Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (13)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          ΙIΙ
                                «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»
 8. ΟΙ «ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»

3. «Οι θεοί της Ελλάδας» του Σίλερ
     
Η εκμηχάνιση της φύσεως, που εγκαινιάστηκε τον 17ον αιώνα με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών, σταδιακά ισχυροποιείται. Η προοπτική αυτής τής εξέλιξης στην αντίληψη για τη φύση οδήγησε τον Σίλερ περί το τέλος του 18ου αιώνα, το 1788, έναν χρόνο δηλαδή πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, στη σύλληψη ενός θαυμαστού θρηνητικού ποιήματος που αποχαιρετά τους αρχαίους θεούς, με τίτλο: «Οι Θεοί της Ελλάδας». Ας μου επιτραπεί να παραθέσω μερικές στροφές, με κάποιο σύντομο σχόλιο, διότι πρόκειται για μιαν αποφασιστικής σημασίας  μαρτυρία περί τής μεταμορφώσεως του τρόπου αντίληψης τής φύσεως, ακριβώς στην αρχή τής βιομηχανικής εποχής.
       Στις τρεις πρώτες στροφές ο ποιητής θρηνεί την  εξαφάνιση από τον σύγχρονο κόσμο του μύθου μιας Φύσεως που εμψυχώνεται από θεϊκές δυνάμεις. Στην αρχαιότητα αναγνώριζαν στη Φύση «μιαν ευγενική  ανωτερότητα», διότι τής απέδιδαν αισθήματα, και επομένως ψυχή, ενώ εφεξής τής στερούν κάθε αίσθημα και κάθε συνείδηση. Τότε τα πάντα κάλυπτε «το μαγικό πέπλο της ποίησης»:
                                     Ι
     Όταν ήσασταν ακόμη κυρίαρχοι του όμορφου σύμπαντος,
     Όταν με τα λεπτά ηνία της χαράς
     Οδηγούσατε ακόμη τις ευτυχισμένες γενιές,
     Χαρμόσυνες υπάρξεις της χώρας των μύθων,
    Αχ, όταν η γεμάτη απολαύσεις λατρεία σας ήταν σε πλήρη λάμψη,
    Πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος τότε!
    Την εποχή που στεφάνωναν ακόμη τους ναούς σου,
    Αφροδίτη Αμαθουσία !
                                   ΙΙ
    Όταν το μαγικό πέπλο της ποίησης
    Περιέβαλε ακόμη όλο χάρη την αλήθεια,
    Τότε που η πληρότητα της ζωής διέτρεχε τη δημιουργία
    Και ό,τι ποτέ στο μέλλον δεν θα αισθάνεται, αισθανόταν τότε.
    Για να τη σφίξουν στο στήθος της αγάπης,
    Αναγνώριζαν στη Φύση μιαν ανώτερη ευγένεια !
   Τα πάντα αποκαλύπτονταν στη ματιά των μυημένων,
   Τα πάντα απεκάλυπταν τη χάρη ενός θεού.
                                ΙΙΙ
    Εκεί που στις μέρες μας, όπως ισχυρίζονται οι σοφοί μας,
    Μια χωρίς ψυχή πύρινη σφαίρα στροβιλίζεται,
   Την εποχή εκείνη οδηγούσε το χρυσό του άρμα,
   Με τη σιωπηρή μεγαλοπρέπειά του ο Ήλιος,
   Στα ύψη που πλημμύριζαν οι Νύμφες,
   Και μια Δρυάδα σε κάθε δέντρο κατοικούσε.
   Κι από τις πηγές των χαριτωμένων Ναϊάδων
  Ανάβλυζε ο αργυρός αφρός των ποταμών.
    Οι στροφές IV ως XI περιέχουν μιαν ειδυλλιακή περιγραφή της ειδωλολατρικής λατρείας και της ζωής των ανθρώπων της αρχαιότητας στο πλευρό των θεών. Στις τελευταίες στροφές ο ποιητής εκφράζει τη λύπη του για την οριστική μηχανοποίηση της Φύσης:
                                         XII
     Πανέμορφο σύμπαν, πού βρίσκεσαι; Γύρνα πίσω,
     Αξιαγάπητη εποχή που άνθιζε η Φύση!
     Αχ! Μονάχα στη μαγική χώρα των ποιητικών ύμνων
     Ζει ακόμη η μυθική ανάμνησή σου.
     Στο πένθος ζει η ερημωμένη ύπαιθρος.
     Καμιά θεά δεν αποκρίνεται στο βλέμμα μου.
     Αχ! Από εκείνες τις ολόθερμες ζωντανές εικόνες
    Απέμεινε μονάχα η σκιά τους!
                                   XIII
     Όλα αυτά τα λουλούδια παρασύρθηκαν
     Από τον φοβερό Βόρειο άνεμο.
     Για ν’ αναδείξει έναν μονάχα απ’ αυτούς,
     Ο κόσμος των θεών να χαθεί έπρεπε.
     Με λύπη αγναντεύω τον έναστρο θόλο:
     Δεν βρίσκεσαι πια εκεί, ώ Σελήνη!
    Μέσα απ’ τα δάση, μέσα απ’ τα κύματα, κραυγάζω.
    Αχ! Χωρίς ανταπόκριση καμιά. 
                                    XΙV
     Χωρίς συνείδηση καμιά της χάρης που προσφέρει,
     Χωρίς ποτέ να γοητευθεί απ’  το δικό της μεγαλείο,
    Χωρίς καμιά συμμετοχή στο πνεύμα που την οδηγεί,
    Χωρίς καθόλου να πλουτίζει από την ευγνωμοσύνη μου,
    Αμέτοχη ακόμη και στη δόξα του δημιουργού της,
    Σαν τον νεκρό χτύπο του εκκρεμούς,
    Σαν σκλάβα, παραδίδεται στο νόμο της βαρύτητας,
    Στερημένη από τη θεότητά της, η Φύση.
                                   XV
    Για να αναγεννηθεί αύριο ξανά,
    Σκάβει σήμερα τον ίδιο της τον τάφο
    Και γύρω από έναν αμετάλλακτο άξονα τυλίγονται
    Και ξετυλίγονται από μόνα τους τα φεγγάρια.
   Άπρακτοι επιστρέφουν στον τόπο τους, στων ποιητών τα μέρη,
   Οι θεοί, άχρηστοι για έναν κόσμο,
   Που χειραφετημένος πια απ’ τα δεσμά τους,
   Ισορροπεί στην ίδια την αιώρησή του.
     Όπως απέδειξε ο Willy Theiler, στους τελευταίους στίχους της 15ης στροφής ο Σίλερ αναφέρεται στον μύθο του Πολιτικού (272e-274a) του Πλάτωνα: ο κυβερνήτης του κόσμου, άλλοτε οδηγεί το σκάφος-σύμπαν, και άλλοτε εγκαταλείπει το πηδάλιο, και οι κατά τόπους θεοί του σύμπαντος εγκαταλείπουν κι αυτοί τα μέρη του κόσμου που είχαν αναλάβει τη φροντίδα τους. Και ο κόσμος, εγκαταλειμμένος στον εαυτό του, ακολουθεί τη δική του συνηθισμένη κίνηση, η οποία σταδιακά εκφυλίζεται, οδηγώντας τον προς την καταστροφή και το χάος, έως ότου οι θεοί  συναινέσουν να αναλάβουν και πάλι την καθοδήγησή του.
                                                    XVI
     Ναι, επέστρεψαν στον τόπο τους, και κάθε τι ωραίο,
     Κάθε τι το ευγενικό, το πήρανε μαζί τους,
     Όλα τα χρώματα, όλους τους ήχους της ζωής,
     Και μας απέμεινε η λέξη, χωρίς ψυχή.
     Ξεριζωμένοι από τη ροή του χρόνου, φτερουγίζουν
     Καταφεύγοντας στης Πίνδου τις κορφές.
     Όποιος αθάνατος να ζήσει θέλει μέσα στου ποιητή τον ύμνο,
     Θα πρέπει να πεθάνει σ’ αυτήν εδώ τη γήινη ζωή.
     Ο Σίλερ υπονοεί ότι η Φύση απώλεσε τη θεϊκότητά της εξ αιτίας του χριστιανισμού που επέτρεψε την διάδοση της σύγχρονης επιστήμης. Ο ήλιος δεν είναι πλέον παρά μια πύρινη σφαίρα, η Φύση ένα εκκρεμές.
     Είναι γεγονός ότι ο χριστιανισμός συνέβαλε στη διάδοση μιας μηχανικής αντίληψης της Φύσεως και στην απογύμνωσή της από το θείο στοιχείο. Ήδη από τον 4ον αιώνα, λίγο μετά τον θάνατο του Πορφύριου, ο Firmicus Maternus, ένας προσήλυτος χριστιανός, κατέκρινε τη μυθική αντίληψη του κόσμου των ειδωλολατρών. Προς τί η εφεύρεση του μύθου τις Κυβέλης, οι θρήνοι και οι κοπετοί της για τη σπορά και τη συγκομιδή; Πρόκειται για μάταιες τελετές, που δεν εξασφαλίζουν γονιμότητα. Ο μόχθος του έμπειρου αγρότη, αυτός εκφράζει πραγματικά τη φύση, αυτές είναι οι πραγματικές θυσίες που τελούν άνθρωποι με υγιές πνεύμα στη διάρκεια του έτους, και αυτή την απλότητα, που υπακούει στον νόμο των εποχών και συλλέγει τους καρπούς τής κάθε εποχής είναι που αναζητά η θεότητα. Ο Firmicus Maternus δίνει επίσης τον λόγο στον ίδιο τον ήλιο: «Είμαι μονάχα αυτό που φαίνομαι· δεν επιθυμώ να εκπροσωπηθώ από κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαι». Για τον ίδιον τον συγγραφέα ο ήλιος δεν είναι παρά μια πύρινη σφαίρα. Στην προοπτική της χριστιανικής δημιουργίας, η Φύση είναι έργο ενός τεχνίτη, που βρίσκεται έξω από τη φύση, και την υπερβαίνει. Ως δημιούργημα του Θεού, δεν είναι πλέον θεία. Και δεν υπάρχει πλέον καμία θεία παρουσία μέσα στη Φύση. Αυτή η αντίληψη ενίσχυσε ασφαλώς τους επιστήμονες – ο Σίλερ υπονοεί κυρίως τον Νεύτωνα – στις έρευνές τους σχετικά με τον καθαρά μηχανικό χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων. Με την εφεύρεση τού μηχανικού ρολογιού, στα τέλη του 13ου αιώνα, η λειτουργία της φύσης προσαρμόζεται στο πρότυπο αυτού του νέου εργαλείου μέτρησης. Ήδη στα 1377, στο έργο του Πραγματεία περί του Ουρανού και του Κόσμου ο Nicolas Oresme παραλληλίζει την κίνηση των ουρανών με την κίνηση ενός ρολογιού, το οποίο μετά τη δημιουργία του από τον Θεό εξακολουθεί να λειτουργεί από μόνο του, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής. Η μεταφορική αυτή αντίληψη θα επιβιώσει ανά τούς αιώνες, και γι’ αυτό ακριβώς και ο Σίλερ αποδίδει στη φύση τον άψυχο χτύπο ενός εκκρεμούς. Το συγκεκριμένο ποίημα του Σίλερ περιέχει εξ άλλου αναφορές εξαιρετικά εχθρικές προς τον χριστιανισμό: ο φοβερός βόρειος άνεμος, η ανάδειξη ενός μόνο Θεού (Ιησούς) ανάμεσα στους πολλούς, ο ειδεχθής σκελετός που εμφανίζεται δίπλα στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου (9η στροφή). Η πρώτη εκδοχή του ποιήματος, που ήταν ακόμη πιο αιχμηρή, αποτέλεσε πραγματικό σκάνδαλο.
      Ο Σίλερ εξ άλλου δεν θρηνεί, διότι ο ήλιος κατάντησε μια πύρινη σφαίρα, αλλά επειδή οι άνθρωποι έχασαν στην καθημερινότητά τους την ποιητική και αισθητική πλευρά της πραγματικότητας.
     Πιστεύω ότι αυτό το ποίημα εκφράζει το απατηλό όραμα μιας εξιδανικευμένης Ελλάδας, που γοήτευσε τούς γερμανούς συγγραφείς, από τον Winckelmann ως τον Σίλερ, τον Χέλντερλιν και τον Γκαίτε, και παρέμεινε ζωντανό μέχρι την εποχή των Στέφαν Γκεόργκε και Βάλτερ Όττo. Γοητευμένοι από την ελληνική τέχνη, από την ακίνητη και σιωπηλή μακαριότητα των αγαλμάτων, πίστεψαν σε έναν κόσμο γαλήνης, αναψυχής, θεραπείας του σώματος και αρμονίας της ψυχής. Πολύ εύστοχα ο Klaus Schneider σχολιάζει αυτή την αντίληψη στο βιβλίο του περί των «σιωπηλών θεών».
     Το ποίημα καταλήγει με ένα ελπιδοφόρο μήνυμα: η μυθική ποιητικότητα της φύσης παρήλθε, αλλά η ποίηση εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στην εξιδανίκευση.
     Ασφαλώς ο Σίλερ δεν είναι ο μόνος που επισημαίνει το τέλος της επήρειας των θεών στην αισθαντικότητα των ανθρώπων της Δύσεως. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Noβάλις στους Ύμνους της νύχτας, και ο Χαίλντερλιν στο Ψωμί και κρασί, και στις αρχές του 20ου  αιώνα ο Ρίλκε στο έργο του Σονέτα στον Ορφέα (Ι, 24), αναγγέλλουν με τη σειρά τους την αναχώρηση των ελλήνων θεών. «Επέστρεψαν στους ουρανούς αυτοί οι θεοί που τόσο ομόρφαιναν τη ζωή», και ο κόσμος μας βυθίστηκε στο σκότος. Για τον Χαίλντερλιν ο Χριστός είναι τελικά ο έσχατος των θεών, αυτός που αναγγέλλει τη μελλοντική επιστροφή όλων των υπολοίπων καθώς και του «κάλλους του βίου», που αυτοί εξασφάλιζαν στους ανθρώπους, στους κόλπους της Φύσης. Πιθανότατα η αναφορά του Σίλερ στους θεούς, και μάλιστα τους θεούς τού μύθου του Πολιτικού, που εγκαταλείπουν το πηδάλιο για να το παραλάβουν κάποτε και πάλι, υπονοεί επίσης την αναμονή μιας παρόμοιας επιστροφής. Αλλά η ελπίδα του παραμένει ανέκφραστη.
     Όμως ο Χαίλντερλιν, και πολύ αργότερα ο Ρίλκε, είναι μάρτυρες μιας εντελώς διαφορετικής αντίληψης και μιας πλήρους αλλαγής προοπτικής στις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση. Είναι γεγονός ότι η σχέση ανάμεσα στην αίσθηση της φύσης και τον ποιητικό πολυθεϊσμό είχε αρχίσει να διαρρηγνύεται από τα μέσα του 18ου αιώνα με τον Ρουσώ, για τον οποίον ο άνθρωπος μπορούσε να ξαναβρεί την ένωσή του με τη φύση εάν αφομοιωθεί από το Όλο. Στην πρώτη εκδοχή τού Εμπεδοκλή του ο Χαίλντερλιν αναγγέλλει ρητά το τέλος αυτού του ποιητικού πολυθεϊσμού, τη λήθη των «ονομάτων των αρχαίων θεών» και την έλευση μιας άλλης προσέγγισης της φύσης, που συνίσταται στην αποδοχή τής «αρπαγής του από τη ζωή του κόσμου», και στη δυνατότητα, όπως λέει ο Χαίλντερλιν, του ανθρώπου να βιώσει, απελευθερωμένος από τα πέπλα της μυθολογίας, μέσα από μια νέα και αυθόρμητη αίσθηση την παρουσία της φύσης:
     «Τολμήστε λοιπόν! τη κληρονομιά σας, τον πλούτο σας,
       Ιστορίες, διδάγματα από το στόμα των πατέρων σας,
      Νόμοι και έθιμα, ονόματα αρχαίων Θεών,
      Ξεχάστε τα με τόλμη, και ανυψώστε το βλέμμα,
      Σαν νεογέννητοι, προς τη θεία φύση».
     «Συνένωση με όλα τα ζωντανά πράγματα και επιστροφή, μέσα από μια φωτοβόλο λήθη του εαυτού, στο Όλον της Φύσεως». Μ’ αυτούς ακριβώς τους όρους εκφράζει ο Υπερίων του Χαίλντερλιν την εμπνευσμένη από τον Ρουσσώ έκσταση. Διότι είναι και ο Χαίλντερλιν επίσης μάρτυρας τελικά αυτής της μεταλλαγής της αντίληψης της φύσεως, που τελείται την εποχή του Γκαίτε και του Σέλινγκ, και στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα. Στις αρχές του 19ου αιώνα η μεταφορική σημασία των πέπλων και των μυστηρίων της φύσεως σταδιακά ξεθωριάζει, παραχωρώντας τη θέση της σε μια Φύση χωρίς πέπλο, που στο εξής θα είναι «μυστηριώδης στο φως της ημέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Γκαίτε, στην απογυμνωμένη της παρουσία. Την πολυθεϊστική αντίληψη της παραδοσιακής ποίησης υποκαθιστά η πανθεϊστική αίσθηση μιας Φύσης που γεννά, όπως θα δούμε, ιερή συγκίνηση στον άνθρωπο.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: