Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (157)

 Συνέχεια από Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
 

«Πολιτικός» και «Σοφιστής» είναι ένα στενότατα συνδεδεμένο ζευγάρι διαλόγων, όπως ακριβώς και το ζευγάρι «Τίμαιος» και «Κριτίας». Ο Σωκράτης και ο Θεόδωρος παρίστανται κι εδώ ως σιωπηλοί ακροατές, μετά από μια σύντομη μεταξύ τους «συνομιλία», μέχρι το τέλος. Τη θέση τού νεαρού Θεαίτητου καταλαμβάνει τώρα, ως συνομιλητής τού Ελεάτη, ένας νεαρός Σωκράτης, σπουδαστής κι αυτός τών μαθηματικών, γνωστός μας ήδη απ’ τον διάλογο «Θεαίτητος» και την έναρξη του «Σοφιστή» ως μαθητής τού Θεόδωρου και συσπουδαστής τού Θεαίτητου. Και τα δυό μάλιστα νεαρά αυτά πρόσωπα «ομοιάζουν εξωτερικά» στον μεγάλο Σωκράτη, το ένα στα χαρακτηριστικά τού προσώπου του, και το άλλο φέροντας το ίδιο με κείνον όνομα.

Γνωρίζουμε όμως και κάτι ακόμα γι’ αυτόν τον νεαρό Σωκράτη. Η ενδέκατη πλατωνική Επιστολή αποτελεί ένα μέρος – ή παρουσιάζεται, αν θέλουμε να είμαστε ιδιαιτέρως σκεπτικιστές, ως ένα μέρος – της αλληλογραφίας τού Πλάτωνα με τον μαθηματικό και ιδρυτή αποικίας Λεοδάμα απ’ τη νήσο Θάσο. Ο οποίος και είχε ανακοινώσει κάποτε στον Πλάτωνα τα αποικιακά του σχέδια για τις απέναντι ακτές τής Θράκης. Ο δε Πλάτων τον είχε συμβουλεύσει να έρθη τότε στην Αθήνα, ώστε να συζητήσουν από κοντά και προφορικά τα διάφορα σχετικά ερωτήματα. Ο Λεοδάμας είχε ωστόσο απαντήσει, πως κάτι τέτοιο τού ήταν τότε αδύνατον, και είχε ζητήσει απ’ τον Πλάτωνα, είτε να ταξιδεύση ο ίδιος προς συνάντησή του είτε να αποστείλη στη θέση του τον νεαρό Σωκράτη: αυτός είναι, κατά γενική παραδοχή, και ο επίσης νεαρός τώρα Σωκράτης. Μαθητής προφανώς στην Ακαδημία, στην οποία, όπως και στην πυθαγόρεια άλλωστε σχολή, τα μαθηματικά συνδέονταν με την πολιτική σκέψη και πράξη. Ο Πλάτων είχε τότε απ’ τη μεριά του απαντήσει, ότι ο συγκεκριμένος Σωκράτης υπέφερε από δυσουρία, και δεν μπορούσε έτσι παντελώς να ανταποκριθή στο συγκεκριμένο αίτημα του Λαοδάμα. Το εν γένει πολιτικό ενδιαφέρον συνιστά επομένως μιαν αιτία για το ότι ο Πλάτων αναθέτει στη συζήτηση για τον πολιτικό άνθρωπο εκείνον τον ρόλο στον νεαρό Σωκράτη, που κατείχε ο νεαρός επίσης Θεαίτητος στον διάλογο «Σοφιστής».

Χρησιμοποιείται τώρα η ίδια μέθοδος και στους δυό διαλόγους: ο προσδιορισμός τής ουσίας μέσα απ’ τη διαίρεση. Ενώ και οι δυό στοχεύουν σε κάτι που παρατηρείται τρόπον τινά ήδη στο επίπεδο τής συζήτησης, σε κάτι που υφίσταται πέρα κι απ’ το ίδιο το θέμα, δηλ. στον φιλόσοφο. Με μια πολύ διαφορετική βέβαια στον κάθε διάλογο έννοια, καθώς ο σοφιστής αποτελεί τον αντίποδα του φιλοσόφου, ενώ ο αληθινός πολιτικός υπάρχει και λειτουργεί στα βάθη τού κάθε αληθινού φιλοσόφου. Το να πιστέψουμε ωστόσο εδώ, ότι ο Πλάτων ήθελε πράγματι να γράψη τον υποσχεμένο από τον ίδιον για αργότερα κάθε φορά («εισαύθις», 257 Β 8. 258 Α 6) διάλογο για τον φιλόσοφο, είναι σαν να παραγνωρίζουμε την ειρωνία του. Όποιος δεν υπολογίζει δηλ. καθόλου αυτήν την ειρωνία, και νομίζει πως μπορεί να υποθέτη το οτιδήποτε για το περιεχόμενο ενός μηδέποτε καταγεγραμμένου κειμένου, έχει αποδείξει μ’ αυτό του ακριβώς το εγχείρημα το αδύνατό του. Γιατί ένα τέτοιο κείμενο θα έπρεπε να διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς που ο ίδιος ο Πλάτων παραδέχεται στην «7η» του «Επιστολή», πως δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να γράψη.

Ο ηλικιωμένος Σωκράτης υπενθυμίζει στο σύντομο προοίμιο τού εδώ διαλόγου, όχι μόνο τον εννοιολογικό προσδιορισμό τού «Σοφιστή», διάλογο στον οποίον και παραστάθηκε «μόλις τώρα, μόλις πριν από λίγο» ως σιωπηλός ακροατής, αλλά και τη συζήτηση που διεξήγαγε ο ίδιος «χθες» με τον Θεαίτητο. Για το τί συνέβη ωστόσο, «χθες ακόμα», μετά απ’ αυτήν τη συζήτηση, γι’ αυτό δεν αναφέρει ούτε λέξη. Είναι ασφαλώς αδιανόητο, να μην είχε σκεφθή τίποτα πάνω σ’ αυτό ο ίδιος ο Πλάτων, και είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψουμε, ότι δεν θα είχε θελήσει να υπενθυμίση και τα τελευταία λόγια του «Θεαίτητου» με κείνο το «χθες ακόμα» στους αναγνώστες του. Μήπως «απειλείται» λοιπόν όλη αυτή η εννοιολογική έρευνα για τη φύση και την ουσία τού πολιτικού ανδρός και η ίδια απ’ την κατηγορία που μόλις είχε απαγγελθή ενάντια στον «αντιτιθέμενο στους νόμους» Σωκράτη; Καθώς συναντάμε πράγματι, ακριβή και κατά λέξιν αναφορά σ’ αυτήν την κατηγορία σ’ ένα κορυφαίο σημείο τού εδώ διαλόγου «Πολιτικός» (299 BC. E 7-8).

Όσο λιγότερο συμμετέχει – ή φαίνεται να συμμετέχη – ο ίδιος ο ηλικιωμένος Σωκράτης στη συζήτηση με τον νεαρό του συνονόματο, τόσο περισσότερο αξιοπρόσεχτα είναι ευθύς εξαρχής τα λιγοστά του λόγια. Ο μαθηματικός Θεόδωρος τοποθετεί τον σοφιστή, τον πολιτικό και τον φιλόσοφο, σαν να ανήκαν στην ίδια κατά βάσιν σειρά και τάξη, τον έναν κοντά στον άλλον. Έτσι τούς είχε βέβαια «κατατάξει» και ο Σωκράτης στην αρχή τού «Σοφιστή», αντιτιθέμενος όμως τώρα στον τρόπο που τους συναριθμεί ο μαθηματικός: είναι τέτοια η διαφορά τάξεως, ώστε δεν μπορεί να υφίσταται καμμιά απολύτως αναλογία ανάμεσά τους. Και χρειάζεται να είναι βέβαια κανείς ο ίδιος Σωκράτης, ώστε να γνωρίζη με απόλυτη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει παντελώς οποιαδήποτε τέτοια αντιστοιχία. Κι όποιος πιστεύει ακόμα, ότι σχεδίαζε πράγματι ως τρίτο μέρος μιας τριλογίας έναν (υποθετικό…) διάλογο με το όνομα «Φιλόσοφος» ο Πλάτων, δεν ακολουθεί παρά στον υπερθετικό βαθμό τον τρόπο σκέψης τού Θεοδώρου.

Θα αναπαραστήσουμε, τώρα και κατ’ αρχάς, «εκ του μακρόθεν» την ιδιαίτερα περίπλοκη, όπως σε όλα άλλωστε τα ύστερα πλατωνικά έργα, πορεία αυτού τού διαλόγου. Όπου κατατάσσεται, στο εκτεταμένο πρώτο μέρος, σ’ ένα διαιρετικό και καθοριστικό σε πρώτη φάση σύστημα ο πολιτικός, για να ολοκληρωθή μ’ ένα δεύτερο, στο επίσης εκτεταμένο τελικό κομμάτι, «σύστημα» το όλο εγχείρημα. Και όπου εμφανίζεται στο κάθε ένα απ’ αυτά τα δυό μέρη μια παρέκβαση στο μέσον: ο μύθος τών μεγάλων κοσμικών περιόδων στο πρώτο, η δε διδασκαλία για τις πολιτειακές μορφές και την κατάταξή τους στο δεύτερο. Για να εμφανισθή μια ακόμα παραδειγματική διαίρεση, με την εξέταση της υφαντικής τέχνης, ανάμεσα στα δυό αυτά διαιρετικά και κύρια μέρη. Ένα «παράδειγμα» που ξεκινά με τη μεθοδολογική συζήτηση για την ουσία γενικώς τού «παραδείγματος», ακολουθούμενη από μια πολύ «χαλαρώτερη» ωστόσο συζήτηση για τη φύση ή την ουσία τού «μέτρου», που θέλει να δικαιολογήση τη φαινομενική απουσία μέτρου ή το «άμετρο» αυτού τού διαλόγου, τη στιγμή που μοιάζει ωστόσο να το πολλαπλασιάζη! Αποκομίζουμε έτσι μια πολύ «μπερδεμένη», πράγματι, εντύπωση, καθώς και οι ειρωνικές μετατοπίσεις τού κέντρου βάρους είναι εδώ ισχυρότερες απ’ οπουδήποτε σχεδόν αλλού. Για να αποκτήσουμε έτσι κι εμείς το «δικαίωμα» της αμφισβήτησης, ότι αυτό το μέρος τού περίπλοκου αυτού κατά τα άλλα διαλόγου δεν συνιστά παρά μιαν «απλή» παρέκβαση, ένα απλό και μόνον παράδειγμα, ένα μεθοδολογικό και μόνον προοίμιο ή και μια «δικαιολογία». Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνη στην πραγματικότητα εδώ…

Πρώτο προσδιοριστικό σύστημα. Το πρώτο αυτό «σύστημα» αναπτύσσεται στην αρχή διεξοδικά (Ι 1), για να ακολουθήση ο μύθος (Ι 2), και να υπάρξη τελικά μια μεταβολή τού ίδιου του συστήματος (Ι 3).

Αυτός που ερευνάται εδώ είναι ο πολιτικός ή βασιλεύς ή άρχοντας («δεσπότης»)· αλλά και ο νοικοκύρης και διαχειριστής τού οίκου («οικονόμος») δεν αποτελεί παρά μια μορφή κι ένα είδος τού ίδιου «τύπου» και «χαρακτήρα». Είναι μάλιστα αδιάφορο έως και «τυχαίο» το γεγονός, αν εξασκή πραγματικά μια (πολιτική…) δεσποτεία ή αν είναι ένας (απλός…) ιδιώτης (259 Β) – μια πρόταση που, για κάποιον βέβαια λόγο, μεταβάλλεται ακόμα μια φορά στο τελευταίο μέρος τού διαλόγου (292 Ε): όποιος κατέχει τη βασιλική γνώση («βασιλικήν επιστήμην»), καλείται να ονομάζεται, είτε πράγματι άρχει είτε και όχι, βασιλικός άνδρας («βασιλικός»). Για να θυμηθούμε βέβαια εδώ και τον «Ευθύδημο», όπου στο κορυφαίο σημείο του (291 Β) παρουσιάζεται ξαφνικά – και χωρίς καν να γνωρίζουμε το πώς ακριβώς – , ταυτισμένη με την «πολιτική τέχνη» και διακρινόμενη ως η ανώτερη ανάμεσα σε όλες τις άλλες τέχνες, η «βασιλική τέχνη». Και να φανερωθούν μάλιστα εκεί τόσο ο γνωσιακός της χαρακτήρας, η σχέση της προς τη γνώση, όσο και η σχέση της προς «το Αγαθό». Για να «χαθή» όμως κατόπιν μέσα στην αμφιβολία, εφ’ όσον παρέμεινε εκεί ασαφής η φύση αυτού τού «Αγαθού», και να καταστή ταυτόχρονα σαφές, ότι κανένας άλλος δεν την εξασκούσε, πέρα και εκτός απ’ τον Σωκράτη. Αυτό που δεν φανερώθηκε ωστόσο παρά ως υπαινιγμός τότε στον «Ευθύδημο», προβιβάσθηκε και κατέστη «συστηματικά» σαφές στο μεγάλο οικοδόμημα της «Πολιτείας». Όπου ο «κάλλιστος και δικαιότατος άνθρωπος» καταλαμβάνει την υψίστη θέση στην κλίμακα της ευδαιμονίας (580 BC)· «και πρόκειται για τον βασιλικώτατον άνθρωπο, που άρχει και βασιλεύει στον ίδιον του κατ’ αρχάς τον εαυτό». Βλέπουμε να επαναλαμβάνονται λοιπόν εμφαντικά στον «Πολιτικό» τα ίδια τώρα λόγια: «όποιος κατέχει αυτήν την τέχνη, είτε πραγματικά άρχει είτε όχι», και το βλέμμα μας δεν μπορεί παρά να κατευθυνθή στον σιωπηλά παρόντα εκεί Σωκράτη, τον άνθρωπο που βασιλεύει και άρχει στον ίδιον του (κατ’ αρχάς…) τον εαυτό.

( συνεχίζεται )

2 σχόλια:

Θωμάς είπε...

Στον Πολιτικό ο Ελεάτης Ξένος παρατηρεῖ: γραφῆς δὲ καὶ συμπάσης χειρουργίας λέξει καὶ λόγῳ δηλοῦν πᾶν ζῶον μᾶλλον πρέπει τοῖς δυναμένοις ἔπεσθαι· τοῖς δ᾽ ἄλλοις διὰ χειρουργιῶν. Τὸ λεκτικὸ καὶ ὁ λόγος ἔχουν ἰσχυρότερη ἐπίδραση καὶ δηλωτικὴ ἱκανότητα σὲ σύγκριση μὲ ὁποιαδήποτε χειροτεχνημένη παράσταση. Ἡ χειρουργία, εἴτε ζωγραφικὴ εἴτε γλυπτικὴ εἶναι, ὑπολείπεται σὲ ἐκφραστικότητα καὶ ἐνάργεια. Γιὰ ἐκείνους, βέβαια, ποὺ δὲν εἶναι δεκτικοὶ (τοῖς δ' ἄλλοις) θὰ βρεθεῖ μιὰ πιὸ χειροπιαστὴ ἀποτύπωση (διὰ χειρουργιῶν). Ὁ ὁρισμὸς τοῦ βασιλικοῦ πολιτικοῦ εἶναι ἐξεικόνιση μὲ λόγια, καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: Γιατί ἡ διὰ τοῦ λόγου ἐξεικόνιση καὶ περιγραφὴ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὴ ζωγραφική παράσταση; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει ὁ Πλάτων ὄχι στὸν Πολιτικό, ἀλλὰ στὸν Φαϊδρο (275d-e). Ἐκεῖ θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ γραφὴ μοιάζει μὲ τὴ ζωγραφική (τοῦτ' ἔχει γραφὴ καὶ ὡς ἀληθῶς ὅμοιον ζωγραφικῇ), τὴ θυμίζει καὶ μᾶς τὴ φέρνει στὸν νοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ γραφὴ μοιάζει μὲ τὴ ζωγραφική, ἐπειδὴ ἀποδίδει μὲ ζωντάνια τὰ πράγματα (καὶ γὰρ τὰ ἐκείνης ἔκγονα ἔστηκε μὲν ὡς ζῶντα). Ἡ γραφὴ σύμφωνα μὲ τὸν Φαῖδρο στὴν πραγματικότητα ὑπολείπειται καὶ βγαίνει χαμένη ἀπὸ τὴ σύγκριση, ἐπειδή, ἐὰν ρωτήσεις τις ἐξεικονίσεις της, τὰ δημιουργήματά της σιωποῦν (ἐὰν δ' ἀνέρῃ τι, σεμνῶς πάνυ σιγᾷ). Ἐξάλλου, ὁ γραπτός λόγος ἐπαναλαμβάνεται αὐτούσιος. Τὸ βλέπουμε αὐτό, ἐξηγεῖ ὁ Πλάτων, ὅταν ὑποδεικνύει κανεὶς κάποια ἀδυναμία τοῦ γραπτοῦ κειμένου. Τότε τὸ γραπτὸ κείμενο, τὸ σῶμα τῆς γραφῆς, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει στὴν αἰτίαση οὔτε νὰ τὴν ἀνασκευάσει. Τὸ γραπτὸ στέκει ἀνυπεράσπιστο, ἀδύναμο νὰ δώσει ἐξηγήσεις ἱκανὲς νὰ τὸ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν κατηγορία. Αὐτὲς τὶς ἐξηγήσεις, τὸν ὑπερασπιστικό, δηλαδή, λόγο, μπορεῖ νὰ τὶς δώσει μόνον ὁ πατέρας καὶ δημιουργὸς τοῦ λόγου (τοῦ πατρὸς ἀεὶ δεῖται βοηθοῦ· αὐτὸς γὰρ οὔτ᾽ ἀμύνασθαι οὔτε βοηθῆσαι δυνατὸς αὑτῷ). Ὁ γραπτός λόγος εἶναι εἴδωλο τοῦ ζωντανοῦ καὶ ἔμψυχου λόγου αὐτοῦ ποὺ γνωρίζει (τὸν τοῦ εἰδότος λόγον λέγεις ζῶντα καὶ ἔμψυχον, οὐ ὁ γεγραμμένος εἴδωλον ἄν τι λέγοιτο δικαίως, 276a). Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει δὲν πρόκειται νὰ πάρει στὰ σοβαρὰ τὸν λόγο ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ στέκει ἀνήμπορος μπροστὰ στοὺς κατηγόρους του καὶ τὶς κατηγορίες ποὺ τοῦ ἀπευθύνουν χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ διδάξει τὴν ἀλήθεια (οὐκ ἄρα σπουδῇ αὐτὰ ἐν ὕδατι γράψει μέλανι σπείρων διὰ καλάμου μετὰ λόγων ἀδυνάτων μὲν αὐτοῖς λόγῳ βοηθεῖν, ἀδυνάτων δὲ ἱκανῶς τἀληθῆ διδάξαι, 276c). Ὁ γνώστης, ἐὰν γράψει, θὰ τὸ κάνει γιὰ τὸ κέφι του, ὡς παιχνίδι (παιδιᾶς χάριν σπερεῖ τε καὶ γράψει, 276d). Μία περίπτωση ὑπάρχει νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς στὰ σοβαρὰ μὲ τὸν γραπτὸ λόγο, ἐὰν θέλει νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ φθορὰ τῆς μνήμης ἀπὸ τὰ γηρατειά, καταγράφοντας τὶς σκέψεις του γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ ὅσους ἔχουν παρόμοια μὲ αὐτὸν ἐνδιαφέροντα (ἑαυτῷ τὰ ὑπομνήματα θησαυριζόμενος, εἰς τὸ λήθης γῆρας ἐὰν ἴκηται, καὶ παντὶ τῷ ταὐτὸν ἴχνος μετιόντι, 276d). Ὅλα αὐτὰ δὲν συνεπάγονται ὅτι ἡ συγγραφὴ δὲν εἶναι ὡραία. Ὁ Πλάτων θὰ μᾶς πεῖ ὅτι εἶναι ὡραῖο τὸ γράψιμο, ἀλλά, ὅπως θὰ ἰσχυριστεῖ στὴ συνέχεια αὐτοῦ του μέρους τοῦ Φαίδρου, εἶναι πολὺ καλύτερο καὶ πολὺ ὡραιότερο νὰ ἀναλάβει κανεὶς τὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὴ γνώση καὶ σὲ αὐτὴ νὰ σπείρει λόγους ποὺ νὰ μποροῦν νὰ ἀμύνονται, νὰ γονιμοποιοῦν, νὰ δημιουργοῦν καὶ νὰ μείνουν ἀθάνατοι. Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ὅλα αὐτά; Ἡ πλατωνικὴ ἀπάντηση στὸν Φαῖδρο εἶναι ἄμεση καὶ ξεκάθαρη: μὲ τὴν τέχνη τῆς διαλεκτικῆς (τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενος).
Στέφανος Δημητρίου, σχόλιο 81 στη μετάφραση του Πολιτικού,ΜΙΕΤ.

Θωμάς είπε...

Σχόλιο 83. Τὰ ὅσα ἐπισημαίνει ὁ Πλάτων στὸν Φαίδρο (275d-277e) δείχνουν ὅτι ὁ ἴδιος θεωρεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴ ζωντανὴ ἐξεικόνιση τὴ γνώση τοῦ ἀντικειμένου τὸ ὁποῖο ἐξεικονίζει. Ὁ ὁρισμὸς καὶ ἡ διαίρεση τοῦ ἀντικειμένου σὲ εἴδη εἶναι οἱ καθοριστικοί ὅροι γιὰ αὐτὴ τὴ γνώση. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει πιὸ ξεκάθαρη ἡ παράσταση τοῦ πολιτικοῦ καὶ τῆς πολιτικῆς ὅπως ἀποτυπώνεται στὸν Πολιτικό. Τονίστηκε ὅτι αὐτὴ ἡ παράσταση εἶναι ἀναγκαία, ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ περὶ τὸν πολιτικὸν ἀπόδειξις. Στὸ 277a-c, ποὺ μᾶς ὀδήγησε στὴ συνεξέταση τῶν συναφῶν χωρίων τοῦ Φαίδρου, ὁ Ελεάτης Ξένος προέβη σὲ διάκριση ἀνάμεσα στὴ χειροτεχνημένη ἐξεικόνιση καὶ τὴν ἐξεικόνιση μὲ τὰ λόγια. Ἡ ζωγραφική παράσταση ὑπολείπεται σὲ δραστικότητα. Ἡ διὰ τοῦ λόγου παράσταση, ὅπως εἶδαμε καὶ στὰ σχετικὰ χωρία τοῦ Φαίδρου, ἔχει νόημα μόνον ἐφόσον ἔχει διασφαλιστεῖ ἡ γνώση τοῦ ἀντικειμένου της. Αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει ὁ ζητητὴς τῶν ὁρισμῶν μόνον τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενος. Ἂς τὸ δοῦμε στὸ 276e-277a τοῦ Φαίδρου, σὲ ἕνα χωρίο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει νὰ καταλάβουμε πιὸ καθαρὰ πῶς ἐργάζεται ὁ Ἐλεάτης Ξένος γιὰ νὰ δώσει τὴν παράσταση τοῦ πολιτικοῦ, ὥστε νὰ φτάσει στὸν ὁρισμό τους πολὺ δ' οἶμαι, καλλίων σπουδὴ περὶ αὐτὰ γίγνεται, ὅταν τις τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενος, λαβῶν ψυχὴν προσήκουσαν, φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ' ἐπιστήμης λόγους, οἱ ἑαυτοῖς τῷ τε φυτεύσαντι βοηθεῖν ἱκανοὶ καὶ οὐχὶ ἄκαρποι, ἀλλ᾿ ἔχοντες σπέρμα, ὅθεν ἄλλοι ἐν ἄλλοις ἤθεσι φυόμενοι τοῦτ᾽ ἀεὶ ἀθάνατον παρέχειν ἱκανοί, καὶ τὸν ἔχοντα εὐδαιμονεῖν ποιοῦντες, εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα («Ἀλλὰ πολὺ πιὸ ὄμορφος, νομίζω, γίνεται ὁ ζῆλος γι' αὐτά, ὅταν ἕνας, χειριζόμενος τὴ διαλεκτική τέχνη, παραλάβει καμιὰ ψυχὴ πρόσφορη, καὶ φυτέψει καὶ σπείρει μέσα της λόγους μὲ γνώση, ποὺ νὰ ‘χουν τὴ δύναμη νὰ βοηθοῦνε καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν φυτευτή τους καὶ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρποι, ἀλλὰ νὰ φέρνουν καρπούς, κι ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ φυτρώνουν ἄλλοι μέσα σ' ἄλλες πάλιν ψυχές, καὶ νὰ 'χουν τὴ δύναμη νὰ διατηροῦν ἀθάνατο μέσα τους τὸ σπέρμα, καὶ νὰ φέρνουν εὐδαιμονία σ' ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔχει, ὅσο τοῦτο γίνεται στὸν ἄνθρωπο» (μτφρ. Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλου μὲ προσαρμογὴ τῆς ὀρθογραφίας). Ὅμως οὔτε καὶ αὐτὸ εἶναι ἁπλό. Ἄλλωστε, λίγο πρὶν στὸν Πολιτικὸ ὁ Ἐλεάτης Ξένος διευκρίνισε ὅτι γιὰ ὅσους δὲν μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν τὴ διαλεκτικὴ ἔκθεση θὰ χρειαστεῖ πιὸ χειροπιαστὴ παράσταση μέσω τῶν ἔργων τῆς ζωγραφικῆς καὶ τῆς γλυπτικῆς, πού, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸ 275d-e τοῦ Φαίδρου, εἶναι ἄλαλα καὶ νεκρά. Τι συμβαίνει ὅμως μὲ τὴν ἀποτύπωση τῆς παράστασης διὰ τοῦ λόγου, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται σὲ ὅσους μποροῦν νὰ τὴν παρακολουθήσουν; Ἡ ἀποτύπωση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀναπτυχθεῖ ἱκανοποιητικά. Αὐτὸ πρέπει νὰ κάνει ὁ Ἐλεάτης Ξένος καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τοῦ ζητεῖ ὁ νεότερος Σωκράτης: Τοῦτο μὲν ὀρθῶς· ὅπῃ δὲ ἡμῖν οὔπω φὴς ἱκανῶς εἰρῆσθαι δήλωσον (277c). Δήλωσον: αὐτὸ ἀξιώνει ὁ νεαρὸς Σωκράτης ἀπὸ τὸν Ἐλεάτη Ξένο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ξένου θὰ ὁρίσει τὸ πεδίο ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὴ ἡ σύσταση μιᾶς μεταθεωρίας. Πρόκειται γιὰ τὸν μεταθεωρητικό – ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα μὲ σύγχρονους ὅρους – ἀναστοχασμὸ σὲ σχέση ὄχι μόνο μὲ τὴ χρήση ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κατασκευὴ τῶν παραδειγμάτων καὶ τὴν εἰς ἄπειρον ἀναδρομὴ ἀπὸ παράδειγμα σὲ παράδειγμα, τὴ διαρκή, ἀτέρμονη ἀναδρομὴ σὲ παραδείγματα, ἡ ὁποία ἀρθρώνει καὶ συνδέει τὰ παραδείγματα σὲ κρίκους μιᾶς ἐξηγητικῆς ἁλυσίδας. Αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει τὴν ἀφετηρία γιὰ τὴ χάραξη μιᾶς πορείας καὶ τὸν προσανατολισμὸ τῆς διαλεκτικῆς ἀναζήτησης ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ὁρισμὸ τῆς ἔννοιας «πολιτικὸς» μέσω τῆς παράστασης τῆς τέχνης του, τῆς πολιτικῆς.