Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία του όντος) (13)

Συνέχεια από Τετάρτη, 25 Μαΐου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Του Erich Przywara.

4. Τό δεύτερο εσωτερικό θέμα: η σχέση ανάμεσα στίς θεολογικές "σχολές" καί η μοναδική θετική θεολογία τής κυρίαρχης εκκλησίας.
Το θέμα ξεκαθαρίζει -κατ’ αρχάς- σε σχέση με τις τρεις θεολογίες οι οποίες αντλούνται από τα συστατικά στοιχεία τής μοναδικής τάξεως της σωτηρίας.
Η θεολογία των Ελλήνων Πατέρων
καθώς είναι θεολογία τής «μετοχής στο πρόσωπο και στην θεία φύση», έχει σαν συνέπεια την τάση να τοποθετήσει την τυπική λογική αυθεντία απευθείας στο θεό τον ίδιο, καθότι όλα όσα είναι κτιστά και επομένως ακόμη και ο Χριστός και η Εκκλησία, είναι γι’ αυτή «συγκεντρωμένα στον θεό» ολοκληρωτικά, συγκεντρωμένα δηλαδή σε μία πνευματική ύπαρξη στον θεό-πνεύμα, το Αιωνίως Αμετάβλητο. Καθ’ αυτή λοιπόν αυτή η θεολογία στοχεύει στην «θεολογική αυθεντία», η οποία συνίσταται σε μία τυπική «αμετάβλητη θεία παράδοση εν πνεύματι». Εδώ δηλαδή δεν πρόκειται για μία γήινη Εκκλησία η οποία δέχεται την βοήθεια του Αγίου πνεύματος, αλλά αντιθέτως είναι το Ίδιο «αμετάβλητο, αιώνιο και άγιο Πνεύμα» που γίνεται Εκκλησία. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η άποψη της Ελλήνο-ορθόδοξης Εκκλησίας: η θεολογική αυθεντία ανήκει στην «πνευματική παράδοση». Το μυστήριο τής ενσαρκώσεως τοιουτοτρόπως επαναφέρεται σ’ έναν πνευματικισμό καθαρό και η αυθεντία ενός ζωντανού θεού συγκεκριμενοποιείται σε μία «θεία παράδοση». 
Ακόμη και η θεολογία του Αυγουστίνου, επειδή είναι μια θεολογία της «λυτρώσεως μέσω τής καθόδου τού θεού», καταλήγει σε μία τάση για μια θεολογική αυθεντία εξίσου τυπική. Την διακρίνει όμως συγκεκριμένα στον Χριστό σαν «μοναδικό Χριστό κεφαλή και σώμα», καθότι από το ένα μέρος η απειρία του θεού ενσαρκώνεται σε εκείνη την εσωτερική ενότητα των αντιθέτων, δεδομένου ότι είναι χωρο-χρονική επέκταση του Χριστού, ο οποίος είναι «κεφαλή και σώμα». Καθαυτή λοιπόν αυτή η θεολογία στοχεύει στην τυπική θεολογική αυθεντία αυτού του «Όλου Χριστού». Αυτή δε η Χριστολογική αυθεντία περιλαμβάνει τρεις στιγμές. Πρώτον: την απολύτως βασική στιγμή του «αρχικού Χριστού» - και επομένως γίνεται και η αναφορά στο «αυθεντικά Χριστιανικό», που είναι μια «ριζική αυθεντία». Δεύτερον: αυτός ο Χριστός, εννοημένος όμως στην πληρότητα τής ζωής πέραν του Χώρου και του Χρόνου - και επομένως η αναφορά στο «Οικουμενικό», το οποίο είναι μια «συλλογική αυθεντία». Τρίτον: αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, σαν ζων εδώ και τώρα όμως - και επομένως η αναφορά σε ένα «άγγελμα πάντοτε παρόν», που είναι μια «εν ενεργεία αυθεντία». Με αυτόν τον τρόπο όμως έχουμε να κάνουμε μεν με έναν «θεό εν Χριστώ», αλλά αυτό συμβαίνει «εν πνεύματι», εννοημένο αντιστοίχως σαν «Αρχικό πνεύμα», «πνεύμα του κόσμου», «πνεύμα σήμερα». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την αυθεντία του προσωπικού θεού η οποία έχει μεταφερθεί στην προσωπική αυθεντία της Εκκλησίας καθότι αυτή η τελευταία είναι το «πνεύμα Χριστού» το οποίο διαθέτει ορατή εξουσία, αλλά είναι το ίδιο το πνεύμα του Χριστού «αρχικό», «οικουμενικό» και «σύγχρονο», «ενεργεία», να είναι μόνον αυτό, Εκκλησία. Αποτέλεσμα όμως είναι να καταλήγουμε τοιουτοτρόπως στην μεταρρύθμιση. Η θεολογική αυθεντία ανήκει στο "πνεύμα του Χριστού". Και εδώ λοιπόν το μυστήριο τής ενσαρκώσεως εισάγεται σ' ένα καθαρό πνευματικισμό, και η αυθεντία ενός ζωντανού θεού συγκεκριμενοποιείται σε ένα "Χριστιανικό πνεύμα".

Είναι όμως ξεκάθαρο ότι η σχολαστική θεολογία, καθώς είναι θεολογία τής φύσεως (υψωμένης και λυτρωμένης) συνεπιφέρει καθαυτή και εις εαυτή την ιδιαίτερη τάση για μία μορφή αυθεντίας η οποία αντικατοπτρίζει αληθινά στο Ορατό την αυθεντία τού ενσαρκωμένου θεού. Διότι πράγματι μέσα στο πλαίσιο τού ορατού η αυθεντία του θεού, (δηλαδή η αυθεντία τής κυρίαρχης βουλήσεως) μπορεί να αναγγελθεί, να γνωστοποιηθεί, μόνον μέσω τής αυθεντίας μιας κυρίαρχης βουλήσεως καθαρά ανθρώπινης, και δεν μπορεί επομένως να γνωστοποιηθεί διαφορετικά παρά σε μία Εκκλησία αυθεντική, της οποίας η αυθεντία δεν είναι δηλαδή υποκείμενη σε μία απαίτηση υπέρτερη του είδους ενός "πνεύματος του Χριστού" ή μιας "θείας παραδόσεως", αλλά στης οποίας στην ίδια την αδυνατότητα αμφισβητήσεως φανερώνεται το αληθινό "πνεύμα Χριστού" και η αληθινή "θεία παράδοση".[Τό παπικό αλάθητο]
Από το άλλο μέρος, μόνον με την σχολαστική θεολογία, η αποκάλυψη επιδεικνύεται προαιρετικώς μέσω ορθολογιστικών κατηγοριών, με την αυθεντία και το κύρος της "θεολογικής σχολής" και επομένως μέσω μιας αυθεντίας η οποία πραγματοποιήθηκε δια των βασικών εννοιών των διαφόρων σχολών. Και είναι αλήθεια επίσης ότι αυτές οι έννοιες είναι αρχικώς, πρωτογενώς "θεολογικές". Ο θεός είναι ΕΙΝΑΙ (ή ο θεός Είναι). Και επομένως το Είναι είναι μια βασική έννοια. Ο θεός είναι νόηση ή Ιδέα (και επομένως η νόηση ή η Ιδέα είναι βασικές έννοιες), ο θεός είναι βούληση (και επομένως η βούληση είναι βασική έννοια). Αλλά η αυθεντία τής νοήσεως δημιουργεί τον κίνδυνο να επέλθει μια ανατροπή, να εκληφθεί δηλαδή για θεός το Είναι, η νόηση, η Ιδέα ή η βούληση (όπως συμβαίνει στα φιλοσοφικά συστήματα, θεμελιωδώς απολυτοποιημένα, του μοντερνισμού). Στην πραγματικότητα η σχολαστική θεολογία καταλαμβάνει λοιπόν μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στις δύο τάσεις. Είναι αλήθεια ότι ο Ακινάτης δομεί αυτή την ενδιάμεση θέση θεωρώντας τα "άρθρα της πίστεως" σαν "αρχές" από τις οποίες κάθε διαλογισμός ξεκινά και οι οποίες είναι το μέτρο του. Αλλά η ανάπτυξη της σχολαστικής που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από το θέμα που ήδη έχουμε επισημάνει: από το ένα μέρος είναι η αυξάνουσα τάση για μία "θετική θεολογία", ή για να το πούμε καλύτερα για μια θεολογία των θετικών αποφάσεων (βασισμένης στον λόγο τής αποκάλυψης όπως ερμηνεύεται με κύρος από την Εκκλησία) από το άλλο υπάρχει πολλαπλότης σχολών θεολογικών, οι οποίες είναι χωρισμένες και αντιπαρατίθενται βάσει του ορθολογικού τους θεμελίου.

Η ιδιαίτερη εκκλησιολογική αυθεντία της σχολαστικής θεολογίας αναδύεται παρ' όλα αυτά και πάνω απ' όλα σε αυτή την ενδιάμεση θέση. Ακόμη και η "θεολογική σχολή", πράγματι, κατ' ουσίαν δεν είναι "ελεύθερη έκχυση του πνεύματος", αλλά μία "σχολή" και συγκεκριμένα μία "εκκλησιαστική σχολή", συμμορφωμένη δηλαδή στην αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και δεν είναι μικρότερης σημασίας το γεγονός ότι οι "θεολογικές σχολές" εμφανίζονται αρχικώς και αποκλειστικώς από τις μεγάλες εκκλησιαστικές τάξεις και επομένως χρησιμοποιούν έναν τύπο ορθολογικότητος ο οποίος διαθέτει μια μορφή της υπακοής, μια υπακοή στον "Χριστό Βασιλέα" στην αυθεντική βασιλικότητα τής Εκκλησίας, όπως είχε ήδη προαναγγείλει, προηγούμενη όλων των τάξεων, η αρχή του ΚΑΝΟΝΟΣ του Βενέδικτου της Νόρτσια: "Υπηρετώντας για τον Κύριο, Χριστό Βασιλέα, θα ενδυθείς τα δυνατά και ένδοξα όπλα της υπακοής"[χωρίς τόν καρπό τής ταπεινοφροσύνης]. Η βασική στάση απέναντι στην θεία λαμπρότητα, εκείνη δηλαδή που είναι η βασική συμπεριφορά τού Χριστού, δηλαδή του απελευθερωτού, σε αντίθεση με την ανυπακοή του προπατορικού, είναι επίσης, λόγω της ενδιάμεσης θέσης που καταλαμβάνει η σχολαστική θεολογία, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του Χριστιανού: η θεολογική αυθεντία και η Χριστολογική υποτάσσονται στην εκκλησιολογική αυθεντία την οποία διακρίνει την "Εκκλησία της υπακοής στην αυθεντία". Από αυτή την άποψη μόνον η σχολαστική θεολογία είναι εις θέσιν να αντιπαραταχθεί καθοριστικά σε κάθε μορφή πνευματικισμού γενικώς, και αντιπαρατίθεται, σαν θεολογία τής τετάρτης συνόδου του Λατεράνου, σε εκείνο το κέντρο κάθε πνευματικισμού που είναι ο Ιωακειμισμός.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: