Συνέχεια από: Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022
ΛΟΓΟΣ Β'
(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)
Η ΝΥΦΗ:
«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,
μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.
Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη,
επειδή με έκαψε ο ήλιος·
οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,
με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ' αμπέλια.
Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.
Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,
που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,
για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».
Ο ΧΟΡΟΣ
«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».
Πόσο πένθος προξενεί σε όσους εξετάζουν με συναίσθηση αυτό το «δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι». Είναι θρήνος πραγματικός η φωνή, θρήνος που προκαλεί τους στεναγμούς συμπάθειας των προφητών. Πώς κατάντησε πόρνη η πόλη, η πιστή Σιών (Ιερουσαλήμ), η γεμάτη δικαιοσύνη; Πώς εγκαταλείφθηκε η κόρη Σιών σαν πρόχειρο καλύβι σε αμπελώνα; Πώς έμεινε μόνη η πόλη η γεμάτη από πλήθος λαού και αυτή που κυβερνούσε να γίνει φόρου υποτελής; Πώς μαύρισε το χρυσάφι, πώς αλλοιώθηκε το ωραίο ασήμι; Πώς μαύρισε και σκοτείνιασε αυτή που πρώτα έλαμπε δίπλα στο αληθινό φώς; Όλα, λέει, τα έπαθα, επειδή δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αμπέλι είναι η αθανασία, αμπέλι η απάθεια και η ομοίωση προς το θείον και η αλλοτρίωση από κάθε κακό. Καρπός του αμπελιού αυτού είναι η καθαρότητα, το λαμπρό αυτό και ώριμο τσαμπί πού μοιάζει με τον ήλιο και καταγλυκαίνει με την αγνότητά του τα αισθητήρια της ψυχής, έλικες της κληματόβεργας είναι η περιπλοκή και η συνένωση προς την αΐδια ζωή, και κληματόβεργες που αναρριχώνται είναι τα ψηλώματα των αρετών που ανεβαίνουν προς το ύψος των αγγέλων, ενώ τα πράσινα φύλλα που σειόνται στα κλαδιά χαριτωμένα από το απαλό αεράκι είναι ο πολύμορφος στολισμός των αρετών εκείνων που έχουν τη θαλερότητα του Πνεύματος. Όλα αυτά, λέει, τα είχα και μ’ έκανε να λάμπω η απόλαυσή τους, κατασκοτείνιασα όμως από τη λύπη, γιατί δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αφού έχασα την καθαρότητα, ντύθηκα τη σκοτεινή όψη (γιατί τέτοιος είναι στην όψη ο δερμάτινος χιτώνας). Τώρα όμως, επειδή μ’ αγάπησε πάλι η ευθύτητα κι έγινα πάλι όμορφη (καλή) και φωτεινή (φωτοειδής), παρακολουθώ με υποψία τον πλούτο μου, μήπως χάσω και πάλι το κάλλος μου, αστοχώντας στη φύλαξη από άγνοια του τρόπου ασφάλειας.
Γι αυτό αφήνοντας τη συνομιλία με τις κοπέλες πάλι φωνάζει παρακαλώντας τον νυμφίο και δίνει ως όνομα στον ποθητό της το ενδόμυχο αίσθημα που νιώθει γι’ αυτόν. Τί του λέει δηλαδή; «Πες μου, εσύ που αγάπησε η ψυχή μου, πού ποιμαίνεις, πού σταλιάζεις τα μεσημέρια, για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου». Πού ποιμαίνεις εσύ ο ποιμήν ο καλός, που σηκώνεις στους ώμους σου όλο το ποίμνιο; Το ανθρώπινο γένος (όλη η ανθρώπινη φύση) είναι όλο ένα πρόβατο, που πήρες στους ώμους σου. Δείξε μου το τόπο της χλόης, πες μου πού είναι το νερό που ξεδιψά (το ύδωρ της αναπαύσεως), βγάλε με προς το χορτάρι της βοσκής, κάλεσέ με μέ τ’ όνομά μου, για ν’ ακούσω τη φωνή σου, εγώ το δικό σου πρόβατο, και δώσε μου με τη φωνή σου τη ζωή την αιώνια. «Πες μου εσύ που αγάπησε η ψυχή μου». Γιατί έτσι σε κατονομάζω, επειδή τ’ όνομά σου είναι πάνω από κάθε όνομα (άφραστο) κι ούτε να το πει μπορεί ούτε να το χωρέσει καμιά λογική φύση (αχώρητο). Το όνομα λοιπόν που μας καθιστά γνωστή την αγαθότητά σου είναι η αγάπη της ψυχής μου σ’ εσένα. Πώς να μη σε αγαπήσω, που τόσο μ’ αγάπησες, ενώ ήμουν μαύρη, ώστε να θυσιάσεις τη ζωή σου για τα πρόβατα που ποιμαίνεις; Δεν είναι δυνατό να σκεφτώ μεγαλύτερη από αυτήν αγάπη, ν’ ανταλλάξεις τη σωτηρία μου με την ίδια τη ζωή σου.
Πες μου λοιπόν, λέει, πού ποιμαίνεις, για να βρω τη βοσκή της σωτηρίας και να χορτάσω την ουράνια τροφή. Όποιος δε φάει από αυτήν δεν μπορεί να μπει στη ζωή. Και τρέχοντας προς την πηγή εσένα να πιώ το θεϊκό πιοτό, που εσύ πηγάζεις για τους διψασμένους αναβλύζοντας το νερό από την πλευρά σου, όταν άνοιξε η λόγχη τη φλέβα εκείνη· όποιος πιει από αυτήν γίνεται «πηγή που αναβλύζει το νερό της αιώνιας ζωής». Αν με ποιμάνεις σ’ αυτά σίγουρα θα με σταλιάσεις το μεσημέρι, όταν κοιμηθώ εκεί ειρηνικά κι αναπαυθώ στο ανίσκιωτο φώς. Γιατί είναι δίχως ίσκιο από παντού ολόγυρα το μεσημέρι, όταν ο ήλιος λάμπει κατακόρυφα, και συ βάζεις ν’ αναπαυθούν όσους ποίμανες, όταν δεχτείς τα παιδιά σου μαζί σου στη μάντρα σου. Αλλά κανένας δεν γίνεται άξιος για την ανάπαυση του μεσημεριού, αν δεν γίνει πρώτα υιός φωτός και υιός της ημέρας. Αυτός που αποχώρισε τον εαυτό του εξίσου από το βραδινό και το πρωϊνό σκοτάδι (όπου δηλαδή αρχίζει το κακό κι όπου τελειώνει), αυτός δέχεται το μεσημέρι την ξεκούραση από τον ήλιο της δικαιοσύνης.
Δείξε μου λοιπόν, λέει, που πρέπει να βόσκω και ποιος είναι ο δρόμος για την ανάπαυση του μεσημεριού, μήπως κάποτε, ξεφεύγοντας την αγαθή χειραγώγηση, η άγνοια της αλήθειας με κάνει να συναγελαστώ με τις ξένες από τα δικά σου κοπάδια αγέλες. Αυτά είπε για την ομορφιά που είχε δεχτεί από το Θεό γεμάτη αγωνία και ζητώντας να μάθει πως θα γινόταν να παραμείνει η ομορφιά της για πάντα. Δεν αξιώνεται όμως ακόμη τη φωνή του νυμφίου, γιατί ο Θεός είχε προβλέψει γι’ αυτήν κάτι καλύτερο, να φλογίσει σε μεγαλύτερο βαθμό την επιθυμία της η αναβολή της απολαύσεως, ώστε μαζί με τον πόθο να μεγαλώσει και η χαρά της.
Συνομιλούν όμως μαζί της οι φίλοι του νυμφίου και της δείχνουν συμβουλεύοντάς την τον τρόπο να εξασφαλίσει τα αγαθά που έχει. Ο λόγος όμως και εκείνων είναι καλυμμένος με ασάφεια. Η διατύπωσή του είναι η έξης· «αν δεν το ξέρεις από μόνη σου, ω εσύ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκιζε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των κοπαδιών». Το νόημα τούτων των λόγων είναι φανερό από τη λογική ακολουθία όσων είπαμε, η σύνταξη όμως φαίνεται πως έχει κάποια ασάφεια. Ποιο είναι το νόημα; Ασφαλέστατο φυλαχτό είναι να μην σου διαφύγει η γνώση του εαυτού σου, ούτε, ενώ βλέπεις κάτι άλλο από τα σχετικά με σένα, να νομίζεις ότι βλέπεις τον εαυτό σου. Αυτό παθαίνουν όσοι δεν εξετάζουν τον εαυτό τους. Βλέποντας ότι έχουν ρώμη ή κάλλος ή δόξα ή εξουσία ή κάποια αφθονία πλούτου ή αλαζονεία ή έπαρση ή μέγεθος σώματος ή ωραία μορφή ή κάτι άλλο παρόμοιο, νομίζουν ότι ο εαυτός τους είναι ένα από αυτά. Γι’ αυτό δεν είναι σίγουρα φύλακες του εαυτού τους, επειδή αμελούν τα δικά τους εξαιτίας της απασχόλησής τους με τα ξένα. Πώς θα μπορούσε κάποιος να φυλάξει κάτι που δεν ξέρει; Γι’ αυτό η πιο ασφαλισμένη φύλαξη των αγαθών μας είναι να μην έχουμε άγνοια του εαυτού μας, να γνωρίζει καθένας τί είναι ο εαυτός του και να τον ξεχωρίζει με ακρίβεια από τα σχετικά με αυτόν, ώστε να μη φυλάξει κατά λάθος το ξένο αντί το δικό του. Όποιος αποβλέπει στη ζωή του κόσμου τούτου και κρίνει άξια για φύλαξη όσα τιμούν εδώ, δεν μπορεί να ξεχωρίσει το δικό του από το ξένο· τίποτε από όσα περνούν δεν είναι δικό μας. Και πώς να κρατήσει κανένας το παροδικό που ρέει;
Επειδή λοιπόν ένα μονάχα παραμένει το ίδιο, η νοητή και άυλη φύση, ενώ η ύλη περνά με κάποια ροή και κάποια κίνηση αλλάζοντας πάντοτε, υποχρεωτικά όποιος αποχωρίζεται από το μόνιμο, πηγαίνει οπωσδήποτε μαζί μ’ εκείνο που είναι άστατο, κι αυτός πού κυνηγά όποιο παρέρχεται κι αφήνει όποιο είναι μόνιμο, αστοχεί και στα δύο, στο ένα επειδή το αφήνει και στο άλλο επειδή δεν μπορεί να το συλλάβει. Γι’ αυτό οι φίλοι του νυμφίου δίνουν αυτή τη συμβολή. Ότι δηλαδή «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου, εσύ η όμορφη μέσα στις γυναίκες, ακολούθησε τα ίχνη των πατημασιών (τα χνάρια) των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου μπροστά στις μάντρες των κοπαδιών». Τί σημαίνει αυτό; Ότι όποιος δεν έμαθε τον εαυτό του αποκόβεται από το κοπάδι των προβάτων και βόσκει μαζί με τα κατσίκια πού η μάντρα τους ρίχτηκε στ’ αριστερά, αφού έτσι έβαλε ο καλός ποιμένας στα δεξιά τα πρόβατα, ενώ αποχώρισε από την καλύτερη μοίρα τα κατσίκια στ’ αριστερά. Από τη συμβουλή λοιπόν των φίλων του νυμφίου διδασκόμαστε τούτο· ότι πρέπει να αντικρίζουμε την ίδια τη φύση των πραγμάτων και να μην μας παραπλανούν από την αλήθεια ίχνη ψεύτικα.
Πρέπει όμως να εκθέσουμε την άποψή μας περί τούτων σαφέστερα. Πολλοί άνθρωποι δεν κρίνουν οι ίδιοι πως είναι η φύση των πραγμάτων, αλλά, έχοντας υπόψη τη συνήθεια όσων έζησαν πριν, κάνουν λάθη στην υγιή κρίση των όντων, προτείνοντας ως κριτήριο του καλού όχι ένα έμφρονα λογισμό αλλά μια άλογη συνήθεια. Γι’ αυτό εξωθούν τον εαυτό τους να καταλάβουν αρχές κι εξουσίες, και υπολογίζουν πολύ τις διακρίσεις του κόσμου τούτου και τα υλικά μεγέθη, ενώ είναι άδηλο που θα καταλήξει καθένα από αυτά έπειτα από την εδώ ζωή. Γιατί η συνήθεια δεν είναι ασφαλής εγγυητής των μελλοντικών, και η κατάληξή της είναι πολλές φορές κοπάδι κατσικιών όχι προβάτων. Καταλαβαίνεις τι λέω από το λόγο του Ευαγγελίου. Όποιος όμως αποβλέπει στο ιδιαίτερο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης (κι αυτό είναι ο λόγος) θα περιφρονήσει την άλογη συνήθεια και δε θα εκλέξει τίποτε ως αγαθό, αν δεν δίνει κέρδος στην ψυχή. Δεν πρέπει λοιπόν να παρατηρούμε τα ίχνη των ζωντανών, που αποτυπώνουν στο γήινο βίο με τις φτέρνες τους όσοι προπορεύτηκαν στη ζωή. Γιατί είναι άδηλη η κρίση για το προτιμότερο από τα φαινόμενα, ώσπου να βγούμε από τη ζωή κι εκεί να καταλάβουμε ποιούς ακολουθήσαμε.
Όποιος λοιπόν δε διακρίνει το καλό από το κακό από τα ίδια τα πράγματα, αλλά, ακολουθώντας τα ίχνη όσων προπορεύτηκαν, προτείνει την συνήθεια του παρελθόντος ως δάσκαλο της ίδιας του ζωής, ξεχνά πολλές φορές ότι τον καιρό της δίκαιης κρίσης από πρόβατο γίνεται ερίφιο (κατσίκι). Αυτά λοιπόν μπορείς ν’ ακούσεις να λένε οι φίλοι, ότι εσύ, ψυχή, που από μαύρη έγινες ωραία, αν σ’ ενδιαφέρει να μείνει αιώνια σ’ εσένα η χάρη της ομορφιάς, μη γελαστείς από τα ίχνη όσων πέρασαν πριν από σένα τη ζωή. Ό,τι βλέπεις είναι άδηλο, αν δεν είναι μονοπάτι για κατσίκια. Αυτό ακολουθώντας εσύ, επειδή δεν είναι ορατοί σ’ εσένα αυτοί που άνοιξαν με τα ίχνη τους το μονοπάτι, όταν περάσεις τη ζωή και κλειστείς στη μάντρα του θανάτου, κοίταξε μην προστεθείς στην αγέλη των κατσικιών, που δεν τα ήξερες κι όμως τα πήρες το κατόπι παρατηρώντας τα ίχνη της ζωής.
«Αν λοιπόν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου», λέει, «ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, πήγαινε κατά τα πατήματα των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου στις μάντρες των κοπαδιών». Το σημείο αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα από άλλο χειρόγραφο, ώστε ούτε η σύνταξη των λέξεων να φαίνεται ασυνάρτητη. Γιατί λέει, «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, βγήκες από τα ίχνη του κοπαδιού και βοσκίζεις κατσίκια αντί να πάς στις μάντρες των κοπαδιών». Έτσι το νόημα που φαίνεται στις λέξεις αυτές συμφωνεί ακριβώς με την ερμηνεία που δώσαμε πιο μπρος. Λοιπόν, για να μην το πάθεις αυτό, πρόσεχε τον εαυτό σου, λέει ο λόγος· αυτό είναι το ασφαλές φυλακτήριο των αγαθών. Κατάλαβε πόσο σ’ έχει τιμήσει ο δημιουργός σου πάνω από την υπόλοιπη κτίση. Δεν έγινε εικόνα του Θεού ο ουρανός ούτε η σελήνη ούτε ο ήλιος ούτε η ομορφιά των άστρων ούτε κανένα άλλο από τα φαινόμενα της κτίσης. Είσαι συ η μόνη που έγινες η απεικόνιση της φύσης πού υπερβαίνει κάθε νου, το ομοίωμα, το αποτύπωμα της αληθινής θεότητας, εσύ το δοχείο της μακάριας ζωής, το εκμαγείο του αληθινού φωτός, ώστε βλέποντάς το να γίνεις εκείνο που Αυτός είναι, απομιμούμενη με το αντιλάμπισμα της καθαρότητάς σου αυτόν που λάμπει μέσα σου.
Κανένα από τα όντα δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να συγκρίνεται με το μέγεθος σου. Ο ουρανός όλος περιλαμβάνεται σε μια σπιθαμή του Θεού, η γη και η θάλασσα κλείνονται στη φούχτα του. Ωστόσο ο τόσο μεγάλος και τόσο θαυμαστός, που μέσα στην παλάμη του περικλείει όλη την κτίση, χωράει ολόκληρος μέσα σου, κατοικεί μέσα σου, και δεν βρίσκεται σε στενό χώρο διασχίζοντας τη φύση του αυτός που είπε «θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω». Αν βλέπεις αυτά, δεν θ’ αποσπάσει τα μάτια σου κανένα επίγειο. Και γιατί λέω αυτό μόνο; Αλλ’ ούτε ο ουρανός θα σου φανεί αξιοθαύμαστος. Πώς θα θαυμάσεις, ώ άνθρωπε, τους ουρανούς βλέποντας ότι εσύ είσαι μονιμότερος από τούς ουρανούς; Αυτοί περνούν και φεύγουν, εσύ όμως παραμένεις στην αιωνιότητα μαζί μ’ αυτόν που υπάρχει πάντοτε. Δε θα θαυμάσεις τις εκτάσεις της ξηράς και τα πέλαγα που απλώνονται στο άπειρο, που τάχθηκες να επιστατείς σ’ αυτά και να έχεις τα στοιχεία αυτά υπάκουα σ’ εσένα και να τα εξουσιάζεις σαν ηνίοχος σε άρμα που το σέρνουν άλογα. Γιατί και η γη εξυπηρετεί τις ανάγκες του βίου σου και η θάλασσα σαν άλογο υπάκουο σου απλώνει την πλάτη της και δέχεται τον άνθρωπο καβαλάρη της.
«Αν λοιπόν μάθεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες», θα υψωθείς πάνω απ’ όλο τον κόσμο και ατενίζοντας αδιάκοπα προς το άυλο αγαθό θα περιφρονήσεις την πλάνη από τα σημάδια (ίχνη) της ζωής αυτής. Πρόσεχε λοιπόν πάντοτε τον εαυτό σου και δε θα παραπλανηθείς προς το κοπάδι των κατσικιών, ούτε θα παρουσιαστείς στον καιρό της κρίσης ερίφιο και όχι πρόβατο, ούτε θ’ αποκλειστείς από τη θέση στα δεξιά, αλλά θ’ ακούσεις τη γλυκιά φωνή, πού λέει στα πυκνόμαλλα και ήμερα πρόβατα· «ελάτε οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου». Μακάρι να γίνουμε άξιοι γι’ αυτήν κι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου