Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (52)

 Συνέχεια από: Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ

Εξιδανικεύοντας το δαιμονιακό

Ο Nietzsche αναγνώριζε ότι το ανάχωμα του Λόγου είχε πέσει: Ο Θεός και το σύνολο των αιώνιων αληθειών που εδράζονταν πάνω σε αυτό τον Θεό πέθαναν, χωρίς να υπάρχει ελπίδα ανάστασης. Μολονότι οι άμεσες συνέπειες αυτού του συμβάντος ήσαν κατά τη γνώμη του κατακλυσμιαίες, το μέλλον δεν ήταν απλώς ζοφερό, διότι ο θάνατος του Θεού εμπεριείχε τα σπέρματα μιας νέας αυγής. Ο Θεός που είχε πεθάνει ήταν ο πράος, ορθολογικός Θεός του χριστιανισμού, και με την αποχώρησή του θα εμφανίζονταν νέοι θεοί, θεοί που ίσαμε τότε τους εξαπέστελλαν σε μια σφαίρα ακατανόητη για τους ανθρώπους. Στην αρχή ο Nietzsche πίστευε ότι η δαιμονιακή βούληση την οποία είχε ανακαλύψει ο Schopenhauer ήταν μια μορφή που θα μπορούσαν να λάβουν οι θεοί. Αργότερα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η βούληση ήταν εκφυλισμένη μορφή του χριστιανισμού, που αποκορυφωνόταν στον μηδενισμό, και έθεσε ως στόχο της ζωής του να δημιουργήσει κάποιον διαφορετικό και τελικά περισσότερο καταφατικό θεό. Δεν αναζητούσε αυτό τον θεό για να εδραιώσει κάποια νέα ορθολογικότητα, αλλά για να δημιουργήσει μια νέα ομορφιά, δεν αναφερόταν στην επιστήμη αλλά στην τέχνη, και δεν σκόπευε να διασφαλίσει κάποια φιλελεύθερη ή δημοκρατική πολιτική, αλλά να ιδρύσει μια τραγική κουλτούρα και μια νέα τραγική εποχή.

Το ζήτημα του δαιμονιακού ήταν βαθιά ριζωμένο στην εμπειρία του Nietzsche. Αυτό είναι σαφές από μια αποκαρδιωτική σημείωση που έγραψε ως νεαρός: «Ό,τι με φοβίζει δεν είναι η τρομακτική μορφή πίσω από την καρέκλα μου αλλά η φωνή της: συνάμα δεν είναι τα λόγια της αλλά ο άναρθρος και απάνθρωπος τόνος αυτής της μορφής, που προξενεί ανεξέλεγκτο ρίγος. Ναι, ακόμη και όποτε μιλά όπως μιλούν τα ανθρώπινα όντα». Υπό την επήρεια του Schopenhauer, ο Nietzsche ερμήνευσε τέτοιες εμπειρίες με μεταφυσικό τρόπο. Περιγράφοντας μια καταιγίδα, έγραφε σε κάποιο φίλο του: «Τι ήσαν για μένα ο άνθρωπος και η ανήσυχη βούλησή του! Τι ήταν για μένα το αιώνιο “πρέπει”, “δεν πρέπει”; Πόσο διαφορετικά είναι ο κεραυνός, η θύελλα, το χαλάζι, ελεύθερες δυνάμεις χωρίς ηθική! Πόσο ευτυχείς, πόσο πανίσχυρες είναι, καθαρή βούληση που δεν ατονεί μέσω της διάνοιας!» (Nietzsche προς Gersdorff, 7 Απριλίου 1866). 

Αυτή η θεώρηση του κόσμου τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι «το ένστικτο είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει στη διάνοια»(Nietzsche προς Rohde, 3 Απριλίου 1868. Προσθέτει στην επόμενη πρόταση ότι το ένστικτό του μιλά σαν ένα δαιμόνιο). Στο φως αυτής της εμπειρίας ενός ζοφερού εσωτερικού κόσμου δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι στη νεότητά του γοητεύθηκε από τους ρομαντικούς και από τον αγώνα τους για απελευθέρωση και έλεγχο όσων δαιμόνων κατοικούσαν μέσα στην ψυχή τους. Τον γοήτευσαν κυρίως μορφές όπως ο Μάνφρεντ του Byron, ο μυθολογικός Προμηθέας και ο ημιμυθολογικός Ερμανάριχ. Ο Nietzsche επιδίωκε, επίσης, να απελευθερώσει και να ελέγξει αυτή τη δαιμονιακή δύναμη. Ο αγώνας του, ωστόσο, με το δαιμονιακό δεν ήταν απλώς προσωπικός αγώνας, αλλά αγώνας για να καθοριστεί, με τα λόγια του Ζαρατούστρα, «ποιος θα είναι κυρίαρχος του κόσμου».

Σύμφωνα με τον Nietzsche, η δαιμονιακή δύναμη στην καρδιά του κόσμου μπορεί να εκφυλίσει τον άνθρωπο, κατευθύνοντάς τον στην άσκοπη επιδίωξη της αυτοσυντήρησης και της απόλαυσης που χαρακτηρίζει τον τελευταίο άνθρωπο, ή μπορεί να τον εξυψώσει, παρέχοντάς του το θεμέλιο για μια νέα τραγική κουλτούρα και ένα νέο τύπο ανθρώπου, τον υπεράνθρωπο. Ήδη ως μαθητής συνεργάστηκε με αρκετούς φίλους του για να ιδρύσουν μια «Γερμανική Λέσχη» προκειμένου να διεξάγουν πνευματικούς αγώνες. Το ενδιαφέρον του για την πνευματική εξύψωση και την πολιτιστική ανανέωση έπαιξε επίσης ρόλο στο να επιλέξει την κλασική φιλολογία ως κλάδο σπουδών. Η μελέτη της ελληνικής κουλτούρας πίστευε ότι θα συνέβαλε στον μετασχηματισμό της γερμανικής κουλτούρας.

Η πολιτική, κατά την άποψή του, δεν έδινε μεγάλες ελπίδες. Οι Γερμανοί συντηρητικοί επιζητούσαν να διευρύνουν την ισχύ του κράτους εις βάρος της πολιτιστικής ζωής. Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές, από την άλλη πλευρά, πρέσβευαν την αξία του ανθρώπου και της εργασίας, όμως αυτή η διδασκαλία, κατά τη γνώμη του Nietzsche, απλώς διαιώνιζε μια άνευ νοήματος ζωή χάρη στην εξαπάτηση της βούλησης. Οι φιλελεύθεροι υποθέτουν ότι τα ανθρώπινα όντα ελέγχουν πραγματικά το πεπρωμένο τους, ενώ στην πραγματικότητα ορμώνται από την ίδια δαιμονιακή δύναμη που ορμάται και η υπόλοιπη φύση. Εμείς οι μοντέρνοι πιστεύουμε στην αξία της εργασίας και της ύπαρξης επειδή στους μοντέρνους καιρούς οι δούλοι ελέγχουν την κοινή γνώμη. Η πραγματική αξία υφίσταται εκεί όπου το άτομο ξεπερνά τον εαυτό του και ούτε επιδιώκει την ατομική αυτοσυντήρηση ούτε εργάζεται γι' αυτή.

Στην πρώιμη σκέψη του ο Nietzsche ήταν βέβαιος ότι η απελευθέρωση από τη βούληση για ζωή ήταν δυνατή μέσω της καθίδρυσης μιας αισθητικά θεμελιωμένης, αγωνιστικής κουλτούρας, όπως εκείνης των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Nietzsche, αυτή η κουλτούρα προϋποθέτει ανισότητα και δουλεία. Σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη και τη σοσιαλιστική σκέψη, συμπεραίνει ότι τα εν γένει δεινά της ανθρωπότητας θα πρέπει μάλλον να αυξηθούν αντί να ελαττωθούν, προκειμένου να γίνει εφικτό για ένα μικρό αριθμό ολύμπιων ανθρώπων να δημιουργήσουν την υπέρτερη τέχνη η οποία θα μετασχηματίσει τη δαιμονιακή βούληση για ζωή σε κάτι ανώτερο.

Στο σύγγραμμά του "Το μέλλον των εκπαιδευτικών μας θεσμών" και στους "Ανεπίκαιρους στοχασμούς" ο Nietzsche περιέγραψε λεπτομερώς το είδος της πνευματικής αριστοκρατίας που πίστευε ότι ήταν αναγκαίο για να διεξαχθεί ο αγώνας για τον μετασχηματισμό της γερμανικής κουλτούρας. Η σύγχρονη εκπαίδευση, κατά τη γνώμη του, πρόβαλλε ακριβώς τους αντίθετους σκοπούς. Αντί να παράγει τη μεγαλοφυΐα η οποία θα αναζωογονούσε την κουλτούρα, δίδασκε τους νέους να γίνουν κερδοσκοπικά κτήνη, παντελώς υποταγμένα στη βούληση για ζωή. Όπως είχε αποδείξει ο Schopenhauer, τέτοιου είδους άνθρωποι θέλουν την τέχνη ως μέσο απόδρασης από την πλήξη και όχι ως εξυψωτική δύναμη. Ο Nietzsche εναντιωνόταν σε αυτούς τους καλλιεργημένους Φιλισταίους και στην καταβαράθρωση της γερμανικής κουλτούρας. Ο Hegel είχε αποφανθεί ότι ένας λαός χωρίς μεταφυσική ήταν παραλογισμός. Ο Nietzsche ισχυρίζεται ότι ένας λαός που ζει μόνο με την ιστορική μίμηση είναι ουσιαστικά μη λαός, διότι δεν δημιουργεί τη δική του ύπαρξη αλλά απλώς παθητικούς θεατές χωρίς πραγματική ενότητα. Κατά την άποψή του, μόνο η τέχνη που εκπηγάζει από τον λαό μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, και μόνο η μεγαλοφυΐα μπορεί να δημιουργήσει αυτή την τέχνη.

Με την ανυπαρξία τέχνης και κουλτούρας η δαιμονιακή δύναμη που άρχει στον κόσμο μάς οδηγεί στην κοινοτοπία. Ο καλλιτέχνης μας εξυψώνει πάνω από αυτή την κοινοτοπία όχι επειδή υπερνικά τους δαίμονες αλλά επειδή είναι φορέας της ζωτικής δύναμης στη σημαντικότερη μορφή της. Είναι πολύ πιο έντονα ζωντανός, πιο ζωτικός, πιο ισχυρός, πιο υγιής απ' ό,τι οι υπόλοιποι άνθρωποι, επειδή εξουσιάζεται από αυτή τη δύναμη στην πλέον καλύτερη εκδοχή της, ενώ οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι αντανάκλαση αυτής της δύναμης στην παρακμή της. Ο καλλιτέχνης αναπλάθει και εξευγενίζει τη ζωή όπως ακριβώς ο συνηθισμένος άνθρωπος την καθιστά κοινότοπη και την εκφυλίζει. Όταν δεσπόζει η μεγαλοφυΐα, συμπεραίνει ο Nietzsche, είμαστε χαρούμενοι και γενναίοι, και όταν μας εγκαταλείπει, γινόμαστε δειλοί και φοβισμένοι, πάσχοντας από την ύπαρξη εν γένει.

Για τον Nietzsche η μεγαλοφυΐα είναι, λοιπόν, το παν και ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ζωής. Η αξία κάθε άλλου ανθρώπινου όντος είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη στον βαθμό που η δραστηριότητά του ενσυνείδητα ή ασυνείδητα εξυπηρετεί τη μεγαλοφυΐα. Ο άνθρωπος ως τέτοιος δεν έχει αξία: «Μόνο ως πλήρως προσδιορισμένο ον το οποίο εξυπηρετεί ακούσιους σκοπούς μπορεί ο άνθρωπος να δικαιολογήσει την ύπαρξή του». Ο Nietzsche είχε πλήρη γνώση των μεγάλων κινδύνων τους οποίους εγκυμονεί μια τέτοια μεγαλοφυΐα. Έχοντας κατά νου τον Emerson, υποστηρίζει πως «όταν ο μεγάλος Θεός αφήνει να γεννηθεί κάποιος στοχαστής στον πλανήτη μας, καθετί τελεί εν κινδύνω. Είναι λες και κάποια πυρκαγιά ξέσπασε σε μια μεγάλη πόλη κι κανείς δεν γνωρίζει τι είναι ασφαλές κι πού θα τελειώσει». Οσοσδήποτε μεγάλος κι αν ήταν ο κίνδυνος, ο Nietzsche πίστευε ότι η ανθρωπότητα έπρεπε να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση επειδή όλες οι υπόλοιπες κατευθύνσεις οδηγούν στον εκφυλισμό.

Η έννοια της μεγαλοφυΐας στον Nietzsche καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που προσέλαβε τον Schopenhauer. Το ερώτημα του Schopenhauer κατά πόσο η ύπαρξη έχει κάποιο νόημα ήταν συνταρακτικό για τον Nietzsche. Μολονότι μεταγενέστερα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απάντηση του Schopenhauer σε αυτό το ερώτημα ήταν παιδαριώδης, ο νεαρός Nietzsche εντυπωσιάστηκε και γοητεύθηκε από τη διατύπωση αυτού του προβλήματος και από τις απαντήσεις που έδωσε ο Schopenhauer. Τον έθελγε κυρίως η αισθητική απάντησή του. Κατά την άποψή του, ο Schopenhauer, όπως και ο Goethe, αναγνώρισε ότι υπάρχει μια δαιμονιακή δύναμη μέσα στον κόσμο, αλλά επίσης διαπίστωσε ότι σε αυτή υπήρχε κάτι όμορφο. Μολονότι η ευτυχισμένη ζωή δεν φαινόταν πιθανή, συμπέρανε ότι η ηρωική ζωή ήταν μέσα στις δυνατότητες του ανθρώπου. 

Η μεγαλοφυΐα μπορεί να μετασχηματίσει τη βούληση για ζωή σε κάτι υψηλό, εφ' όσον παραιτηθεί όμως από την επιδίωξη της ευτυχίας, που χαρακτηρίζει την υπόλοιπη ανθρωπότητα· διότι ενόσω ο άνθρωπος πασχίζει για την απλή ευτυχία δεν έχει ξεπεράσει το επίπεδο της ζωικότητας. Όσοι ακολουθούν την ηρωική κατεύθυνση φέρουν επομένως τα μεγαλύτερα βάρη και υποφέρουν τα μεγαλύτερα δεινά, αλλά είναι επίσης τα ανώτερα ανθρώπινα όντα. Οι καλλιτέχνες, οι άγιοι και οι φιλόσοφοι είναι στην πραγματικότητα τα μόνα γνήσια ανθρώπινα όντα, τα μόνα που δεν είναι πλέον ζώα. Άρα το μοναδικό θεμιτό καθήκον της ανθρωπότητας είναι να δημιουργεί και να υποστηρίζει αυτούς τους ήρωες. Μόνο αυτοί είναι σε θέση να ανυψώσουν την ανθρωπότητα πάνω από την κοινοτοπία της βούλησης για ζωή, ιδρύοντας μια τραγική κουλτούρα στο πλαίσιο της οποίας τα ανθρώπινα δεινά αποκτούν ομορφιά, και έτσι επέρχεται η λύτρωση.

Ο νεαρός Nietzsche πίστευε ότι ο σοπενχαουερικός φίλος και συνοδοιπόρος του Richard Wagner ήταν ένας τέτοιος ήρωας (Nietzsche προς Rohde, 8 Οκτωβρίου 1868). Ο Wagner αποκάλυψε τις τραγικές δομές της βούλησης με τον πιο κατάδηλο τρόπο. Επιπλέον, προσδοκούσε και αυτός να μετασχηματίσει τη γερμανική κουλτούρα παρέχοντας στους Γερμανούς τη μυθολογία τους σε μια νέα και ισχυρή μορφή. Αυτό θα επιτυγχανόταν μέσω μεγάλων εορτών για το μουσικόδραμα που θα ήσαν συναφείς με τις αρχαιοελληνικές θρησκευτικές εορτές. Αυτή η νέα μυθολογία θα γινοταν το θεμέλιο για τη νέα γερμανική κουλτούρα, η οποία θα υπερέβαινε τις ασήμαντες πολιτικές διαφορές μεταξύ των κρατών και θα τα συνένωνε σε κάποιο υπερβατικό πολιτιστικό εγχείρημα.

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Nietzsche, "Η γένεση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής", ήταν ακέραιο μέρος αυτού του εγχειρήματος, μια απόπειρα να καταδειχθεί πως η μουσική θα ανύψωνε τη γερμανική κουλτούρα στο ύψος του τραγικού. Η διαμόρφωση αυτής της επιχειρηματολογίας στηρίχθηκε κατά βάση στον Schopenhauer. Για τον Schopenhauer η μουσική ήταν η άμεση έκφραση της βούλησης. Ο Nietzsche αποδέχθηκε αυτή την αντίληψη στο σύνολό της. [Ο Robert Rethy επισημαίνει ότι η σοπενχαουερική ιδέα της μουσικής, την οποία ο Nietzsche ασπαζόταν, αντιφάσκει προς τη σοπενχαουερική θεωρία της τέχνης ως προς το αντικείμενο και τη λειτουργία της. Επομένως η κριτική και η τελική απόρριψη της σκέψης του Schopenhauer από τον Nietzsche δεν συνεπάγονται την απόρριψη του τρόπου με τον οποίο ο Schopenhauer κατανοεί τη σχέση μουσικής και βούλησης]. Εάν ο κόσμος στην ουσία του είναι μουσική, τότε η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο· μια μεγαλοφυΐα της μουσικής όπως ο Wagner θα φανέρωνε νέα βάθη και νέα ύψη και θα ανύψωνε τη Γερμανία πάνω από την κοινοτοπία της αστικής ζωής, στο επίπεδο μιας μεγαλοπρεπούς τραγικής εποχής.

Μολονότι ο αυθόρμητος ενθουσιασμός του Nietzsche για τον Schopenhauer είναι αδιαμφισβήτητος, παραμένει γεγονός ότι είχε αρχίσει να διαπιστώνει τις αδυναμίες της σκέψης του Schopenhauer ήδη από το 1867. Κατά την άποψή του, ό,τι είναι πρωτότυπο στον Schopenhauer είναι η ιδέα της αθεμελίωτης, ακατανόητης βούλησης. Υποστηρίζει ότι, εάν αφαιρέσουμε από τον Schopenhauer ό,τι προέρχεται από τον Kant, τότε ό,τι απομένει μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της «βούλησης» και στα κατηγορήματά της. Αυτή η βούληση, ωστόσο, εδράζεται πάνω σε νέα θεμέλια, επειδή ο Schopenhauer κατόρθωσε να τοποθετήσει τη βούληση στη θέση του καντιανού Χ «μόνο με τη βοήθεια μιας ποιητικής ενόρασης, και η επιχειρούμενη λογική απόδειξη δεν ικανοποιεί τον Schopenhauer ούτε εμάς». Ο Nietzsche αναγνωρίζει ότι ο Schopenhauer στην πραγματικότητα δεν είχε εναλλακτική λύση: Έχοντας να αντιμετωπίσει τον γρίφο του κόσμου, μπορούσε απλώς να μαντέψει και να ελπίζει ότι η απάντησή του ήταν σωστή. Το να σκεπτόμαστε ό,τι δεν είναι αντικείμενο σαν να ήταν αντικείμενο είναι τόσο δύσκολο όσο και το να καλύπτουμε με λαμπρά ενδύματα το ασύλληπτο Χ. Όλα τα κατηγορήματα της βούλησης είναι δάνεια από τον κόσμο των εμφανειών: ενότητα από την πολλότητα, αιωνιότητα (αχρονικότητα) από τη χρονικότητα, και ελευθερία (αθεμελίωτο) από την αιτιότητα. Επομένως, παρ' ότι η ποιητική ενόραση του Schopenhauer γύρω από τη βούληση ενδέχεται να είναι σωστή, μπορεί να την προσδιορίσει μόνο αρνητικά, μέσω της άρνησης της σφαίρας των αναπαραστάσεων. Εάν όμως η βούληση είναι ριζικά διαφορετική από τα φαινόμενα, πώς είναι δυνατόν να εμφανιστεί μεταξύ των φαινομένων; Πώς θα τη γνωρίσουμε; Σύμφωνα με τον Schopenhauer, η διάνοια είναι τριτογενής, μια και προϋποθέτει όχι μόνο τη βούληση αλλά και το σώμα και την principium individuationis. Κατά συνέπεια, είτε η διάνοια εδράζεται σε ένα κατηγόρημα το οποίο είναι σταθερά συνδεδεμένο με το πράγμα καθ' εαυτό, κάτι που ο Schopenhauer απορρίπτει, ή δεν υφίσταται διάνοια, επειδή δεν είναι ποτέ δυνατόν να γεννηθεί η διάνοια. Ωστόσο υπάρχει διάνοια, και ως εκ τούτου δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί το εργαλείο του κόσμου των εμφανειών που θέλει ο Schopenhauer να είναι, αλλά πρέπει να είναι το πράγμα καθ' εαυτό, δηλαδή η βούληση. Ο Nietzsche συμπεραίνει ότι «το σοπενχαουερικό πράγμα καθ' εαυτό γίνεται συνάμα principium individuationis και το θεμέλιο της αναγκαιότητας, δηλαδή ο υφιστάμενος κόσμος. Επιθυμούσε [ο Schopenhauer] να ανακαλύψει κάποιο ισοδύναμο του Χ και οι υπολογισμοί του έδειξαν ότι αυτό = Χ, δηλαδή δεν το ανακάλυψε». [Ο Nietzsche θεωρεί ότι η αξίωση του Schopenhauer για άμεση γνώση του «βούλομαι» είναι τόσο γελοία όσο η αξίωση του Descartes για γνώση του «σκέπτομαι»].

Ό,τι προβληματίζει τον Nietzsche γύρω από τη σοπενχαουερική έννοια της βούλησης είναι το βασικό πρόβλημα το οποίο επισημάναμε παραπάνω, δηλαδή ο ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στη βούληση και στην κατανόηση, που φαίνεται να καθιστά αδύνατη την κατανόηση και ακατάληπτη τη βούληση. Αυτός ο διαχωρισμός απορρέει από την απόρριψη του Schopenhauer τόσο της θεωρησιακής σύνθεσης του Hegel όσο και της καντιανής ερμηνείας της βούλησης ως πρακτικού Λόγου. Για τον Schopenhauer η βούληση είναι εντελώς ανορθολογική και δαιμονιακή. Ο Nietzsche δεν προσπάθησε να επιλύσει αυτό το πρόβλημα μέσω της επιστροφής στη συνείδηση ή στον διαλεκτικό Λόγο, αλλά μέσω μιας σοπενχάουερικής στροφής στην τέχνη. Κατά την άποψη του Nietzsche, αυτή η αισθητική κατεύθυνση, την οποία ο Schopenhauer θεωρούσε ανεπαρκή, ήταν η πραγματικά δημιουργική στιγμή της φιλοσοφίας του Schopenhauer, η οποία πρέπει να διαχωριστεί από το καντιανό εννοιολογικό πλαίσιο. Ο Schopenhauer διείσδυσε στη βούληση με μια κατ' ουσίαν αισθητική ή ποιητική ενόραση, αλλά είτε δεν το κατανόησε είτε ήταν απρόθυμος να το παραδεχθεί. Σύμφωνα με τον Nietzsche, θα ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψει το καντιανό πλαίσιο παντελώς και να στηρίξει το σύνολο της φιλοσοφίας του στη βούληση κατανοημένη ως τέχνη ή ποίηση. Αυτή είναι η γενική κατεύθυνση την οποία ακολουθεί ο Nietzsche. Είναι νέα γέφυρα που οικοδομεί ανάμεσα στον κόσμο των φαινομένων και στα νοούμενα, ανάμεσα στις αναπαραστάσεις και στη βούληση, και είναι τελικά το θεμέλιο για την τελική εξάλειψη αυτού του διαχωρισμού. Ονομάζει αυτή την αρχέγονη ενότητα Διόνυσο και βλέπει σε αυτή τη μορφή το μέγα ενάλλαγμα όχι απλώς στον Schopenhauer αλλά και στον χριστιανισμό και στο σύνολο της ευρωπαϊκής παράδοσης από τον Σωκράτη και μετά. Καθώς θα δούμε όμως, η ιδέα του διονυσιακού δεν είναι εντελώς νέα, όπως πιστεύει ο Nietzsche, ούτε αποτελεί σαφή εναλλακτική λύση στον Εσταυρωμένο, όπως υπαινίσσεται. Ουσιαστικά το διονυσιακό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον γερμανικό ιδεαλισμό και σε ένα δόγμα της βούλησης που έχει τις απαρχές του στη νομιναλιστική ιδέα του Θεού.

Τέλος 6ου κεφαλαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου