8. Σημαντικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος τῶν τελευταίων ἐτῶν
Ἂν θέλουμε νὰ παρουσιάσουμε ὅλε τὶς ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δηλώσεις ἱεραρχῶν, θεολόγων, σωματείων θὰ γεμίζαμε τόμους. Καὶ εἶναι στ᾽ ἀλήθεια νὰ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς μία ἐλάχιστη μειοψηφία Οἰκουμενιστῶν ἱεραρχῶν ὠθεῖ τὴν προσυνοδικὴ διαδικασία καὶ τὰ σχετικὰ κείμενα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιὰ νὰ κάνει τὸ χατήρι τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν παρασυναγωγῶν καὶ γνωστῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν ἑταιρειῶν, καὶ δὲν νοιάζεται γιὰ τὸ ὅτι σκανδαλίζει πλῆθος δικῶν της παιδιῶν, μὲ τὴν διαφαινόμενη βεβαιότητα ὅτι θὰ σχίσει καὶ θὰ διαιρέσει πάλι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔπραξε μὲ τὴν ἐσπευσμένη καὶ μονομερῆ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, τὸ 1924. Θὰ μνημονεύσουμε μόνον κάποιους σπουδαίους σταθμοὺς τοῦ ἀντιοικουμενιστκοῦ ἀγῶνος καὶ κατόπιν, ἐπιλεκτικὰ πάλι καὶ ἐνδεικτικά, θὰ παρουσιάσουμε μερικὲς φρικώδεις ὄντως καὶ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπέγραψαν δυστυχῶς καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι, τὶς ὁποῖες φρικώδεις καὶ παναιρετικὲς ἀποφάσεις θὰ καλύψει καὶ θὰ νομιμοποιήσει τώρα ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος.
Πρῶτος σημαντικὸς σταθμὸς τοῦ ἀντιοικουμενικοῦ ἀγῶνος κατὰ τὴν προηγούμενη δεκαετία εἶναι τὸ πενθήμερο μεγάλο Διορθόδοξο Ἐπιστημο-νικὸ συνέδριο ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου τοῦ 2004, στὴν μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου, τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καὶ ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν. Τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν:«Οἰκουμενισμός: Γένεση – Προσδοκίες - Διαψεύσεις». Οἱ πενήντα (50) εἰσηγη-τὲς ἀπὸ πολλὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πανεπιστημιακῆς ἱεραρχίας ἐκάλυψαν τὸ θέμα σὲ τέσσερις θεματικὲς ἑνότητες: α) Γένεση καὶ ἀνατομία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, β) Ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γ) Οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας καὶ δ) Θεολογικά, ποιμαντικὰ καὶ λειτουργικὰ προβλήματα. Ἐπρόκειτο πράγματι γιὰ μία μοναδικὴ καὶ ἐξονυχιστικὴ ἀνατομία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἐσήμαινε συγχρόνως καὶ μία ἀντικειμενικὴ καὶ ἀμερόληπτη παρουσίαση τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοῦ φαινομένου στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκαλεῖ ἤδη διαιρέσεις καὶ σχίσματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδεινωθοῦν, ἂν ἡ προσεχὴς Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προχωρήσει στὴν ἐκκλησιολογική του νομιμοποίηση. Ὀρθῶς παρατηρήθηκε ὅτι τὸ Συνέδριο προέβη σὲ ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ γράφων εἶναι βέβαιος ὅτι πολλοὶ ἀρχιερεῖς δὲν εἶναι ἐπαρκῶς ἐνημερωμένοι γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸ κίνδυνο ποὺ διαβρώνει ἐκ τῶν ἔσω, ἰδιαίτερα τοὺς κληρικοὺς καὶ θεολόγους, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, καὶ θὰ ἄλλαζε ἡ στάση τους, ἂν ἔστω ἀγρυπνώντας καὶ ξενυχτώντας διάβαζαν τά «Πρακτικά» αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐκδοθῆ σὲ δύο ὀγκώδεις τόμους στὶς ἐκδόσεις «Θεοδρομία» τὸ 2008, καὶ ὑπάρχει ἀκόμη μικρὸς ἀριθμὸς ἀντιτύπων. Θὰ τὰ ἀποστείλουμε δωρεὰν σὲ ὅσους ἀρχιερεῖς μᾶς τὰ ζητήσουν. Ἀπὸ τὶς Προτάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐκτενῆ Πορίσματα στὸ τέλος τοῦ β´ τόμου παραθέτουμε ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν δέκα (10), δείγματος χάριν, τὶς τρεῖς (3) πρῶτες:
1. Ἐπειδὴ εἶναι πανθομολογούμενο πλέον, μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ ἔτη, τὸ ἀνώφελο καὶ ἐπιζήμιο τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ὅρους διομολογια-κῆς καὶ διαθρησκειακῆς ἰσότητος καὶ ἰσοπεδώσεως, στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», στοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, προτείνεται νὰ προχωρήσουν καὶ οἱ λοιπὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλη-σίες σὲ ἀποχώρηση ἀπὸ τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ σὲ διακοπὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν διαλόγων. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν ἀπαιτεῖται πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ καὶ ἡ συμμετοχὴ ἀποφασίσθηκε μεμονωμένως. Ὁ μόνος διάλογος ποὺ δικαιολογεῖται βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν προσερχομένων αὐτοπροαιρέτως νὰ σωθοῦν ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων: «Τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;» ἤ «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».
2. Νὰ ἀναθεωρήσουν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ προπαντὸς ἡ προηγουμένη τῇ τιμῇ καὶ ταῖς πρωτοβουλίαις Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τὶς σχέσεις τους πρὸς τὸν Παπισμό, τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο, μέσῳ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Μάρκου Εὐγενικοῦ, Κολλυβάδων Ἁγίων, μέχρι καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς, θεωροῦν ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία».
3. Νὰ τηρηθοῦν οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους γενικῶς, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ ὄχι μόνο τὴν εὐχαριστιακὴ συμπροσευχή, ὅπως προβάλλεται ἐσχάτως. Ἡ τήρηση τῶν κανόνων ἐπιβάλλεται κυρίως σὲ θέματα πίστεως καὶ ὄχι μόνον σὲ θέματα διοικήσεως καὶ δικαιοδοσιῶν»[13].
Ὁ δεύτερος μεγάλος σταθμὸς τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ποὺ εἶχε καὶ καλύτερα ποιμαντικὰ ἀποτελέσματα, ἦταν ἡ σύνταξη καὶ κυκλοφόρηση τὸ 2009 ἀπὸ τὴν ἄτυπη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» τῆς γνωστῆς, περίφημης καὶ ἱστορικῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμε-νισμοῦ». Στὸ ὁμολογιακό, ἀγωνιστικό, ὀρθοδοξώτατο καὶ πατερικώτατο αὐτὸ κείμενο μὲ ἁπλὰ λόγια, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστούς, παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν αὐτοσυνειδη-σία της τὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ γιὰ τὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νέες, σὲ ἐννέα (9) σύντομες ἑνότητες: 1. Φυλάττουμε ἀμετακίνητα καὶ ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδο καὶ οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν. 2. Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι μήτρα αἱρέσεων καὶ πλανῶν. 3. Τὰ ἴδια ἰσχύουν, σὲ μεγαλύτερο βαθμό, γιὰ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλὲς αἱρέσεις, προσέθεσε δὲ πολὺ περισσότερες. 4. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ μετάνοια, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη· ἕνωση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. 5. Ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρέτικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν πλάνη, ἀποφεύγουμε τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τὶς συμπροσευχές. 6. Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα εἶχε ἀπορριπτικὴ καὶ καταδικα-στικὴ στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων. 7. Ὁ διαχριστιανικὸς συγκρητισμὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διευρύνθηκε τώρα καὶ σὲ διαθρησκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες μὲ τὴν μοναδική, θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεοσέβεια, θεογνωσία καὶ κατὰ Χριστὸν ζωή. 8. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἐν μόνῃ τῇ ἀληθεῖ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου καὶ οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. 9. Ὑπάρχουν προσωπικὲς καὶ συλλογι-κὲς εὐθύνες τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων, ἀπέναντι στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ στὸ ποίμνιό τους.
Ἡ «Ὁμολογία» ἐκυκλοφορήθη σὲ χιλιάδες ἀντιτύπων· εἶχε σεισμικὴ καὶ τεράστια ἀπήχηση μεταξὺ τῶν πιστῶν[14]. Ὑπογράφτηκε ἀπὸ ἕξι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες καθηγουμένων, ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων καὶ μοναχῶν καὶ πολλὲς χιλιάδες λαϊκῶν. Οἱ ὑπογραφὲς ἔφθασαν τὶς σαράντα χιλιάδες (40.000). Ἐθορύβησε καὶ ἐτάραξε τοὺς Οἰκουμενιστάς, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος μὲ ἔγγραφο του πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ἐζήτησε ἡ προσεχὴς Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2009 νὰ ἐπιβάλει ποινὲς σὲ ὅσους κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς τὴν ὑπέγραψαν, ἀλλά, ὅπως ἐλέχθη, βρῆκε τὶς πόρτες κλειστές. Ὁ ἴδιος δὲν τόλμησε νὰ τιμωρήσει τοὺς Ἁγιορείτες, γιατὶ ἦσαν πάμπολλοι αὐτοὶ ποὺ ὑπέγραψαν, περιορίσθηκε δὲ σὲ νουθεσίες καὶ ὀργισμένες ἐπιπλήξεις στὶς μετὰ ταῦτα ἐπισκέψεις του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὴν ὀργὴ αὐτὴ τοῦ πατριάρχου καὶ τὸ ἐπισφαλὲς τῶν ἐπιχειρημάτων του ἐσχολίασε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν», μὲ δύο ἐξαιρετικὰ κείμενα: α) Ἡ ὀργὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴ Μεγίστη Λαύρα Ἁγίου Ὄρους ἀποκαλύπτει πολλὰ καὶ β) «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Τὰ κείμενα αὐτὰ συμ-πληρωθέντα ἀπὸ δύο ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα τοῦ μεγάλου λογοτέχνου καὶ ἁγιογράφου καὶ μεγάλου προμάχου καὶ ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Φώτη Κόντογλου ἐξεδόθησαν καὶ ἐκυκλοφορήθησαν σὲ μεγάλο ἀριθμὸ ἀντιτύπων σὲ ὡραῖο ἔγχρωμο τεῦχος μὲ φωτογραφίες ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ συναντήσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν "Φώτης Κόντογλου"» (Τρίκαλα 2011) καὶ μὲ πρόλογο τοῦ ἀγωνιστοῦ καὶ ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου[15].
Τὸ πόσο ἐνόχλησε ἡ «Ὁμολογία Πίστεως» τοὺς Οἰκουμενιστὰς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν γεμάτη μῖσος, ἐμπάθεια, δηλητήριο καὶ κακία ἀναφορὰ ποὺ ἔκανε ὁ Π. Καλαϊτζίδης, διευθυντὴς τῆς μεταπατερικῆς-αἱρετικῆς «Ἀκαδη-μίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, κλείνοντας τὸ Συνέδριο, ποὺ διοργανώθηκε στὸ Παρίσι (18-20) Ὀκτωβρίου 2012 ἀπὸ τὸ Ἰνστιτοῦτο Ὀρθό-δοξης Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ τὸ Centre Oecuménique τοῦ Πανεπι-στημίου τῆς Leuven σὲ συνεργασία μὲ τὸ College des Barnardins καὶ τὸ περιοδικὸ Contancts. Τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίουἦταν «Comprendre les enjeux du prochain Concile de l' Église orthodoxe».Τὰ Πρακτικὰ τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ αὐτοῦ Συνεδρίου ἐκυκλοφορήθηκανμεταφρασμένα στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ» τὸν Ὀκτώβριοτοῦ 2015, μὲ τίτλο «Καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν... Ἡ μέλλουσαΠανορθόδοξη Σύνοδος. Ζητήματα-Διλήμματα-Προοπτικές». Ἡ ἔλλειψηθεολογικῶν ἐπιχειρημάτων ὠθεῖ τὸ ἐν λόγῳ προ-βεβλημένο στέλεχοςτῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ὕβρεις καὶ ἀπαξιωτικοὺς χαρα-κτηρισμοὺς καὶδείχνει ἐμφανῶς πρὸς τὰ ποῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ ἀκραῖοι, οἱφονταμενταλιστὲς καὶ οἱ φανατικοί. Παραθέτουμε ὅσα εἶπε σὲ ὑποσημείωση[16]. Ζητεῖ μάλιστα νὰ ληφθοῦν καὶ μέτρα ἐναντίον μας. Καὶ ἡ καλή μας σύνοδος δὲν τοῦ χαλᾶ τὸ χατήρι. Νά τοὺς χαιρόμαστε!
Στὴν δεκαετία ποὺ διατρέχουμε ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε, ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἄλλες, μερικὲς ἀκόμη σημαντικὲς ἀντιοικουμενιστικὲς ἐνέργειες. Κατὰ τὸ 2014 Ἁγιορεῖτες Πατέρες ποὺ ξεπερνοῦν τοὺς 150 καὶ ἀπὸ τὶς Ἱερὲς Μονὲς καὶ ἀπὸ τὶς Σκῆτες καὶ ἀπὸ τὰ Κελλιά, ἐκυκλοφόρησαν καὶ ὑπέγραψαν μνημειώδη ἔκδοση, πεποικιλμένη μὲ σπάνιες φωτογραφίες ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις Οἰκουμενιστῶν, μὲ τίτλο: «Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Πίστεως». Στὴν ἔκδοση αὐτή, ποὺ εἶχε ἐπίσης μεγάλη διάδοση καὶ ἀπήχηση, παρουσιάζεται ἐντυπωσιακὸ καὶ ἐν πολλοῖς ἄγνωστο ὑλικὸ στὶς ἑξῆς ἑνότητες: α) Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες οἱ ὑπὸ Λατινοφρόνων μαρτυρήσαντες β) Ἡ διαχρονικὴ ὁμολογιακὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ σημερινὴ ἀπουσία καὶ σιωπὴ του γ) Διμερὴς Διάλογος Ὀρθοδόξων Ρωμαιοκαθολικῶν, δ) Ὁ Διάλογος στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου «Ἐκκλησιῶν», ε) Συμπροσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρή-σκους, στ) Διαχρονικὴ καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ζ) Οἱ Ἁγιορεῖτες γιὰ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες, η) Ἀξιομνημόνευ-τα Ὁμολογιακὰ Ἁγιορειτικὰ κείμενα θ) Κραυγὴ ἀγωνίας συγχρόνων Ἁγιορειτῶν Πατέρων ι) Ὁμολογιακὴ στάση Ἁγιορείτου Γέροντος ια) Ἐπίλογος ιβ) Ἔκτακτο Παράρτημα. Ὁ πάπας Φραγκῖσκος στὸ Φανάρι[17].
Ὅπως προηγουμένως εἴπαμε, ἡ «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμε-νισμοῦ» προκάλεσε ἐντυπωσιακὴ ἀφύπνιση. Σκεπτόμασταν δὲ ὅτι μετὰ παρέλευση τόσων ἐτῶν, ἀπὸ τὸ 2009 ἐχρειάζετο μία ἀνανέωση καὶ ἐνίσχυση ἐκείνου τοῦ κειμένου. Ὡς ἀπὸ Θεοῦ ἀπάντηση σ᾽ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς μᾶς ἦλθε ἕνα ἐξαιρετικὸ κείμενο «Νέας Ὁμολογίας κατὰ τοῦ Οἰκουμενι-σμοῦ» ποὺ συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 2015 ἡ Ρουμανικὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὁποία ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας. Τὸ κείμενο αὐτό, ὑπογεγραμμένο ἀπὸ ὅλους τοὺς μονα-χοὺς τῆς Σκήτης, πάνω ἀπὸ τριάντα, μετὰ τῶν προεστώτων καὶ πνευμα-τικῶν της, ἐκυκλοφορήθη ρουμανιστὶ στὴν Ρουμανία καὶ προεκάλεσε εὐ-φροσύνη στοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ ὀργὴ καὶ καταισχύνη στοὺς Οἰκουμενιστάς. Τὸ κείμενο, μεταφρασμένο στὰ ἑλληνικὰ ἀποδέχθηκε καὶ ἐπήνεσε ἡ «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν», τὸ ὑπέγραψε ὡς ἰδικόν της διὰ τῶν ἐκπροσώπων της καὶ τὸ ἐδημοσίευσε στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο γιὰ νὰ τὸ ὑπογράψουν ὅσοι ἐπιθυμοῦν.[18]
Ὡς τελευταία, ἀλλὰ πολὺ σημαντικὴ ἐνέργεια κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νὰ μνημονεύσουμε κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» μὲ τίτλο «Ἡ Νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι σημαντικό, διότι ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος μὲ βάση κείμενα καὶ δηλώσεις του, ἔχει ἀπορρίψει τὴν παραδοσιακὴ πατερικὴ ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἔχει ἀσπασθῆ τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τοὺς αἱρετικούς, ὡς καὶ τὴν βαπτισματικὴ θεολογία τοῦ μητροπολίτου Περγάμου, βάσει τῆς ὁποίας ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι, ἀκόμη καὶ οἱ αἱρετικοί, ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία. Δυστυχῶς αὐτὴν τὴν νέα αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία προσπαθοῦν νὰ περάσουν καὶ νὰ τῆς δώσουν πανορθόδοξο κῦρος ὁ πατριάρχης Βαρθολο-μαῖος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν νεωτερίζοντες Οἰκουμενισταὶ στὴν προσεχῆ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. Τὸ κείμενο ὑπογράφτηκε ἀπὸ ὀκτὼ ἀρχιερεῖς, ἀπὸ ἑκατοντάδες κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς καὶ χιλιάδες λαϊκούς. Δημοσιεύθηκε στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο, κυκλοφορήθηκε δὲ καὶ σὲ ἰδιαίτερο τεῦχος σὲ χιλιάδες ἀντιτύπων ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» μαζὶ μὲ ἄλλα ἐπίκαιρα ὁμολογιακὰ κείμενα, ὅπως τὴν συνέντευξη τοῦ Ἁγιορείτου Γέροντος Γαβριὴλ μὲ θέμα «Πάπας καὶ Οἰκουμενισμός», τὴν γνώμη τοῦ Γέροντος Ἱερομονάχου Εὐθυμίου τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ Καψάλας γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, παρουσίαση τῆς ἐκδόσεως τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων «Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς πίστεως» κ.ἄ[19].
9. Προσθαφαιρέσεις καὶ ἀλλαγὲς στὸ συνοδικὸ κείμενο προσβάλλουν τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα
Μετὰ τὴν ἐνδεικτικὴ καὶ δειγματοληπτικὴ παρουσίαση τῆς ἀπόρριψης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο, παρὰ ταῦτα ἐκβιαστικά, μὲ τὸ ζόρι, πάει νὰ ἀναγνωρίσει ἡ δῆθεν Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος, καὶ μάλιστα ἀποκρύπτοντας καὶ καταργώντας τὸν τίτλο «Οἰκουμενικὴ Κίνηση», ὥστε νὰ μὴ πάρουν εἴδηση οὔτε οἱ ἱεράρχες οὔτε οἱ πιστοί, ἂς παρακολουθήσουμε καὶ τὶς ἄλλες σημαντικὲς ἀπώλειες μὲ τὶς προσθαφαιρέσεις καὶ νοθεύσεις ποὺ ἔκανε ἡ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἀποδέχθηκε ἡ Ε´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ξεχωριστοῦ κειμένου «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», ποὺ τώρα συγχωνεύθηκε μὲ τὸ ἄλλο, στὴν πρώτη κιόλας παράγραφο ὑπῆρχε ἡ πανηγυρικὴ διακήρυξη ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθῄσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησία ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλη-σίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου». Στὰ δύο σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ κείμενα ἐκφραζόταν δύο φορὲς ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία· στὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» μὲ τὴν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» καὶ στὸ ἄλλο γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ παραθέσαμε μὲ τὴν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Δὲν ἦταν καλύτερο, ἐμφαντικώτερο, ἀποτελεσματικώτερο τὸ ὅτι δύοφορὲς σὲ δύο σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ κείμενο, τονίζαμε τὴν ἐκκλησιο-λογική μας αὐτοσυνειδησία; Γιατί ἐνοχλήθηκαν οἱ νέοι οἰκουμενίζοντες συντάκτες, «διορθωτές» καί «βελτιωτές» καὶ ἔκοψαν τὴ μία, κολοβώνοντας καὶ κακοποιώντας τὰ προηγούμενα κείμενα; Πρέπει ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (1948) οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι συμμετέχοντας σὲ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις κατέθεσαν σαφέστατες κοινὲς Δηλώσεις, ἱστορικὰ ὄντως κείμενα, ὅπου ἐξέφραζαν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἔγινε στὴν Λωζάνη (1927), στὸ Ἐδιμβοῦργο (1937), στὴ Λούνδ (1952), στὸ Ἔβανστον (1954), καὶ στὸ Νέο Δελχί (1961). Εἰδικῶς δὲ γιὰ τὸ θέμα τοῦ Πάσχα στὴ Ναϊρόμπι (1975). Δὲν ἐδίσταζαν νὰ ἐπικρίνουν τὴν «περιεκτική» γλώσσα τῶν κειμένων, ἡ ὁποία ἐπέτρεπε «νὰ ὑποκρύπτωνται ὑπὸ τὰς αὐτὰς λέξεις δύο νοήματα καὶ δύο διάφοροι ἀντιλήψεις καὶ ἐξηγήσεις τῶν κοινῇ παραδεκτῶν γενομένων προτάσεων, οὐδὲ δύναται ποτὲ Ὀρθόδοξος νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἕνωσις στηριζομένη ἐπὶ διφορουμένων προτάσεων εἶναι παραμόνιμος»[20]. Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἀπορρίπτουν τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία τῶν Προτεσταντῶν, εὐθαρσῶς μὲ ἰδιαίτερες «Δηλώσεις» διετύπωναν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐνδεικτικὰ παραθέτουμε μικρὰ ἀποσπάσματα:
Στὴν Λωζάνη (1927): Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἀδυνατοῦμεν νὰ ἐννοήσωμεν ἕνωσιν περιοριζομένην εἰς ἐλάχιστα κοινὰ σημεῖα, διότι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅπου ἐλλείπει ἡ ὁλοκληρία τῆς πίστεως, ἐκεῖ οὐδεμία δύναται νὰ ὑπάρξει κοινωνία ἐν τοῖς μυστηρίοις. Οὐδὲ δύναται ἐν προκειμένῳ νὰ ἐφαρμοσθῆ ἢ ἐν ἄλλοις περιστάσεσιν ἰσχύουσα ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας, τὴν ὁποίαν πολλάκις ἐπέδειξεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρὸς τοὺς ἐπιστρέφοντας εἰς αὐτήν»[21].
Στὸ Ἐδιμβοῦργο (1937): «Θέλομεν νὰ βεβαιώσωμεν, ὅτι ἡμεῖς ἐμμένομεν εἰς τοῦτο, ὅτι ἡ μυστηριακὴ κοινωνία (Intercommunio) πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ ἐπιστέγασμα γνησίας καὶ πραγματικῆς ἑνώσεως, ἐφ᾽ ὅσον θὰ ἔχῃ αὕτη ἐπιτευχθῆ διὰ θεμελιώδους συμφωνίας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Μυστηριακὴ ἐπικοινωνία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λογισθῆ ὡς μέσον πρὸς ἕνωσιν Ἐκκλησιῶν»[22].
Στὴ Λούνδ (1952): «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ διακηρύττει... ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καὶ μόνη Ἐκκλησία, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων... Ἤλθομεν ἐδῶ ὄχι νὰ ἐπικρίνωμεν ἄλλας Ἐκκλησίας, ἀλλὰ διὰ νὰ τὰς βοηθήσωμεν νὰ ἴδουν τὴν ἀλήθειαν, νὰ διαφωτίσωμεν τὴν σκέψιν των μὲ ἀδελφικὸν τρόπον, πληροφοροῦντες αὐτὰς περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις εἶναι ἡ Ἐλληνικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀναλλοίωτος ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς»[23].
Εἰς Ἔβανστον (1954): «Ἐν συμπεράσματι ὀφείλομεν νὰ διαδηλώσωμεν τὴν βαθεῖαν ἡμῶν πεποίθησιν ὅτι μόνον ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε πλήρη καὶ ἄθικτον «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Ὄχι ἕνεκεν τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν ἀξιομισθίας, ἀλλὰ διότι εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς ὅταν διατηρῆ «τὸν θησαυρὸν Αὐτοῦ ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ἦ τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορ. 4, 7)[24].
Εἰς Νέον Δελχί (1961): «Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ βασικὸν Οἰκουμενικὸν πρόβλημα εἶναι τὸ τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦν τὴν ἰδέαν «τῆς ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν» καὶ δὲν δύνανται νὰ ὁραματισθοῦν Χριστιανικὴν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακὴν διευθέτησιν. ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία τῶν ὁμολογιῶν, μία μεταξὺ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία»[25].
Συγκινεῖται κανείς, ὅταν διαβάζει τὶς σαφέστατες αὐτές «Δηλώσεις» καὶ καυχᾶται γιὰ τοὺς τότε ἐκπροσώπους μας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Λυπᾶται δὲ καὶ ντρέπεται, γιατὶ μετὰ τὸ Νέο Δελχί (1961) ὄχι μόνο ἔπαυσαν οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ καταθέτουν κοινὲς «Δηλώσεις», ἀλλὰ σὲ Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ὅπως στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) καὶ στὸ Πουσὰν τῆς Νοτίου Κορέας (2013) ὑπέγραψαν μαζὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες ἀπαράδεκτα κείμενα, στὰ ὁποῖα προσβάλλουν καὶ ἀπορρίπτουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Γνωρίζοντας, λοιπὸν αὐτὴν τὴν φρικτὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ποὺ συντελέσθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», τὰ ἴδια πρόσωπα κατευθύνουν τὴν σύνταξη καὶ ἀποδοχὴ τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, γι᾽ αὐτὸ φροντίζουν ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ μὲ διφορούμενη καὶ ἀσαφῆ γλώσσα, ποὺ διδάχθηκαν ἐκεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ ἀφαίρεση κειμένων καὶ προσθήκη ἄλλων νὰ συσκοτίσουν καὶ νὰ μειώσουν τὴν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀθωωθοῦν ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο γιὰ τὰ προδοτικὰ κείμενα ποὺ ὑπέγραψαν. Δὲν ἤθελαν στὰ κείμενα τῆς Συνόδου νὰ ὑπάρχει δύο φορὲς αὐτὴ ἡ αὐτοσυνειδησία, γι᾽ αὐτὸ τὴν περιέκοψαν. Ἐπειδὴ μάλιστα αὐτὴ ἡ δεύτερη φορὰ στὸ κείμενο γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ ἐνοχοποιοῦσε καὶ τοὺς ἴδιους ποὺ ὑπέγραψαν καὶ δέχθηκαν κείμενα μὲ νέα ἐκκλησιολογία. Περὶ τοῦ ὅτι δὲ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς ἐξ ἡμῶν προθύμους Οἰκουμενιστὰς προκύπτει ἀπὸ τὴν τότε εἰλικρινῆ ἐκτίμηση τοῦ π. Γεωργίου Τσέτση, προβεβλημένου στελέχους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τώρα δὲ καὶ μέλους τῆς πατριαρχικῆς ἀντιπροσωπίας, στὴν προσυνοδικὴ διαδικασία, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸ κείμενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» ποὺ τοῦ ἄλλαξαν τὰ φῶτα καὶ ἀφήρεσαν καὶ τὸ πρῶτο του ἄρθρο, γράφει ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ ὑπογράμμιζε μιὰ ἀλήθεια, ἡ ὁποία μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα, μέχρι δηλαδὴ τὸ Νέο Δελχί (1961) βρισκόταν πάντοτε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως ἀπὸ τότε δὲν ἔγινε σαφής μνεία. Καὶ ἐπεξηγώντας ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐγκαταλείφθηκε γράφει ἐπὶ λέξει:
«Πρόκειται γιὰ τὴν βαθειὰ πεποίθηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι εἶναι φορεὺς καὶ μάρτυς τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κείμενο τοῦτο τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογία της, στὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς δομῆς της καὶ στὴν ἐκκλησιαστική της συνείδηση, ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διανοηθεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἕνα εἴδος διομολογιακῆς προσαρμογῆς. Ἔτσι ἡ ἑνότης ποὺ ἀναζητεῖται μέσα στὸ Συμβούλιο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν θεολογικῶν συμφωνιῶν μόνο, γιατὶ ὁ Θεός «καλεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἐν τῷ Μυστηρίῳ και τῇ Παραδόσει τῆς πίστεως βιουμένην ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ὑπενθύμιση αὐτὴ θὰ ἀπογοητεύσει πολλοὺς οἰκουμενικοὺς ἑταίρους καὶ θὰ ἐμπλέξει τὸν θεολογικὸ διάλογο. Μ᾽ ὅλα ταῦτα, πρόκειται γιὰ μιὰ πραγματικότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς νὰ προσαρμοστεῖ, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ οἰκουμενισμοῦ»[26].
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν πραγματικότητα τῆς βαθιᾶς καὶ ἀδιαπραγμάτευτης συνείδησης γιὰ τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα ἀγνοοῦν καὶ οἱ τὰ πρῶτα φέροντες τῆς Συνόδου, δὲν προσαρμόζονται καὶ πέφτουν στὶς παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου κατέστρεψαν καὶ ἐνόθευσαν αὐτὸ τὸ κείμενο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ π. Γεώργιος, ἐντασσόμενος ὅμως καὶ αὐτὸς τώρα ἀδιαμαρτύρητα στοὺς φτηνοὺς Οἰκουμενιστάς.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου