ΛΟΓΟΣ Δ'
(Άσμα Ασμάτων 1,15-2,7)
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ
«Είσαι καλή, εσύ που σ’ έχω δίπλα μου (πλησίον μου),
είσαι καλή (όμορφη)· τα μάτια σου είναι περιστέρια.
Η ΝΥΦΗ
Καλός είσαι, αδελφέ μου, και ωραίος.
Στην κλίνη μας ήρθες τυλιγμένος στον ίσκιο.
Δοκάρια του οίκου μας είναι οι κέδροι, σανιδώματα (φατνώματα) τα κυπαρίσσια.
Εγώ είμαι το άνθος του πεδίου (της πεδιάδας), το κρίνο των κοιλάδων.
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ
Όπως το κρίνο ανάμεσα στ’ αγκάθια,
έτσι είσαι, αδελφή μου, ανάμεσα στις θυγατέρες.
Η ΝΥΦΗ
Μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους,
έτσι είναι ο αγαπημένος μου ανάμεσα στους υιούς (στα παλικάρια).
Πεθύμησα τον ίσκιο του και κάθισα από κάτω, κι ήταν γλυκός στο λάρυγγά μου ο καρπός του.
Εισάγετέ με στο οίκο του κρασιού, με την αγάπη να με σκεπάσετε.
Τονώστε με μ’ αρώματα,
στρώστε μου (περικάλυψτέ με) μέ μήλα, γιατί είμαι λαβωμένη απ’ την αγάπη.
Τ’ αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μου και το δεξί του μ’ αγκαλιάζει.
Σας ορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,
στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,
μη σηκώσετε και μην ξυπνήστε την αγάπη, ώσπου να το θελήσει».
Λένε ότι αυτοί που καθαρίζουν το χρυσάφι με την τέχνη τους, αv αναμιχτεί σ’ αυτό με δόλο ένα ρυπαρό υλικό και αμαυρωθεί η λάμψη του κάλλους, θεραπεύουν το ξεθώριασμα με τη φωτιά στο χωνευτήρι και ότι αυτό το κάνουν πολλές φορές και σε κάθε αναχώνευση παρατηρούν πόσο πιο λαμπερό έγινε από την πρώτη χώνευση το χρυσάφι στις επόμενες κι ότι δε σταματούν να καθαρίζουν το μετάλλευμα με τη φωτιά, ώσπου η ίδια η όψη του χρυσαφιού να δείξει την καθαρότητα και τη γνησιότητά του. Αλλά για ποιό λόγο, ενώ καταγινόμαστε με την θεωρία του αποσπάσματος που αναγνώσαμε, αναφερθήκαμε σ’ αυτά, θα γίνει φανερό από το ίδιο το νόημα όσων έχουν γραφεί. Έμοιαζε με το χρυσάφι στην αρχή η ανθρώπινη φύση κι έλαμπε, επειδή έμοιαζε με το άφθαρτο αγαθό. Με την ανάμιξη όμως της κακίας έγινε άσχημη και μαύρη, όπως ακούσαμε από τη νύμφη στους πρώτους στίχους του Άσματος, ότι τη μαύρισε η ολιγωρία της για τη φύλαξη του αμπελιού. Θεραπεύοντας την ασχήμια της ο Θεός, που κατασκευάζει τα πάντα με σοφία, δεν επινοεί γι’ αυτή μια καινούργια ομορφιά που δεν την είχε πρώτα, αλλά την επαναφέρει στην αρχική χάρη με λιώσιμο, αναχωνεύοντας, με στόχο την αθανασία, εκείνη που μαύρισε από την κακία.
Όπως λοιπόν οι προσεκτικοί ειδικοί στο χρυσάφι μετά την πρώτη χώνευση προσέχουν πόσο κέρδισε σε κάλλος η ύλη καίγοντας την ακαθαρσία με τη φωτιά, και πάλι έπειτα από δεύτερη χώνευση, αν η κάθαρση δεν ήταν ικανοποιητική κατά την πρώτη, υπολογίζουν το κάλλος που κέρδισε και κάνοντας το ίδιο πολλές φορές διαπιστώνουν πάντοτε με την επιστημονική δοκιμασία τις προσθήκες τους κάλλους, έτσι και τώρα ο γιατρός του μαυρισμένου χρυσαφιού, λαμπρύνοντας την ψυχή σαν σ’ ένα είδος χωνευτηρίου με τα φάρμακα που χρησιμοποίησε σ’ αυτή, στα προηγούμενα απέδωσε το πράγμα με την ομορφιά ενός ίππου· ενώ τώρα αποδέχεται την ομορφιά που φάνηκε ως κάλλος παρθένου. «Είσαι καλή», λέει, «εσύ που κάθεσαι δίπλα μου (πλησίον μου), είσαι καλή (όμορφη)· τα μάτια σου είναι περιστέρια». Με αυτά που λέει μας διδάσκει ότι η επανάκτηση του κάλλους γίνεται με τη νέα προσέγγιση στο αληθινό κάλλος, από το οποίο έφυγε. Γιατί λέει, «είσαι καλή εσύ που κάθεσαι δίπλα μου», που σημαίνει ότι γι’ αυτό δεν ήσουν καλή πρώτα, γιατί είχες αποξενωθεί από το αρχέτυπο κάλλος και είχες αλλοιωθεί κι έγινες άσχημη με την πονηρή γειτνίαση της κακίας.
Αυτό πού λέγει έχει το έξης νόημα. Η ανθρώπινη φύση δέχεται τις επιταγές της ελεύθερης γνώμης και όπου την οδηγεί η ροπή της προαίρεσής της, σ’ αυτό και μεταβάλλεται. Αν παραδεχτεί δηλαδή το πάθος του θύμου γίνεται θυμώδης, ενώ αν επικρατήσει η επιθυμία διαλύεται στην ηδονή· κι όταν η ροπή γείρει προς τη δειλία και το φόβο και προς οποιοδήποτε πάθος, αυτών των παθών υποδύεται τις μορφές. Όπως πάλι και το αντίθετο. Αν δεχτεί μέσα της τη μακροθυμία, την καθαρότητα, την ειρηνικότητα, την πραότητα, την αλυπία, το θάρρος, την αφοβία και όλα τα όμοια, με τον χαρακτήρα (την σφραγίδα) του καθενός από αυτά επισημαίνει τον χαρακτήρα της ψυχής σε μια γαλήνια αταραξία. Αν λοιπόν χωριστεί η αρετή από την κακία ριζικά, συμβαίνει να μην μπορούν και τα δύο μαζί να βρεθούν μέσα στον ένα. Όποιος εγκατέλειψε τη σωφροσύνη, πέφτει οπωσδήποτε στον ακόλαστο βίο κι όποιος αποστράφηκε τον ακάθαρτο βίο, με την αποστροφή του κακού κατόρθωσε το αμόλυντο. Έτσι και όλα τα άλλα. Ο ταπεινόφρων, έχει χωριστεί από την υπερηφάνεια, κι όποιος εξόγκωσε τον εαυτό του με την έπαρση, έδιωξε την ταπεινοφροσύνη.
Αλλά γιατί να χρονοτριβούμε συζητώντας λεπτομέρειες, πώς γίνεται με τα αντίθετα κατά τη φύση ή απουσία του ενός θέση και ύπαρξη του άλλου; Αφού λοιπόν συμβαίνει έτσι με την προαίρεσή μας, να είναι στη διάθεσή της να συσχηματίζεται με όποιο επιθυμεί, ορθά λέει ο Λόγος σ’ εκείνην πού έγινε όμορφη ότι απομακρύνθηκες από τη σχέση σου με το κακό και ήρθες κοντά μου, πλησιάζοντας το αρχέτυπο κάλλος έγινες καλή (όμορφη) κι εσύ, αποτυπώνοντας μέσα σου σα να ήσουν καθρέφτης τη μορφή μου (το χαρακτήρα μου)· πράγματι δηλαδή μοιάζει με καθρέφτη ο άνθρωπος και μεταβάλλεται ανάλογα με το περιεχόμενο των επιθυμιών του· αν δηλαδή αποβλέψει στο χρυσό, φαίνεται χρυσός και τις λάμψεις αυτής της ύλης δείχνει στην όψη του· αν πάλι φανεί κάτι άσχημο, αποτυπώνει αυτό και αυτού την ασχήμια αντικαθιστά στη μορφή του, ένα βάτραχο δηλαδή ή ένα φρύνο ή μια σαρανταποδαρούσα ή κάποιο άλλο από τα αηδιαστικά ζωάρια, όποιο από αυτά βρεθεί μπροστά του. Επειδή λοιπόν πέταξε πίσω της την κακία η καθαρμένη ψυχή από το Λόγο, δέχτηκε μέσα της το δίσκο του ήλιου κι άστραψε μαζί με το φως που έλαμψε μέσα της, γι’ αυτό λέει ο Λόγος σ’ αυτήν ότι έχεις γίνει τώρα καλή (όμορφη) επειδή πλησίασες το φως μου αποσπώντας με την προσέγγιση την κοινωνία του κάλλους (της ομορφιάς).
«Είσαι καλή», λέει, «εσύ που κάθεσαι κοντά μου». Έπειτα, αφού στάθηκε και σα να είδε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται η ομορφιά της, της ξαναλέει πάλι τον ίδιο λόγο «είσαι καλή». Άλλα την πρώτη φορά κάλεσε έτσι αυτήν που ήταν κοντά του, ενώ εδώ αυτή πού αναγνωρίζεται από το είδος των ματιών. Γιατί λέει, «τα μάτια σου είναι περιστέρια». Πρώτα, όταν παρομοιάστηκε με το άλογο, επαίνεσε το στόμα και το λαιμό της· τώρα που φανερώθηκε η ομορφιά της, εγκωμιάζεται η χάρη των ματιών της. Κι ο έπαινος των ματιών της είναι ότι είναι μάτια περιστέρας. Αυτό νομίζω έχει την ακόλουθη έννοια· επειδή μέσα στις καθάριες κόρες των ματιών φαίνονται τα πρόσωπα των ενατενιζόντων (γιατί οι επιστήμονες που ασχολούνται μ’ αυτά τα φυσικά φαινόμενα λένε ότι ο οφθαλμός πραγματοποιεί την όραση δεχόμενος την αντανάκλαση σ’ αυτόν των ειδώλων που απορρέουν από τα ορατά), γι’ αυτό το λόγο έπαινος της ομορφιάς των ματιών γίνεται το είδος του περιστεριού που φαίνεται μέσα στις κόρες τους. Σε όποιο δηλαδή ατενίσει κάποιος, αυτού το ομοίωμα δέχεται μέσα του.
Επειδή λοιπόν αυτός που δεν στρέφει πια το βλέμμα του στη σάρκα και στο αίμα, ατενίζει την πνευματική ζωή, όπως λέει ο Απόστολος, ζώντας σύμφωνα με το Πνεύμα, στοιχώντας με το Πνεύμα και θανατώνοντας με το Πνεύμα τις πράξεις τού σώματος, και γίνεται πέρα ως πέρα πνευματικός, ούτε ψυχικός ούτε σαρκικός, γι’ αυτό παρουσιάζεται η ψυχή που είναι απαλλαγμένη από την επίδραση των σωματικών παθών να έχει στα μάτια τη μορφή της περιστεράς, δηλαδή καθρεφτίζεται στη διορατική δύναμη της ψυχής η σφραγίδα της πνευματικής ζωής. Αφού λοιπόν τα καθαρά της μάτια δέχτηκαν τον χαρακτηρισμό της περιστέρας, γι’ αυτό αποκτά την ικανότητα (χωρεί) να θεασθεί και την ομορφιά του νυμφίου. Τώρα για πρώτη φορά ατενίζει η κόρη (παρθένος) τη μορφή του νυμφίου, όταν φάνηκε στα μάτια της η περιστερά (κανένας δεν μπορεί να πει τον Ιησού Κύριο, παρά μόνο εν Πνεύματι αγίω) και λέει· «είσαι καλός, αγαπημένε μου, είσαι ωραίος». Αφότου κανένα άλλο δε μου φαίνεται καλό, αλλ’ έχω αποστραφεί όσα πρώτα λογάριαζα με τα ωραία, δεν λάθεψε πια η κρίση μου για το καλό, ώστε να νομίσω καλό κάτι άλλο έξω από σένα· ούτε έπαινος από άνθρωπο, ούτε δόξα, ούτε λάμψη, ούτε εξουσία του κόσμου. Γιατί όλα αυτά για όσους προσέχουν στην αίσθηση τα χρωματίζει η φαντασία του καλού, δεν είναι όμως ό,τι νομίζονται. Πώς μπορεί να είναι καλό κάτι, που ούτε καν έχει δική του υπόσταση; Αυτό δηλαδή που δέχεται τιμές στον κόσμο αυτό, υπάρχει μόνο στη φαντασία αυτών που το τιμούν. Εσύ όμως είσαι καλός αληθινά, όχι μόνο καλός, αλλ’ η ίδια η ουσία του καλού, και είσαι πάντοτε καλός, είσαι πάντοτε αυτό πού είσαι· δεν ανθίζεις τη μια εποχή και την άλλη ρίχνεις τα άνθη, αλλά συμπαρατείνεις την ωραία ακμή σου μαζί με την αιωνιότητα. Αυτός που όνομά του έγινε η φιλανθρωπία. Επειδή λοιπόν ανέτειλες για χάρη μας από τον Ιούδα και είναι ο Ιουδαϊκός λαός αδελφός του λαού που ήρθε σ’ εσένα από τα έθνη, σωστά ονομάστηκες, λόγω της φανέρωσης της θεότητάς σου που έγινε μέσα στη σάρκα, αγαπημένος αδελφός αυτής που σε ποθεί.
Γι’ αυτό λοιπόν το μυστήριο η παρθένος ψυχή ονόμασε «κλίνη» την ένωση με τη θεότητα. Και η ένωση αυτή δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί διαφορετικά παρά αν παρουσιαζόταν σ’ εμάς ο Κύριος συσκιασμένος με το σώμα, που δεν είναι μόνο νυμφίος, αλλά και οικοδόμος, που και το σπίτι οικοδομεί με την τέχνη του, αλλά και ύλη της τέχνης του γίνεται. Γιατί βάζει στέγη στο σπίτι καλλωπίζοντας το έργο με ξύλα που δε σαπίζουν (με άσηπτο ύλη), κι αυτά είναι τα κέδρα και τα κυπαρίσσια, που η ποιότητα των ξύλων αυτών είναι ανώτερη από κάθε αιτία σαπίσματος· δεν υποχωρούν στο χρόνο, δε βγάζουν σαράκι, δεν καταστρέφονται από την υγρασία. Από τα ξύλα αυτά, τα κέδρα επειδή είναι μακριά καλύπτουν τα πλάτη του οίκου και χρησιμοποιούνται στη στέγη, ενώ τα κυπαρίσσια γίνονται αυτά που λένε φατνώματα και ομορφαίνουν εσωτερικά την κατασκευή. Η διατύπωση είναι η εξής· «δοκοί του οίκου μας είναι τα κέδρα και τα φατνώματα κυπαρίσσια». Οπωσδήποτε τα αινίγματα που δηλώνονται από τα ξύλα γίνονται φανερά με όσα ακολουθούν στη συνέχεια του νοήματος. «Βροχή» αποκαλεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο τις ποικίλες προσβολές των πειρασμών, λέγοντας γι’ αυτόν που θεμελίωσε σωστά το σπίτι πάνω στην πέτρα ότι «έπεσε η βροχή και φύσηξαν οι άνεμοι και κατέβηκαν οι ποταμοί και παρ’ όλα αυτά το οικοδόμημα έμεινε άθικτο».
Γι’ αυτή λοιπόν την καταστρεπτική βροχή έχουμε ανάγκη από τέτοιες δοκούς. Κι αυτές είναι οι αρετές, που δε δέχονται τις επιδρομές των πειρασμών, επειδή είναι σκληρές κι ανυποχώρητες και προφυλάγουν κατά τους πειρασμούς να μην μαλακώνουν προς την κακία, θα κατανοήσουμε αυτό που λέμε, αν εξετάσουμε μαζί μ’ αυτό τη φράση του Εκκλησιαστή. Γιατί εκεί λέει, «από την οκνηρία πέφτουν οι δοκοί της στέγης κι από την αργία των χεριών, η οικία θ’ αρχίσει να στάζει». Αν τα ξύλα που συγκρατούν τη σκεπή είναι αδύνατα και άτονα (μη ανθεκτικά) λόγω της λεπτότητάς τους, κι αν ο οικοδεσπότης αδιαφορεί για τη φροντίδα του οικοδομήματος, (τότε) δεν ωφελήθηκε καθόλου από τη στέγη καθώς μπαίνουν μέσα οι σταγόνες της βροχής (γιατί βαθουλώνει εξ ανάγκης η οροφή υποχωρώντας στο βάρος του νερού και δεν αντέχει η λεπτότητα των ξύλων αλλά λυγίζει στην πίεση του βάρους. Γι’ αυτό, το νερό που μαζεύεται στο βαθούλωμα περνάει στο εσωτερικό κι οι σταγόνες αυτές, όπως λέει το χωρίο των Παροιμιών, «εκβάλλουν τον άνθρωπο έξω από τον οίκο την ημέρα της βροχής»). Έτσι μας προτρέπει με το αίνιγμα της παραβολής με τη δύναμη των αρετών να στεκόμαστε ανυποχώρητοι στις επιδρομές των πειρασμών, μήπως εξασθενημένοι κάποτε από τα παθήματα της πτώσεως παρουσιάσουμε κοιλότητα και δεχτούμε στα βάθη μας τη διείσδυση (την επιρροή) των έξωθεν αυτών νερών πάνω στην καρδία μας, που καταστρέφουν ό,τι φυλάγουμε στο σπίτι.
Αυτοί οι κέδροι τώρα του Λιβάνου που φύτεψε ο Κύριος, όπου φωλιάζουν τα σπουργίτια και που ανάμεσά τους διακρίνεται η φωλιά του ερωδιού, αυτοί οι κέδροι λοιπόν, οι αρετές, αποτελούν την ασφάλεια του σπιτιού της νυφικής παστάδας, όπου φωλιάζουν οι ψυχές σαν τα σπουργίτια και πετούν πάνω από τις παγίδες, κι ανάμεσα τους διακρίνεται η φωλιά του ερωδιού, που η Γραφή την ονομάζει οικία. Λένε ότι το αγριοπούλι αυτό απεχθάνεται τη συνεύρεση κι ότι ζευγαρώνουν μεταξύ τους από κάποια φυσική ανάγκη κράζοντας και δυσανασχετώντας και φανερώνοντας τη δυσαρέσκειά τους. Έτσι νομίζω με το όνομα αυτό η Γραφή υπαινίσσεται την καθαρότητα. Αυτές λοιπόν τις δοκούς της οροφής της καθαρής παστάδας βλέπει η νύμφη, βλέπει και το διάκοσμο από τα κυπαρίσσια που έτσι καλά λειασμένα και συνθεμένα αρμονικά προσδίδουν λάμψη στο ορώμενο κάλλος· διότι είπε ότι τα φατνώματα της οροφής είναι κυπαρίσσια. Και φατνώματα είναι μια αρμονική και σκαλισμένη συναρμογή των σανίδων που δίνουν ποικιλία στο κάλλος της οροφής.
Τί μαθαίνουμε από αυτά; Το κυπαρίσσι έχει μια ωραία φυσική μυρωδιά. Επίσης δεν υποχωρεί στο σάπισμα και είναι κατάλληλο για κάθε ξυλουργική φιλοτεχνία· λειαίνεται εύκολα, δένεται εναρμονίως με τ’ άλλα στοιχεία και είναι κατάλληλο για σκάλισμα. Με όσα λέγονται διδασκόμαστε νομίζω να μην κατορθώνουμε μόνο τις αρετές μέσα στην ψυχή μας, και να μας γίνονται έξη χωρίς να φαίνονται , αλλά να μην παραμελούμε και την ομορφιά που φαίνεται. Πρέπει να εκθέσουμε σκέψεις χρηστές και στο Θεό μπροστά και στους ανθρώπους, και στο Θεό βέβαια να φανερωνόμαστε, ενώ τους ανθρώπους να τους πείθουμε, να έχουμε την έξωθεν καλή μαρτυρία, να λάμπουμε με τα φωτεινά μας έργα μπροστά στους ανθρώπους, και να συμπεριφερόμαστε στους έξω με κοσμιότητα. Αυτά είναι τα σανιδώματα(φατνώματα) που φιλοτεχνούνται μέσα στον κόσμιο βίο με την ευωδία του Χριστού, που σύμβολό της είναι το κυπαρίσσι, όπως ξέρει να συνθέτει όλα αυτά σωστά κι αρμονικά ο σοφός αρχιτέκτονας Παύλος που λέει «όλα να γίνονται ανάμεσά σας με τάξη κι ευσχημοσύνη».
Όταν λοιπόν επιτύχουμε τα κατορθώματα αυτά αυξάνεται η μέσα μας ομορφιά καθώς η πεδιάδα της φύσης μας βλασταίνει το ευωδιαστό και αγνό άνθος. Το όνομα του λουλουδιού είναι κρίνο, που η φυσική λαμπρότητα που θεωρούμε σ’ αυτό συμβολίζει τη μαρμαρυγή της σωφροσύνης. Αυτά αναφέρει η νύμφη για τον εαυτό της λέγοντας· εγώ όταν ήρθε ο νυμφίος στην κλίνη μας συσκιασμένος με το σώμα, πού οικοδόμησε ως οίκο εμένα για τον εαυτό του, φτιάχνοντας την οροφή με τα κέδρινα δοκάρια των αρετών και στολίζοντας τη στέγη με τα ευωδιαστά κυπαρίσσια, εγώ λοιπόν έγινα το άνθος από την πεδιάδα (το πεδίο) της φύσης, που ξεχώριζε από τα άλλα λουλούδια με τα χρώματα και τη μοσχοβολιά μου· γιατί φύτρωσα κρίνο από τις κοιλάδες. Η διατύπωση είναι η εξής· «εγώ είμαι άνθος του κάμπου (του πεδίου), κρίνο των κοιλάδων». Γιατί αληθινά με όσα εκθέσαμε πρωτύτερα η ψυχή που καλλιεργήθηκε στην πλατύτητα της φύσης μας (ακούοντας τη λέξη πεδιάδα σκεφτήκαμε την πλατύτητα της ανθρώπινης φύσης, επειδή μπορεί να δεχτεί απείρως πολλά νοήματα και πράγματα και μαθήματα)· η ψυχή λοιπόν που καλλιεργήθηκε μέσα μας με τον τρόπο που είπαμε από το γεωργό της φύσης μας αναβλαστάνει άνθος ευωδιαστό και λαμπρό κι αγνό από την πλατωσιά (πλατύτητα) της φύσης μας. Η πλατωσιά αυτή αν και ονομάζεται κοιλάδα, επειδή συγκρίνεται με την ουράνια ζωή, δεν παύει να είναι πεδιάδα και δεν εμποδίζεται αυτή (η ψυχή) που καλλιεργήθηκε εκεί καλώς να γίνει άνθος. Γιατί ο βλαστός υψώνεται από το κοίλωμα προς τα ψηλά, όπως παρατηρούμε στο κρίνο· ανεβαίνει πολύ το καλάμι του χόρτου από τη ρίζα και τότε βγάζει το άνθος στην κορυφή, αφού απομακρυνθεί όχι λίγο από τη γη, για να μείνει έτσι καθαρό στα ψηλά νομίζω το κάλλος και να μη μολύνεται από τη γειτονία με τη γη.
Γι’ αυτό και ο δίκαιος οφθαλμός αυτήν που έγινε κρίνο ή που πόθησε να γίνει (γιατί και τα δύο τα υποθέσαμε ή ότι δηλαδή καυχιέται πως έγινε κιόλας ό,τι είχε ποθήσει ή ότι παρακαλεί το γεωργό να γίνει άνθος με τη σοφία εκείνου και να ξεπεταχτεί από τις κοιλάδες της ανθρώπινης ζωής στο κάλλος του κρίνου)· γι’ αυτό λοιπόν είτε θέλει να γίνει κρίνο είτε και έγινε αυτό που θέλησε, καλώς συγκατατέθηκε ο δίκαιος νυμφίος αποβλέποντας στην αγαθή επιθυμία εκείνης που τον κοίταζε να γίνει κρίνο που δεν το πνίγουν τ’ αγκάθια της ζωής. Αυτά τα ονόμασε «θυγατέρες», δηλώνοντας νομίζω με αποσιώπηση τις εχθρικές δυνάμεις της ανθρώπινης ζωής, που πατέρας τους ονομάζεται ο εφευρέτης της κακίας. «Σαν το κρίνο λοιπόν» λέει «μέσα στα αγκάθια, έτσι είναι η αδελφή μου μέσα στις θυγατέρες».
Πόσο βλέπομε ότι προχώρησε στην άνοδό της προς το ύψος η ψυχή· πρώτος βαθμός ανόδου η παρομοίωσή της με τον ίππο που κατάλυσε την αιγυπτιακή δύναμη· δεύτερος βαθμός ότι στάθηκε πλησίον του και παρομοίασε τα μάτια της με περιστέρα· τρίτος βαθμός που δεν την είπε πια «αυτή που στέκεται πλησίον του» αλλά «αδελφή του Κυρίου». Γιατί λέει, «όποιος πράξει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου αυτός είναι αδελφός μου κι αδελφή μου και μητέρα μου». Αφού λοιπόν έγινε άνθος και δεν την εμπόδισαν καθόλου οι ακανθοφόροι πειρασμοί να γίνει κρίνο, ξεχνώντας το λαό και το σπίτι του πατέρα της έστρεψε τα βλέμματά της προς τον αληθινό Πατέρα (γι’ αυτό κι ονομάζεται αδελφή του Υιού παίρνοντας τη συγγένεια αυτή με το νόημα της υιοθεσίας και απαλλασσόμενη από τη σχέση με τις θυγατέρες του ψευδώνυμου πατέρα), γίνεται πάλι πιο ψηλή από ό,τι ήταν και με τα μάτια της περιστεράς βλέπει κάποιο μυστήριο (εννοώ με το Πνεύμα της προφητείας). Κι αυτό που βλέπει είναι τούτο «όπως είναι η μηλιά μέσα στα δέντρα του δάσους, έτσι είναι ο αγαπημένος μου ανάμεσα στους υιούς (στα παλικάρια)».
Τί είναι λοιπόν αυτό που έχει δει; Δάσος ονομάζει συνήθως η θεία Γραφή τον παραδομένο στην ύλη βίο των ανθρώπων όπου θρασομανούν τα διάφορα είδη, τα υλικά πάθη, όπου φωλιάζουν και κρύβονται τα αιμοβόρα θηρία, που στο φως και στον ήλιο κοιμούνται, δείχνουν όμως την αγριάδα τους στο σκότος της νύχτας. Μετά τη δύση του ηλίου λέει ο προφήτης, «όταν πέσει η νύχτα, τότε τα θηρία του δάσους ξετρυπώνουν από τις φωλιές τους». Επειδή λοιπόν ο αγριόχοιρος που ζει στο δάσος κατέστρεψε το καλό κλήμα της ανθρώπινης φύσης, όπως λέει ο προφήτης, «την κατάστρεψε ο κάπρος από το δάσος, ο θηριώδης αγριόχοιρος την κατάφαγε βόσκοντας», γι’ αυτό φυτρώνει η μηλιά στο δάσος, που επειδή είναι ξύλο είναι ομοούσιο της ανθρώπινης ύλης (επειδή ακριβώς είναι όμοιοι, δοκιμάστηκε σε όλα έκτος από την αμαρτία), με το να παράγει όμως τέτοιο καρπό, που γλυκαίνει τα αισθητήρια της ψυχής, παρομοιάζει προς το δάσος πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το κρίνο προς τα αγκάθια. Η ευχαρίστηση από το κρίνο φτάνει στην όψη και την ευωδιά, ενώ η ευχαρίστηση από το μήλο μοιράζεται αρμονικά στις τρεις αισθήσεις· και τα μάτια ευχαριστεί με την όμορφη όψη, γλυκαίνει την αίσθηση της όσφρησης με την ευωδιά του και ως τροφή καταγλυκαίνει τα αισθητήρια της γεύσης. Εύστοχα λοιπόν παρατήρησε η νύμφη τη διαφορά της με τον Κύριο· εκείνος γίνεται και των ματιών μας ευχαρίστηση, καθώς γίνεται για μας φώς, και ευωδία (μύρο) για την όσφρησή μας και ζωή για όσους τον έχουν τροφή τους («ο φαγών αυτόν θα ζήσει», καθώς λέει κάπου το Ευαγγέλιο). Η ανθρώπινη φύση όταν τελειοποιηθεί με την αρετή γίνεται άνθος που δεν τρέφει το γεωργό, αλλά στολίζεται η ίδια. Γιατί εκείνος βέβαια δεν έχει έλλειψη από τα δικά μας αγαθά, αλλά εμείς έχουμε ανάγκη τα δικά του, όπως λέει ο προφήτης· «δεν έχεις ανάγκη των αγαθών μου».
Γι’ αυτό η καθαρμένη ψυχή βλέπει το νυμφίο να γίνεται η μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, ώστε, αφού μπολιάσει όλα τα άγρια δέντρα του δάσους με τον εαυτό του, να τα κάνει να φορτωθούν με τον όμοιο καρπό. Όπως λοιπόν τις θυγατέρες με την παρομοίωσή τους προς τα αγκάθια τις θεωρήσαμε κόρες του ψευδώνυμου πατέρα, που φύτρωσαν δίπλα στο άνθος και προχωρούν με τον καιρό στη χάρη του κρίνου, έτσι κι εδώ, ακούοντας γι’ αυτούς που παρομοιάζονται με τα δέντρα του δάσους, δεν υποθέσαμε ότι εννοούνται οι φίλοι, αλλά οι εχθροί του νυμφίου· αυτοί, ενώ ήταν υιοί του σκότους και τέκνα της οργής, τους μεταβάλλει με την κοινωνία του καρπού σε υιούς φωτός και σε υιούς ειρήνης. Γι’ αυτό λέει εκείνη που έχει εξασκημένα αισθητήρια· «ήταν γλυκός στο λάρυγγά μου ο καρπός του». Και καρπός είναι ασφαλώς η διδασκαλία. Γιατί ο προφήτης λέει· «πόσο γλυκά είναι τα λόγια σου στο λάρυγγά μου, γλυκύτερα από μέλι τα νιώθω στο στόμα μου».
«Όπως η μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, έτσι είναι ο αγαπημένος μου ανάμεσα στα παλικάρια. Τον ίσκιο του επιθύμησα και κάθισα σ’ αυτόν κι ήταν γλυκός ο καρπός του στο λάρυγγά μου». Τότε αληθινά γλυκαίνονται τα αισθητήρια της ψυχής, όταν μας εξασφαλίσει o ίσκιος της μηλιάς από τη φλόγα των πειρασμών, ώστε να μην κατακαούμε από τον ήλιο αυτόν πού βράζει πάνω από το ακάλυπτο κεφάλι μας. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δροσιστούμε κάτω από τον ίσκιο του δέντρου της ζωής, αν δεν οδηγήσει σ’ αυτό την ψυχή ή επιθυμία. Βλέπεις γιατί έχεις μέσα σου τη δύναμη της επιθυμίας, για να σου προκαλέσει την επιθυμία του μήλου, που με πολλούς τρόπους απολαμβάνουν όσοι πλησιάσουν. Και τα μάτια αναπαύονται από τη χάρη της ομορφιάς του και η μύτη αναπνέει την ευωδιά και το σώμα τρέφεται και το στόμα γλυκαίνεται και η φλόγα της ζέστης απομακρύνεται και η σκιά γίνεται θρόνος, όπου θρονιάζεται η ψυχή που αρνήθηκε την καθέδρα των διεφθαρμένων (ασεβών).
Έπειτα λέει· «οδηγήστε με στον οίκο του οίνου, με την αγάπη να με σκεπάσετε (κι η αγάπη του φλάμπουρο πάνωθέ μου), τονώστε με μ’ αρώματα, στρώστε μου μήλα, γιατί είμαι λαβωμένη της αγάπης». Πόσο γρήγορα τρέχει στο θείο δρόμο, η ψυχή που πετυχημένα παρομοιάστηκε με ίππο, πόσο με αλλεπάλληλα και δυνατά άλματα ορμά προς τα εμπρός και ουδέποτε γυρίζει προς τα πίσω. Πόσα πέτυχε στα προηγούμενα. Κι ακόμα διψά. Είναι τόση η ένταση της δίψας της, που δεν ικανοποιείται με τον κρατήρα της σοφίας. Ούτε θεωρεί πως φτάνει να θεραπεύσει τη δίψα της ακόμα κι αν χύσει όλο τον κρατήρα στο στόμα της. Αλλά ζητά να την οδηγήσουν στην ίδια την αποθήκη του κρασιού και να βάλει το στόμα της στον ίδιο το ληνό, που αναβλύζει το γλυκό κρασί, και να δει το σταφύλι που πατούν μέσα στο ληνό και εκείνο το κλήμα που τρέφει αυτό το τσαμπί και το Γεωργό του αληθινού αμπελιού που καλλιεργεί το πολύχυμο και γλυκό σταφύλι. Είναι περιττό να εξηγήσουμε τo καθένα από αυτά, γιατί είναι φανερή η σημασία που έχει. Οπωσδήποτε όμως θέλει να γνωρίσει κι εκείνο το μυστήριο, πως κοκκινίζουν τα ρούχα του νυμφίου μέσα στο ληνό (πατητήρι), που γι’ αυτό λέει ο προφήτης «γιατί είναι τα ιμάτια σου κόκκινα όπως του ανθρώπου που πατάει σταφύλια στο πατητήρι;». Γι’ αυτά και άλλα παρόμοια ποθεί να την οδηγήσουν στο οίκο, όπου γίνεται το μυστήριο του οίνου. Κι έπειτα, όταν βρεθεί μέσα, σκιρτά ακόμα περισσότερο. Ζητεί να υποταχθεί στην αγάπη. Και η αγάπη είναι ο Θεός, κατά το λόγο του Ιωάννη, και η υποταγή της ψυχής σ’ αυτόν είναι η σωτηρία, όπως είπε ο Δαβίδ· «αφού μπήκα», λέει, «στο οίκο του οίνου, υποτάξτε με στην αγάπη», δηλαδή με την αγάπη να με σκεπάσετε (βάλτε μου φλάμπουρο την αγάπη). Όπως κι αν αντιστρέψεις το λόγο και στις δύο φορές το σημαινόμενο είναι το ίδιο, είτε να υποταχτεί στην αγάπη είτε να την υποτάξει η αγάπη.
Και ασφαλώς διδασκόμαστε και μια από τις ευγενέστερες διδασκαλίες με το λόγο αυτό, πως ταιριάζει ν’ αφιερώνουμε στο Θεό την αγάπη και τη διάθεση που έχουμε έναντι των ανθρώπων. Αν πρέπει όλα να γίνονται με τάξη και κοσμιότητα (ευσχημόνως), πολύ περισσότερο αρμόζει η τάξη σ’ αυτά. Γιατί ούτε ο Κάιν δεν θα καταδικαζόταν για την κακή εκλογή του, αν μαζί με την ορθή προσφορά τηρούσε και το πρέπον στην τάξη, τί έπρεπε να κρατήσει για τις δικές του ανάγκες και τί ν’ αφιερώσει στο Θεό· ενώ έπρεπε δηλαδή να αρχίσει τη θυσία του προς το Θεό από τα πρωτογεννήματα, κράτησε αυτός τα καλύτερα κι ό,τι απόμεινε το πρόσφερε στο Θεό. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε την τάξη της αγάπης, που μας συνιστά μέσω του νόμου, πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό, πώς τον πλησίον μας και τη γυναίκα και τον εχθρό, μήπως η ολοκλήρωση της αγάπης γίνει κάποτε χωρίς τάξη κι εκεί που δεν πρέπει. Γιατί βέβαια πρέπει το Θεό να τον αγαπούμε «μ’ όλη μας την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη και την αίσθηση»· τον πλησίον μας καθώς τον εαυτό μας, τη γυναίκα όπως ο Χριστός την Εκκλησία, αν έχει κάποιος πολύ καθαρή ψυχή, ή αν κάποιος επηρεάζεται κάπως από τα πάθη (ο εμπαθέστερος), όπως το ίδιο του το σώμα (έτσι διατάζει ο εντολέας αυτών Παύλος)· στον εχθρό μας να μην ανταποδίδουμε το κακό με το κακό, αλλά ν’ αμείβουμε την αδικία με ευεργεσία.
Τώρα όμως μπορούμε να δούμε την αγάπη των πολλών να είναι συγκεχυμένη και δίχως τάξη και να εκδηλώνεται λανθασμένα (πεπλανημένα) με ακατάλληλη απόδοση. Τα χρήματα και τις τιμές και τις γυναίκες, αν τύχει να έχουν προς αυτές εντονότερο πάθος, τις αγαπούν με όλη τους την ψυχή και τη δύναμη, ώστε να θέλουν και τη ζωή τους να δώσουν γι’ αυτές, ενώ το Θεό όσο να φαίνονται μονάχα. Στον πλησίον τους μόλις θα μπορούσαν να δείξουν την αγάπη που καθορίστηκε για τους εχθρούς. Η σχέση μας μ’ αυτόν που μας μισεί είναι να αποκρούουμε αυτούς που μας λύπησαν πρώτοι με χτύπημα μεγαλύτερο. Τακτοποιήστε λοιπόν, λέει, σ’ εμένα την αγάπη, ώστε ν’ αφιερώσω στο Θεό όσην οφείλω και σχετικά με όλους τους άλλους να μην αστοχήσω του προσήκοντος μέτρου. Ή μπορούμε ίσως να κάνουμε κι αυτή τη λογική υπόθεση. Επειδή ενώ αγαπήθηκα εξ αρχής λογαριάστηκα με την παρακοή μου μαζί με τους εχθρούς και τώρα πάλι επέστρεψα στην ίδια χάρη κι ενώθηκα με το Δεσπότη μέσω της αγάπης, επικυρώστε μου αυτή την τακτοποιημένη (τεταγμένη) κι αμετάθετη (αμετάστατη) χάρη, εσείς οι φίλοι του νυμφίου, συντηρώντας μ’ επιμέλεια και προσοχή σταθερή τη ροπή μου προς το αγαθό.
Κι αφού είπε αυτά, μεταβαίνει πάλι σε υψηλοτέρα· ζητεί να στηριχτεί στη βεβαιότητα των αγαθών με τα μύρα (αρώματα). «Στηρίξτε με», λέει, «με μύρα». Ω στύλοι παράδοξοι και πρωτόγνωρα στηρίγματα. Πώς γίνονται τα μύρα στύλοι του οίκου; Πώς η σταθερότητα της κατασκευής της οροφής στηρίζεται πάνω στην μοσχοβολιά; Ή είναι φανερό οπωσδήποτε ότι οι αρετές που πραγματοποιούνται μέσα μας με πολλούς τρόπους παίρνουν και το όνομά τους ανάλογα με τις ενέργειες που καταβάλλονται; Γιατί αρετή δεν είναι μόνο να βλέπεις το αγαθό και να μετέχεις το καλύτερο, αλλά να διασφαλίζεται και το αμετάπτωτό σου στο αγαθό. Αυτός λοιπόν που θέλει να στηριχθεί με μύρα θέλει ν’ αποχτήσει και τη βεβαιότητα (σταθερότητα) στις αρετές (που έχει αποκτήσει). Το μύρο είναι αρετή, επειδή είναι καθαρό από τη δυσωδία όποιου αμαρτήματος. Και μπορεί να θαυμάσει κανένας τη συνέπεια των λόγων του προσέχοντας με τι επιθυμεί να στρώσει (περιβάλλει) τον οίκο του· όχι με βάτους κι αγκάθια και σκουπίδια και καλαμιές (ή καλύτερα, όπως λέει ο Απόστολος, όχι με ξύλα και καλαμιές και χόρτα), που φτιάχνουν τα σπίτια της ύλης, αλλά το στρώσιμο της στέγης στο οίκο τούτο γίνεται με τα μήλα. «Στρώστε μου (περικαλύψτε με)», λέει, «μέ μήλα», ώστε τα πάντα εκεί μέσα να γίνει ο καρπός αυτός· να γίνει το κάλλος, το μύρο, η γλυκύτητα, η τροφή, η αναψυχή στη σκιά, ο θρόνος που αναπαύει, ο στύλος που στηρίζει, η στέγη που σκεπάζει. Ως κάλλος βλέπεται μ' επιθυμία, ως μύρο ευχαριστεί την όσφρηση, ως σκιά εξουδετερώνει τον καύσωνα, σαν θρόνος ξεκουράζει από τον κόπο, ως στέγη του σπιτιού γίνεται σκέπη για τον ένοικο, ως στύλος δίνει τη στερεότητα (το αμετάπτωτο), ως μήλο ωραίο ομορφαίνει την οροφή.
Πράγματι τί πιο ωραιότερο θέαμα μπορεί να φανταστεί κανένας από μια σύνθεση μήλων, όταν αυτά τα οπωρικά βαλμένα ωραία στη σειρά σ’ ένα επίπεδο το ένα κοντά στο άλλο κάνουν μια παραλλαγή κι ανακατεύεται τo κόκκινο τους με το ωχρό. Αν λοιπόν ήταν δυνατό να έβλεπε την επίπεδη στρώση των μήλων να αιωρείται από πάνω, τί γλαφυρότερο θέαμα από αυτό θα υπήρχε; Αυτό δεν είναι αδύνατο προκειμένου για την επιθυμία των νοητών αγαθών. O καρπός εκείνος δεν είναι βαρύς, δε βαραίνει και δεν ρέπει προς τη γη, αλλά η τάση του είναι από τη φύση του προς τα άνω. Το φυτό της αρετής τείνει προς το ύψος και βλέπει προς τα άνω. Γι’ αυτό η νύμφη επιθυμεί να στολιστεί η οροφή του οίκου της με την ομορφιά των μήλων αυτών. Δε νομίζω ότι ο λόγος κυρίως επιδιώκει αυτό, να φαίνεται δηλαδή στην οροφή ένα ωραίο θέαμα από σύνθεση μήλων (πραγματικών). Σε ποιά αρετή θα μπορούσαν αυτά να οδηγήσουν, αν δεν ανακαλύπταμε σε όσα είπαμε κάποιο ωφέλιμο νόημα;
Ποιό είναι λοιπόν αυτό που εικάζουμε; Αυτός που αναβλάστησε μέσα στο δάσος της φύσης μας από φιλανθρωπία λαμβάνοντας σάρκα και αίμα έγινε μήλο. Μπορείς με το χρώμα του καρπού αυτού να διαπιστώσεις την ομοιότητά του και με τα δύο αυτά· με το ωχρό μιμείται την ιδιότητα της σάρκας, η επίχρωση του κόκκινου μαρτυρεί όπως το βλέπεις τη συγγένειά του με τη φύση του αίματος. Όταν λοιπόν η ψυχή που εντρυφά στα θεία επιθυμήσει να τα κοιτάξει αυτά στην οροφή, με το συμβολισμό αυτόν διδασκόμαστε το εξής. Με το να αντικρίζουμε τα μήλα βλέποντας προς τα άνω, σημαίνει ότι οδηγούμαστε προς την ουράνια πολιτεία με την ευαγγελική διδασκαλία. Τη διδασκαλία αυτή μας την υπέδειξε εκείνος που έρχεται από τον ουρανό και είναι επάνω από όλα με τη φανέρωσή του με τη σάρκα δείχνοντας με τον εαυτό του τα υποδείγματα όλων των ενάρετων βίων, καθώς λέει· «μάθετε από το παράδειγμά μου, γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».
Το ίδιο, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη, μας συμβουλεύει κι ο Απόστολος και λέει (είναι δυνατό μ’ ένα θεώρημα να διαπιστωθεί όλη η αλήθεια του λόγου του)· σ’ αυτούς που βλέπουν προς τα άνω λοιπόν λέει· «αυτό το φρόνημα ας υπάρχει μεταξύ σας, που έχει και ο Χριστός Ιησούς, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε αποτέλεσμα αρπαγής την ισότητά του με το Θεό, αλλά εκένωσε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου», αυτός πού επιδήμησε στη ζωή με σάρκα και αίμα κι αντί της χαράς που είχε στη διάθεσή του, έγινε κοινωνός με τη θέλησή του της ταπεινότητάς μας κι έφτασε στο σημείο να υποστεί και το θάνατο. Γι’ αυτό λέει η νύμφη «στρώστε μου με μήλα», ώστε κοιτάζοντας πάντοτε ψηλά να βλέπω σταθερά τα υποδείγματα των αγαθών που φαίνονται μέσα στο νυμφίο. Εκεί βρίσκεται η πραότητα, εκεί η αοργησία, εκεί η αμνησικακία προς τους εχθρούς και η φιλανθρωπία προς όσους μας λυπούν και η ανταπόδοση καλοσύνης στην κακία, εκεί η εγκράτεια, η καθαρότητα, η μακροθυμία, η απουσία κάθε κενοδοξίας και απάτης του βίου.
Με τους λόγους αυτούς επαινεί τον τοξότη για την ευστοχία του, επειδή έριξε επάνω της εύστοχα το βέλος του. «Είμαι», λέει, «λαβωμένη από την αγάπη». Με το λόγο της δείχνει το βέλος που χώθηκε βαθιά στην καρδιά της. Κι αυτός που έριξε το βέλος (ο τοξότης) είναι η αγάπη. Και η αγάπη είναι ο Θεός, διδαχτήκαμε από την άγια Γ ραφή, ο οποίος εκτοξεύει το εκλεκτό βέλος του, το μονογενή Θεό, προς εκείνους που σώζονται, χρωματίζοντας την τρίστομη αιχμή με το πνεύμα της ζωής (αιχμή είναι η πίστη μας), ώστε σ’ όποιον εισχωρήσει να εισαγάγει μαζί της και τον τοξότη, όπως λέει ο Κύριος· «εγώ και ο Πατέρας μου θα έρθουμε και θα ετοιμάσουμε τη διαμονή μας σ’ αύτόν». Βλέπει λοιπόν η ψυχή που υψώθηκε με τις θείες αναβάσεις μέσα της το γλυκύ βέλος της αγάπης, που την πλήγωσε και κάνει καύχημά της τη λαβωματιά αυτή λέγοντας· «είμαι λαβωμένη απ’ την αγάπη».
Ω τραύμα ωφέλιμο και γλυκιά λαβωματιά, με την οποία εισχωρεί μέσα μας η ζωή, ανοίγοντας το σχίσιμο από το βέλος θύρα και είσοδο για τον εαυτό της. Γιατί μαζί με το βέλος της αγάπης που δέχτηκε, αμέσως η σαϊτιά μεταβλήθηκε σε γαμήλια χαρά. Είναι φανερό πως τα χέρια μεταχειρίζονται το τόξο μοιράζοντας τις ενέργειες που απαιτούνται. Το αριστερό πιάνει το τόξο, το δεξί τραβάει προς τον εαυτό του τη νευρά (χορδή) τραβώντας μαζί και το βέλος με τις γλυφίδες του που κατευθύνεται προς το στόχο με την προβολή του αριστερού χεριού. Αυτή λοιπόν (η ψυχή) που πριν από λίγο ήταν ο στόχος του βέλους, τώρα βλέπει αντί βέλους τον εαυτό της στα χέρια του τοξότη, που πιάνουν το βέλος αλλιώς το δεξί χέρι κι αλλιώς τ’ αριστερό. Επειδή όμως, ανάλογα με τον γαμήλιο συμβολισμό, προκύπτουν και τα νοήματα των θεωρημάτων μας, δεν έκανε να υψώνεται η αιχμή του βέλους από το αριστερό χέρι ούτε το δεξί να κρατά το άλλο άκρο του, για να γίνει στο χέρι του δυνατού βέλος η ψυχή που κατευθύνεται προς τον άνω στόχο, αλλά έκανε το αριστερό να μπαίνει όχι στην αιχμή αλλά κάτω από το κεφάλι και με το δεξί να κρατάει το άλλο, νομίζω για να φιλοσοφήσει ο λόγος την ταυτότητα των δύο συμβολισμών για τη θεία ανάβαση, δείχνοντας ότι ο ίδιος είναι ο νυμφίος και ο τοξότης μας και χρησιμοποιεί ως νύμφη και ως βέλος την καθαρμένη ψυχή· ως βέλος την κατευθύνει προς τον στόχο του αγαθού, ως νύμφη την αναλαμβάνει για μετουσία της άφθαρτης ιδιότητας, χαρίζοντας της με το δεξί χέρι μακροβιότητα και έτη ζωής και με το αριστερό τον πλούτο των αιωνίων αγαθών και τη δόξα του Θεού, που δεν μπορούν να κοινωνήσουν οποίοι επιδιώκουν τη δόξα του κόσμου. Γι’ αυτό λέει «κάτω απ’ το κεφάλι μου το αριστερό του χέρι», με το όποιο κατευθύνεται το βέλος στο στόχο του και «το δεξί του μ’ αγκαλιάζει» και τραβώντας με μέ κάνει ανάλαφρη για το ανέβασμα προς τα επάνω. Ανεβαίνω εκεί χωρίς ν’ αποχωρίζομαι τον τοξότη, ώστε να πηγαίνω με τη φορά της βολής, αλλά και ν’ αναπαύομαι μαζί μέσα στα χέρια του Κυρίου. Και οι ιδιότητες των χεριών αυτών λένε οι Παροιμίες είναι «μακροβιότητα και έτη ζωής στο δεξί του και στο αριστερό του πλούτος και δόξα».
Έπειτα απευθύνει το λόγο στις κόρες της άνω Ιερουσαλήμ. Κι ο λόγος της είναι παράκληση που διατυπώνεται με όρκο ότι θα μεγαλώνει και θ’ αυξάνει πάντοτε την αγάπη, εωσότου ενεργοποιήσει το θέλημά του «αυτός που θέλει να σωθούν όλοι και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειας». Κι ο λόγος που διατύπωσε είναι αυτός· «σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ, στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού, να μην ξυπνήσετε και να μη σηκώσετε την αγάπη μου, ώσπου να το θελήσει». Η δύναμη του όρκου είναι διπλή· ή δηλαδή κάποιος διαβεβαιώνει ο ίδιος την αλήθεια σ’ αυτόν που ακούει ή με την όρκιση δεσμεύει τους άλλους να μην καταφύγουν σε κανένα ψεύδος. Παράδειγμα· «ορκίστηκε ο Κύριος στο Δαβίδ την αλήθεια και δε θα την άθετήσει». Εδώ η αξιοπιστία της υπόσχεσης εμπεδώνεται (επικυρώνεται) με τον όρκο. Ενώ όταν ο Αβραάμ, φροντίζοντας για τον ευγενή γάμο του μονάκριβού του, προστάζει τον υπηρέτη του να μη βάλει στο σπίτι του για σύζυγο του Ισαάκ κάποια από το γένος Χαναάν που ήταν καταδικασμένη σε δουλεία, για να μην καταστρέψει την ευγένεια της διαδοχής η επιμιξία της γενιάς των δούλων, αλλά να συνάψει το γάμο του γιου του με κοπέλα από την πατρική του γη και γενιά, του επιβάλλει τη δέσμευση, ώστε να μην αδιαφορήσει για τη διαταγή του, ορκίζοντάς τον να ολοκληρώσει όλα όσα είχε αποφασίσει για το γιό του. Ορκίζει λοιπόν ο Αβραάμ τον υπηρέτη του, για να συνάψει για τον Ισαάκ το γάμο που του ταιριάζει.
Επειδή λοιπόν είναι διπλή η δύναμη του όρκου, εδώ η ψυχή που ανέβηκε σε τόσο ύψος, όσο είδαμε στα προηγούμενα, δείχνοντας στις μαθητευόμενες ψυχές την πρόοδο προς την τελειότητα, δεν παρέχει σ’ αυτές που ακούνε δια του όρκου τις αναμφίβολες δικές τους επιτυχίες αλλά τις χειραγωγεί ορκίζοντάς τις στο βίο της αρετής να είναι ακοίμητη η αγάπη τους και να γρηγορεί, ώσπου να ολοκληρωθεί το αγαθό θέλημά Του· κι αυτό είναι «να σωθούν όλοι και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειας». Και η όρκιση όπως έγινε τότε στο μηρό του Αβραάμ, έτσι εδώ γίνεται στις δυνάμεις και τις εξουσίες του αγρού, λέγοντας ο λόγος αυτά· «σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ, στις δυνάμεις και τις εξουσίες του αγρού, μη σηκώσετε και μην ξυπνήστε την αγάπη, ώσπου να το θελήσει».
Πρέπει να εξετάσουμε λοιπόν σ’ αυτά πρώτα ποιος είναι ο αγρός, έπειτα ποιά είναι η εξουσία και η δύναμις του αγρού, αν διαφέρουν αυτά μεταξύ τους ή και τα δύο έχουν κοινό σημαινόμενο. Επιπλέον τί σημαίνει το «να σηκώσετε» και τί το «να ξυπνήστε την αγάπη». Το λεγόμενο, «ώσπου να το θελήσει», το εξηγήσαμε πιο μπροστά με όσα είπαμε. Ότι με τη λέξη «αγρός» ο λόγος του Κυρίου σημαίνει τον κόσμο, είναι φανερό στον καθένα από τα ευαγγέλια· ότι πάλι το σχήμα του κόσμου αυτού περνά και δε φαίνεται κανένα σταθερό στοιχείο μέσα στην άστατη φύση, δηλώνεται από τη μεγαλόφωνη διακήρυξη του Εκκλησιαστή, που συγκαταλέγει στα μάταια πράγματα κάθε τι πού φαίνεται και παρέρχεται. Και ποιά είναι η δύναμη του αγρού αυτού, πού είναι ό κόσμος, ή ποιά η εξουσία του, πού η αναφορά τους κάνει με την όρκιση απαράβατο το πρόσταγμά του για τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ;
Αν παρατηρούμε τα φαινόμενα σαν να υπάρχει κάποια δύναμη μέσα σ’ αυτά, ο Εκκλησιαστής παραγράφει την αντίληψη αυτή χαρακτηρίζοντας μάταιο ό,τι μέσα σ’ αυτά φαίνεται κι επιδιώκεται το μάταιο δεν έχει υπόσταση και ό,τι δεν έχει υπόσταση ουσίας δεν έχει και εξουσία (ισχύ). Ή μπορούμε ίσως με την πληθυντική σημασία της δύναμης να κάνουμε κάποιο στοχασμό για το νόημα. Στην αγία Γραφή βρήκαμε ανάλογη διαφορά στα ονόματα αυτά. Όταν η δύναμη λέγεται στον ενικό, η διάνοια αναφέρεται με τη λέξη αυτή στο θείο, όταν όμως εκφωνείται στην πληθυντική μορφή, μας παρουσιάζει την αγγελική φύση. Για παράδειγμα, «Χριστός Θεού δύναμη και Θεού σοφία». Εδώ με τον ενικό μας γνωρίζει τη θεότητα (το θείον). Αλλά, «ευλογείτε τον Κύριο όλες οι δυνάμεις Αυτού». Εδώ ο πληθυντικός των δυνάμεων σημαίνει τη νοητή φύση των αγγέλων. Το όνομα τώρα της ισχύος (εξουσίας) πού χρησιμοποιήθηκε μαζί με τη δύναμη δίνει μ’ επίταση τη σημασία του νοήματος· η Γραφή μ’ αυτόν τον τρόπο με την επανάληψη των ισοδυναμούντων λέξεων φανερώνει ακριβέστερα αυτό που θέλει όπως «Κύριε, η ισχύς μου, Κύριος στερέωμά μου». Το σημαινόμενο των δύο λέξεων είναι το ίδιο, αλλ’ η συμπαράθεση των ισοδύναμων δείχνει την επίταση της σημασίας (του σημαινόμενου).
Η πληθυντική λοιπόν σημασία των δυνάμεων και η ομοιότροπη αναφορά των εξουσιών φαίνεται ότι οδηγεί τη σκέψη των ακροατών στη φύση των αγγέλων. Έτσι η όρκιση, που χρησιμοποιείται στις μαθητευόμενες ψυχές για να επιβεβαιωθούν όσα έχει ξεχωρίσει η διδασκάλισσά τους, δε γίνεται στ' όνομα του κόσμου που πέρνα, αλλά στη φύση των αγγέλων που διαμένει πάντοτε, και προς αυτούς προστάζει ν’ αποβλέπουν, για να βεβαιώσει με το παράδειγμα τη μονιμότητα και σταθερότητα της ενάρετης ζωής. Επειδή υποσχέθηκε δηλαδή ότι η ζωή μας μετά την ανάσταση θα είναι όμοια με τη ζωή των αγγέλων (κι αυτός που υποσχέθηκε είναι αψευδής), είναι λογικά ακόλουθο και η ζωή μας στον κόσμο να προετοιμάζεται προς αυτήν που ελπίζουμε μετά την εδώ. Έτσι, ενώ ζούμε μέσα στη σάρκα και διαβιούμε μέσα στον αγρό του κόσμου, να μη ζούμε ζωή σαρκική ούτε να συμμορφωνόμαστε με τον κόσμο αυτό, αλλά να προασκούμαστε για το βίο που ελπίζουμε με τη ζωή μας μέσα στον κόσμο. Κι’ αυτός είναι ο λόγος που η νύμφη παρέχει στις ψυχές των μαθητευομένων της τη βεβαίωση με τον όρκο, ώστε η ζωή τους που κατορθώνεται στη ζωή αυτή ν’ αποβλέπει προς τις δυνάμεις και να μιμείται με την απάθεια την αγγελική καθαρότητα. Έτσι με την έγερση και το ξύπνημα της αγάπης (που σημαίνει όταν υψώνεται και πάντα με προσθήκη αυξάνει και μεγαλώνει) είπε ότι ολοκληρώνεται το αγαθό θέλημα του Θεού όπως στον ουρανό έτσι και στη γη, με την κατόρθωση μέσα μας της απάθειας των αγγέλων.
Αυτά σκεφτήκαμε σχετικά με το στίχο «σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ, στις δυνάμεις και τις εξουσίες του αγρού, μη σηκώσετε και ούτε να ξυπνήσετε την αγάπη, ώσπου να το θελήσει». Αν βρεθεί κάποια άλλη εξήγηση, που πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια αυτή που αναζητούμε, θα δεχτούμε το χάρισμα και θα ευχαριστήσουμε αυτόν που αποκαλύπτει τα κρυμμένα μυστήρια με τη βοήθεια του άγιου Πνεύματος και τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα αιώνια. Αμήν.
Τέλος Λόγου Δ'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου