάζει την Regula IV —«Necessaria est Methodus rerum veritatem investigandam» (Είναι αναγκαία μια Μέθοδος για τη διερεύνηση της αλήθειας των πραγμάτων.) (AT X, 371)— παρατηρώντας ότι η μέθοδος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται στην πράξη η έρευνα της αλήθειας, προδιαμορφώνει εκ των προτέρων το αντικείμενό της και δεν πρέπει να νοείται αφελώς ως ένα ουδέτερο εργαλείο που απλώς εγκαταλείπεται μόλις επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα.
Με την εισαγωγή της RegulaV (Tota methodus consistit in ordine et dispositione eorum ad quae mentis acies est convertenda, ut aliquam veritatem inveniamus. Atque hanc exacte servabimus, si propositiones involutas et obscuras ad simpliciores gradatim reducamus, et deinde ex omnium simplicissimarum intuitu ad aliarum omnium cognitionem per eosdem gradus ascendere tentemus (AT X, 379). «Όλη η μέθοδος συνίσταται στην τάξη και στη διάταξη εκείνων προς τα οποία πρέπει να στραφεί η οξύτητα του νου, ώστε να ανακαλύψουμε κάποια αλήθεια. Και θα τηρήσουμε αυτήν ακριβώς τη μέθοδο, εάν μειώσουμε βαθμιαία τις περίπλοκες και σκοτεινές προτάσεις σε απλούστερες, και κατόπιν, από την εποπτεία των πλέον απλών, επιχειρήσουμε να ανέλθουμε —μέσω των ίδιων βαθμίδων— στη γνώση όλων των υπολοίπων.») αναδύεται τόσο η αμοιβαία εμπλοκή της προβληματικής της mathesis και της αναθεμελίωσης της παραδοσιακής μεταφυσικής όσο και ο συνολικός προσανατολισμός της νεότερης φιλοσοφίας.
Αν είναι αληθές ότι το μαθηματικό σχέδιο εκφράζεται ουσιωδώς στις προτάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται όλες οι υπόλοιπες αρχές, με την πέμπτη ρύθμιση ο Descartes καθορίζει ακριβώς τα θεμελιώδη αξιώματα, αναγνωρίζοντας το διακριτικό τους γνώρισμα στην απόλυτη προτεραιότητα και την τελική αναμφισβήτητη ευκρίνεια, στο ότι εμφανίζονται αποδεικτικά βέβαια—κίνηση που ανυψώνει αυτομάτως τη βεβαιότητα σε κριτήριο και επαρκή λόγο της αλήθειας.
Εφόσον είναι καθαρά «μαθηματικές» και αφορούν την ολότητα του όντος, οι υπέρτατες αρχές πρέπει εκ των προτέρων να καθορίσουν τι είναι το ον και τι σημαίνει “Είναι”. Γύρω από αυτόν τον κρίσιμο εννοιολογικό κόμβο περιστρέφεται η καινοτομία που εισήγαγε ο Descartes στην Seinsgeschichte.
Η προηγούμενη παράδοση χρησιμοποιεί τη δομή της πρότασης για να κατανοήσει την αλήθεια, ορίζοντάς την με τους όρους της adaequatio rei et intellectus,( αντιστοιχία του πράγματος και διάνοιας» )ή πληρέστερα: της συμφωνίας της διατύπωσης με την πραγματικότητα· με αυτόν τον τρόπο, ξεκινά από μια δυαδιστική σχέση προς τα πράγματα, τα θεωρεί ήδη δοσμένα, συγκροτημένα αυτόνομα· μοναδική της μέριμνα και αποκλειστικός στόχος της είναι να τα αντανακλά όπως ακριβώς είναι, και έτσι, παρατηρεί ο Heidegger, καταντά ένα δοχείο απλώς παρόν του Είναι (der vorhandene Behälter des Seins).
Από την οπτική γωνία της mathesis, αντίθετα, δεν μπορούν να υπάρχουν ήδη δοσμένα πράγματα· και η πρόταση, ιδίως η θεμελιώδης, δεν πρέπει πλέον να περιορίζεται στο να προϋποθέτει, να αντανακλά και να αναπαράγει μια πραγματικότητα εξωτερική ως προς τη γνώση.
Έτσι μεταμορφώνεται η θέση και η λειτουργία του subjectum της γνώσης: το υποκείμενο, επάνω στο οποίο ασκείται η προϋπάρχουσα δύναμη της mathesis, δεν αντιπαρατίθεται πλέον στην πρόταση, γιατί είναι ακριβώς αυτή η ετερότητά του που υπονομεύει την αναμφισβητησία της.
Ακόμη και η προ-καρτεσιανή οντολογική παράδοση είχε θεσπίσει θεμελιώδη αξιώματα· αλλά το δικό της θέτειν εμφανίζεται ως εξαρτημένο, δεν παρουσιάζεται ακόμη ως absolutes Setzen, επειδή αντλεί το υποκείμενο από έξω και όχι από την ίδια την αρχική πρόταση — μια εσωτερική παραγωγή η οποία επιτέλους απονέμει στο subjectum το καθεστώς θεμελίου που είναι ταυτόχρονα absolutum και inconcussum, δηλαδή αδιαμφισβήτητο, απολύτως βέβαιο» (FD, 80/129).
Ο Heidegger επισημαίνει ότι δεν είναι μια γενική σκεπτική στάση που θέτει σε κίνηση το δυναμικό της αμφιβολίας και ενεργοποιεί την επακόλουθη αμφισβήτηση της παραδοσιακής γνώσης· εφόσον η mathesis, ως απόλυτο θεμέλιο, απαιτεί —για την αυτοθεμελίωσή της— την επίτευξη της θεμελιακής αρχής που συγκροτεί την αρχή της ολότητας του όντος, η αμφιβολία γίνεται το αναντικατάστατο εργαλείο που είναι επιφορτισμένο με την αναζήτηση της θεμελιώδους πρότασης, η οποία, καθότι καθαρά «μαθηματική»,δεν μπορεί να έχει τίποτα πριν από αυτήν, δεν μπορεί να ανεχθεί ότι κάτι είναι δοσμένο πριν από αυτήν. Αν κάτι είναι δοσμένο, τότε αυτό που είναι πραγματικά δοσμένο είναι μόνο η πρόταση ως τέτοια, δηλαδή το θέτειν, η θέση, με την έννοια της εκφωνητικής σκέψης.
Το θέτειν, η πρόταση, έχει μόνο τον εαυτό της ως εκείνο που μπορεί να τεθεί.
Μόνο όταν η σκέψη σκέφτεται τον εαυτό της είναι απολύτως «μαθηματική», δηλαδή λαμβάνει γνώση αυτού που ήδη έχει. Η σκέψη, το θέτειν, όταν στρέφεται προς τον εαυτό της, ανακαλύπτει ότι το λέγειν και το σκέπτεσθαι —όποιο κι αν είναι το αντικείμενο για το οποίο εκθέτει κάτι— είναι πάντοτε ένα «εγώ σκέφτομαι». Το σκέπτεσθαι είναι πάντοτε “io penso”, ego cogito. Και σε αυτό εμπεριέχεται: εγώ είμαι, sum. Cogito, sum — αυτή είναι η ύψιστη βεβαιότητα, άμεσα παρούσα στην πρόταση ως τέτοια.
Στο «εγώ θέτω», το «εγώ» ως θέτον προτίθεται-μαζί-και-πριν ως το ήδη παρόν, ως το ον.
Το Είναι του όντος καθορίζεται από το «εγώ είμαι», εφόσον αυτό είναι η βεβαιότητα του θέτειν» (FD, 80–81/129–130).
Το πρωταρχικό εύρημα του ego cogito εξασφαλίζει τελικά τη θεμελίωση της mathesis, μηδενίζοντας τη διαφορά ανάμεσα σε Denken και Setzen σε σχέση με το subjectum, κατανοώντας ότι το υποκείμενο τίθεται από τη σκέψη και ότι το absolutes Setzen, το υποκείμενο κατ’ εξοχήν, ταυτίζεται αναγκαστικά με το ego του ego cogito του Descartes.
Τώρα, είναι η συλλογιστική διατύπωση cogito ergo sum που αποκρύπτει τον μαθηματικο-μεταφυσικό πυρήνα της καρτεσιανής ρήσης: αρνούμενος την ιδέα ότι το επιχείρημα του cogito αποτελεί έναν παραγωγικό συλλογισμό, ο Heidegger δεν επαναλαμβάνει μια ερμηνεία που η παραδοσιακή ιστοριογραφία προωθούσε επί μακρόν —τουλάχιστον από τον Spinoza—, διότι δεν περιορίζεται στο να επισημάνει την απουσία της μείζονος προκείμενης id quod cogitat, est (αυτό που σκέφτεται, είναι.), αλλά προχωρεί έως και στο να αναγάγει και την ίδια την Obersatz στην πρόταση cogito–sum, της οποίας εκφράζει «τηΝ τυπική γενίκευση» (FD, 81/130).
Με άλλα λόγια: το sum δεν προκύπτει από αλλά θεμελιώνει το Denken.
Στην ουσία του θέτειν ανήκει αναγκαστικά η πρόταση ich setze, η οποία δεν προϋποθέτει τίποτε ήδη δοσμένο πριν από τον εαυτό της, εκφράζοντας την πρωταρχική πράξη της συμπτώσεως του σκέπτεσθαι και του subjectum:
«Εγώ θέτω· εγώ είμαι αυτός που θέτει και σκέφτεται. Το χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης είναι ότι θέτει πρωτίστως αυτό για το οποίο εκφέρει κάτι: το subiectum.
Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που θέτει είναι το “εγώ”: το εγώ είναι το subiectum της πρώτης θεμελιώδους πρότασης, της πρώτης αρχής.
Το εγώ είναι επομένως εκείνο που με έναν εξαιρετικό τρόπο βρίσκεται στη βάση, στο υπόβαθρο (ὑποκείμενον, subiectum), το subiectum του απόλυτου θέτειν.
Από εδώ προκύπτει το γεγονός ότι έκτοτε το “εγώ” χαρακτηρίζεται ως το subiectum, το “υποκείμενο” κατ’ εξοχήν.»
Η ιστορικο-μεταφυσική σημασία του Descartes αναδύεται μέσα από τη τεράστια μεταμόρφωση του νοήματος του όρου soggetto σε σχέση με την παράδοση, η οποία διεύρυνε το σημασιολογικό του φάσμα ώστε να περιλάβει κάθε υπαρκτό πράγμα: ως θεμέλιο του Setzen, το εγώ γίνεται το subjectum που καθορίζει την ετερότητα ξεκινώντας από τη δική του αναντιλέπτως εγγυημένη και συνεχώς διασφαλισμένη αυτοθέση.
Ορισμένες σε σχέση προς τη θεμελιώδη πρόταση και προς την ανατοποθέτηση του εγώ ως του πρώτου και μοναδικού υποκειμένου, στα πράγματα αποδίδεται το καθεστώς του Gegen-stand, αυτού που “στέκει απέναντι”, λαμβάνουν δηλαδή τη νεωτερική σημασία των objecta: δεν είναι η απλή αναπαράσταση του πράγματος, αλλά η ίδια η πραγματική του υπόσταση.
Σε αυτή τη σημασιολογική μετατόπιση ο Heidegger εντοπίζει την ιστορική στροφή που καθορίστηκε από μια διαφορετική φανέρωση του Είναι. («Αλλά αυτή η αντιστροφή του νοήματος των όρων subiectum και obiectum δεν αποτελεί απλώς ζήτημα γλωσσικής χρήσης. Είναι μια μεταβολή που, καθοριζόμενη από την επιβολή της mathesis, ανατρέπει το Dasein, δηλαδή μεταμορφώνει ριζικά την φωτιστική ανοικτότητα του Είναι του όντος. Και αυτό είναι ένα ιστορικό πέρασμα που αναγκαστικά μένει κρυφό στο κοινό βλέμμα: ένα πέρασμα αυτής της αληθινής ιστορίας, η οποία είναι πάντοτε ιστορία της φανέρωσης του Είναι —ή δεν είναι τίποτα.» (FD, 82/131· πρβλ. επίσης ZS, 153/190–191).)
Συνεχίζεται με: 3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και το πέπλο: ο Descartes στην ύστερη φάση της εννοιολογικής πορείας του Heidegger
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου
3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγγεριανής σκέψης
3.3.1. Ego cogito και mathesis universalis στα κείμενα της δεκαετίας του ’30
Ακόμη και η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Galilei και τους αντιπάλους του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στη βάση της αφελούς και απλουστευτικής διχοτομίας ρεαλισμός–αφαίρεση, διότι και οι δύο πλευρές είχαν δει τα ίδια «γεγονότα»· αλλά τα ίδια γεγονότα, το ίδιο συμβάν, παρατηρήθηκε και ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο. Διαφορετικό ήταν αυτό που τους εμφανιζόταν ως αληθινό γεγονός και ως αυθεντική αλήθεια» (FD, 70/118).
Στη θέση του Γαλιλαίου: mobile super planum horizontale projectum mente concipio omni secluso impedimento (Συλλαμβάνω νοητικά ένα κινούμενο σώμα, εκτοξευμένο πάνω σε οριζόντιο επίπεδο, με κάθε εμπόδιο αποκλεισμένο.), αναδύονται οι βασικές γραμμές της mathesis, τις οποίες ο Heidegger συνοψίζει σε έξι θεμελιώδη σημεία:
Εφόσον πρόκειται για mente concipere, το das Mathematische υπερβαίνει εκ προοιμίου τα πράγματα, για να συλλάβει την ουσία τους, ανοίγοντας έναν ερμηνευτικό χώρο που τα φανερώνει υπό ένα προκαθορισμένο φως.
Τα γεγονότα κρίνονται και αξιολογούνται εκ των προτέρων γι’ αυτό που είναι, σύμφωνα με τις θεωρητικές συντεταγμένες του σχεδίου της mathesis. Οι τελικές ορισμοθετήσεις και οι βασικές διατυπώσεις του μαθηματικού σχεδίου είναι τα αξιώματα, οι αποφασιστικές προτάσεις και οι αναγκαίες αλήθειες που αναγάγουν τα πράγματα στο αυθεντικό και πρωταρχικό θεμέλιό τους.
Ο mathematischer Entwurf, ως αξιωματικός, εκθέτει το θεμελιώδες σχήμα, την ενοποιητική αρχή που προλαμβάνει τις πράξεις και θεσμίζει τις σχέσεις τους: το εν λόγω Grundriß (θεμελιώδες σχήμα, προσχέδιο) είναι η αποουσιοποίηση του Είναι, η μείωση του όντος στις πολύμορφες χωροχρονικές του σχέσεις, ο καθορισμός του όχι από έμφυτες ποιότητες αλλά από τη σχέση του με τα άλλα όντα.
Το σχήμα παρέχει το κριτήριο που οριοθετεί τον κύκλο του όντος: η φύση χάνει έτσι το νόημα της εσωτερικής δύναμης του σώματος που καθορίζει την κίνησή του και τον τόπο του, και λαμβάνει το νόημα της περιοχής της ομοιόμορφης χωροχρονικής συνάφειας των κινήσεων.
Η μεταμόρφωση του νοήματος της φύσης φέρνει μαζί της την αναπόφευκτη απαίτηση καθιέρωσης μιας μεθόδου πρόσβασης στα αντικείμενα που έχουν προκαθοριστεί αξιωματικά: πλήρως εξωτερικευμένα και αναγόμενα στις πολλαπλές σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους, τα πράγματα δεν εμφανίζονται πλέον ως εμφοραρούμενα από δυνάμεις και κρυφές ιδιότητες, αλλά αποκαλύπτονται εξαντλητικά εντός του θεωρητικού πλαισίου που προσφέρει το μαθηματικό σχέδιο· παρουσιάζονται δηλαδή αποκλειστικά μέσα στις σχέσεις ανάμεσα σε τόπους και σημεία του χρόνου και στα μέτρα των μαζών και των ενεργών δυνάμεων» (FD, 72/120) ( Και ο Heidegger συνεχίζει: «Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται τα πράγματα προδιαγράφεται από το σχέδιο. Αυτό λοιπόν καθορίζει επίσης την εμπειρία, το experiri, τον τρόπο με τον οποίο εκείνο που φανερώνεται γίνεται δεκτό και εξακριβώνεται. Και επειδή τώρα η εξακρίβωση προδιαμορφώνεται από το θεμελιώδες σχήμα του σχεδίου, η εξέταση μπορεί να διαμορφωθεί έτσι ώστε να καθορίσει εκ των προτέρων τις συνθήκες υπό τις οποίες η φύση πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να απαντήσει. Επάνω στο θεμέλιο της mathesis, η experientia γίνεται πείραμα με τη νεότερη έννοια. Η νεότερη επιστήμη είναι πειραματική χάρη στο μαθηματικό σχέδιο.
Ο πειραματικός ζήλος για τα γεγονότα είναι αναγκαίο επακόλουθο της προηγούμενης “μαθηματικής” υπέρβασης όλων των γεγονότων.» (FD, 72/120) Με άλλα λόγια: η εμπειρία δεν συλλαμβάνει ένα απολύτως πρωταρχικό δεδομένο, αλλά ένα γεγονός ήδη μεταφρασμένο στη σύνταξη του μαθηματικού σχεδίου, το οποίο είχε προηγουμένως υπερβεί κάθε φαινόμενο, προβάλλοντας μέσα σε αυτό τις δικές του συντεταγμένες νοήματος. Πρβλ. GA 36/37, 35: «Η mathesis δεν καθορίζεται από αναφορές στην εμπειρία. Δείχνει από μόνη της το περιεχόμενό της, για κάθε εμπειρία και πέρα από αυτήν.» ).
Ως αυστηρός καθορισμός των πραγμάτων, ένα ομοιογενές και ενιαίο κριτήριο αποτιμά την ομοιομορφία όλων των σωμάτων σύμφωνα με τις χωροχρονικές σχέσεις και συλλαμβάνει τις σχέσεις κίνησης· το μαθηματικό σχέδιο απαιτεί, για να επιτευχθεί μια ποσοτικοποίηση, το στοιχείο που βρίσκεται στη αριθμητική μέτρηση.
Η σημασία του αριθμού στη νεότερη επιστήμη προκύπτει λοιπόν από την επιβολή του mathematischer Entwurf, που διακρίνεται από τον μαθηματικό υπολογισμό όπως η αιτία από το αποτέλεσμα.
Καθορίζοντας έτσι τη mathesis στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, ο Heidegger προχωρά να αναλύσει το μεταφυσικό της νόημα, διερευνώντας το μαθηματικό θεμέλιο της moderne Metaphysik. Εκκινώντας από την αρχή ότι κάθε μορφή σκέψης είναι πάντοτε μόνο η πραγμάτωση και η συνέπεια μιας ορισμένης μορφής ιστορικής ύπαρξης, μιας κάθε φορά καθορισμένης θεμελιακής θέσης απέναντι στο Είναι εν γένει και στην αλήθεια, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο το ον «μας εμφανίζεται» (FD, 74/122), ο Heidegger προσεγγίζει τον Descartes, στον οποίο τώρα αναγνωρίζει τον εκκινητή της νεότερης φιλοσοφίας, ακριβώς ως μεταφυσικό θεμελιωτή της mathesis («Συνηθίζεται να θεωρείται ότι η νεότερη φιλοσοφία αρχίζει με τον Descartes (1596–1650), ο οποίος έζησε μία γενιά μετά τον Galilei. Και έναντι των κατά καιρούς αναφυόμενων προσπαθειών να αρχίσει η νεότερη φιλοσοφία με τον Meister Eckhart ή στην εποχή που μεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Descartes, πρέπει να τηρείται η παραδοσιακή θέση» (FD, 76/124).
Στο μάθημα του Sommersemester 1933 όμως δηλώνεται:
«Αυτό το υποτιθέμενο νέο ξεκίνημα της νεότερης φιλοσοφίας με τον Descartes όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα την απαρχή μιας περαιτέρω ουσιώδους παρακμής της φιλοσοφίας» (GA 36/37, 39). Ένα απόσπασμα από τα Grundprobleme δείχνει πώς οι δύο δηλώσεις δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Αν και αναγνωρίζεται ότι «η νεότερη φιλοσοφία πραγματοποίησε μία πλήρη αναστροφή εντός της φιλοσοφικής έρευνας, εκκινώντας από το υποκείμενο, από το “εγώ”», ο Heidegger διευκρινίζει: «Θα ανέμενε κανείς ότι η οντολογία θα αναλάμβανε τώρα το υποκείμενο ως παραδειγματικό ον και θα ερμήνευε την έννοια του Είναι αναφερόμενη στον τρόπο του Είναι του υποκειμένου· ότι, δηλαδή, από εδώ και στο εξής ο τρόπος του Είναι του υποκειμένου θα γινόταν οντολογικό πρόβλημα.
Αλλά αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει.
Οι λόγοι για τους οποίους η νεότερη φιλοσοφία προσανατολίζεται πρωτίστως προς το υποκείμενο δεν είναι οι λόγοι της θεμελιώδους οντολογίας· δεν αφορούν δηλαδή τη γνώση του γεγονότος ότι, και του τρόπου με τον οποίο, ξεκινώντας από το Dasein το ίδιο, μπορούν να αποσαφηνιστούν το Είναι και οι δομές του.
Ο Descartes, με τον οποίο πραγματοποιήθηκε αυτή η αναστροφή προς το υποκείμενο —που είχε ήδη προετοιμαστεί από πολλές πλευρές— όχι μόνο δεν θέτει το ερώτημα για το Είναι του υποκειμένου, αλλά μάλιστα το ερμηνεύει παραπέμποντας στην έννοια του Είναι και στις οντολογικές κατηγορίες που είχαν επεξεργαστεί η αρχαία και η μεσαιωνική φιλοσοφία.
Οι θεμελιώδεις οντολογικές έννοιες του Descartes προέρχονται άμεσα από τον Suarez, τον Duns Scoto και τον Thomas d’Aquino.» (GA 24, 174/118)).
Πέρα από αυτή την παραχώρηση προς την παραδοσιακή ιστοριογραφία, η χαϊντεγκεριανή ανάγνωση επιδιώκει να ανατρέψει τη συνηθισμένη εικόνα του Γάλλου στοχαστή ως εκείνου που, αμφιβάλλοντας, επαναφέρει τη φιλοσοφία στο εγώ, θεμελιώνει τον υποκειμενισμό και τη θεωρία της γνώσης· μια εικόνα που ο Heidegger θεωρεί γελοιογραφική και «ένα κακό μυθιστόρημα, όχι μια ιστορία στην οποία γίνεται ορατή η κίνηση του Είναι» (FD, 77/125-126) (Όπως έχει επισημανθεί, «δεν ήταν ούτε ο Hegel ούτε ο Schelling εκείνοι που είχε κατά νου ο Heidegger όταν απέρριπτε την κοινή ανάγνωση του Descartes ως κακού μυθιστορήματος, αλλά μάλλον η νεοκαντιανή ερμηνεία» (R. Bernasconi, Descartes in the History of Being…, ό.π., σ. 152). Αυτό ακριβώς προκύπτει στα Grundprobleme: το νεοκαντιανισμό των περασμένων δεκαετιών είχε εισαγάγει μια ιστοριογραφική προοπτική σύμφωνα με την οποία με τον Descartes είχε αρχίσει μια εντελώς νέα εποχή της φιλοσοφίας, τόσο ώστε πριν από αυτόν — τουλάχιστον μέχρι τον Plato, ερμηνευμένο επίσης βάσει καντιανών κατηγοριών — υπήρχαν μόνο σκοτάδια.
Σήμερα όμως επισημαίνεται δικαίως ότι η νεότερη φιλοσοφία, ξεκινώντας από τον Descartes, συνέχισε ακόμη να διαπραγματεύεται την αρχαία προβληματική της μεταφυσικής και επομένως, παρά όλες τις καινοτομίες της, παρέμεινε ακόμη στο ρεύμα της παράδοσης.
Αλλά και αν ακόμη διορθώσουμε προς αυτή την κατεύθυνση την ιστοριογραφική κατασκευή του νεοκαντιανισμού, βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από το να συλλάβουμε το αποφασιστικό σημείο για τη φιλοσοφική κατανόηση της νεότερης φιλοσοφίας.
Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι τα αρχαία προβλήματα της μεταφυσικής συζητήθηκαν περαιτέρω παράλληλα με τα νέα προβλήματα, αλλά ότι ακριβώς τα νέα ζητήματα που τέθηκαν τοποθετήθηκαν και επεξεργάστηκαν επάνω στο θεμέλιο των παλαιών· και ότι, επομένως, η φιλοσοφική μεταστροφή που δήθεν πραγματοποίησε η νεότερη φιλοσοφία —εάν τοποθετηθούμε σε οντολογικό επίπεδο— δεν συνέβη καθόλου.
Αντίθετα, «ακριβώς μέσω μιας τέτοιας μεταστροφής, και χάρη σε αυτήν τήν υποτιθέμενη κριτική νέο-αρχή της φιλοσοφίας που εκπροσωπείται από τον Descartes, αφομοιώθηκε στην πραγματικότητα η παραδοσιακή οντολογία» (GA 24, 174–175/118–119).
Στη μονογραφία του για τον Descartes, ο Paul Natorp αναγνώρισε σε ένα χωρίο των Regulae ad directionem ingenii (βλ. AT X, 397–398/43–44) «το σαφές σχέδιο μιας επιστήμης της καθαρής λογικής», δηλαδή «τη θεμελιώδη ιδέα που, αν προωθηθεί αυστηρά προς την ολοκλήρωσή της, οδηγεί στη καντιανή θέση» (P. Natorp, Descartes Erkenntnistheorie. Eine Studie zur Vorgeschichte des Kriticizmus, Elwert, Marburg 1882, σσ. 4 και 43).
Ο Natorp εμβάθυνε αυτή τη γραμμή ερμηνείας στο άρθρο του Le développement de la pensée de Descartes depuis les Regulae jusqu’aux Meditations, στο Revue de Métaphysique et de Morale, IV, 1896, σσ. 416–432.
Στην ανάγνωση του Descartes που προτάθηκε από τους εκπροσώπους της νεοκαντιανής σχολής του Marburgo —τον Hermann Cohen, τον Natorp και τον Ernst Cassirer— αφιερώνεται το δοκίμιο του Éric Dufour, Descartes à Marbourg, στο συλλογικό τόμο AA.VV., Descartes en Kant, ό.π., σσ. 471–493.).
Μέσω του νήματος της mathesis, ο Heidegger σκοπεύει να κατανοήσει την μεταφυσικά αποφασιστική εμβέλεια του καρτεσιανού έργου· εφόσον από την ίδια ρίζα «προέκυψαν μαζί με τις νεότερες επιστήμες της φύσης τα σύγχρονα μαθηματικά και η σύγχρονη μεταφυσική» (FD, 75/124), είναι αναγκαίο να αναχθούμε στον βαθύ δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στις Meditationes και τον ιστορικό τους χρόνο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ουσιωδώς από τη mathesis, που εδώ και περίπου έναν αιώνα επιβαλλόταν ακατανίκητα ως ο επαναστατικός χαρακτήρας του Denken, διαμορφώνοντας μια εποχή «ξεκινώντας στην κατάκτηση της πραγματικότητας ακολουθώντας το ελεύθερο σχέδιο του κόσμου που διατυπωνόταν από αυτή τη σκέψη» (FD, 77/126).
Ο τελικός σκοπός της μεταφυσικής είναι να ανασύρει στο φως της θεωρίας «την πιο εσωτερική ουσία εκείνης της θεμελιώδους στάσης που, στην αρχή, είχε ανοίξει τον δρόμο της με αποσπασματικό τρόπο, σκοτεινά και συγκεχυμένα, συχνά παρανοώντας τον εαυτό της» (FD, 78/126).
Το μεγαλείο του Descartes συνίσταται ακριβώς στην ικανότητά του να προσφέρει την πιο προωθημένη ερμηνεία του ιστορικού του χρόνου, ανασηκώνοντας τις χαοτικές και ανοργάνωτες αξιώσεις του στη σφαίρα της εννοιολογικής σαφήνειας, προσφέροντας τη αποφασιστική συμβολή στην ολοκλήρωση της διαδικασίας Grundlegung της mathesis, στην ανύψωσή της σε κανόνα κάθε σκέψης, στην καθιέρωση των κανόνων που καθορίζουν τη λειτουργία της και τους σκοπούς της.
Ο Heidegger στρέφει και πάλι την προσοχή του στις Regulae ad directionem ingenii, (Κανόνες για την καθοδήγηση του νου) αναγνωρίζοντας ήδη στον τίτλο τον ενιαίο μαθηματικό–μεταφυσικό χαρακτήρα της νεότερης σκέψης: ο όρος Regulae παραπέμπει στα αξιώματα, στις θεμελιώδεις προτάσεις, στις κατευθυντήριες αρχές, μπροστά στις οποίες το das Mathematische υποτάσσεται στην ουσία του· ενώ η έκφραση ad directionem ingenii δείχνει ότι ο σκοπός που επιδιώκει η θεμελίωση της mathesis είναι η ανάδειξή της σε αποφασιστικό κανόνα της σκέψης που στρέφεται μεταφυσικά προς την ολότητα του όντος.[ΑΝΑΛΟΓΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ. Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ]
Έτσι αναδύεται «η ιδέα μιας scientia universalis, μιας ενιαίας κανονιστικής επιστήμης, προς την οποία όλα προσανατολίζονται και από την οποία όλα ρυθμίζονται.
Ο Descartes δηλώνει ρητώς ότι εδώ δεν πρόκειται για τη mathematica vulgaris, αλλά για τη mathesis universalis» (FD 78/127) (Ο Heidegger υπαινίσσεται το χωρίο στο οποίο ο Descartes περιγράφει τη mathesis universalis στις ουσιώδεις της γραμμές (βλ. AT X, 378/29–30· το καρτεσιανό απόσπασμα έχει ήδη παρατεθεί στη σ. 264).).
Αφού υπενθυμίσει την Regula III —«Circa obiecta proposita, non quid alii senserint, vel quid ipsi suspicemur, sed quid clare et evidenter possimus intuéri, vel certo deducere, quaerendum est; non aliter enim scientia acquiritur» (Σε ό,τι αφορά τα προτεινόμενα αντικείμενα, δεν πρέπει να αναζητούμε τι σκέφτηκαν οι άλλοι, ούτε τι εμείς οι ίδιοι υποψιαζόμαστε, αλλά τι μπορούμε να εννοήσουμε καθαρά και προφανώς ή να συναγάγουμε με βεβαιότητα· διότι η επιστήμη δεν αποκτάται με κανέναν άλλο τρόπο.) (AT X, 366)— ο Heidegger παρουσιάζει την Regula IV —«Necessaria est Methodus rerum veritatem investigandam» (Είναι αναγκαία μια Μέθοδος για τη διερεύνηση της αλήθειας των πραγμάτων.) (AT X, 371)— παρατηρώντας ότι η μέθοδος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται στην πράξη η έρευνα της αλήθειας, προδιαμορφώνει εκ των προτέρων το αντικείμενό της και δεν πρέπει να νοείται αφελώς ως ένα ουδέτερο εργαλείο που απλώς εγκαταλείπεται μόλις επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα.
Με την εισαγωγή της RegulaV (Tota methodus consistit in ordine et dispositione eorum ad quae mentis acies est convertenda, ut aliquam veritatem inveniamus. Atque hanc exacte servabimus, si propositiones involutas et obscuras ad simpliciores gradatim reducamus, et deinde ex omnium simplicissimarum intuitu ad aliarum omnium cognitionem per eosdem gradus ascendere tentemus (AT X, 379). «Όλη η μέθοδος συνίσταται στην τάξη και στη διάταξη εκείνων προς τα οποία πρέπει να στραφεί η οξύτητα του νου, ώστε να ανακαλύψουμε κάποια αλήθεια. Και θα τηρήσουμε αυτήν ακριβώς τη μέθοδο, εάν μειώσουμε βαθμιαία τις περίπλοκες και σκοτεινές προτάσεις σε απλούστερες, και κατόπιν, από την εποπτεία των πλέον απλών, επιχειρήσουμε να ανέλθουμε —μέσω των ίδιων βαθμίδων— στη γνώση όλων των υπολοίπων.») αναδύεται τόσο η αμοιβαία εμπλοκή της προβληματικής της mathesis και της αναθεμελίωσης της παραδοσιακής μεταφυσικής όσο και ο συνολικός προσανατολισμός της νεότερης φιλοσοφίας.
Αν είναι αληθές ότι το μαθηματικό σχέδιο εκφράζεται ουσιωδώς στις προτάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται όλες οι υπόλοιπες αρχές, με την πέμπτη ρύθμιση ο Descartes καθορίζει ακριβώς τα θεμελιώδη αξιώματα, αναγνωρίζοντας το διακριτικό τους γνώρισμα στην απόλυτη προτεραιότητα και την τελική αναμφισβήτητη ευκρίνεια, στο ότι εμφανίζονται αποδεικτικά βέβαια—κίνηση που ανυψώνει αυτομάτως τη βεβαιότητα σε κριτήριο και επαρκή λόγο της αλήθειας.
Εφόσον είναι καθαρά «μαθηματικές» και αφορούν την ολότητα του όντος, οι υπέρτατες αρχές πρέπει εκ των προτέρων να καθορίσουν τι είναι το ον και τι σημαίνει “Είναι”. Γύρω από αυτόν τον κρίσιμο εννοιολογικό κόμβο περιστρέφεται η καινοτομία που εισήγαγε ο Descartes στην Seinsgeschichte.
Η προηγούμενη παράδοση χρησιμοποιεί τη δομή της πρότασης για να κατανοήσει την αλήθεια, ορίζοντάς την με τους όρους της adaequatio rei et intellectus,( αντιστοιχία του πράγματος και διάνοιας» )ή πληρέστερα: της συμφωνίας της διατύπωσης με την πραγματικότητα· με αυτόν τον τρόπο, ξεκινά από μια δυαδιστική σχέση προς τα πράγματα, τα θεωρεί ήδη δοσμένα, συγκροτημένα αυτόνομα· μοναδική της μέριμνα και αποκλειστικός στόχος της είναι να τα αντανακλά όπως ακριβώς είναι, και έτσι, παρατηρεί ο Heidegger, καταντά ένα δοχείο απλώς παρόν του Είναι (der vorhandene Behälter des Seins).
Από την οπτική γωνία της mathesis, αντίθετα, δεν μπορούν να υπάρχουν ήδη δοσμένα πράγματα· και η πρόταση, ιδίως η θεμελιώδης, δεν πρέπει πλέον να περιορίζεται στο να προϋποθέτει, να αντανακλά και να αναπαράγει μια πραγματικότητα εξωτερική ως προς τη γνώση.
Έτσι μεταμορφώνεται η θέση και η λειτουργία του subjectum της γνώσης: το υποκείμενο, επάνω στο οποίο ασκείται η προϋπάρχουσα δύναμη της mathesis, δεν αντιπαρατίθεται πλέον στην πρόταση, γιατί είναι ακριβώς αυτή η ετερότητά του που υπονομεύει την αναμφισβητησία της.
Ακόμη και η προ-καρτεσιανή οντολογική παράδοση είχε θεσπίσει θεμελιώδη αξιώματα· αλλά το δικό της θέτειν εμφανίζεται ως εξαρτημένο, δεν παρουσιάζεται ακόμη ως absolutes Setzen, επειδή αντλεί το υποκείμενο από έξω και όχι από την ίδια την αρχική πρόταση — μια εσωτερική παραγωγή η οποία επιτέλους απονέμει στο subjectum το καθεστώς θεμελίου που είναι ταυτόχρονα absolutum και inconcussum, δηλαδή αδιαμφισβήτητο, απολύτως βέβαιο» (FD, 80/129).
Ο Heidegger επισημαίνει ότι δεν είναι μια γενική σκεπτική στάση που θέτει σε κίνηση το δυναμικό της αμφιβολίας και ενεργοποιεί την επακόλουθη αμφισβήτηση της παραδοσιακής γνώσης· εφόσον η mathesis, ως απόλυτο θεμέλιο, απαιτεί —για την αυτοθεμελίωσή της— την επίτευξη της θεμελιακής αρχής που συγκροτεί την αρχή της ολότητας του όντος, η αμφιβολία γίνεται το αναντικατάστατο εργαλείο που είναι επιφορτισμένο με την αναζήτηση της θεμελιώδους πρότασης, η οποία, καθότι καθαρά «μαθηματική»,δεν μπορεί να έχει τίποτα πριν από αυτήν, δεν μπορεί να ανεχθεί ότι κάτι είναι δοσμένο πριν από αυτήν. Αν κάτι είναι δοσμένο, τότε αυτό που είναι πραγματικά δοσμένο είναι μόνο η πρόταση ως τέτοια, δηλαδή το θέτειν, η θέση, με την έννοια της εκφωνητικής σκέψης.
Το θέτειν, η πρόταση, έχει μόνο τον εαυτό της ως εκείνο που μπορεί να τεθεί.
Μόνο όταν η σκέψη σκέφτεται τον εαυτό της είναι απολύτως «μαθηματική», δηλαδή λαμβάνει γνώση αυτού που ήδη έχει. Η σκέψη, το θέτειν, όταν στρέφεται προς τον εαυτό της, ανακαλύπτει ότι το λέγειν και το σκέπτεσθαι —όποιο κι αν είναι το αντικείμενο για το οποίο εκθέτει κάτι— είναι πάντοτε ένα «εγώ σκέφτομαι». Το σκέπτεσθαι είναι πάντοτε “io penso”, ego cogito. Και σε αυτό εμπεριέχεται: εγώ είμαι, sum. Cogito, sum — αυτή είναι η ύψιστη βεβαιότητα, άμεσα παρούσα στην πρόταση ως τέτοια.
Στο «εγώ θέτω», το «εγώ» ως θέτον προτίθεται-μαζί-και-πριν ως το ήδη παρόν, ως το ον.
Το Είναι του όντος καθορίζεται από το «εγώ είμαι», εφόσον αυτό είναι η βεβαιότητα του θέτειν» (FD, 80–81/129–130).
Το πρωταρχικό εύρημα του ego cogito εξασφαλίζει τελικά τη θεμελίωση της mathesis, μηδενίζοντας τη διαφορά ανάμεσα σε Denken και Setzen σε σχέση με το subjectum, κατανοώντας ότι το υποκείμενο τίθεται από τη σκέψη και ότι το absolutes Setzen, το υποκείμενο κατ’ εξοχήν, ταυτίζεται αναγκαστικά με το ego του ego cogito του Descartes.
Τώρα, είναι η συλλογιστική διατύπωση cogito ergo sum που αποκρύπτει τον μαθηματικο-μεταφυσικό πυρήνα της καρτεσιανής ρήσης: αρνούμενος την ιδέα ότι το επιχείρημα του cogito αποτελεί έναν παραγωγικό συλλογισμό, ο Heidegger δεν επαναλαμβάνει μια ερμηνεία που η παραδοσιακή ιστοριογραφία προωθούσε επί μακρόν —τουλάχιστον από τον Spinoza—, διότι δεν περιορίζεται στο να επισημάνει την απουσία της μείζονος προκείμενης id quod cogitat, est (αυτό που σκέφτεται, είναι.), αλλά προχωρεί έως και στο να αναγάγει και την ίδια την Obersatz στην πρόταση cogito–sum, της οποίας εκφράζει «τηΝ τυπική γενίκευση» (FD, 81/130).
Με άλλα λόγια: το sum δεν προκύπτει από αλλά θεμελιώνει το Denken.
Στην ουσία του θέτειν ανήκει αναγκαστικά η πρόταση ich setze, η οποία δεν προϋποθέτει τίποτε ήδη δοσμένο πριν από τον εαυτό της, εκφράζοντας την πρωταρχική πράξη της συμπτώσεως του σκέπτεσθαι και του subjectum:
«Εγώ θέτω· εγώ είμαι αυτός που θέτει και σκέφτεται. Το χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης είναι ότι θέτει πρωτίστως αυτό για το οποίο εκφέρει κάτι: το subiectum.
Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που θέτει είναι το “εγώ”: το εγώ είναι το subiectum της πρώτης θεμελιώδους πρότασης, της πρώτης αρχής.
Το εγώ είναι επομένως εκείνο που με έναν εξαιρετικό τρόπο βρίσκεται στη βάση, στο υπόβαθρο (ὑποκείμενον, subiectum), το subiectum του απόλυτου θέτειν.
Από εδώ προκύπτει το γεγονός ότι έκτοτε το “εγώ” χαρακτηρίζεται ως το subiectum, το “υποκείμενο” κατ’ εξοχήν.»
Η ιστορικο-μεταφυσική σημασία του Descartes αναδύεται μέσα από τη τεράστια μεταμόρφωση του νοήματος του όρου soggetto σε σχέση με την παράδοση, η οποία διεύρυνε το σημασιολογικό του φάσμα ώστε να περιλάβει κάθε υπαρκτό πράγμα: ως θεμέλιο του Setzen, το εγώ γίνεται το subjectum που καθορίζει την ετερότητα ξεκινώντας από τη δική του αναντιλέπτως εγγυημένη και συνεχώς διασφαλισμένη αυτοθέση.
Ορισμένες σε σχέση προς τη θεμελιώδη πρόταση και προς την ανατοποθέτηση του εγώ ως του πρώτου και μοναδικού υποκειμένου, στα πράγματα αποδίδεται το καθεστώς του Gegen-stand, αυτού που “στέκει απέναντι”, λαμβάνουν δηλαδή τη νεωτερική σημασία των objecta: δεν είναι η απλή αναπαράσταση του πράγματος, αλλά η ίδια η πραγματική του υπόσταση.
Σε αυτή τη σημασιολογική μετατόπιση ο Heidegger εντοπίζει την ιστορική στροφή που καθορίστηκε από μια διαφορετική φανέρωση του Είναι. («Αλλά αυτή η αντιστροφή του νοήματος των όρων subiectum και obiectum δεν αποτελεί απλώς ζήτημα γλωσσικής χρήσης. Είναι μια μεταβολή που, καθοριζόμενη από την επιβολή της mathesis, ανατρέπει το Dasein, δηλαδή μεταμορφώνει ριζικά την φωτιστική ανοικτότητα του Είναι του όντος. Και αυτό είναι ένα ιστορικό πέρασμα που αναγκαστικά μένει κρυφό στο κοινό βλέμμα: ένα πέρασμα αυτής της αληθινής ιστορίας, η οποία είναι πάντοτε ιστορία της φανέρωσης του Είναι —ή δεν είναι τίποτα.» (FD, 82/131· πρβλ. επίσης ZS, 153/190–191).)
Συνεχίζεται με: 3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και το πέπλο: ο Descartes στην ύστερη φάση της εννοιολογικής πορείας του Heidegger
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου