Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (7)

 Συνέχεια από: Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Β'

(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)

Η ΝΥΦΗ:

«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,

μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.

Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη, 

επειδή με έκαψε ο ήλιος· 

οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,

με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ' αμπέλια.

Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.

Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,

που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,

για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».

Ο ΧΟΡΟΣ

«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».

Πόσο πένθος προξενεί σε όσους εξετάζουν με συναίσθηση αυτό το «δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι». Είναι θρήνος πραγματικός η φωνή, θρήνος που προκαλεί τους στεναγμούς συμπάθειας των προφητών. Πώς κατάντησε πόρνη η πόλη, η πιστή Σιών (Ιερουσαλήμ), η γεμάτη δικαιοσύνη; Πώς εγκαταλείφθηκε η κόρη Σιών σαν πρόχειρο καλύβι σε αμπελώνα; Πώς έμεινε μόνη η πόλη η γεμάτη από πλήθος λαού και αυτή που κυβερνούσε να γίνει φόρου υποτελής; Πώς μαύρισε το χρυσάφι, πώς αλλοιώθηκε το ωραίο ασήμι; Πώς μαύρισε και σκοτείνιασε αυτή που πρώτα έλαμπε δίπλα στο αληθινό φώς; Όλα, λέει, τα έπαθα, επειδή δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αμπέλι είναι η αθανασία, αμπέλι η απάθεια και η ομοίωση προς το θείον και η αλλοτρίωση από κάθε κακό. Καρπός του αμπελιού αυτού είναι η καθαρότητα, το λαμπρό αυτό και ώριμο τσαμπί πού μοιάζει με τον ήλιο και καταγλυκαίνει με την αγνότητά του τα αισθητήρια της ψυχής, έλικες της κληματόβεργας είναι η περιπλοκή και η συνένωση προς την αΐδια ζωή, και κληματόβεργες που αναρριχώνται είναι τα ψηλώματα των αρετών που ανεβαίνουν προς το ύψος των αγγέλων, ενώ τα πράσινα φύλλα που σειόνται στα κλαδιά χαριτωμένα από το απαλό αεράκι είναι ο πολύμορφος στολισμός των αρετών εκείνων που έχουν τη θαλερότητα του Πνεύματος. Όλα αυτά, λέει, τα είχα και μ’ έκανε να λάμπω η απόλαυσή τους, κατασκοτείνιασα όμως από τη λύπη, γιατί δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αφού έχασα την καθαρότητα, ντύθηκα τη σκοτεινή όψη (γιατί τέτοιος είναι στην όψη ο δερμάτινος χιτώνας). Τώρα όμως, επειδή μ’ αγάπησε πάλι η ευθύτητα κι έγινα πάλι όμορφη (καλή) και φωτεινή (φωτοειδής), παρακολουθώ με υποψία τον πλούτο μου, μήπως χάσω και πάλι το κάλλος μου, αστοχώντας στη φύλαξη από άγνοια του τρόπου ασφάλειας.

Γι αυτό αφήνοντας τη συνομιλία με τις κοπέλες πάλι φωνάζει παρακαλώντας τον νυμφίο και δίνει ως όνομα στον ποθητό της το ενδόμυχο αίσθημα που νιώθει γι’ αυτόν. Τί του λέει δηλαδή; «Πες μου, εσύ που αγάπησε η ψυχή μου, πού ποιμαίνεις, πού σταλιάζεις τα μεσημέρια, για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου». Πού ποιμαίνεις εσύ ο ποιμήν ο καλός, που σηκώνεις στους ώμους σου όλο το ποίμνιο; Το ανθρώπινο γένος (όλη η ανθρώπινη φύση) είναι όλο ένα πρόβατο, που πήρες στους ώμους σου. Δείξε μου το τόπο της χλόης, πες μου πού είναι το νερό που ξεδιψά (το ύδωρ της αναπαύσεως), βγάλε με προς το χορτάρι της βοσκής, κάλεσέ με μέ τ’ όνομά μου, για ν’ ακούσω τη φωνή σου, εγώ το δικό σου πρόβατο, και δώσε μου με τη φωνή σου τη ζωή την αιώνια. «Πες μου εσύ που αγάπησε η ψυχή μου». Γιατί έτσι σε κατονομάζω, επειδή τ’ όνομά σου είναι πάνω από κάθε όνομα (άφραστο) κι ούτε να το πει μπορεί ούτε να το χωρέσει καμιά λογική φύση (αχώρητο). Το όνομα λοιπόν που μας καθιστά γνωστή την αγαθότητά σου είναι η αγάπη της ψυχής μου σ’ εσένα. Πώς να μη σε αγαπήσω, που τόσο μ’ αγάπησες, ενώ ήμουν μαύρη, ώστε να θυσιάσεις τη ζωή σου για τα πρόβατα που ποιμαίνεις; Δεν είναι δυνατό να σκεφτώ μεγαλύτερη από αυτήν αγάπη, ν’ ανταλλάξεις τη σωτηρία μου με την ίδια τη ζωή σου.

Πες μου λοιπόν, λέει, πού ποιμαίνεις, για να βρω τη βοσκή της σωτηρίας και να χορτάσω την ουράνια τροφή. Όποιος δε φάει από αυτήν δεν μπορεί να μπει στη ζωή. Και τρέχοντας προς την πηγή εσένα να πιώ το θεϊκό πιοτό, που εσύ πηγάζεις για τους διψασμένους αναβλύζοντας το νερό από την πλευρά σου, όταν άνοιξε η λόγχη τη φλέβα εκείνη· όποιος πιει από αυτήν γίνεται «πηγή που αναβλύζει το νερό της αιώνιας ζωής». Αν με ποιμάνεις σ’ αυτά σίγουρα θα με σταλιάσεις το μεσημέρι, όταν κοιμηθώ εκεί ειρηνικά κι αναπαυθώ στο ανίσκιωτο φώς. Γιατί είναι δίχως ίσκιο από παντού ολόγυρα το μεσημέρι, όταν ο ήλιος λάμπει κατακόρυφα, και συ βάζεις ν’ αναπαυθούν όσους ποίμανες, όταν δεχτείς τα παιδιά σου μαζί σου στη μάντρα σου. Αλλά κανένας δεν γίνεται άξιος για την ανάπαυση του μεσημεριού, αν δεν γίνει πρώτα υιός φωτός και υιός της ημέρας. Αυτός που αποχώρισε τον εαυτό του εξίσου από το βραδινό και το πρωϊνό σκοτάδι (όπου δηλαδή αρχίζει το κακό κι όπου τελειώνει), αυτός δέχεται το μεσημέρι την ξεκούραση από τον ήλιο της δικαιοσύνης.

Δείξε μου λοιπόν, λέει, που πρέπει να βόσκω και ποιος είναι ο δρόμος για την ανάπαυση του μεσημεριού, μήπως κάποτε, ξεφεύγοντας την αγαθή χειραγώγηση, η άγνοια της αλήθειας με κάνει να συναγελαστώ με τις ξένες από τα δικά σου κοπάδια αγέλες. Αυτά είπε για την ομορφιά που είχε δεχτεί από το Θεό γεμάτη αγωνία και ζητώντας να μάθει πως θα γινόταν να παραμείνει η ομορφιά της για πάντα. Δεν αξιώνεται όμως ακόμη τη φωνή του νυμφίου, γιατί ο Θεός είχε προβλέψει γι’ αυτήν κάτι καλύτερο, να φλογίσει σε μεγαλύτερο βαθμό την επιθυμία της η αναβολή της απολαύσεως, ώστε μαζί με τον πόθο να μεγαλώσει και η χαρά της.

Συνομιλούν όμως μαζί της οι φίλοι του νυμφίου και της δείχνουν συμβουλεύοντάς την τον τρόπο να εξασφαλίσει τα αγαθά που έχει. Ο λόγος όμως και εκείνων είναι καλυμμένος με ασάφεια. Η διατύπωσή του είναι η έξης· «αν δεν το ξέρεις από μόνη σου, ω εσύ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκιζε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των κοπαδιών». Το νόημα τούτων των λόγων είναι φανερό από τη λογική ακολουθία όσων είπαμε, η σύνταξη όμως φαίνεται πως έχει κάποια ασάφεια. Ποιο είναι το νόημα; Ασφαλέστατο φυλαχτό είναι να μην σου διαφύγει η γνώση του εαυτού σου, ούτε, ενώ βλέπεις κάτι άλλο από τα σχετικά με σένα, να νομίζεις ότι βλέπεις τον εαυτό σου. Αυτό παθαίνουν όσοι δεν εξετάζουν τον εαυτό τους. Βλέποντας ότι έχουν ρώμη ή κάλλος ή δόξα ή εξουσία ή κάποια αφθονία πλούτου ή αλαζονεία ή έπαρση ή μέγεθος σώματος ή ωραία μορφή ή κάτι άλλο παρόμοιο, νομίζουν ότι ο εαυτός τους είναι ένα από αυτά. Γι’ αυτό δεν είναι σίγουρα φύλακες του εαυτού τους, επειδή αμελούν τα δικά τους εξαιτίας της απασχόλησής τους με τα ξένα. Πώς θα μπορούσε κάποιος να φυλάξει κάτι που δεν ξέρει; Γι’ αυτό η πιο ασφαλισμένη φύλαξη των αγαθών μας είναι να μην έχουμε άγνοια του εαυτού μας, να γνωρίζει καθένας τί είναι ο εαυτός του και να τον ξεχωρίζει με ακρίβεια από τα σχετικά με αυτόν, ώστε να μη φυλάξει κατά λάθος το ξένο αντί το δικό του. Όποιος αποβλέπει στη ζωή του κόσμου τούτου και κρίνει άξια για φύλαξη όσα τιμούν εδώ, δεν μπορεί να ξεχωρίσει το δικό του από το ξένο· τίποτε από όσα περνούν δεν είναι δικό μας. Και πώς να κρατήσει κανένας το παροδικό που ρέει;

Επειδή λοιπόν ένα μονάχα παραμένει το ίδιο, η νοητή και άυλη φύση, ενώ η ύλη περνά με κάποια ροή και κάποια κίνηση αλλάζοντας πάντοτε, υποχρεωτικά όποιος αποχωρίζεται από το μόνιμο, πηγαίνει οπωσδήποτε μαζί μ’ εκείνο που είναι άστατο, κι αυτός πού κυνηγά όποιο παρέρχεται κι αφήνει όποιο είναι μόνιμο, αστοχεί και στα δύο, στο ένα επειδή το αφήνει και στο άλλο επειδή δεν μπορεί να το συλλάβει. Γι’ αυτό οι φίλοι του νυμφίου δίνουν αυτή τη συμβολή. Ότι δηλαδή «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου, εσύ η όμορφη μέσα στις γυναίκες, ακολούθησε τα ίχνη των πατημασιών (τα χνάρια) των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου μπροστά στις μάντρες των κοπαδιών». Τί σημαίνει αυτό; Ότι όποιος δεν έμαθε τον εαυτό του αποκόβεται από το κοπάδι των προβάτων και βόσκει μαζί με τα κατσίκια πού η μάντρα τους ρίχτηκε στ’ αριστερά, αφού έτσι έβαλε ο καλός ποιμένας στα δεξιά τα πρόβατα, ενώ αποχώρισε από την καλύτερη μοίρα τα κατσίκια στ’ αριστερά. Από τη συμβουλή λοιπόν των φίλων του νυμφίου διδασκόμαστε τούτο· ότι πρέπει να αντικρίζουμε την ίδια τη φύση των πραγμάτων και να μην μας παραπλανούν από την αλήθεια ίχνη ψεύτικα.

Πρέπει όμως να εκθέσουμε την άποψή μας περί τούτων σαφέστερα. Πολλοί άνθρωποι δεν κρίνουν οι ίδιοι πως είναι η φύση των πραγμάτων, αλλά, έχοντας υπόψη τη συνήθεια όσων έζησαν πριν, κάνουν λάθη στην υγιή κρίση των όντων, προτείνοντας ως κριτήριο του καλού όχι ένα έμφρονα λογισμό αλλά μια άλογη συνήθεια. Γι’ αυτό εξωθούν τον εαυτό τους να καταλάβουν αρχές κι εξουσίες, και υπολογίζουν πολύ τις διακρίσεις του κόσμου τούτου και τα υλικά μεγέθη, ενώ είναι άδηλο που θα καταλήξει καθένα από αυτά έπειτα από την εδώ ζωή. Γιατί η συνήθεια δεν είναι ασφαλής εγγυητής των μελλοντικών, και η κατάληξή της είναι πολλές φορές κοπάδι κατσικιών όχι προβάτων. Καταλαβαίνεις τι λέω από το λόγο του Ευαγγελίου. Όποιος όμως αποβλέπει στο ιδιαίτερο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης (κι αυτό είναι ο λόγος) θα περιφρονήσει την άλογη συνήθεια και δε θα εκλέξει τίποτε ως αγαθό, αν δεν δίνει κέρδος στην ψυχή. Δεν πρέπει λοιπόν να παρατηρούμε τα ίχνη των ζωντανών, που αποτυπώνουν στο γήινο βίο με τις φτέρνες τους όσοι προπορεύτηκαν στη ζωή. Γιατί είναι άδηλη η κρίση για το προτιμότερο από τα φαινόμενα, ώσπου να βγούμε από τη ζωή κι εκεί να καταλάβουμε ποιούς ακολουθήσαμε.

Όποιος λοιπόν δε διακρίνει το καλό από το κακό από τα ίδια τα πράγματα, αλλά, ακολουθώντας τα ίχνη όσων προπορεύτηκαν, προτείνει την συνήθεια του παρελθόντος ως δάσκαλο της ίδιας του ζωής, ξεχνά πολλές φορές ότι τον καιρό της δίκαιης κρίσης από πρόβατο γίνεται ερίφιο (κατσίκι). Αυτά λοιπόν μπορείς ν’ ακούσεις να λένε οι φίλοι, ότι εσύ, ψυχή, που από μαύρη έγινες ωραία, αν σ’ ενδιαφέρει να μείνει αιώνια σ’ εσένα η χάρη της ομορφιάς, μη γελαστείς από τα ίχνη όσων πέρασαν πριν από σένα τη ζωή. Ό,τι βλέπεις είναι άδηλο, αν δεν είναι μονοπάτι για κατσίκια. Αυτό ακολουθώντας εσύ, επειδή δεν είναι ορατοί σ’ εσένα αυτοί που άνοιξαν με τα ίχνη τους το μονοπάτι, όταν περάσεις τη ζωή και κλειστείς στη μάντρα του θανάτου, κοίταξε μην προστεθείς στην αγέλη των κατσικιών, που δεν τα ήξερες κι όμως τα πήρες το κατόπι παρατηρώντας τα ίχνη της ζωής.

«Αν λοιπόν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου», λέει, «ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, πήγαινε κατά τα πατήματα των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου στις μάντρες των κοπαδιών». Το σημείο αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα από άλλο χειρόγραφο, ώστε ούτε η σύνταξη των λέξεων να φαίνεται ασυνάρτητη. Γιατί λέει, «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, βγήκες από τα ίχνη του κοπαδιού και βοσκίζεις κατσίκια αντί να πάς στις μάντρες των κοπαδιών». Έτσι το νόημα που φαίνεται στις λέξεις αυτές συμφωνεί ακριβώς με την ερμηνεία που δώσαμε πιο μπρος. Λοιπόν, για να μην το πάθεις αυτό, πρόσεχε τον εαυτό σου, λέει ο λόγος· αυτό είναι το ασφαλές φυλακτήριο των αγαθών. Κατάλαβε πόσο σ’ έχει τιμήσει ο δημιουργός σου πάνω από την υπόλοιπη κτίση. Δεν έγινε εικόνα του Θεού ο ουρανός ούτε η σελήνη ούτε ο ήλιος ούτε η ομορφιά των άστρων ούτε κανένα άλλο από τα φαινόμενα της κτίσης. Είσαι συ η μόνη που έγινες η απεικόνιση της φύσης πού υπερβαίνει κάθε νου, το ομοίωμα, το αποτύπωμα της αληθινής θεότητας, εσύ το δοχείο της μακάριας ζωής, το εκμαγείο του αληθινού φωτός, ώστε βλέποντάς το να γίνεις εκείνο που Αυτός είναι, απομιμούμενη με το αντιλάμπισμα της καθαρότητάς σου αυτόν που λάμπει μέσα σου.

Κανένα από τα όντα δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να συγκρίνεται με το μέγεθος σου. Ο ουρανός όλος περιλαμβάνεται σε μια σπιθαμή του Θεού, η γη και η θάλασσα κλείνονται στη φούχτα του. Ωστόσο ο τόσο μεγάλος και τόσο θαυμαστός, που μέσα στην παλάμη του περικλείει όλη την κτίση, χωράει ολόκληρος μέσα σου, κατοικεί μέσα σου, και δεν βρίσκεται σε στενό χώρο διασχίζοντας τη φύση του αυτός που είπε «θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω». Αν βλέπεις αυτά, δεν θ’ αποσπάσει τα μάτια σου κανένα επίγειο. Και γιατί λέω αυτό μόνο; Αλλ’ ούτε ο ουρανός θα σου φανεί αξιοθαύμαστος. Πώς θα θαυμάσεις, ώ άνθρωπε, τους ουρανούς βλέποντας ότι εσύ είσαι μονιμότερος από τούς ουρανούς; Αυτοί περνούν και φεύγουν, εσύ όμως παραμένεις στην αιωνιότητα μαζί μ’ αυτόν που υπάρχει πάντοτε. Δε θα θαυμάσεις τις εκτάσεις της ξηράς και τα πέλαγα που απλώνονται στο άπειρο, που τάχθηκες να επιστατείς σ’ αυτά και να έχεις τα στοιχεία αυτά υπάκουα σ’ εσένα και να τα εξουσιάζεις σαν ηνίοχος σε άρμα που το σέρνουν άλογα. Γιατί και η γη εξυπηρετεί τις ανάγκες του βίου σου και η θάλασσα σαν άλογο υπάκουο σου απλώνει την πλάτη της και δέχεται τον άνθρωπο καβαλάρη της.

«Αν λοιπόν μάθεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες», θα υψωθείς πάνω απ’ όλο τον κόσμο και ατενίζοντας αδιάκοπα προς το άυλο αγαθό θα περιφρονήσεις την πλάνη από τα σημάδια (ίχνη) της ζωής αυτής. Πρόσεχε λοιπόν πάντοτε τον εαυτό σου και δε θα παραπλανηθείς προς το κοπάδι των κατσικιών, ούτε θα παρουσιαστείς στον καιρό της κρίσης ερίφιο και όχι πρόβατο, ούτε θ’ αποκλειστείς από τη θέση στα δεξιά, αλλά θ’ ακούσεις τη γλυκιά φωνή, πού λέει στα πυκνόμαλλα και ήμερα πρόβατα· «ελάτε οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου». Μακάρι να γίνουμε άξιοι γι’ αυτήν κι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Το πρωτότυπο κείμενο


ὦ πόσον κινεῖ πένθος ἐν τοῖς αἰσθητικῶς ἐπαΐουσιν Ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. θρῆνος ἄντικρύς ἐστιν ἡ φωνή, θρῆνος τοὺς τῶν προφητῶν στεναγμοὺς κινῶν εἰς συμπάθειαν· πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστὴ Σιὼν πλήρης κρίσεως; πῶς κατελείφθη ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι; πῶς ἐκάθισε μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμμένη λαῶν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγενήθη εἰς φόρον; πῶς ἠμαυρώθη τὸ χρυσίον, | ἠλλοιώθη τὸ ἀργύριον τὸ ἀγαθόν; πῶς ἐγένετο μέλαινα ἡ τῷ ἀληθινῷ φωτὶ τὰ πρῶτα συναναλάμπουσα; πάντα ταῦτα ἐγένετό μοι, φησί, ὅτι τὸν ἀμπελῶνα τὸν ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. ἀμπελών ἐστιν ἡ ἀθανασία, ἀμπελὼν ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις καὶ ἡ παντὸς κακοῦ ἀλλοτρίωσις. τούτου τοῦ ἀμπελῶνος καρπὸς ἡ καθαρότης, ὁ λαμπρὸς οὗτος καὶ ὥριμος βότρυς ὁ ἡλιάζων τῷ εἴδει καὶ καταγλυκαίνων ἐν ἁγνείᾳ τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια, ἕλιξ δὲ τοῦ ἀμπελῶνος ἡ πρὸς τὴν ἀΐδιον ζωὴν περιπλοκή τε καὶ συμφυΐα, κλήματα δὲ βλυζανόμενα τὰ τῶν ἀρετῶν ἐστιν ὑψώματα τὰ πρὸς τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων ἀναδενδρούμενα, φύλλα δὲ τεθηλότα καὶ τῷ ἠρεμαίῳ πνεύματι γλαφυρῶς τοῖς κλάδοις ἐπισειόμενα ὁ πολυειδὴς τῶν θείων ἀρετῶν ἐστι κόσμος τῶν συναναθαλλόντων τῷ πνεύματι. ταῦτα πάντα κεκτημένη, φησί, καὶ ἐν τῇ ἀπολαύσει τούτων λαμπρυνομένη διὰ τὸ μὴ φυλάξαι τὸν ἀμπελῶνα κατεμελάνθην τῷ πένθει· τῆς γὰρ καθαρότητος ἐκπεσοῦσα τὸ ζοφῶδες εἶδος ἐνεδυσάμην (τοιοῦτος γὰρ τῷ εἴδει ὁ χιτὼν ὁ δερμάτινος), νῦν δὲ διὰ τὴν ἀγαπήσασάν με πάλιν εὐθύτητα καλή τε καὶ φωτοειδὴς γενομένη ὑποπτεύω τὴν εὐκληρίαν, μὴ πάλιν ἀπολέσω τὸ κάλλος ἀγνοίᾳ τοῦ κατὰ τὴν ἀσφάλειαν τρόπου περὶ τὴν φυλακὴν ἀστοχήσασα. | 

Διὰ τοῦτο καταλιποῦσα τὸν πρὸς τὰς νεάνιδας λόγον πάλιν δι’ εὐχῆς ἀνακαλεῖ τὸν νυμφίον ὄνομα ποιησαμένη τοῦ ποθουμένου τὴν πρὸς αὐτὸν ἐνδιάθετον σχέσιν. τί γάρ φησιν; Ἀπάγγειλόν μοι, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημβρίᾳ, μήποτε γένωμαι ὡς περιβαλλομένη ἐπ’ ἀγέλαις ἑταίρων σου.  ποῦ ποιμαίνεις ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς ὁ αἴρων ἐπὶ τῶν ὤμων ὅλον τὸ ποίμνιον; ἓν γάρ ἐστι πρόβατον πᾶσα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἣν ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέλαβες. δεῖξόν μοι τὸν τόπον τῆς χλόης, γνώρισόν μοι τὸ ὕδωρ τῆς ἀναπαύσεως, ἐξάγαγέ με πρὸς τὴν τρόφιμον πόαν, κάλεσόν με ἐκ τοῦ ὀνόματος, ἵνα ἀκούσω τῆς σῆς φωνῆς, ἐγὼ τὸ σὸν πρόβατον, καὶ δός μοι διὰ τῆς φωνῆς σου τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. ἀπάγγειλόν μοι, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. οὕτω γάρ σε κατονομάζω, ἐπειδὴ τὸ ὄνομά σου ὑπὲρ πᾶν ἐστιν ὄνομα καὶ πάσῃ φύσει λογικῇ ἄφραστόν τε καὶ ἀχώρητον. οὐκοῦν ὄνομά σοί ἐστι γνωριστικὸν τῆς σῆς ἀγαθότητος ἡ τῆς ψυχῆς μου περὶ σὲ σχέσις. πῶς γάρ σε μὴ ἀγαπήσω τὸν οὕτω με ἀγαπήσαντα καὶ ταῦτα μέλαιναν οὖσαν, ὥστε τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ τῶν προβάτων θεῖναι, ἃ σὺ ποιμαίνεις; μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐκ ἔστιν ἐπινοῆσαι ἢ τὸ τῆς σῆς ψυχῆς τὴν σωτηρίαν τὴν ἐμὴν ἀνταλλάξασθαι.

Δίδαξον οὖν με, φησί, ποῦ ποιμαίνεις, ἵνα εὑροῦσα τὴν σωτήριον νομὴν ἐμφορηθῶ τῆς οὐρανίας τροφῆς, ἧς ὁ μὴ φαγὼν οὐ δύναται εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, καὶ δραμοῦσα πρὸς σὲ τὴν πηγὴν σπάσω τοῦ θείου πόματος, ὃ σὺ τοῖς διψῶσι πηγάζεις προχέων τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ σιδήρου τὴν φλέβα ταύτην ἀναστομώσαντος, οὗ ὁ γευσάμενος πηγὴ γίνεται ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. ἐὰν γὰρ ἐν τούτοις με ποιμάνῃς, κοιτάσεις με πάντως ἐν μεσημβρίᾳ, ὅταν ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθεῖσα ἐν τῷ ἀσκίῳ φωτὶ ἀναπαύσωμαι· ἄσκιος γὰρ πανταχόθεν ἡ μεσημβρία τοῦ ἡλίου τῆς κορυφῆς ὑπερλάμποντος, ἐν ᾗ σὺ κοιτάζεις τοὺς ὑπὸ σοῦ ποιμανθέντας, ὅταν τὰ παιδία σου δέξῃ μετὰ σεαυτοῦ εἰς τὴν κοίτην. οὐδεὶς δὲ τῆς ἀναπαύσεως τῆς μεσημβρινῆς ἀξιοῦται μὴ υἱὸς φωτὸς καὶ υἱὸς ἡμέρας γενόμενος. ὁ δὲ κατὰ τὸ ἴσον ἑαυτὸν τοῦ τε ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὀρθρινοῦ σκότους χωρίσας (τουτέστιν ὅπου ἄρχεται τὸ κακὸν καὶ εἰς ὃ καταλήγει) οὗτος ἐν τῇ μεσημβρίᾳ παρὰ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης κοιτάζεται. 

Γνώρισον οὖν μοι, φησί, ποῦ χρή με ποιμαίνεσθαι καὶ τίς ἡ ὁδὸς τῆς μεσημβρινῆς ἀναπαύσεως, μήποτέ με τῆς ἀγαθῆς χειραγωγίας ἀποσφαλεῖσαν ταῖς | ἀλλοτρίαις τῶν σῶν ποιμνίων ἀγέλαις ἡ τῆς ἀληθείας ἄγνοια συναγελάσῃ. ταῦτα εἶπε περὶ τοῦ γενομένου κάλλους αὐτῇ θεόθεν ἀγωνιῶσα καί, ὅπως ἂν εἰς τὸ διηνεκὲς αὐτῇ παραμένοι ἡ εὐμορφία, μαθεῖν ἀξιοῦσα. ἀλλ’ οὔπω καταξιοῦται τῆς τοῦ νυμφίου φωνῆς τοῦ θεοῦ περὶ αὐτῆς κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ὡς ἂν εἰς μείζονα πόθον τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῆς ἀναφλέξειεν ἡ ἀναβολὴ τῆς ἀπολαύσεως, ὥστε συναυξηθῆναι τῷ πόθῳ τὴν εὐφροσύνην. 

Ἀλλ’ οἱ φίλοι τοῦ νυμφίου πρὸς αὐτὴν διαλέγονται τὸν τρόπον τῆς τῶν προσόντων ἀγαθῶν ἀσφαλείας διὰ συμβουλῆς ὑφηγούμενοι. ἔστι δὲ κεκαλυμμένος δι’ ἀσαφείας καὶ ὁ παρ’ ἐκείνων λόγος· ἔχει γὰρ οὕτως ἡ λέξις Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους ἐπὶ σκηνώμασι τῶν ποιμνίων. τούτων δὲ τῶν ῥημάτων ἡ μὲν διάνοια πρόδηλος ἐκ τῆς τῶν ἐξετασθέντων ἀκολουθίας ἐστίν, ἡ δὲ σύνταξις δοκεῖ πως τὴν ἀσάφειαν ἔχειν. τίς οὖν ἐστιν ἡ διάνοια; ἀσφαλέστατόν ἐστι φυλακτήριον ἡμῶν τὸ ἑαυτὸν μὴ ἀγνοῆσαι μηδέ τι ἄλλο τῶν περὶ αὑτὸν βλέποντα ἑαυτὸν οἴεσθαι βλέπειν. ὅπερ δὴ πάσχουσιν οἱ ἑαυτῶν ἀνεπίσκεπτοι· ἰσχὺν ἢ κάλλος ἢ δόξαν ἢ δυναστείαν ἤ τινα πλούτου περιουσίαν ἢ τῦφον ἢ ὄγκον ἢ σώματος μέγεθος ἢ μορφῆς εὐμοιρίαν ἢ | ἄλλο τι ἐν ἑαυτοῖς τοιοῦτον ὁρῶντες τοῦτο ἑαυτοὺς εἶναι νομίζουσιν. διὰ τοῦτο σφαλεροὶ φύλακές εἰσιν ἑαυτῶν τῇ περὶ τὸ ἀλλότριον σχέσει ἀφύλακτον περιορῶντες τὸ ἴδιον. πῶς γὰρ ἄν τις φυλάξειέ τι, ὃ μὴ ἐπίσταται; οὐκοῦν ἀσφαλεστάτη φρουρὰ τῶν ἐν ἡμῖν ἀγαθῶν τὸ ἑαυτοὺς μὴ ἀγνοῆσαι καὶ τὸ γνῶναι ἕκαστον ἑαυτὸν ὅπερ ἐστὶ καὶ ἀκριβῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν περὶ αὑτὸν διακρίνειν, ὡς ἂν μὴ λάθοι ὁ γὰρ πρὸς τὴν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ βλέπων ζωὴν καὶ τὰ ἐνταῦθα τίμια φυλακῆς ἄξια κρίνων οὐκ οἶδε τὸ ἴδιον διακρῖναι τοῦ ἀλλοτρίου· οὐδὲν γὰρ τῶν παρερχομένων ἐστὶν ἡμέτερον. πῶς γὰρ ἄν τις κρατήσειε τοῦ παροδικοῦ τε καὶ ῥέοντος; 

ἐπεὶ οὖν ἓν μόνον ὡσαύτως ἔχει, ἡ νοητή τε καὶ ἄϋλος φύσις, ἡ δὲ ὕλη παρέρχεται διὰ ῥοῆς τινος καὶ κινήσεως πάντοτε ἀλλοιουμένη, ἀναγκαίως ὁ τοῦ ἑστῶτος χωριζόμενος τῷ ἀστατοῦντι πάντως συμπαραφέρεται καὶ ὁ τὸ παρερχόμενον διώκων καὶ τὸ ἑστὼς καταλείπων ἀμφοτέρων διαμαρτάνει τὸ μὲν | ἀφιείς, τὸ δὲ κατασχεῖν μὴ δυνάμενος. διὰ τοῦτό φησιν ἡ τῶν φίλων τοῦ νυμφίου συμβουλὴ τὰ εἰρημένα ὅτι Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους ἐπὶ σκηνώμασι τῶν ποιμνίων. τοῦτο δέ ἐστι τί; ὅτι ὁ ἑαυτὸν ἀγνοήσας ἐκπίπτει μὲν τῆς τῶν προβάτων ἀγέλης, σύννομος δὲ γίνεται τοῖς ἐρίφοις, ὧν ἡ στάσις ἐπὶ τὸ σκαιὸν ἀπεώσθη, οὕτω τοῦ καλοῦ ποιμένος ἐκ δεξιῶν μὲν τὰ πρόβατα στήσαντος, ἀφορίσαντος δὲ τῆς κρείττονος λήξεως ἐπὶ τὸ ἀριστερὸν τὰ ἐρίφια. τοῦτο τοίνυν ἐκ τῆς τῶν φίλων τοῦ νυμφίου συμβουλῆς παιδευόμεθα τὸ δεῖν εἰς αὐτὴν βλέπειν τὴν τῶν πραγμάτων φύσιν καὶ μὴ πεπλανημένοις ἴχνεσι τῆς ἀληθείας παραστοχάζεσθαι. 

Σαφέστερον δὲ χρὴ τὸν περὶ τούτων ἐκθέσθαι λόγον. πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων οὐκ αὐτοὶ κρίνουσιν ὅπως ἔχει τὰ πράγματα φύσεως, ἀλλὰ πρὸς τὴν συνήθειαν τῶν προβεβιωκότων ὁρῶντες τῆς ὑγιοῦς τῶν ὄντων κρίσεως ἁμαρτάνουσιν οὐκ ἔμφρονά τινα λογισμὸν ἀλλὰ συνήθειαν ἄλογον τοῦ καλοῦ κριτήριον προβαλλόμενοι· ὅθεν εἰς ἀρχάς τε καὶ δυναστείας ἑαυτοὺς εἰσωθοῦσι καὶ τὰς ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ περιφανείας καὶ τοὺς ὑλικοὺς ὄγκους περὶ πολλοῦ ποιοῦνται, ἄδηλον ὄν, εἰς ὅ τι τούτων ἕκαστον καταλήξει μετὰ τὸν τῇδε | βίον· οὐ γὰρ ἀσφαλὴς τῶν μελλόντων ἐγγυητὴς ἡ συνήθεια, ἧς τὸ πέρας ἐρίφων εὑρίσκεται πολλάκις οὐχὶ προβάτων ἀγέλη. νοεῖς δὲ πάντως τὸν λόγον ἐκ τῆς τοῦ εὐαγγελίου φωνῆς. ὁ δὲ πρὸς τὸ ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως βλέπων (τοῦτο δέ ἐστιν ὁ λόγος) καταφρονήσει μὲν τῆς ἀλόγου συνηθείας, οὐδὲν δὲ ὡς καλὸν αἱρήσεται, ὃ μὴ τῇ ψυχῇ φέρει τι κέρδος. οὐκοῦν οὐ χρὴ πρὸς τὰ ἴχνη τῶν βοσκημάτων βλέπειν, ἃ τῷ γεώδει βίῳ διὰ τῶν πτερνῶν ἐνσημαίνονται οἱ προωδευκότες τὸν βίον· ἀφανὴς γὰρ φυλάσσων ἀνθ’ ἑαυτοῦ τὸ ἀλλότριον· ἐκ τῶν φαινομένων ἡ τοῦ προτιμοτέρου κρίσις, ἕως ἂν ἔξω τοῦ βίου γενώμεθα κἀκεῖ γνῶμεν, τίσιν ἠκολουθήσαμεν. 

ὁ τοίνυν μὴ ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων διακρίνων τὸ καλὸν ἐκ τοῦ χείρονος ἀλλὰ τοῖς ἴχνεσι τῶν προωδευκότων ἑπόμενος τὴν παρελθοῦσαν τοῦ βίου συνήθειαν διδάσκαλον τῆς ἰδίας ζωῆς προβαλλόμενος λανθάνει πολλάκις κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δικαίας κρίσεως ἔριφος ἀντὶ προβάτου γενόμενος. οὐκοῦν ταῦτα λεγόντων ἔστιν ἀκούειν τῶν φίλων ὅτι σύ, ὦ ψυχή, ἡ ἐκ μελαίνης γενομένη καλή, εἴ σοι μέλει τοῦ διαιωνίζειν σοι τῆς εὐμορφίας | τὴν χάριν, μὴ τοῖς ἴχνεσιν ἐπιπλανῶ τῶν προωδευκότων τὸν βίον· ἄδηλον γὰρ εἰ μὴ τρίβος ἐρίφων ἐστὶ τὸ φαινόμενον, ᾗ σὺ κατόπιν ἀκολουθοῦσα διὰ τὸ μὴ φαίνεσθαί σοι τοὺς διὰ τῶν ἰχνῶν τὴν ἀτραπὸν τρίψαντας, ἐπειδὰν παρέλθῃς τὸν βίον καὶ κατακλεισθῇς ἐν τῇ τοῦ θανάτου μάνδρᾳ, μήποτε προστεθῇς τῇ τῶν ἐρίφων ἀγέλῃ, οἷς ἀγνοοῦσα διὰ τῶν ἰχνῶν τοῦ βίου κατόπιν ἐπηκολούθησας. 

Ἐὰν γὰρ μὴ γνῷς σεαυτήν, φησίν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους ἐπὶ σκηνώμασι τῶν ποιμνίων. ὅπερ δι’ ἑτέρου τινὸς ἀντιγράφου σαφέστερόν ἐστι κατανοῆσαι, ὡς μηδὲ τὴν σύνταξιν τῶν ῥημάτων δοκεῖν ἀσυναρτήτως ἔχειν. φησὶ γὰρ ὅτι Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, ἐξῆλθες ἐκ τῶν πτερνῶν τοῦ ποιμνίου καὶ ποιμαίνεις ἐρίφους ἀντὶ σκηνωμάτων ποιμνίων· ὥστε δι’ ἀκριβείας συμβαίνειν τὴν ἐν τοῖς ῥήμασι τούτοις ἐμφαινομένην διάνοιαν τῇ προαποδοθείσῃ θεωρίᾳ τοῦ λόγου. οὐκοῦν ἵνα μὴ ταῦτα πάθῃς, πρόσεχε σεαυτῇ, φησὶν ὁ λόγος·τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ἀσφαλὲς τῶν | ἀγαθῶν φυλακτήριον· γνῶθι πόσον ὑπὲρ τὴν λοιπὴν κτίσιν παρὰ τοῦ πεποιηκότος τετίμησαι. οὐκ οὐρανὸς γέγονεν εἰκὼν τοῦ θεοῦ, οὐ σελήνη, οὐχ ἥλιος, οὐ τὸ ἀστρῷον κάλλος, οὐκ ἄλλο τι τῶν κατὰ τὴν κτίσιν φαινομένων οὐδέν. μόνη σὺ γέγονας τῆς ὑπερεχούσης πάντα νοῦν φύσεως ἀπεικόνισμα, τοῦ ἀφθάρτου κάλλους ὁμοίωμα, τῆς ἀληθινῆς θεότητος ἀποτύπωμα, τῆς μακαρίας ζωῆς δοχεῖον, τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἐκμαγεῖον, πρὸς ὃ βλέπουσα ἐκεῖνο γίνῃ, ὅπερ ἐκεῖνός ἐστι, μιμουμένη τὸν ἐν σοὶ λάμποντα διὰ τῆς ἀντιλαμπούσης αὐγῆς ἐκ τῆς σῆς καθαρότητος. 

Οὐδὲν οὕτω τῶν ὄντων μέγα, ὡς τῷ σῷ μεγέθει παραμετρεῖσθαι. ὁ οὐρανὸς ὅλος τῇ τοῦ θεοῦ σπιθαμῇ περιλαμβάνεται, γῆ δὲ καὶ θάλασσα τῇ δρακὶ τῆς χειρὸς αὐτοῦ περιείργεται. ἀλλ’ ὅμως ὁ τοσοῦτος, ὁ τοιοῦτος, ὁ πᾶσαν τῇ παλάμῃ περισφίγγων τὴν κτίσιν, ὅλος σοὶ χωρητὸς γίνεται καὶ ἐν σοὶ κατοικεῖ καὶ οὐ στενοχωρεῖται τῇ σῇ φύσει ἐνδιοδεύων ὁ εἰπὼν Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω. ἐὰν ταῦτα βλέπῃς, εἰς οὐδὲν τῶν περιγείων τὸν ὀφθαλμὸν ἀσχολήσεις. τί τοῦτο λέγω; ἀλλ’ οὐδὲ ὁ οὐρανός σοι θαυμαστὸς νομισθήσεται. πῶς γὰρ θαυμάσεις | τοὺς οὐρανούς, ὦ ἄνθρωπε, σεαυτὸν βλέπων τῶν οὐρανῶν μονιμώτερον; οἱ μὲν γὰρ παρέρχονται, σὺ δὲ τῷ ἀεὶ ὄντι συνδιαμένεις πρὸς τὸ ἀΐδιον. οὐ θαυμάσεις πλάτη γῆς οὐδὲ πελάγη πρὸς ἄπειρον ἐκτεινόμενα, ὧν ἐπιστατεῖν ἐτάχθης ὥσπερ τινὸς ξυνωρίδος πώλων ἡνίοχος εὐπειθῆ πρὸς τὸ δοκοῦν ἔχων τὰ στοιχεῖα ταῦτα καὶ ὑπεξούσια· ἥ τε γὰρ γῆ σοι πρὸς τὰς τοῦ βίου χρείας ὑπηρετεῖται καὶ ἡ θάλασσα καθάπερ τις πῶλος εὐήνιος ὑπέχει σοι τὰ νῶτα καὶ ἐπιβάτην ἑαυτῆς τὸν ἄνθρωπον δέχεται. 

Ἐὰν οὖν γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, παντὸς τοῦ κόσμου ὑπερφρονήσεις καὶ πρὸς τὸ ἄϋλον ἀγαθὸν διὰ παντὸς ὁρῶσα περιόψῃ τῶν κατὰ τὸν βίον τοῦτον ἰχνῶν τὴν πλάνην. οὐκοῦν ἀεὶ πρόσεχε σεαυτῇ, καὶ οὐ μὴ πλανηθήσῃ περὶ τὴν τῶν ἐρίφων ἀγέλην οὐδὲ ἔριφος ἀντὶ προβάτου ἐν τῷ καιρῷ τῆς κρίσεως ἐπιδειχθήσῃ οὐδὲ τῆς ἐκ δεξιῶν στάσεως ἀφορισθήσῃ, ἀλλ’ ἀκούσῃ τῆς γλυκείας φωνῆς, ἥ φησι πρὸς τὰ ἐριοφόρα τε καὶ ἥμερα πρόβατα ὅτι Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν πρὸ καταβολῆς κόσμου. ἧς καὶ ἡμεῖς ἀξιωθείημεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: