Συνέχεια από Τρίτη,27 Ιουνίου 2017
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ
ΔΙΑΛΟΓΩΝ
14. ΚΡΑΤΥΛΟΣ
(
συνέχεια )
Δεν λείπουν σε όλα αυτά, τα σπέρματα μιας επιστημονικής περί την γλώσσα γνώσης. Περιορίζεται στην πραγματικότητα από ένα στοιχείο αυθαιρεσίας η ετυμο-λογία (395 Ε), όπου υπονοείται η «αλλαγή τών φθόγγων (τών ήχων…)», εκφραζόμενη κυρίως ως γλωσσική ‘άνεση’ ή και ‘νωθρότητα’ (ευστομία, 404 D – 414 CD). Και γίνεται βέβαια μια υπερβολική χρήση αυτού τού ‘μέσου’ (το μέσον, το ενδιάμεσο…) μετασχηματισμού, έτσι ώστε να εμφανίζεται εντελώς δικαιολογημένο το ‘βολταιρικό’ αστείο για την επιστήμη, στην οποία δεν σημαίνουν μεν τίποτα τα φωνήεντα, κάτι δε το ελάχιστο τα σύμφωνα. Τονίζει ο ίδιος ο Σωκράτης την ευκολία τού ‘εγχειρήματος’, και μας διδάσκει η ‘απαίτησή’ του για μια μετρημένη και κατά πάσαν πιθανότητα χρήση (414 Ε), το πόσο πολύ κινούμαστε εδώ στην περιοχή τού ‘τυχαίου’. Υπάρχει μια μεθοδική (methodisch) το λιγότερο αντίληψη για την επιστροφή σε παλαιότερες μορφές τής γλώσσας, έστω κι αν συγχέονται η παλαιά γραφή και η παλαιά γλώσσα (410 C). Περιορίζει δε ακόμα περισσότερο την ‘ερμηνεία’ (την ‘εξήγηση’…) το «βαρβαρικό» (“barbarisch”) στοιχείο τής ίδιας μας της γλώσσας, ενώ εμφανίζεται ταυτόχρονα, καθώς παρουσιάζονται διάφορες γλώσσες η μια δίπλα στην άλλη, μια πρώτη αρχή γλωσσικής σύγκρισης (410 Α). Ενώ υπάρχει και η αντίληψη, πως ‘επενεργεί’ προπάντων μια συμβολική (symbolisch) ‘ηχητική’ απομίμηση στις βασικές λέξεις (426 Α κ.ε.), κάτι που δεν έχει ακόμα και σήμερα βασικά αντικαταστήσει με κάτι το ‘ευφυέστερο’ μια πολύ πιο ‘εκτεταμένη’ γλωσσική επιστήμη.
Διακρίνονται βέβαια από κάθε ‘μοντέρνα’ και σύγχρονη γλωσσική επιστήμη
με το ότι δεν είναι πάντοτε εντελώς σοβαρός ο ‘πρωταίτιός’ τους αυτές οι
πλατωνικές ερμηνείες και ανακαλύψεις. Κάτι που εκφράζεται κατηγορηματικά
κάποιες φορές: Υπάρχει ένας σοβαρός κι ένας ‘αστείος’ και ‘παιχνιδιάρικος’
τρόπος να κατανοήσουμε θεїκά
ονόματα όπως τού Διόνυσου και της Αφροδίτης, λέει ο Σωκράτης (406 BC)·
αφήνουμε δε σε άλλους τον σοβαρό τρόπο. Νά τί επιδιώκει ο Πλάτων: ούτε
να διαλύση απόλυτα τη συνάρτηση της γλώσσας με τα αντικείμενα, ούτε όμως και να
την καταστήση τόσο αξεδιάλυτη, σαν να είχαμε αμέσως τα ίδια τα πράγματα στις
λέξεις. Γιατί είναι τα πράγματα (η
πραγματικότητα…) που τον ενδιαφέρουν. Καθίστανται δηλ. ορατά τα πιο σημαντικά
πράγματα στην ετυμολογία του, και το ότι είναι
αναγκαίο να ασχοληθή κανείς εντελώς διαφορετικά
με τους θεούς, την ψυχή, τη
δικαιοσύνη, απ’ ό,τι μέσα από γλωσσικές ερμηνείες (( Όχι, και ποτέ με τη… sola scriptura… )) . Τον κατέλαβε μια
«δαιμονική σοφία», λέει με μεγάλην ειρωνία ο Σωκράτης. Είναι όμως εκείνο το ενδιάμεσο βασίλειο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια το
‘δαιμονικό’ (dämonisch) για τον Πλάτωνα.
Και αναδύεται έτσι, καθόλου σπάνια, κάτι το οποίο δεν αποκαλύπτει μεν το
περιεχόμενο ή και την αξία τού αντικειμένου, οδηγεί όμως προς τα εκεί σε όλην
αυτήν την ετυμολογία. Και συμβαίνει αυτό σε γενικές γραμμές έτσι, ώστε να
‘αδρανοποιείται’ πλέον η «ηρακλείτια» διδασκαλία τού ποταμού (που ρέει συνεχώς
και ‘αλλάζει’…) και να επιζητείται ακριβώς κάτι το σταθερό, ως αντίσταση και
περιορισμός. Θα είχε όμως απορρίψει ακόμα περισσότερο το πλήθος τών λανθασμένων
ετυμολογιών απ’ ό,τι το πλήθος τών λανθασμένων συμπερασμάτων στον «Ευθύδημο» ο
Πλάτων, αν δεν ήταν διδακτικές και ξεχωριστά η καθεμιά αυτές οι λανθασμένες
ετυμολογήσεις.
Eδώ
ανήκει π.χ. η ετυμολογία (Etymologie)
τού σωστού, του δίκαιου, δίκαιον (412
C
κ.ε.). Το οποίο και μοιάζει να παριστάνεται γλωσσικά ως το πιο γρήγορο και πιο
λεπτό, που περνάει μέσα απ’ όλα (δια-ιόν)
και καθιστά κάθε τι που κινείται σε κάτι το συγκριτικά ακίνητο. Όσον αφορά δε
στο τί είναι αυτό το Ένα, υπάρχουν διάφορες απόψεις ή γνώμες: κάποιοι λένε πως
είναι φωτιά, άλλοι πως είναι ήλιος, κι ο Αναξαγόρας το ονομάζει «πνεύμα». Κι ο ίδιος ο Σωκράτης λέει τελικά πως «βρίσκεται σε μεγάλην απορία για
το τί είναι το δίκαιο, πριν αρχίση να το ερευνά». Στην πραγματικότητα οδηγούν
εδώ όλες οι εκφράσεις στον ‘σωματοειδή’ (‘σωματικό’…) τρόπο, με τον οποίον και
αντιλαμβάνονταν παλαιοί και όψιμοι φυσιολόγοι (Physiologen) τα πνευματικά πράγματα, απ’ τον οποίον τρόπο δεν γνώριζε πώς να
απελευθερώση το «πνεύμα» του κι ο
ίδιος ο Αναξαγόρας (Φαίδων 97 κ.ε.). Η σύγχυση όμως τού Σωκράτη (413 C 8)
παραπέμπει ειρωνικά στο ότι δεν μπορούμε να συναντήσουμε «το δίκαιο, όπως αυτό είναι», παρά μόνο με μια ριζική αλλαγή τής
‘ματιάς’ μας, πέρα απ’ το υλικό και πέρα
απ’ αυτό που ατελεύτητα κινείται.
Ακόμα και στα ονόματα των θεών έχουμε αφορμή ν’ ακούμε προσεχτικά μέσα
στην ζάλη, τη μέθη και την παραφορά τών ετυμολογιών. Η συνηθισμένη αναφορά τού
ονόματος Άδης (Hades)
στο αόρατο ή αθέατο (αιδές), που τη
συναντάμε πολλές φορές κατά τα άλλα στον Πλάτωνα, αποκρούεται εδώ – αλλά και
υπενθυμίζεται έτσι ταυτόχρονα – προς όφελος μιας άλλης, που σκοπεύει στη γνώση (τά καλά ειδέναι – 404 Β). Ο Άδης είναι ο τέλειος δάσκαλος της σοφίας (τέλεος σοφιστής – 403 Ε) και μεγάλος ευεργέτης εκείνων που βρίσκονται σ’ αυτόν, κρατώντας στέρεα με τα πιο ισχυρά δεσμά τούς ανθρώπους: με τον πόθο για την αρετή (δήσας τή περί αρετήν επιθυμία – 404 Α),
φανερώνοντας τη φιλοσοφική του φύση στο
ότι κοινωνεί τότε με τους ανθρώπους,
όταν είναι καθαρή απ’ το σώμα και τα
βάσανα και τις επιθυμίες του η ψυχή
(( Σημ. τ. μετ.: Βρισκόμαστε ‘μπροστά’ στην ‘περίφημη’ ‘μελέτη θανάτου’
που υπήρξε η ελληνική φιλοσοφία, του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη…
Είναι απίστευτο πώς προετοιμάστηκε πράγματι ο δρόμος τού Κυρίου στις ψυχές τών
ανθρώπων· οι Έλληνες είναι ο πρώτος
λαός που σύσσωμος προσχωρά στο κήρυγμα του Ευαγγελίου… Και πώς ακούγεται από τόσο
‘μακριά’ η φράση τού Χριστού στον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη: «Κράτα την ψυχή
σου στον άδη, και μην απελπίζεσαι»… )) . Στέλνοντας όμως ταυτόχρονα και τόσα
πολλά καλά στους ανθρώπους εδώ επάνω στη γη (403 Ε 5): τη γνώση για την «οριακή
κατάσταση», που ανήκει κι αυτή στην ανθρώπινη «ύπαρξη» (όπως θα έλεγε κι ο
Γιάσπερς). Δεν διαφαίνεται άραγες εδώ, μέσα απ’ όλο αυτό το μυθολογικό και
ετυμολογικό ‘παιχνίδι’, ο κόσμος τού «Φαίδωνα»; Η καθαρότητα της ψυχής απ’ το
σώμα, η τελείωση του φιλοσοφικού πόθου στον ‘θάνατο’, ο θάνατος και η γνώση…
Και μοιάζουν να ενισχύονται ακόμα περαιτέρω μάλιστα αυτά με την εμφάνιση κοντά
στον σοφό και ‘γνωρίζοντα’ (που γνωρίζει…) Άδη τής συζύγου του Περσεφόνης-Φερεφάττης, που το όνομά της
ερμηνεύεται με την «αντίληψη του
κινουμένου» (επαφή τού φερομένου –
404 D)
– δεν παραπέμπει λοιπόν αυτό στη γνώση
τού Είδους (Eidos)
μέσα στην αλλαγή τών πραγμάτων;
Eπισημάνσεις λοιπόν γι’
αυτούς που έχουν ήδη διδαχθή απ’ τον Πλάτωνα, «αγκίστρια» για κείνους που
χρειάζονταν την καθοδήγησή του: αυτό συνιστούν αυτές οι ετυμολογίες. Που στην
εναλλαγή τους απ’ το ανόητο στο βαθύνοο γίνεται σαφές, ότι ενυπάρχει μια ροπή και μια ‘τάση’ προς το πράγμα στα ονόματα. Προσανατολιζόμαστε συνεχώς
προς το πράγμα, άρα προς το όν. Κι όταν φάνηκε να εξασφαλίζεται σωστά κατ’
αρχάς με τις μιμητικές κινήσεις η γλώσσα, με τις οποίες και καθιστούμε σαφή
αναμεταξύ μας και τα πράγματα (δηλούν
αλλήλοις τά πράγματα – 422 Ε), τότε αποδεικνύεται σύντομα και η ιδιαίτερή
της θέση. Γιατί ενώ είναι υπόθεση της μουσικής και ζωγραφικής τέχνης το να
αποτυπώνη ή να απεικονίζη τη φωνή, τη στάση και το χρώμα στα πράγματα, έχει να
κάνη πολύ περισσότερο με την ουσία τών
πραγμάτων η τέχνη τής ονοματοθεσίας. Μας διασαφηνίζει δε προς το τέλος αυτού
τού διαλογικού μέρους πλήρως ο Πλάτων, πως αναφέρεται στη δομή τού όντος μέσα απ’ τη δομή τής γλώσσας. Παίρνοντας το
σύστημα της ηχητικής άρθρωσης, όπως το διαμόρφωσε η διδασκαλία τών ‘ρυθμικών’ (Rhytmiker), ένας Δάμωνας π.χ.: οι
συλλαβές ως μέρη τών λέξεων, οι ήχοι (τα ‘γράμματα’…) ως μέρη τών συλλαβών·
και διαρθρωμένοι πάλι ως φωνήεντα,
ημίφωνα και σύμφωνα, και συγκεντρωμένοι σε φυσικές, μέσα στις κύριες
ομάδες, υπο-ομάδες αυτοί οι ‘ήχοι’. Mας οδηγεί ωστόσο κατόπιν ο παραλληλισμός (Parallelismus) χαρακτηρίζοντος και
χαρακτηριζομένου (σημαίνοντος και σημαινομένου…) στο αίτημα, να συστήσουμε ένα ‘σύστημα’ των πραγμάτων μέσα από
μιαν ανάλογη (analoge)
κατανομή ή διαίρεση (διαίρεσις 424 Β
7, διελώμεθα D 1, διελομένους 425 D
1). Γιατί μόνον η έρευνα μπορεί να αποδείξη, αν υπάρχουν ‘πράγματι’ και στα
πράγματα τέτοια στοιχεία, στα οποία και μπορούν να αναχθούν όλα, αλλά και
τέτοιες «υπερ-μορφές» (είδη) όπως
στο σύστημα των ήχων. Και θα μπορούσαμε να δούμε τότε, το πώς αντιστοιχούν το
ένα στο άλλο τα δυό συστήματα. Είναι δε το τελευταίο και ‘έσχατο’ αυτή η
αντιστοιχία. Που προϋποθέτει βέβαια ένα
διαρθρωμένο οικοδόμημα (και στα πράγματα…). Το ότι δεν μπορεί όμως τελικά να επιτευχθή μια τέτοια συνάρτηση των γλωσσικών προς τα πραγματικά
στοιχεία, και θα μπορούσε το πολύ να υφίσταται ως μια ‘υποψία’ κι ένα
αίτημα, αυτό μάς το διδάσκει ολόκληρος ο διάλογος, ενώ μάς γνωστοποιεί σαφώς σ’
αυτό το σημείο (425 Β) ο Σωκράτης, ότι δεν είναι ‘ώριμος’ για μιαν τέτοιαν
εργασία, κάτι που σημαίνει ωστόσο, είτε ότι δεν πρέπει τώρα να διεκπεραιωθή, ή
και ότι είναι τελικά ανέφικτη. Δεν υποδηλώνεται όμως μ’ αυτό, ότι παραιτείται
π.χ. από ένα σύστημα μορφών τών όντων ο Πλάτων. Γιατί όχι
μόνον επέμεινε σ’ αυτό πάντοτε – που το μαρτυρά τόσο ο «Γοργίας» με τη
διάρθρωσή του των γνήσιων και των κολακευτικών ή ‘ανθρωπαρέσκων’ τεχνών, όσο
και το έκτο βιβλίο τής «Πολιτείας» με την ταξινομημένη σύμφωνα με αναλογικούς
νόμους σειρά τών τρόπων αλλά και των αντικειμένων τής γνώσης – αλλά αυξάνεται,
όπως γνωρίζουμε, η επιδίωξη ενός πολυμερούς
σχήματος τάξης, όπου και έχει κάθε
ον τη θέση του σε μια σειρά και σε μια συγκεκριμένη θέση τής σειράς, μέχρι και
την ισχυρή εμφάνιση της επιδίωξης αυτής στους διαιρετικούς (diairetisch) διαλόγους τής όψιμης
εποχής (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ αξίζει να
μελετήσουμε, να διαβάσουμε έστω, τα κείμενα του Hans Krämer, για την προφορική
διδασκαλία τού Πλάτωνα, ανηρτημένα στο ιστολόγιό μας… )) . Και δεν είναι
καθόλου συμπτωματικό, ότι συμβολίζει την τάξη
τών μορφών τών όντων, ακριβώς όπως στον «Κρατύλο», το σύστημα των
«γραμμάτων» (δίπλα στο σύστημα των ήχων) και στον «Φίληβο» (18 Β κ.ε.) αλλά και
στον «Σοφιστή» (252 Ε κ.ε.).
Kατέστη έτσι ήδη σαφέστερη η
‘εσωτερική κίνηση’ κάτω απ’ την επιφάνεια του διαλόγου. Ενώ ξεκίνησε με τη
διαπίστωση των αντιθέσεων αληθινό και ψεύτικο, καλό και κακό το πρώτο μέρος τού
διαλόγου με τον Ερμογένη, για να κορυφωθή μετά από μιαν πρώτη ‘θέαση’ του
Είδους (Eidos)
στον διαλεκτικό (Dialektiker)
(άνθρωπο…), επιβεβαιώνει το δεύτερο μέρος τη σταθερότητα του Γένους (Genos) και οδηγεί μέχρι την
απαίτηση για ένα διαιρετικό σύστημα των υπαρχόντων πραγμάτων, ένα αίτημα που
περνά στον ίδιον – σε ποιον άλλωστε άλλον; - τον διαλεκτικό.
Διεξήχθη μόνο μεταξύ τού Σωκράτη και του Ερμογένη μέχρι τώρα ο διάλογος.
Η θέση τού Κρατύλου – ότι βασίζεται στη «φύση» η ορθότητα της γλώσσας –
συμπεριελήφθη στη συζήτηση μέσω τού Ερμογένη, για να επικρατήση, μετά την
ειρωνική ‘συμπεριφορά’ τού Σωκράτη, στο τέλος τού πρώτου μέρους απέναντι στη
θέση τού Ερμογένη, και να περιοριστή ωστόσο πάλι, τόσο πολύ στο δεύτερο ήμισυ
του διαλόγου απ’ αυτήν, ώστε να ΄διαλυθή’ ως προς τη ριζικότητά της εξίσου μ’
αυτήν. Γιατί συμπληρώνει όμως ο Πλάτων, αντί να τον ‘κλείσει’ εδώ, με μια
συζήτηση του Σωκράτη με τον Κρατύλο τον διάλογο; Ο οποίος Κρατύλος λέει μάλιστα
πως είναι ευχαριστημένος με το συμπέρασμα (428 BC). Και παρ’ όλ’ αυτά – ή
ακριβώς γι’ αυτό – συνεχίζει να δυσπιστή ο Σωκράτης γι’ αυτό που έχουν ήδη βρη.
Γιατί αυτό είναι και το πιο δύσκολο,
αλλά και το πιο απαραίτητο ταυτόχρονα, ώστε να μην ξεγελαστή κανείς: να παίρνης
απόσταση απ’ τον ίδιον τον εαυτό σου,
που σημαίνει πρακτικά: να επιστρέφης συχνά και εξεταστικά σε ό,τι ειπώθηκε
προηγουμένως και να κοιτάς «ταυτόχρονα προς τα εμπρός και προς τα πίσω» (όπως
λέει και ο Όμηρος). Θεμελιώνεται (πράγματι…) βαθειά στην ουσία τού ανθρώπου το
νόημα της σωκρατικο-πλατωνικής διαλεκτικής.
Καθώς ξεκινά λοιπόν εκ νέου ο διάλογος φανερώνεται, ότι δεν έχει
προσέξει (καν…) αυτός ο Κρατύλος, πόσο πολύ έχει κλονιστή ήδη η θέση του, πως
«έχουν τεθή σωστά όλα τα ονόματα». Δεν ήταν αρκετό, με άλλα λόγια, να καταργηθή
υποθετικά (‘καθ’ υπόνοιαν’…), αναβιβαζόμενη στην ανώτερην άποψη, αυτή η θέση·
αλλά είναι αναγκαίο, να καταστή κατηγορηματικά ορατή η επικινδυνότητά της
και να ‘παγιδευθή’ (( Σημ. τ. μετ.:
Κάτι που καλούμαστε να κάνουμε κι εμείς σήμερα με την αίρεση που ‘τρέχει’ στην
Εκκλησία, αν θέλουμε πράγματι να βοηθήσουμε στην εξόντωσή της… )) .
Η
λέξη, το ‘όνομα’, δείχνει το πράγμα όπως είναι, και σ’ αυτό συνίσταται η
«ορθότητά» της. Έτσι διατυπώνει το μέχρι τώρα συμπέρασμα, σε συμφωνία με τον
Κρατύλο, ο Σωκράτης. Αλλά φαίνεται αμέσως και η αντίθεση. Γιατί είναι πολύ
‘περιορισμένη’ αυτή η ορθότητα για τον Σωκράτη, όπως προέκυψε ήδη απ’ τον
διάλογο και όπως το ‘τονίζει’ τώρα εκ νέου η αναλογία (Analogie) καλών και κακών νόμων.
Εξηγεί λοιπόν ο Κρατύλος, ότι ονόματα (λέξεις) που δεν είναι «σωστά», δεν είναι
καν λέξεις, αλλά κενός ήχος (φθέγξασθαι,
ψοφείν – 429 Ε 9. 430 Α 4), για να υποστηρίξη εκ νέου μ’ αυτήν την
παραδοξότητα (Paradoxie)
την αρχική του θέση, ότι «έχουν τεθή σωστά όλες οι λέξεις» (429 Β). Εδώ όμως
βρίσκεται και ο κίνδυνος. Γιατί αν είναι σωστές όλες οι λέξεις (( ό,τι λέμε!... )) , δεν υπάρχει καμμιά
δυνατότητα να πούμε κάτι λανθασμένο, κι έχουμε έτσι φτάσει στην πρόταση που
γνωρίζουμε τόσο καλά απ’ τα ‘συμπεράσματα’ του «Ευθύδημου», μαζί με την
αιτιολόγησή τους: όταν λέη κανείς αυτό που λέει, τότε μιλά γι’ αυτό που
υπάρχει, και δεν θα μπορούσε να πη κανείς και να μιλήση γι’ αυτό που δεν
υπάρχει. Αποκάλυψε κι εδώ λοιπόν την επικινδυνότητά της μια θέση κάτω απ’ το
(άγρυπνο…) βλέμμα τού Σωκράτη (( Ο
οποίος δεν κάνει τον ‘έξυπνο’, απλώς ελέγχει όλα όσα λέμε και λέγονται… )) . Αν
αναίρεσε στην αρχή τής συζήτησης με τον Ερμογένη, ακολουθούμενη μέχρι τέλους
(στις συνέπειές της…), γενικά τη δυνατότητα τού να ονομάζουμε, και άρα την
αλήθεια, η άρνηση της γλωσσικής ορθότητας, εκπίπτει τώρα εδώ με την άρνηση κάθε
γλωσσικής ΄ανορθότητας’ η δυνατότητα του λάθους – και άρα και πάλι τής
αλήθειας. Στη δε συνέπεια των δυό αντίθετων απόψεων βρίσκεται και η σοφιστική θέση τού Πρωταγόρα: ισχύει κάθε άποψη (γνώμη…) για
τον πρωτουργό της, και άρα η
σοφιστική εδώ θέση τού Ευθύδημου, ότι είναι σωστές όλες οι προτάσεις. Αν και φανερώθηκαν ήδη στην
αρχή τού διαλόγου τόσο συγγενικά το ένα προς το άλλο τα δυό αυτά σοφίσματα (Sophismen) (386 D), μπορούμε να δούμε τώρα με
πολύ μεγάλη ‘ευφροσύνη’ το πώς συνενώνονται
αυτά που τόσο πικρά πολέμησαν και τόσο ακραία αντιπαρατέθηκαν το ένα στο
άλλο μπροστά στον (επίμονο…) Σωκράτη, συνενούμενα μάλιστα ακριβώς στη βασική
τους αρχή ή στην απουσία κάθε βασικής
αρχής, την οποίαν και μοιάζει να
ήρθε αποκλειστικά να καταπολεμήση ο Σωκράτης σ’ αυτόν τον κόσμο
(( Σημ. τ. μετ.: Εκπληκτικό! Γιατί αυτό ακριβώς ζήσαμε και ζούμε ακόμα
κι εμείς εδώ στον τόπο μας με τα ‘πολιτικά’ λεγόμενα κόμματα·
ή ακόμα και με τις διάφορες ‘φατρίες’, αλίμονο, στα θεμελιώδη θέματα της
Εκκλησίας μας… )) .
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου