Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων α

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων α

Του Luca M. Possati (Institute of Philosophy, University of Porto, Porto, Portugal)
Philosophia (2020) 48: 1147-1170


Περίληψη

Το νόημα είναι μια από τις πιο τολμηρές και αμφιλεγόμενες έννοιες της θεωρίας της αποβλεπτικότητας κατά τον Husserl. Εισήχθη το 1912 από τον Husserl, μέσα σε κάποια χειρόγραφα, αλλά αναπτύχθηκε πλήρως στο έργο του Ideen. Στο παρόν άρθρο ισχυρίζομαι ότι το νόημα (noema) είναι μια αμφίσημη έννοια, αποτέλεσμα μιας θεωρητικής λειτουργίας, της εποχής (epoché), ο σκοπός της οποίας είναι αντιφατικός. Στην προσπάθεια να κρατηθεί ανοιχτή η εποχή, και με τον τρόπο αυτό να διατηρηθεί η απόσταση ως προς κάθε υπερβατολογικό αντικείμενο, ο Husserl είναι αναγκασμένος να πολλαπλασιάσει τα αποβλεπτικά (intentional) αντικείμενα και να περιπλέξει τις έννοιες σημασία (sense) και νόημα (noema). Τούτου δοθέντος, προτείνω να υπερβούμε τα παράδοξα του νοήματος δια της γλώσσας της θεωρίας των παιγνίων. Η θεωρία παιγνίων προσφέρει ένα πολύ γόνιμο περιγραφικό μοντέλο (descriptive model), που μας επιτρέπει να διατηρήσουμε την αυθεντική προσέγγιση του Husserl, χωρίς τις αντιφάσεις της εποχής. Για τον λόγο αυτό, προτείνω να επανερμηνεύσουμε την αποβλεπτικότητα ως κοινωνικό παιγνίδι, και το νόημα ως την ισορροπία κατά Nash. Απαντώντας σε πιθανές ενστάσεις, θα δείξω πως η προσέγγιση αυτή μας δίνει πολλά θεωρητικά πλεονεκτήματα. Ο γενικός σκοπός του άρθρου είναι η καθολική (global) επαναδιατύπωση της φαινομενολογικής μεθόδου. [ΣΩΖΕΙΝ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ]

1 Εισαγωγή

Η έννοια της αποβλεπτικότητας είναι ισχυρώς αμφίσημη. Η έννοια κρύβει στην καρδιά της μια άλυτη ένταση μεταξύ καρτεσιανισμού και αντί-καρτεσιανισμού, μεταξύ της θεωρίας της αναπαράστασης και της άρνησης της, μεταξύ μιας ιδεαλιστικής τάσης και μιας ρεαλιστικής τάσης. Αυτός είναι ο λόγος, που η φαινομενολογία πήρε διαφορετικά μονοπάτια, που είναι διαφορετικοί τρόποι ανταπόκρισης στην πρόκληση της ενοποίησης των τρόπων (modes) της αποβλεπτικότητας (Romano 2010, 496).

Τα λόγια του Γάλλου φαινομενολόγου Claude Romano σκιαγραφούν αποτελεσματικά την κατάσταση του προβλήματος που βρίσκεται στην καρδιά της φαινομενολογίας κατανοημένης ως πρόγραμμα μιας αυστηρής φιλοσοφικής μετά-θεωρίας.

Η υπόθεση την οποία εξετάζει το παρόν άρθρο είναι πως η θεωρία παιγνίων μπορεί να παράσχει εργαλεία για την ανταπόκριση στην πρόκληση της ενοποίησης της χουσσερλιανής αποβλεπτικότητας. Ο σκοπός είναι να θέσουμε τα εξής ερωτήματα: Τι σημαίνει «αποβλεπτικό» (intentional); Τι κάνω όταν αναφέρομαι σε «κάτι»; Πως μπορώ να γνωρίζω ότι αυτό που εννοώ λέγοντας «πραγματικότητα» το μοιράζονται και το κατανοούν τα άλλα υποκείμενα όπως εγώ;

Στα ακόλουθα θα παρουσιάσω εν συντομία τις θεμελιώδεις έννοιες της θεωρίας των παιγνίων, και ειδικά την ισορροπία κατά Nash (Κεφάλαιο 2). Ακολούθως προσεγγίζω την έννοια του νοήματος και τις εσωτερικές της αντιφάσεις, για να επεξεργαστώ μια φαινομενολογική επαναδιατύπωση μέσω της θεωρίας των παιγνίων (Κεφάλαιο 3). Αναπτύσσω την αναλογία μεταξύ νοήματος και ισορροπίας κατά Nash και απαντώ σε πιθανές ενστάσεις (Κεφάλαιο 4). Στο συμπέρασμα υποδεικνύω λόγους που δικαιολογούν την αναδιατύπωση της έννοιας του νοήματος εκ μέρους μου.

Το δοκίμιο σκοπεύει να είναι μια συμβολή στην κοινωνική και συναφειακή (contextual) φαινομενολογία. Η αποβλεπτικότητα δεν συμβαίνει μόνο μέσα στα κεφάλια μας, αλλά πρώτα μέσα στο κοινωνικό παιγνίδι. Αποβλεπτικότητα ως δίκτυο στρωματωμένων παιχνιδιών.

2 Θεωρία παιγνίων: Σκιαγραφήματα

«Η θεωρία παιγνίων είναι το όνομα που έχει δοθεί σε μια μεθοδολογία που χρησιμοποιεί μαθηματικά εργαλεία, για να δημιουργήσει μοντέλα και να αναλύσει καταστάσεις της αλληλεπιδραστικής λήψης αποφάσεων» (Mashler 2013, 8). Σε μια στρατηγική αλληλεπίδραση, ο κάθε παίχτης έχει τους δικούς του σκοπούς, μέσα και προτιμήσεις, και προσπαθεί να επιδείξει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά για να επιτύχει το πρώτο μέσω του δεύτερου, σεβόμενος το τρίτο. Αυτό γίνεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τι κάνουν οι άλλοι παίχτες, ποιοι θα ανταγωνιστούν και ποιοι θα συνεργαστούν μεταξύ τους. Οι εξισώσεις της θεωρίας των παιγνίων παρέχουν τη γλώσσα για τον υπολογισμό του αποτελέσματος (payoff), το οποίο προκύπτει από όλες τις δυνατές στρατηγικές επιλογές, με σκοπό την απόκτηση του καλύτερου δυνατού κέρδους. Επομένως, το εύρος των καταστάσεων στις οποίες τέτοιες εξισώσεις μπορούν να εφαρμοστούν είναι τόσο πλατύ, ώστε μια μεγάλη γκάμα τομέων μπορεί να τις χρησιμοποιήσει: οικονομικά, βιολογία, ανθρωπολογία, κβαντική φυσική, νευροεπιστήμες, νευροοικονομία, κ.ο.κ. Η θεωρία παιγνίων είναι σήμερα μια γενικής χρήσεως γλώσσα για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι μόνο (Siegfried 2006, Camerer 2003, Lucchetti 2008).

Τέσσερις βασικές ιδέες αποτελούν τη θεωρητική δομή του παιχνιδιού. Αυτές είναι οι εξής: χρησιμότητα-ωφέλεια (utility), που «αναφέρεται σε κάποια κατάταξη, σε μια συγκεκριμένη κλίμακα, της υποκειμενικής ευημερίας (welfare) ή στην αλλαγή της υποκειμενικής ευημερίας που ένας πράκτορας (agent) αποκομίζει από ένα αντικείμενο ή γεγονός» και «λέγοντας ευημερία αναφερόμαστε σε ένα κανονιστικό δείκτη της σχετικής ευημερίας» (Ross 2014, 35). Στρατηγική, ως μέθοδος (μια συλλογή από αποφάσεις και δράσεις) για την αύξηση της χρησιμότητας. Πιθανότητα, που είναι το ποσοστό των περιπτώσεων στις οποίες ο παίκτης μπορεί να προσλάβει μια συγκεκριμένη στρατηγική που βρίσκεται στη διάθεση του. Και μια συλλογή πληροφοριών, που είναι μια συλλογή πληροφοριών και πεποιθήσεων που έχει ο παίκτης για το παιχνίδι. Το να δράσεις μέσα σε ένα παιχνίδι σημαίνει να επιλέξεις την καλύτερη δράση υπό το φως των πεποιθήσεων του παίκτη ή πληροφοριών, όπως και των επιλογών των άλλων παικτών.

Σε κάθε παίκτη, που θεωρείται ότι μπορεί να δράσει ορθολογικά, αντιστοιχεί ένας γενικός σκοπός τον οποίο μοιράζεται με τους άλλους, μια συλλογή στρατηγικών (S, strategies), συγκεκριμένη πληροφορία (Ι, information), μια συλλογή ποσοστών (Ρ, percentages) σχετιζόμενων προς τις διαθέσιμες στρατηγικές (S->P), και κάποια θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα (O, outcome), που συνδέονται με τις στρατηγικές (S->P->O). Ας σημειωθεί ότι Ο δεν είναι ο τελικός σκοπός, αλλά ο βαθμός προσέγγισης προς τον τελικό σκοπό, που αντιστοιχεί σε κάθε στρατηγική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Μια στρατηγική είναι μια λειτουργία (ή συνάρτηση) που συνδέει μια σειρά δράσεων με μια σειρά πιθανών περιστάσεων μέσα στο παιχνίδι. Όταν μια στρατηγική καθορίζει πλήρως τον τρόπο με τον οποίο παίζει ένας παίκτης, ονομάζεται καθαρή (pure) στρατηγική. Μια μικτή στρατηγική είναι μια άλλη έννοια: είναι μια κατανομή πιθανοτήτων ως προς τη συλλογή καθαρών στρατηγικών τις οποίες χρησιμοποιεί ο παίκτης.

Ας κάνουμε ένα πολύ βασικό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι η Alice πρέπει να πάει στο σχολείο πριν από τον Bob. Μπορεί να επιλέξει αν θα πάει με τα πόδια (S1) ή με το αυτοκίνητο (S²), αλλά είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα ότι θα πάει με τα πόδια (P1>P²). Η Alice πρέπει επίσης να λάβει υπόψιν τι θα κάνει ο Bob. Μπορεί επομένως, να επιλέξει μια μικτή στρατηγική (S1+S²), που σημαίνει να πάρει λεωφορείο μέχρι ένα ορισμένο σημείο και να συνεχίσει με τα πόδια, καθώς είναι πιο γρήγορη από τον Bob. Η στρατηγική υπονοεί αλληλεξάρτηση. Οι κινήσεις του παίκτη εξαρτώνται από αυτό που κάνουν οι άλλοι παίκτες ή από το τι περιμένει κανείς ότι μπορεί να κάνουν. Η Alice αξιολογεί το τι θα μπορούσε να κάνει ο Bob στην περίπτωση αυτή, από τις πληροφορίες που έχει για τον Bob και τα πιθανά αποτελέσματα των δράσεων του. Η θεωρία παιγνίων είναι εσωτερικά πλουραλιστική, κοινωνική και πιθανολογική.

Το σκάκι είναι το τέλειο παράδειγμα στρατηγικού παιχνιδιού. Κάθε παίχτης, άνθρωπος ή μηχανή, έχει ένα σκοπό: ο σκοπός συμπίπτει με την νίκη στο παιχνίδι. Η στρατηγική είναι μια συλλογή κινήσεων, και ο σκοπός της θεωρίας παιγνίων είναι να χρησιμοποιήσει τα μαθηματικά, για να καταλάβει ποια θα είναι η καλύτερη στρατηγική για να κερδίσει κανείς το παιχνίδι. Στην ειδική περίπτωση του σκακιού έχουμε παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» επειδή η νίκη του ενός παίχτη συμπίπτει με την ήττα του άλλου παίχτη. Οι δυο παίχτες έχουν διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα. Επιπλέον, το σκάκι αποκαλείται «το τέλειο παιχνίδι πληροφοριών», με την έννοια ότι η κατάσταση του παιχνιδιού και οι στρατηγικές που έχουν εφαρμοστεί βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, σε κάθε στιγμή-δεν υπάρχουν μυστικά: οι συλλογές πληροφοριών είναι ταυτόσημες. Στο έργο τους Theory of Games and Economic Behaviour, οι von Neummann και Morgenstern δείχνουν ότι, υπάρχει ένας τρόπος να βρεθεί η καλύτερη στρατηγική, δηλαδή η στρατηγική που ελαχιστοποιεί την μέγιστη απώλεια, και επομένως μεγιστοποιεί το ελάχιστο κέρδος. Είναι το λεγόμενο θεώρημα minimax. Η θεωρία παιγνίων μειώνει το πρόβλημα της επιλογής στον ορισμό της βέλτιστης στρατηγικής χρησιμοποιώντας ένα πίνακα (μήτρα) που ταυτοποιεί όλες τις δυνατές στρατηγικές και τα κέρδη που αποκομίζουν. Η ισορροπία κατά Nash είναι κατά κάποιο τρόπο η εξέλιξη του θεωρήματος minimax.

Συνεχίζεται 

Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΜΙΑΣ ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ. Φ(Ε)ΙΔΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: