Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (229)

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 4 Ιουνίου 2024 

Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ:
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ – 6
 

Λέγεται γενικά ότι το ύφος του Θουκυδίδη είναι ενίοτε ασαφές. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, οποίος πραγματεύθηκε λεπτομερώς το ύφος του ιστορικού, αναδεικνύει επίσης τις δυσχέρειες του λόγου του, ομοίως και ο Κικέρων, ο οποίος όμως παραδέχεται το σθένος τους. Αντιθέτως, εξαίρεται γενικά, και ορθώς, η σαφής αντικειμενικότητά του, της οποίας η αποτίμηση καθίσταται δυστυχώς δυσχερής, εξ αιτίας αφ’ ενός της αδυναμίας των εξειδικευμένων μελετών να εκτιμήσουν το λαϊκό αίσθημα, και αφ’ ετέρου των περίπλοκων σύγχρονων κριτηρίων.

Η προσωπικότητα και η αποφασιστικότητα του Θουκυδίδη τοποθετούνται όμως εμφανώς πέραν πάσης αποδείξεως· μαζί με τον Ηρόδοτο, σηματοδοτεί μια ξαφνική αναβάθμιση του επιπέδου της ιστοριογραφίας, και μπορούμε να επισημάνουμε ότι αυτοί οι δύο μεγάλοι ιστορικοί αποτελούν σταθμό στο ιστορικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Συγκριτικά, οι μετέπειτα ιστοριογράφοι, μοιάζουν να ανήκουν περισσότερο στην κατηγορία των ιστορικών της λογοτεχνίας, από ότι της εν γένει ιστορίας του πολιτισμού· θα πρέπει όμως εδώ να εξαιρέσουμε τον Ξενοφώντα, και κυρίως χάρη στα δύο πρώτα Βιβλία των Ελληνικών, όπου τα γεγονότα των τελευταίων ετών του Πελοποννησιακού Πολέμου, και το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων περιγράφονται με τόσο εξαιρετικό πλούτο και ενάργεια, σαν να πρόκειται για μια  προσφυγή στο «υλικό» του Θουκυδίδη. Τα υπόλοιπα μέρη του έργου του διαφέρουν ριζικά από το πρώτο μέρος, στο οποίο διακρίνεται σαφώς το σθένος και το μεγαλείο της γραφής του. Από το τρίτο Βιβλίο και μετά περιορίζεται σε ένα απλό χρονικό καταγραφής της σπαρτιατικής ισχύος, ή σε ένα είδος ημερολογίου των δραστηριοτήτων του γενικού σπαρτιατικού στρατηγείου· η πανελλήνια εμβέλεια και η ευρεία πολιτική οπτική αποσύρονται, και ο Ξενοφών αποδεικνύεται τόσο εχθρικός προς την ηγεμονία των Θηβών, που αποσιωπά τα ονόματα των δύο μεγάλων Θηβαίων ηγετών, αναφέροντάς τα με μεγάλη δυσφορία προς το τέλος, ενώ παραλείπει την αποκατάσταση της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας. Και μόνο επειδή ο αγαπημένος του Αγησίλαος μισούσε θανάσιμα τη Θήβα, συμπεριφέρεται περίπου όπως και οι μουσουλμάνοι ιστορικοί σε παρόμοιες περιστάσεις, και η δήθεν αντικειμενική συνέχεια της αφήγησής του, χρησιμεύει απλώς στη συγκάλυψη μιας εμφανούς μεροληψίας.

Τα Απομνημονεύματα, και τα υπόλοιπα αφιερωμένα στο Σωκράτη έργα του Ξενοφώντα, τα οποία οφείλουμε να μνημονεύσουμε, προσφέρουν, εκτός από κάποια αποσπάσματα για τον Πλάτωνα, την πιστότερη δυνατή εικόνα της πραγματικής φύσεως του φιλοσόφου. Αλλά στην Κύρου Παιδεία ο συγγραφέας δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα, διότι χρησιμοποιεί τον ιστορικό καμβά προκειμένου να φιλοτεχνήσει, κατά το δοκούν, ένα μεροληπτικό έργο. Ο Κύρος εκπροσωπεί εδώ το ιδανικό ενός μονάρχη, εμπνευσμένου από τις ιδέες του Σωκράτη, σαν ένας Έλληνας ο οποίος, όπως και ο ίδιος ο Ξενοφών, εχθρεύεται την αθηναϊκή δημοκρατία και συμπαθεί τη δωρική παράδοση, όπως και ο Αγησίλαος, ο οποίος για τον έλληνα ιστορικό υπήρξε ο ιδανικός στρατηγός· η μνημειώδης αφέλεια αυτής της αφήγησης δεν υποκρύπτει κανενός είδους καλλιτεχνική πρόθεση. Στον αντίποδα αυτού του έργου, αξίζει να αναφερθεί η Κύρου Ανάβασις, που αποτέλεσε πρότυπο των Απομνημονευμάτων του Ιούλιου Καίσαρα. Το έργο αυτό, το οποίο βασίζεται σε άμεσες και έγκυρες πληροφορίες, το οποίο συνέγραψε πιθανότατα είκοσι χρόνια μετά την εκστρατεία του Κύρου του Νεώτερου, και στο οποίο ο ιστορικός αναφέρεται συνεχώς στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, παρελαύνουν απερίγραπτες σκηνές και ζωντανές εικόνες, όπως στον Ηρόδοτο. Δεν πρόκειται για το κατόρθωμα ενός στρατηγού, αλλά μιας ολόκληρης ομάδας στρατιωτών· αλλά αυτή η ομάδα των Ελλήνων, που πορεύονται ανάμεσα στους Βαρβάρους, στους αγώνες και στα δεινά των οποίων αναφέρονται όλες αυτές οι ζωντανές περιγραφές γεγονότων, χωρών και λαών, καθώς διαβάζει και ξαναδιαβάζει κανείς την αφήγηση των περιπετειών της, αναδύεται σαν μια μοναδική ύπαρξη. Η περιγραφή είναι λιτή και χωρίς επιτηδευμένη ευφράδεια· ο εντυπωσιασμός της οφείλεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των συμβάντων. Η η αφήγηση της σφαγής των στρατηγών, μεταξύ άλλων, έχει το κύρος της αντικειμενικότητας. Ορθώς θα αναρωτηθεί κανείς, αν υπήρξε πριν από τον Ξενοφώντα, κάποιος αυτόπτης μάρτυρας και ταυτόχρονα αφηγητής, μιας τόσο συγκλονιστικής περιπέτειας.

Στους υπόλοιπους ιστορικούς που ακολούθησαν θα αναφερθούμε συνοπτικά. Ανάμεσά τους ο Έφορος και ο Θεόπομπος, μαθητές του Ισοκράτη, εκ των οποίων ο πρώτος ιχνηλατεί σε τριάντα βιβλία τη δράση των Ελλήνων και των Βαρβάρων, από την επιστροφή των Ηρακλειδών ως την πολιορκία της Περίνθου από τον Φίλιππο (340 π.Χ.), και ο δεύτερος στα Ελληνικά (παράλληλα με τα πρώτα βιβλία του Ξενοφώντα), συνεχίζει, σε 12 τόμους, την ιστορία του Θουκυδίδη ως τη μάχη της Κνίδου, και σε 58 βιβλία, τους Φιλιππικούς, αφηγείται την ιστορία της Ελλάδος την εποχή του Φιλίππου. Ο Καλλισθένης, εκτός από τα Ελληνικά, στα οποία αφηγείται τα γεγονότα που σχετίζονται με την Ανταλκίδειο ειρήνη, μέχρι το Ιερό Πόλεμο, συνέγραψε σχετικά με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, στην οποία όπως γνωρίζουμε είχε την ατυχία να λάβει μέρος, όπως και ο Δούρις ο Σάμιος, ο οποίος με τις Ιστορίες, καλύπτει την ιστορική περίοδο ως τον θάνατο του Λυσίμαχου (281). Ανάμεσα σε πολλούς άλλους θα πρέπει να αναφέρουμε τους σικελούς ιστοριογράφους: Το Φίλιστο, που συνέγραψε την ιστορία της Σικελίας, και μια ιστορία περί του Διονύσιου του Πρεσβύτερου, ακολουθούμενος από τον Άθανη, που συνέχισε ως τον Δίωνα, και τον Τίμαιο που κατέγραψε την ιστορία της νήσου από τις απαρχές της μέχρι τον πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο. Τίποτε δεν σώζεται απ’ αυτά· αλλά από ορισμένες παρατηρήσεις για τα έργα τους, μερικά αποσπάσματα, και τους συγγραφείς που τους οικειοποιήθηκαν, μπορούμε να συμπεράνουμε την έντονη δραστηριότητα που παρατηρείται στην ιστορική έρευνα. Υπήρξαν ασφαλώς πολλά λογοτεχνικά αριστουργήματα σ’ αυτό το συγγραφικό πεδίο· αρκεί να αναλογιστούμε την ανάδειξη της σημασίας του έργου των Σικελών ιστοριογράφων που προαναφέραμε, χάρτη στο Διόδωρο, ο οποίος τους οφείλει ασφαλώς τις πληροφορίες για το μαρτυρικό πεπρωμένο της θαυμαστής νήσου του. Η αλήθεια είναι πως σε ότι αφορά το μακρινό παρελθόν οι ιστοριογράφοι στερούνται συχνά κριτικού πνεύματος, και ότι δέχθηκαν ισχυρή επίδραση από το ρητορικό ύφος· επιπλέον ο 3ος και ο 2ος αιώνας στερούνται του πλούτου του 4ου , δεδομένου ότι ιστορικοί σαν τον Πολύβιο δεν διακρίθηκαν τόσο για το ελληνικό πνεύμα τους, αλλά σχεδόν αποκλειστικά εκ του γεγονότος ότι στο μεταξύ η Ρώμη απέκτησε μεγάλη ισχύ. Εκείνο όμως που εμπνέει το περιεχόμενο των ιστορικών έργων εκείνων των εποχών είναι ένα πνεύμα σεβασμού και αξιοπρέπειας· οι Έλληνες έμεινα προσηλωμένοι στην ιστορία τους.

Ακολούθως οι ιστορικές πραγματείες πολλαπλασιάζονται, και αναδεικνύονται δευτερεύουσες μορφές τους. Θα θυμίσουμε εδώ για μια ακόμη φορά τα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Στη συνέχεια παρατηρείται μια διεύρυνση του συγγραφικού ορίζοντα, από την ιστορία προς τον εν γένει πολιτισμό, στο έργο του μαθητή του Δικαίαρχου, του οποίου η μελέτη που αποκαλείται Βίος Ελλάδος παρουσιάζει την γεωγραφική, πολιτική και ηθική εξέλιξη, τόσο ως προς το παρόν όσο και ως προς το μέλος της Ελλάδος, συνιστώντας ένα είδος σύνοψης των χαρακτηριστικών του ελληνικού βίου.

Να προσθέσουμε εδώ τις μονογραφίες που αναφέρονται στην ιστορία πόλεων και περιοχών, περί των οποίων οι γραμματικοί και οι λεξικογράφοι μας πρόσφεραν πολλές και σημαντικές πληροφορίες. Εδώ ανήκει το έργο του 3ο αιώνα, Ιστορία της Αττικής του Φιλόχορου, ο οποίος ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα· στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας αδελφός του Αντίγονου και οικείος του βασιλέα, ο Μαρσύας από την Πέλλα, συνέγραψε τα Μακεδονικά, ένα δεκάτομο έργο, που περιλαμβάνει η χρονική περίοδο από τις απαρχές του βασιλείου έως την επιστροφή του Αλέξανδρου από την Αίγυπτο, και κάποιος Κρίτων από την Πιερία, στον οποίο ανήκουν τα Πανελληνικά, η Συρακουσών κτίσης, τα Περσικά, τα Σικελικά, η Συρακουσών περιήγησης, και ένα έργο Περί της αρχής των Μακεδόνων. Στη γεωγραφία, οι μονογραφίες παίζουν σημαντικό ρόλο: οι περιγραφές περιοχών και ελληνικών τοποθεσιών του Πολέμωνος και άλλων τοποθετούνται στον 2ο αιώνα, και ο ποιητής Νίκανδρος παραθέτει μια Περιγραφή της Αιτωλίας στην οποία έζησε για μεγάλο διάστημα.

Σε αντίθεση με αυτές τις εξειδικευμένες μελέτες τοποθετούνται οι εγκυκλοπαιδικοί ιστοριογράφοι. Ο Πολύβιος αντιπαραθέτει στους πολυάριθμους μονογράφους την παλαιάς εποχή, τη σύγχρονη γενική ιστορία, και την εποχή του Αυγούστου, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ένας μέτριος συγγραφέας, αλλά με σημαντικές πηγές στη διάθεσή του, όπως αναφέραμε, συνέγραψε την Ιστορική Βιβλιοθήκη, ο δε Νικόλαος εκ Δαμασκού συνέγραψε παγκόσμια ιστορία με τον τίτλο Ιστορία Καθολική· είναι τα πρώτα συγγραφικά έργα αυτού του είδους.

Και καθώς η ελληνική σκέψη είχε αφοσιωθεί με ζήλο στο παρελθόν, αναδύεται η αντίληψη ότι η ιστορία δεν είχε πραγματική παιδευτική αξία, όπως θα αποφανθεί αργότερα ο Σοπενχάουερ. Ο Μάρκος Αυρήλιος υποστήριξε επανειλημμένα αυτή την άποψη λέγοντας: «Οι απόγονοί μας δεν θα ανακαλύψουν κάτι το νέο, και οι πρόγονοί μας δεν γνώρισαν τίποτε περισσότερο από εμάς· ένας άνθρωπος σαράντα ετών, αν έχει κοινό νου, έχει ήδη γνωρίσει όλα όσα συνέβησαν πριν απ’ αυτόν και θα συμβούν μετά απ’ αυτόν, διότι αυτό ακριβώς βιώνει εντός του».

Αλλά ο κόσμος που αναδύθηκε από τη βαρβαρότητα αγκιστρώθηκε στους έλληνες ιστοριογράφους, και δεν απαλλάχτηκε ποτέ. Και ενώ τα υπόλοιπα επιστημονικά επιτεύγματα αυτού του λαού εκτιμώνται πλέον μόνο από σεβασμό προς όσα αντιπροσωπεύουν, και δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε στους Έλληνες τα μέσα αυτού του είδους της γνώσης, η καθαυτό ελληνική έρευνα και τα αποτελέσματά της, εξακολουθούν να μας καθοδηγούν. Αλλά το γενικό αίσθημα, το αποτύπωμα της ιστορικής γνώσης των Ελλήνων είναι το ίδιο με το αποτύπωμα των υπόλοιπων γνώσεων που μας κληροδότησαν: ένα αίσθημα νεότητας και σφρίγους. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτό το έθνος μιαν απόλυτη ανεξαρτησία από κάθε προκαθορισμό, και μια λαχτάρα για αυτοκατάκτηση. Οι Έλληνες είχαν πάντοτε ανεξάρτητη έμπνευση, χάρισμα που τους κατέστησε παντοτινά πρότυπα.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 3ΟΥ ΤΟΜΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: