Συνέχεια από:Tετάρτη 28 Αυγούστου 2024
Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως στ
Του Karl Rahner
Περαιτέρω θεολογικές σκέψεις
Με την προϋπόθεση της προκαταρκτικής επισήμανσης, την οποία σημειώσαμε στο πρώτο κεφάλαιο για την Αγία Γραφή, πως η είδηση αυτή περί της εκ παρθένου γεννήσεως δεν προέρχεται από την Μαρία, είναι το θεολογικώς αποφασιστικό ερώτημα: πρέπει η επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, υπό την μεθοδολογική θεώρηση (όχι βασική και τελειωτική!), να θεωρεί την εκ παρθένου γέννηση:
Α) είτε ως χρονικά εξαρτώμενη διασαφήνιση αυτής της βεβαίως δεδομένης διαφορετικότητας (Andersartigkeit) ως ένα απλό μοντέλο κατανόησης, που εξαρτάται από την ιστορία, για αυτό που θεωρείται ότι παραμένει, δηλαδή η διαφορετικότητα του γίγνεσθαι του Ιησού μέσα από την νέα, πηγαία, που θέτει μια νέα αρχή, πρωτοβουλία του Θεού για τη σωτηρία, ή
Β) είναι η εκ παρθένου γεννηση, μια με την στενή βιολογική έννοια συνέπεια που προκύπτει από αυτή τη διαφορετικότητα, που καθίσταται η ίδια το περιεχόμενο ολόκληρης, πλήρους δήλωσης περί της διαφορετικότητας. Σε αυτό το δεύτερο μέρος της εναλλακτικής, μπορεί φυσικά να τεθεί ένα διπλό υποερώτημα, εάν αυτή η συνέπεια μπορεί να προκύψει από μόνη την συνείδηση περί πίστεως της όλης Εκκλησίας (όπως ισχύει για τα άλλα δόγματα) ή και από την θεολογική σκέψη του καθενός ξεχωριστά , που καταλαβαίνει επαρκώς για τον εαυτό του, και εάν
Γ) η απόφαση μεταξύ των απαντήσεων στις ερωτήσεις Α) και Β) μπορεί μείνει ανοικτή, εάν δηλαδή είναι δυνατή η παράλειψη μιας οριοθέτησης μεταξύ περιεχομένου και μοντέλου αναπαράστασης.
Αυτές οι τρεις δυνατότητες, δεν είναι τρεις δυνατότητες μεταξύ των οποίων ο καθολικός Χριστιανός και θεολόγος μπορεί να επιλέξει όπως θέλει. Αυτές οι τρεις ερωτήσεις όμως πρέπει να τεθούν θεολογικά, εάν προς στιγμή αφήσουμε μεθοδολογικά κατά μέρος την διδασκαλία της Εκκλησίας. Αν θέλει να τοποθετηθεί κανείς ως προς τα τρία αυτά ερωτήματα, τότε πρέπει να ειπωθούν τα εξής:
Μετά από αυτά που ειπώθηκαν για την εκκλησιαστική διδασκαλία, η απάντηση δεν μπορεί φυσικά να υποστηρίζει την πρώτη εναλλακτική, δηλαδή, ως καθολικοί Χριστιανοί και θεολόγοι, δεν έχουμε το δικαίωμα, να ισχυριζόμαστε θετικά και με κάποια βεβαιότητα, πως η εκ παρθένου γέννηση είναι από βιολογικής απόψεως απλώς μια χρονικά καθορισμένη εξήγηση, ένα απλό μοντέλο κατανόησης, που εξαρτάται από τον χρόνο, ιστορικής φύσεως, γι’ αυτό που εννοείται: δηλαδή ο Ιησούς Χριστός είναι η νέα αρχή της ιστορίας, που ως δεύτερος Αδάμ, ως πράξη πρωτοβουλίας του Θεού, θέτει την νέα αρχή της ιστορίας της σωτηρίας. Δεν μπορούμε φυσικά να απαντήσουμε έτσι.
Από την άλλη, θα μας επιτρέπεται νομίζω να πούμε, πως η εναλλακτική Γ), πως μπορούμε μέχρι ενός βαθμού να αφήσουμε ανοικτό το τι αποτελεί, ως μια δυνατότητα στη δήλωση αυτή για την ατομική συνείδηση πίστεως, ένα μοντέλο δήλωσης ή κατανόησης και τι είναι το περιεχόμενο της δήλωσης, καθώς για την εκκλησιαστική διδασκαλία ορισμένα ερωτήματα φαίνεται πως δεν έχουν απαντηθεί με σιγουριά. Πρέπει να υπενθυμίσουμε, πως κατά την διερεύνηση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, ειπώθηκε πως η εκκλησιαστική διδασκαλία λέει χωρίς αμφιβολία «natus ex Maria Virgine», και πως η συνείδηση της πίστεως της Εκκλησίας και της θεολογίας είχαν κατανοήσει τη δήλωση αυτή δια μέσου δυο χιλιάδων ετών με αυτή την συγκεκριμένη (και όχι μόνο!) βιολογική έννοια. Παραμένει όμως αμφίβολο, μήπως αυτή η από πλευράς της επίσημης διδασκαλίας της Εκκλησίας κατανόηση της πίστεως περί της εκ παρθένου γεννήσεως, απλώς παραπέμπει στον Ματθαίο και τον Λουκά, και με τον τρόπο αυτό αναθέτει την ακριβέστερη σημασία της δήλωσης αυτής στα Ευαγγέλια. Αν εμείς όμως τότε-διατηρώντας κάθε τυπική αυθεντία της εκκλησιαστικής διδασκαλίας-παραπέμπουμε έτσι στον Ματθαίο και τον Λουκά, τότε από καθαρά εξηγητικής απόψεως η ερώτηση αυτή ίσως να μην μπορεί να απαντηθεί μονοσήμαντα, εάν και σε ποιο βαθμό αυτή η εκ παρθένου γέννηση στον Ματθαίο και τον Λουκά έχει απλώς μια ορμή (Moment) ενός σκέτου μοντέλου κατανόησης κατά νου, όπως είπαμε προηγουμένως. Δεν μπορεί επομένως να αποκλειστεί μια κάποια ανοικτοσύνη μιας ερώτησης για την ατομική συνείδηση πίστεως του καθενός. Θα ήταν πάντως θεολογική προχειρότητα αν το δήλωνε κανείς θετικά: είναι βέβαιο, πως η εκ παρθένου γέννηση, όπως παρουσιάζεται στον Ματθαίο και τον Λουκά, και φυσικά στην κατανόηση της πίστεως από πλευράς της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα από τον χρόνο εξαρτώμενο μοντέλο κατανόησης αυτού που στην πραγματικότητα εννοείται. Ο «ολλανδικός κατηχησμός» τείνει προφανώς προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί στην παρουσίαση αυτού που εννοείται, που είναι με μια sensu positivo σωστό, δηλαδή: η νέα αρχή της ιστορίας της σωτηρίας είναι σε αυτόν από πάνω και όχι από κάτω, φαίνεται, για να το πούμε έτσι, πως ο αναγνώστης πρέπει να φτάσει σε αυτή την ιδέα. Αυτό λέγεται με βεβαιότητα, και τίποτε άλλο. Αυτό φυσικά δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ειπωθεί έτσι. Αν οι συντάκτες του «Ολλανδικού κατηχισμού» ήθελαν να το πουν έτσι, είναι ένα άλλο ερώτημα. Σε μια βελτιωμένη έκδοση, την οποία οι συγγραφείς του έχουν εντωμεταξύ συγγράψει, γίνεται κάποια προσπάθεια, να αποφευχθεί αυτή η παρεξήγηση της παλιότερης δήλωσης.
Σε μια τέτοια αποκάλυψη μιας συγκεκριμένης ερώτησης προστίθεται για την ατομική συνείδηση πίστεως του ατόμου και μια διαπίστωση, πως μια πλήρης δήλωση, για το τι εννοεί ακριβώς η φράση, η εκ παρθένου γέννηση «κατανοημένη βιολογικώς» δεν είναι επαρκώς δυνατή. Αυτό συμβαίνει, επειδή δεν είναι δυνατή μια επαρκής οριοθέτηση μεταξύ μοντέλου κατανόησης και του περιεχομένου που εννοείται, και βασικά δεν είναι δυνατή για λόγους αρχής, για λόγους που στο παρόν κείμενο δεν μπορούμε να αναπτύξουμε, γιατί θα έπρεπε να παρουσιάσουμε μια ολόκληρη φιλοσοφία και θεολογία της ανθρώπινης κατανόησης, την ενότητα θεωρίας και έννοιας. Θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να δείξουμε λοιπόν, πως ο άνθρωπος μέσα στην ιστορικά καθοριζόμενη γνώση του δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διαχωρίσει και να διακρίνει επαρκώς το μοντέλο κατανόησης από το εννοούμενο περιεχόμενο, γιατί φυσικά, σκέφτεται πάντα το εννοούμενο με ένα νέο μοντέλο κατανόησης, όταν αποφασίσει επιτέλους να πει «επακριβώς» τι «στην πραγματικότητα» εννοούσε και τι όχι μια προηγούμενη δήλωση. Υπό αυτή την προϋπόθεση, πρέπει να θεωρήσουμε και την εδώ προς σκέψη εκτεθείσα περίπτωση.
Το υποερώτημα, εάν το συμπέρασμα, εφόσον στην εκ παρθένου γέννηση με την βιολογική έννοια πρόκειται περί συνέπειας από εκείνο το κεντρικό περιεχόμενο, μπορεί ο μεμονωμένος θεολόγος, με δική του ευθύνη και κίνδυνο να το συμπεράνει ως συνέπεια, ή αυτό είναι μόνο δυνατό για τη συνείδηση της πίστεως ολόκληρης της Εκκλησίας, ως μιας και ολόκληρης, είναι μια ερώτηση, η οποία μπορεί να δοθεί στην ευθύνη ενός μεμονωμένου θεολόγου, με μια όχι εντελώς διάφανη διακριτικότητα. Δεν έχει και κάποια σημασία επι της αρχής, αν και μια τέτοια ερώτηση έχει σημασία για την σωστή κατανόηση της ιστορίας των δογμάτων και των δυνατοτήτων της. Υπάρχουν αρκετά πράγματα, που στην συνείδηση της πίστεως της Εκκλησίας, βρίσκονται ως συνέπειες μιας πρωταρχικής αποκάλυψης, για τα οποία μπορεί να διερωτηθεί κανείς: μπορεί αυτή η συνέπεια να καταδειχθεί στην λογική εργασία του μεμονωμένου θεολόγου, ή δεν είναι δυνατό αυτό, και η διατύπωση αυτή διενεργείται μόνο από την συλλογική συνείδηση πίστεως της Εκκλησίας;
Μια επιπλέον, τελευταία, σκέψη θεολογικής φύσεως, που συμβάλλει στον σεβασμό της κλασσικής-ορθόδοξης κατανόησης της εκ παρθένου γεννήσεως! Ολόκληρη η παράδοση της πίστεως της Εκκλησίας, αποδίδει στην Μαρία ως εκείνη, που με την ελεύθερη πίστη γίνεται μητέρα του Υιού του Θεού, μια μοναδική θέση στην ιστορία της σωτηρίας, που την κατέχει μόνο αυτή και κανένας άλλος. Αν ο Ιωσήφ ήταν ο ανθρώπινος πατέρας του Ιησού, θα έπρεπε-και ειδικά λόγω του θεολογικού ρόλου που του αποδίδεται στον Ματθαίο-να του αναγνωρισθεί η ίδια λειτουργία στην ιστορία της σωτηρίας, όπως και στη Μαρία. Ή θα έπρεπε να πει κανείς, πράγμα που αντιτίθεται οπωσδήποτε στην συνείδηση πίστεως της Εκκλησίας, πως η λεγόμενη βιολογική καταγωγή του Ιησού από μια μητέρα και ενδεχομένως ένα ανθρώπινο πατέρα, δεν έχει καμιά σχέση προς την σημασία των γονέων αυτών για την ιστορία της σωτηρίας, και πως η Μαρία ανήκει απλώς στη βιογραφία του Ιησού και όχι στην ιστορία της σωτηρίας. Τότε είμαστε όμως αναμφίβολα εκτός της δυο χιλιάδων ετών συνείδησης πίστεως της Εκκλησίας, η οποία ξεκινώντας από τη μαρτυρία της Γραφής, αναγνωρίζει στη Μαρία ένα αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία της σωτηρίας. Αν δεν το κάνουμε, τότε πρέπει κατά συνέπεια να πούμε: αν ο Ιωσήφ ήταν ο ανθρώπινος πατέρας του Ιησού, όπως η Μαρία ήταν μητέρα Του, τότε θα έπρεπε και σε αυτόν, που ο Ματθαίος τον χαρακτηρίζει δίκαιο άνδρα, να αποδοθεί η ίδια μοναδικού είδους θέση στην ιστορία της σωτηρίας, την οποία η εκκλησία αποδίδει στη Μαρία. Περί αυτού δεν μπορεί να γίνει κανένας σοβαρός λόγος, γιατί αντιτίθεται ριζικά ως προς την δομή της ιστορίας της σωτηρίας στην συνείδηση πίστεως της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνει κανείς καθαρότερα τις περαιτέρω συνέπειες, που συνδέονται με το επιπόλαιο παιχνίδι με την ιδέα, ότι ο Ιησούς είχε ένα γήινο πατέρα.
Συνεχίζεται με: Συμπεράσματα που αφορούν στην παιδαγωγική της πίστεως
MONO ΕΝΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΙΣΤΟΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΣ, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΩΣΦΟΡΙΚΟ ΜΗΔΕΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ. ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΟΠΩΣ ΟΙ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ. ΑΠΛΩΣ ΕΞΕΛΙΞΑΝ ΤΗΝ ΠΟΤΑΠΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Α' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ, ΠΟΥ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ, ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ Β', Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ. ΣΑΡΚΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΜΠΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΥΒΡΙ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΟΠΩΣ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου