Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ (15)

του ERICH NEUMANN
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  V
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΗΘΙΚΗΣ  (συνέχεια)
Οι πρώτες απόπειρες να τεθή η νέα ηθική σε εφαρμογή μπορούν ήδη να γίνουν ορατές παντού – για παράδειγμα, στην φιλελευθεροποίηση του παλιού σωφρονιστικού συστήματος, στις ψυχαναλυτικές θεωρίες σχετικά με την εκπαίδευση, στο έργο κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των παραβατών, και στην αποδοχή ψυχολογικών απόψεων εκ μέρους της ποινικής νομοθεσίας. Εξελίξεις που τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση αλλά ξεκινούν από τις πιο ανόμοιες ιδεολογίες, εμφανίζονται εντελώς ανεξάρτητα η μια από την άλλη – ένα γεγονός που επιβεβαιώνει ακριβώς την υπόθεσή μας ότι μια μακροπρόθεσμη γενική μεταβολή συμβαίνει στην ψυχική δομή του σύγχρονου ανθρώπου – μια μεταβολή που περιλαμβάνει την παρακμή της παλιάς ηθικής και την ανατολή μιας καινούργιας.

Από εμάς απαιτείται να αφομοιώσουμε το ίδιο μας το κακό με έναν ανεξάρτητο και υπεύθυνο τρόπο. Και το συμπέρασμα είναι ότι το να γίνη κανείς συνειδητή προσωπικότητα πρέπει τώρα να θεωρηθή σαν ηθικό χρέος. Η καίρια σημασία αυτής της απαίτησης, στην οποία η δίψα του Ευρωπαίου ανθρώπου για επιστημονική γνώση συμπίπτει με την νέα ηθική, μας γίνεται πλήρως κατανοητή όταν αναλογισθούμε τί καταστροφή μπορεί να προκληθή και στο άτομο και στο σύνολο από την ασυνειδητότητα, μέσω του οργάνου της, δηλ. την απώθηση. Είναι τρομερό να παρακολουθή κανείς ανθρώπινα πλάσματα (είτε άτομα, είτε ολόκληρα έθνη) να υποσκάπτωνται στο εσωτερικό τους και να καταβροχθίζωνται από το ψέμμα που κρύβεται στην απώθηση, και στην μοιραία απροθυμία της να κοιτάξη στο πρόσωπο την πραγματικότητα.

Μπορεί πραγματικά να φαίνεται ότι η αρχή του ψεύδους έχει πάρει την θέση που κατείχε το κακό στην παλιά ηθική, και ότι αυτό που έχει συμβεί στην νέα ηθική είναι απλώς μια αλλαγή στο περιεχόμενο αυτού που θεωρείται σαν κακό. Αλλά το πραγματικό ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό. Η αρχή της αλήθειας στην νέα ηθική είναι συνδεδεμένη με την αυθεντικότητα της σχέσης ανάμεσα στο εγώ και το ασυνείδητο. Το ηθικό καθήκον της συνειδητοποίησης προϋποθέτει ότι η συνείδηση καλείται σαν μια αυθεντία, να δημιουργήση και να κατευθύνη την σχέση κάθε ψυχικού στοιχείου προς την ολότητα – την σχέση, δηλαδή, ανάμεσα στα περιεχόμενα του ασυνειδήτου και σε αυτά του συνειδητού. Αυτό το έργο δεν εξαρτάται από την φύση του περιεχομένου που πρέπει να έρθη σε σχέση με την συνείδηση, ή από το εάν αυτό το περιεχόμενο είναι καλό ή κακό σύμφωνα με την παλιά ηθική. Ο αποφασιστικός παράγοντας, από ηθική άποψη, είναι τώρα το κριτήριο της αλήθειας. Από αυτήν την οπτική γωνία, το γεγονός και ο βαθμός της αυτοσυνειδησίας παρουσιάζονται σαν μια αξία με την ηθική και όχι την κυριολεκτική έννοια του όρου.

Η αναγνώριση από κάποιον του κακού που υπάρχει μέσα του είναι «καλή». Το να είσαι υπερβολικά καλός – δηλαδή να θέλης να υπερβής τα όρια του καλού που είναι προσιτό και κατορθωτό – είναι «κακό». Το κακό που γίνεται από κάποιον συνειδητά (και αυτό σημαίνει επίσης πλήρη συνείδηση της ευθύνης του), το κακό, πραγματικά, από το οποίο ο δράστης δεν προσπαθεί να ξεφύγει – είναι ηθικά «καλό». Η απώθηση του κακού που συνοδεύεται, κατά κανόνα, από μια διογκωμένη υπερεκτίμηση από κάποιον του εαυτού του, είναι «κακή», ακόμη και όταν είναι αποτέλεσμα μιας «θετικής στάσης» ή μιας «καλής πρόθεσης».

Κατ’ αρχήν, η στενή σχέση ανάμεσα στην νέα ηθική και την συνειδητότητα, καθώς και η σημασία που αποδίδεται στο συνειδητό και στο εγώ, μπορεί να φαίνονται πολύ ρασιοναλιστικά, και ίσως ακόμη φαίνεται ότι δεν αποδίδεται αρκετή δικαιοσύνη στον ενστικτώδη – δηλαδή ασυνείδητο – τρόπο, με τον οποίο ένα ανθρώπινο ον σαν ολότητα έχει την ικανότητα να ζήση με το δικό του κακό. Αργότερα πάντως, θα δούμε ότι, παρά την ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στο εγώ, αυτό δεν κατέχει την απόλυτη εξουσία της λήψης αποφάσεων στην νέα ηθική.

Η συνειδητή διάπραξη του κακού βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με αυτό που ονομάζεται «εξευγενισμός» με την Φροϋδική σημασία του όρου. Ο εξευγενισμός θεωρείται σαν ένα τέχνασμα, με τον οποίο το κακό «αποδυναμώνεται», και μετά χρησιμοποιείται για πολιτιστικούς σκοπούς. Αλλά αυτός ο εξευγενισμός του Φρόυντ είναι ένα παράδειγμα ασυνείδητης προσαρμογής, και δεν θα πρέπει να κατανοηθή σαν μια συνειδητή κατεύθυνση της libido εκ μέρους του εγώ. Όταν ένα «αιμοβόρο» άτομο, που η φύση του περιέχει άφθονα επιθετικά ενστικτώδη στοιχεία, γίνεται χασάπης, στρατιωτικός ή χειρουργός, έχουμε ένα παράδειγμα ενός τύπου «εξευγενισμού», κατά τον οποίο η πρωτόγονη τάση του ατόμου να χύση αίμα, ενσωματώνεται σε μορφές ικανοποίησης που είναι λίγο-πολύ εποικοδομητικές για τον πολιτισμό και καθιερωμένες από το κοινωνικό σύνολο. Δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με το σκοτεινό ζήτημα του εξευγενισμού και το πρόβλημα της εμφάνισής του σε αυτό το σημείο· οι ακόλουθές παρατηρήσεις θα πρέπει να αρκέσουν.

Ο εξευγενισμός μπορεί να συμβή σε περιπτώσεις, όπου «μια προδιάθεση προς την μεταμόρφωση των εγωϊκών σε κοινωνικές ορμές» με την μορφή ενός «κληρονομημένου προτύπου συμπεριφοράς» είναι ήδη παρούσα. (Bλ. Sigmund Freud:  «Για τις εποχές του πολέμου και του θανάτου»).Όπου όμως υπάρχει αυτού του είδους η δομή, η πείρα δείχνει ότι ο εξευγενισμός που είναι ηθελημένος (δηλαδή κατευθύνεται από το εγώ και το συνειδητό) είναι δυνατός μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο βαθμό· στην πραγματικότητα, το εγώ δεν μπορεί να μετατρέψη τις φυσικές ενστικτώδεις τάσεις προς όφελος πολιτιστικών σκοπών.

Όπου, πάντως, υπάρχει πράγματι μια τέτοια δυνατότητα, μπαίνουμε στον φαύλο κύκλο της παλιάς ηθικής· πολύ συχνά αυτού του είδους ο εξευγενισμός εξαγοράζεται με αντίτιμο το μεταδοτικό μίασμα, που προκύπτει από την απώθηση και την καταπίεση των ασυνείδητων στοιχείων που δεν επιδέχονται τον εξευγενισμό. Γνωρίζουμε εκείνους του εξιδανικευμένους «αγίους», που η ακηλίδωτη ( σύμφωνα με τα πρότυπα της παλιάς ηθικής) ζωή τους είναι αμόλυντη από την εξωτερικά εκδηλωμένη σεξουαλικότητα και γεμάτη αδελφική αγάπη – στο συνειδητό επίπεδο τουλάχιστον. Αλλά η οξυμένη ενόρασή μας δεν μπορεί να μην προσέξη το διαβολικό φωτοστέφανο, που τόσο συχνά προέρχεται από αυτού του είδους της αγιότητα. Στην περιφέρεια, γύρω από το ακτινοβόλο λαμπρό κέντρο του, ανακαλύπτουμε το αντίθετό του – την κορώνα των διεστραμμένων σεξουαλικών φαντασιώσεων που ο «διάβολος» στέλνει σαν πειρασμούς, και τον κύκλο του αίματος και της φωτιάς με τα οποία διώκονται οι άπιστοι – όλη δηλαδή την απάνθρωπη σκληρότητα, τις πυρές και τα βασανιστήρια, τα λουτρά αίματος και τις σταυροφορίες, που κατηγορούν σαν ψεύτική την αδελφική αγάπη και τον «εξευγενισμό» του συνειδητού νου.

Αυτός ο τύπος αγιότητας έχει γίνει απεχθής σε εμάς, με οποιαδήποτε μορφή και να εμφανίσθηκε – είτε σαν την αγιότητα του Ιεροεξεταστή, είτε του κομματικού αρχηγού – επειδή έχουμε μάθει ότι όλα αυτά είναι ένα και το αυτό φαινόμενο, και ότι οι διαφορές βρίσκονται στην εξωτερική μορφή και την χρονική περίοδο και όχι στον βαθμό ανθρωπιάς ή του αντιθέτου της.

Η θέση της παλιάς ηθικής αναφορικά με το «απόλυτο χρέος» έχει σαν αναγκαία της συνέπεια το δόγμα του «προπατορικού αμαρτήματος» - το οποίο αντιπροσωπεύει την αδυναμία της εκπλήρωσής του «απόλυτου χρέους». Το λογικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης ήταν η απόρριψη της ζωής «σε αυτόν τον κόσμο», η απόρριψη της γης και κάθε γήινου στοιχείου, και, τελικά, η απόρριψη του ίδιου του ανθρώπου. Η ζωή, η γη και ο άνθρωπος απορρίφθηκαν σαν φορείς του κακού και του αρνητικού. Σε όλες τις ποικίλες εκδηλώσεις της φυγής από την ζωή – την υποτίμηση του εγώ που προέρχεται από μια συντριπτική αίσθηση της αμαρτίας, όπως ακριβώς και την διόγκωση του εγώ με την αυτό-αγιοποίηση – ο άνθρωπος προσπαθεί να ξεφύγει από αυτήν την «υπόγεια» πλευρά του κόσμου, πετώντας στον ουρανό, σύμβολο του θετικού και του καλού.

Σε αντίθεση με αυτό η νέα ηθική, με το στοιχείο της αποδοχής του αρνητικού, αντιπροσωπεύει και την αυτό-αναγνώριση του σύγχρονου ανθρώπου, και την αποδοχή εκ μέρους του τού στοιχείου της γης και της ζωής σε αυτόν τον κόσμο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο καινούργιος προσανατολισμός εμφανίζεται πάντα με τον συμβολισμό της καθόδου στην Κόλαση – και ακόμη και με την σύναψη συμφωνίας με τον διάβολο.

Η συμμαχία ανάμεσα στον Faust και τον Μεφιστοφελή είναι η συμμαχία του σύγχρονου ανθρώπου με την σκιά και με το κακό, που του δίνει την δυνατότητα να πραγματοποιήση την πορεία του μέσα από την πληρότητα της ζωής, κατεβαίνοντας ως την περιοχή των Μητέρων και ανεβαίνοντας πάλι ως το Αιώνιο θήλυ. Αυτή η πορεία δεν παρακάμπτει την ενοχή, αλλά περνάει μέσα από  ο λ ό κ λ η ρ ο  τον κόσμο της ζωής, και δεν είναι τυχαίο το ότι διεισδύει βαθειά προς τα κάτω μέχρι το παγανιστικό στρώμα της πραγματικότητας, που βρίσκεται κάτω από το Ιουδαϊκό και το Χριστιανικό επίπεδο. Στην περίοδο μετά τον Faust, η μορφή του Πάνα αναδύεται πάλι και πάλι από το ασυνείδητο του σύγχρονου ανθρώπου – το πρωτότυπο του διαβόλου  στην χριστιανική παράδοση – και ο Πάνας, με την ιδιότητά του τού  φύλακα των μυστικών της Φύσης, φέρνει μαζί του το κλειδί για τα βάθη της. Αυτή την φορά, ο πειρασμός δεν απορρίπτεται αλλά γίνεται δεκτός, επειδή φαίνεται ότι σήμερα, μόνο ο άνθρωπος που, καθώς «πολεμάει με όλες του τις δυνάμεις» δεν προσπαθεί να αποφύγη τον κίνδυνο της πτώσης και του χάους, «μόνο αυτός μπορεί να λυτρωθή».

Αποδεχόμενος το κακό, ο σύγχρονος άνθρωπος αποδέχεται τον κόσμο και τον εαυτό του στην επικίνδυνη διπλή φύση που ανήκει και στα δύο. Η αυτό-αναγνώριση πρέπει να κατανοηθή με την βαθύτερη έννοια σαν μια κατάφαση της ανθρώπινης ολότητάς μας, η οποία αγκαλιάζει το ασυνείδητο όπως και το συνειδητό, και της οποίας κέντρο δεν είναι το εγώ (που είναι κέντρο μόνο της συνείδησης), ούτε καν το ονομαζόμενο υπερ-εγώ, αλλά το Ταυτό. Αυτό το Ταυτό είναι μια οριακή έννοια για το συνειδητό – δηλαδή, το συνειδητό δεν μπορεί να την κατανοήση λογικά. Αλλά είναι δυνατόν να πούμε κάτι για την εμφάνισή της, και για την μορφή με την οποία παρουσιάζεται.

Προτού περιγράψουμε την ιδέα του Ταυτού συγκρίνοντάς την με το υπερ-εγώ, ένας απλός παραλληλισμός μπορεί να βοηθήση στην διασάφηση αυτής της έννοιας. Όταν εξετάζουμε την πολλαπλότητα των διεργασιών που συμβαίνουν μέσα στο ανθρώπινο σώμα, και την πολύπλοκη ιεραρχία των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις βιοχημικές και τις νευρο-ψυχολογικές διαδικασίες που περιλαμβάνονται σ’ αυτές (από τις οποίες μόνο μερικά χωριστά μεμονωμένα συστήματα μπορούν να κατανοηθούν από την επιστήμη), συνεχίζουμε να έχουμε πλήρη συνείδηση του ότι αυτό το ίδιο σώμα λειτουργεί επίσης με έναν μοναδικό τρόπο σαν ένας ενιαίος οργανισμός, που έχει μια ολότητα. Όλα τα ποικίλα επί μέρους συστήματα, από τις υπερ-μικροσκοπικές διεργασίες (είτε αυτές είναι εξωτερικά αντιληπτές είτε αόρατες) μέσα στο ατομικό κύτταρο, μέχρι τα μεγαλύτερα συστήματα, όπως είναι η κυκλοφορία του αίματος ή οι αντιδράσεις του νευρικού συστήματος, λειτουργούν μαζί, σε συνεργασία, και είναι εναρμονισμένα μεταξύ τους σε μια συμφωνία αμοιβαίας αλληλεξάρτησης.

Όλες αυτές οι διαδικασίες συναποτελούν μια ενότητα, που το ουσιαστικό της κέντρο είναι το Ταυτό ή η ενδελέχεια, που είναι ένα σύμβολο της ολότητας του οργανισμού. Η συνολική δομή, με την ιδιότητά της σαν υπερ-κατευθυντηρίου παράγοντα πάνω από όλες αυτές τις μερικές αλληλεπιδράσεις, μπορεί επίσης να θεωρηθή σαν κέντρο που τις διευθύνει και τις ελέγχει, σαν να αποτελούν αυτές την περιφέρειά του. Αυτός ο έλεγχος όλων των επί μέρους διεργασιών από ένα αόρατο κέντρο, είναι το πιο έκδηλο φαινόμενο που διαφοροποιεί την έμβια ύλη από την ανόργανη. (Βλέπε και την έννοια της κεντροστρέφειας στο προαναφερθέν έργο του Neumann).

Η επιστημονική διερεύνηση των αιτιωδών σχέσεων δεν έχει καμμία σχέση με αυτόν τον απαραίτητο τελεολογικό τρόπο θεώρησης του οργανισμού. Το Ταυτό, σαν το κέντρο όλων των ψυχικών περιεχομένων, που περιλαμβάνει επίσης μέσα του τις διεργασίες του ασυνειδήτου, είναι συγχρόνως ταυτόσημο με την ολότητα του σώματος, αφού, όπως πρέπει να υποθέσουμε, και όπως ήδη μπορούμε ως ένα σημείο να αποδείξουμε, όλες οι ψυχικές διεργασίες έχουν, οπωσδήποτε, τις σωματικές τους επιδράσεις.

Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος να συζητηθή το πρόβλημα – τόσο ζωτικό για την ψυχολογία των νευρώσεων – της σχέσης ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Πρέπει, πάντως, να επισύρουμε την προσοχή στο γεγονός ότι το να περιλαμβάνεται το ασυνείδητο στην ολότητα της προσωπικότητας, σημαίνει πάντα ότι περιλαμβάνεται συγχρόνως και το σώμα. Όταν μιλάμε για την γη, αυτή η «γη» είναι συμβολικά ταυτόσημη με το σώμα – όπως ακριβώς η φυγή από την γη είναι πάντοτε συγχρόνως φυγή από το σώμα. Αλλά η ολότητα του σώματος, μέσα στην μοναδικότητα και την κατεύθυνσή του από το κέντρο, λειτουργεί ασυνείδητα σαν ένα φυσικό φαινόμενο σε όλα τα οργανικά όντα. Αυτό που διακρίνει όμως, την ανθρώπινη κατάσταση, είναι το γεγονός ότι στον χώρο της ψυχής η ένταση ανάμεσα στα αντίθετα στοιχεία του συνειδητού και του ασυνειδήτου έχει εξελιχθή στην πορεία της ιστορίας, και έχει κορυφωθή σε έναν ολοκληρωτικό διαχωρισμό των αντιθέτων. Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στα αντίθετα, οι πόλοι των οποίων μπορούν να διατυπωθούν με τους όρους του συνειδητού/ασυνειδήτου, πνεύματος/ζωής, επάνω/κάτω, ουρανού/γης ή με άλλα σύμβολα μυθολογικού, φιλοσοφικού, ηθικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, είναι, καθ’ εαυτόν, απαραίτητος για την ανάπτυξη της συνειδητότητας· έχει, πάντως, οξυνθή σε σημείο που να αποδεικνύεται καταστροφικός και για το άτομο και για το σύνολο. Πραγματικά, τα αντίθετα έχουν αποσχισθή τόσο βίαια το ένα από τον άλλο, ώστε ο άνθρωπος να έχη χαθεί στην ένταση που προέκυψε ανάμεσά τους. Κατά συνέπεια, η όλη θέση του ανθρώπου στον κόσμο – και όχι μόνο αυτό, αλλά ολόκληρη η διαδικασία που κάνει ικανά τα ανθρώπινα όντα να ζουν σε κοινωνίες – απειλείται τώρα πολύ σοβαρά.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: