5. Ἡ πανθομολογούμενη ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων
Οἱ οὐσιαστικοὶ λόγοι τῆς ἑνοποιήσεως καὶ συγχωνεύσεως τῶν δύο κειμένων εἶναι προφανεῖς. Ἂν τὰ δύο κείμενα παρέμεναν, ὅπως τὰ εἶχε καλῶς προετοιμάσει ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986), χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἦταν ἀλάνθαστα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦταν ὑποχρεωμένη, βάσει τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅπου γινόταν ξεχωριστὴ ἀναφορὰ σὲ ὅλους τοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, νὰ κάνει πραγματικὴ ἐπικαιροποίηση τῶν ἀποτελεσμάτων, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀναντίρρητη καὶ πανθομολογούμενη ἀποτυχία τους, καὶ μὲ βάση αὐτὴν τὴν παραδοχὴ νὰ ἀποφασίσει τὴν συνέχιση ἢ τὴν διακοπή τους. Ποιός ὅμως ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὰς εἶναι ἕτοιμος νὰ πιεῖ αὐτὸ τὸ πικρὸ γι᾽ αὐτοὺς ποτήρι; Οἱ διάλογοι κατ᾽ αὐτοὺς πρέπει νὰ συνεχίζονται πάσῃ θυσίᾳ, πρὸς χάριν τοῦ λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε ὁ ἀπληροφόρητος καὶ περιφρονημέ-νος λαός, ὡς ἄλογα πρόβατα, νὰ πληροφοροῦνται ὅτι γίνονται διάλογοι καί «θὰ τὰ βροῦμε», θὰ γίνει ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» σύντομα. Ἐνῶ π.χ. ἐξ αἰτίας τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας, ὅπου οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν ἔκαναν οὔτε ἕνα βῆμα πίσω, διεκόπη ὁ Διάλογος ἐπὶ ἔτη, ἐν τούτοις συρθήκαμε ξανὰ ταπεινωμένοι στὰ πόδια τοῦ πάπα καὶ μὲ δική μας πρωτοβουλία, τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ζητήσαμε νὰ ξαναρχίσει ὁ Διάολογος. Ποιός θὰ μποροῦσε μέσα στὴν Σύνοδο νὰ ὑποστηρίξει τὸ κείμενο Διαλόγου γιὰ τὴν Οὐνία, στὸ Balamand (1993). Στὸ κείμενο αὐτὸ μὲ ἀποστροφὴ ἀναφέρονται ὅλοι, ὄχι μόνο γιατὶ μὲ ὑπογραφὲς Ὀρθοδόξων νομιμοποιήσαμε καὶ ἀποδεχθήκαμε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι σὲ Διάλογο ἀθετοῦν τὴν σταθερὴ καὶ καθαγια-σμένη πατερικὴ παράδοση αἰώνων, ἀρνούμενοι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Δέχονται ὅτι συν-αποτελεῖ μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία τὴν Μία Ἐκκλησία, ὅτι ἀπὸ κοινοῦ οἱ δύο εἶναι συνυπεύθυνες γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι ἀμφότερες ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάρη, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀποκλείεται ὁ ἀναβαπτισμὸς ὅσων προσέρχονται ἀπὸ τὴν μία στὴν ἄλλη Ἐκκλησία[7]. Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει τὸ ἀπαράδεκτο κείμενο τῆς Ραβέννας γιὰ τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ πάπα καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τὸ ὁποῖο εἰσάγεται, ἀπορρίπτεται, ἐπαναφέρεται, διορθώνεται καὶ ξαναδιορθώνεται καὶ οὐδέποτε θὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους; Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα προβλήματα ὑπάρχουν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Διαλόγους, ἰδιαίτερα μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅπου ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, ὁ γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἡ χειροτονία ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστες ἄλλες ἀκρότητες, ἔπρεπε, ἤδη νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ διακοπὴ τοὺς ἀντιστοίχους διαλόγους.
Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ κάποιους ζηλωτές, παραδο-σιακούς, ἀκραίους συντηρητικοὺς θεολόγους, ἀλλὰ ἀπὸ οἰκουμενιστὰς κλη-ρικοὺς καὶ θεολόγους ποὺ μετέχουν στοὺς Διαλόγους. Ἔτσι π.χ. ὁ μητροπο-λίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος στὴν ἀναφερθεῖσα ἐνημέρωση τῆς Ἱεραρ-χίας στὶς 14 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014, ἀφοῦ ἀπέκρυψε τὴν διαγραφὴ τῶν παρα-γράφων γιὰ τοὺς Διαλόγους στὸ νέο κείμενο, παρουσίασε τὰ τῶν Διαλόγων μὲ βάη τὸ παλαιὸ κείμενο καὶ καθησύχασε τοὺς ἀρχιερεῖς συμπερασματικὰ μὲ ἐκτιμήσεις καὶ προτάσεις ἐξαιρετικές, τὶς ὁποῖες ὅμως ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔπρεπε νὰ ζητήσει νὰ ἐνταχθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν στὸ νέο ἑνοποιημένο κείμενο. Διαφορετικὰ παρουσιάζεται διπρόσωπος καὶ δίψυχος, μὲ ἄλλο πρόσωπο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλο στοὺς φίλους του Οἰκουμενιστάς. Αὐτὲς μάλιστα τὶς προτάσεις καὶ ἐκτιμήσεις πρέπει νὰ ζητήσει ἡ Ἱεραρχία νὰ προωθηθοῦν στὸ νέο κείμενο κατὰ τὴν ἐξαγγελθεῖσα συνέλευσή της τὸν ἐγγίζοντα Μάρτιο. Λέγει ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας καὶ συμφωνοῦμε ἀπολύτως μὲ τὰ λεγόμενα, ἐκτὸς τῶν ἀκροτελευτίων περὶ συνεχίσεως τῶν Διαλόγων, ὡς ἀκαδημαϊκῶν καὶ κοινωνικῶν ἐκδηλώσεων καὶ τῆς διαφαινομένης θετικῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν δογματικῶν πορισμάτων τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες:
«῾Υπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, ἐν τῷ συγκεκριμένῳ Κειμένῳ, δέον ὅπως συνεκ-τιμηθῶσι μετ᾽ ἰδιαιτέρας εὐαισθησίας, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀξιολό-γησις τῆς μελλοντικῆς πορείας τῶν συγκεκριμένων Διαλόγων, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἡ προοπτικὴ αὐτῶν. Ἤδη ἔχουν ἀποδυναμωθεῖ αἱ προοπτικαὶ τοῦ θεολογικοῦ Διαλόγου μετὰ τῶν Ἀγγλικανῶν, κατόπιν τῆς ἀποφάσεως περὶ τῆς χειροτονίας γυναικῶν εἰς τὴν ἱερατικὴν καὶ χαρισματικὴν ἱερωσύνην (1977, 2013 καὶ 2014), ἀνεκόπη ἡ ἀξιολόγησις τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Διαλόγου μετὰ τῶν Παλιοκαθολικῶν, κατόπιν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, εἰς ὁρισμένας τοπικὰς παλαιοκαθολικὰς κοινότητας, καὶ τῆς υἱοθετήσεως τῆς μυστηριακῆς διακονίας (Intercommunion), ἄνευ τῆς προϋποτιθεμένης “κοινωνίας ἐν τῇ πίστει”.
Εἰς πορείαν κριτικῆς ἀξιολογήσεως τῶν ποιμαντικῶν καὶ λειτουργικῶν θεμάτων εὑρίσκεται ὁ Διάλογος μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Ἀρχαίων Ἀνατο-λικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ σκιάζεται ὁ Διάλογος μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τόσον ἐκ τῆς προσηλυτιστικῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, ὅσον καὶ ἐκ τῆς δυσκο-λίας κατανοήσεως λειτουργίας καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ πρωτείου ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς Συνόδου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν.
Τέλος, ἐνῶ οἱ Διάλογοι μετὰ τῶν Λουθηρανῶν καὶ τῶν Μετερρυθμι-σμένων εἶχαν ἀνοίξει νέας προοπτικάς, διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῶν βασικῶν θεολογικῶν των θέσεων, περὶ Ἐκκλησίας καὶ ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν εἰς τὸ ἰδιότυπον αὐτῶν ἱερατεῖον, ὑποβάθμισεν τὰς προοπτικὰς τῶν συγκεκριμένων Διαλόγων, παρὰ τὰς σημαντικὰς θεολογικὰς συγκλίσεις εἰς τὰ κοινὰ θεολογικὰ κείμενα, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πατερικῆς παραδόσεως.
Ἡ μελλοντικὴ συνέχισις ὅλων τῶν προαναφερθέντων διμερῶν Θεολογι-κῶν Διαλόγων δὲν ὑπηρετεῖ πλέον οὐδὲν ἕτερον εἰ μὴ μόνον τὴν διατήρησιν τῶν καλῶν σχέσεων καὶ τὴν διακριτικὴν συνεργασίαν ἐπὶ θεμά-των οὐχὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ κυρίως ἐπὶ θεμάτων ἀκαδημαϊκῶν, συναντήσεων καὶ ἀντιμετωπίσεως κοινῶν κοινωνικῶν προβλημάτων».
Οἱ ἴδιες ἀνησυχίες ἐκφράσθηκαν γιὰ ὅλους τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ κατὰ τὴν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὸ Φανάρι (29 Αὐγούστου - 3 Σεπτεμβρίου 2015). Ἐνδεικτικῶς θὰ παραθέ-σουμε ἐδῶ ὅσα εἶπε προβεβλημένο στέλεχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ-χείου στὸ χῶρο τῆς «Οἰκουμενικῆς Κινήσεως», ὁ μητροπολίτης Σασίμων Γεννάδιος σὲ εἰσήγησή του μὲ θέμα «Ὁ Διεθνὴς Θεολογικὸς Διάλογος μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Παγκοσμίου Λουθηρανικῆς Ὁμοσπονδίας. Ἡ προβληματικὴ τοῦ Διαλόγου καὶ προοπτικαὶ διὰ τὸ μέλλον». Παραπέμποντας στὸ Τελικὸ Κείμενο Ἀξιολογήσεως τοῦ Διαλόγου ποὺ συντάχθηκε μετὰ τὸ τέλος τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ 2-5 Μαΐου 2011 στὸ Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Πεντέλη μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως τριάντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου (1981-2011) εἶπε τὰ ἑξῆς στοὺς Ἱεράρχες τοῦ Θρόνου:
«α) Διὰ τοῦ μέχρι τοῦδε ἐπιτελεσθέντος θεολογικοῦ ἔργου τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς κατὰ τὴν διαρρεύσασαν τριακονταετίαν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Λουθηρανοὶ ἔχουν ἔλθει ἐγγύτερον, κατανοοῦντες καλλίτερον τὴν θεολογίαν ἀμφοτέρων καὶ ἀναγνωρίζοντες ὅτι ὁ ἀμοιβαῖος ἐμπλουτισμὸς ἐκ τῆς διαλογικῆς πορείας τυγχάνει πολυδιάστατος καὶ πολυσήμαντος,
β) ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρὰ ταῦτα, ἐκφράζει τὴν ἐντεινομένην ἀνησυχίαν αὐτῆς σχετικῶς πρὸς τὰς παρατηρουμένας προσφάτους ἐξελίξεις εἰς τὸν χῶρον τοῦ Λουθηρανισμοῦ εἰς ζητήματα ἀφορῶντα τόν “γάμον ὁμοφυλοφίλων” καὶ τήν “Χειροτονίαν τῶν Γυναικῶν”. Αἱ ἐξελίξεις αὗται συνδέονται μὲ τὴν θεολογικὴν μέθοδον καὶ τὴν νέαν ἑρμηνευτικὴν προσέγγισιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως πρὸς κατοχύρωσιν τῶν ὡς ἄνω ἐξελίξεων, δύνανται δὲ νὰ θέσωσιν ὑπὸ προϋποθέσεις ἐν κινδύνῳ τὰ ὅσα ἄχρι τοῦδε ἐπετεύχθησαν εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ εἰρημένου Θεολογικοῦ Διαλόγου,
γ) πλέον συγκεκριμένως, εἰς τὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς ἐπευλογή-σεως δηλαδὴ σχέσεων μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, τῆς τελέσεως γάμων ἢ τῆς συμβιώσεως αὐτῶν, οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν τὴν νεωτερικὴν ἠθικὴν συμπεριφορὰν ἐν προκειμένῳ ὡς ἀπόκλισιν τῶν Λουθηρανῶν ἐκ τῆς παραδοσιακῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὅπερ συντελεῖ εἰς τὴν υἱοθέτησιν ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, Καθηγητῶν Πανεπιστημίου καὶ μερίδος πιστῶν, μιᾶς ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ εἰρημένου διμεροῦς Διαλόγου ἐν γένει. Σημειωτέον ὅτι, τινὲς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἐξέφρασαν καὶ γραπτῶς τὰς ἀνησυχίας των διὰ τὰς ὡς ἄνω ἀποκλίσεις, καὶ
δ) τὸ ζήτημα τῆς “Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν” εἰς τὰς Λουθηρανικὰς Ἐκ-κλησίας τυγχάνει μείζονος σπουδιαότητος. Ἂν καὶ ἡ πρακτικὴ αὕτη εὑρίσκετο ἐν ἰσχύϊ ἤδη ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ παρόντος Διαλόγου, ὡστόσο, λαμβάνει ὅλον καὶ μεγαλυτέρας διαστάσεις, χωρὶς νὰ ἐκλείπουν καὶ περιπτώσεις “Χειροτονίας Γυναικῶν” εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα. Ἡ νέα αὕτη πραγματικό-της ἐν τῇ Λουθηρανικῇ Ἐκκλησίᾳ συνιστᾶ μεῖζον τι ἐμπόδιον πρὸς ὁλοκλήρω-σιν τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς καὶ συμβάλλει εἰς τὴν δημιουργίαν ἰσχυρῶν ἀντιδράσεων ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς διακοπῆς τοῦ ἐν λόγῳ Διαλόγου.
6. Ἀντὶ νὰ ἀναφερθοῦν στὴν ἀποτυχία τῶν Διαλόγων τὴν ἔκρυψαν
Τὰ ἐλάχιστα ποὺ παραθέσαμε ἐδῶ γιὰ δύο Θεολογικοὺς Διαλόγους ἰσχύουν γιὰ τὸ σύνολο αὐτῶν καὶ γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986) στὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε τότε καὶ ἔπρεπε νὰ γίνει σεβαστό, διότι συχνὰ οἱ Οἰκουμενισταὶ ὁμιλοῦν γιὰ σεβασμὸ τῶν πανορθοδόξως ἀποφασισθέντων, ἀναφερόταν σὲ ὅλους τοὺς Διαλόγους ξεχωριστά. Ἐπειδὴ ὅμως τώρα μετὰ ἀπὸ τριάντα-σαράντα ἔτη ἡ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων ἔχει ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα, καὶ πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ Βατερλὼ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, παραδέχονται δὲ καὶ οἱ Οἰκουμενισταὶ ὅτι οἱ Διάλογοι τίθενται σὲ κίνδυνο, πολλὲς ἐκκλησίες ἀνησυχοῦν γιὰ τὶς ἐξελίξεις καὶ ἀποκλίσεις, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς διακοπῆς τῶν Διαλόγων καὶ ὅτι ἡ συνέχιση τῶν Διαλόγων δὲν ὑπηρετεῖ πλέον τὸν τεθέντα σκοπὸ τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεως, γιὰ ὅλα αὐτὰ οἱ πατριάρχες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἀντὶ νὰ ἐπικαιρο-ποιήσουν τὰ κείμενα παρουσιάζοντας τὶς ἀνησυχητικὲς καὶ ἐπικίνδυνες ἐξελίξεις, ἀποφάσισαν νὰ κολοβώσουν τὸ κείμενο, νὰ ἀφαιρέσουν τὶς περὶ Διαλόγων παραγράφους, νὰ νοθεύσουν καὶ νὰ κουτσουρέψουν τὸ κείμενο, ὅπως νόθευαν καὶ οἱ Παπικοὶ κείμενα Πατέρων στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ ἀπο-λογοῦνται ἐν Συνόδῳ καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τοὺς κατὰ γενικὴ ὁμολογία καὶ παραδοχὴ ἀποτυχημένους Θεολογικοὺς Διαλόγους. Κυριολεκτικὰ ἰσχύει ἐδῶ ἡ παροιμία «πονάει κεφάλι, κόψε κεφάλι». Ἔχουν προβλήματα οἱ Διάλογοι; Κρύψε τα, ἀποκεφαλίζοντας τοὺς Διαλόγους.
Ἐπειδή, ὅμως, παρὰ ταῦτα, στὸ νέο ἑνοποιημένο κείμενο ἀφιερώνονται γενικόλογες παράγραφοι στὴν χρησιμότητα καὶ ἀναγκαιότητα τῶν Διαλόγων, χωρὶς νὰ παρουσιάζονται τὰ προβλήματα, κάποιες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, ποὺ ἀνησυχοῦσαν καὶ ἀνησυχοῦν, πρέπει εὐθαρσῶς, ἀποστολι-κῶς καὶ πατερικῶς νὰ ζητήσουν τὴν διακοπὴ τῶν ὄχι μόνον ἀνωφελῶν ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνων Διαλόγων κατὰ γενικὴ παραδοχή. Αὐτὸ συνιστᾶ ἡ Ἁγία Γραφὴ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[8], αὐτὸ ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε διεξήγαγαν διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸν νεοφανῆ καὶ ἀντορθόδοξο τρόπο τοῦ σήμερα, ἀλλὰ ἐν συνόδῳ, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν Ὀρθοδοξία τους καὶ στὴν συνέχεια ἂν ἐπέμεναν στὴν πλάνη, ὅπως ἐπιμένουν οἱ σημερινοὶ συνομιληταί μας, νὰ τοὺς καταδικά-σουν καὶ νὰ τοὺς ἀναθεματίσουν. Αὐτὸ ἔπραξε στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´ ὁ Τρανός, ὅταν στὸν δι᾽ ἀλληλογραφίας διάλογο ποὺ ἄνοιξε μὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης στὴν δεύτερη «᾽Απόκρισή» του (1581), μόλις διεπίστωσε σύντομα ὅτι ἐμμένουν στὶς πλάνες καὶ ἀπορρίπτουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, «τῶν φωστήρων καὶ θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας», διέκοψε τὴν ἐπικοινωνία καὶ τοὺς ἄφησε νὰ βαδίζουν τὸν δικό τους δρόμο: «Ὥστε τὸ καθ᾽ ἡμᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲ μόνης ἕνεκα εἰ βουλητόν, γράφετε»[9].
7. Ἀποκρύπτουν τὶς δυσμενεῖς ἐξελίξεις στὸν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ μεθοδεύουν τὴν πανορθόδοξη ἀποδοχή του
Οἱ κατευθύνοντες καὶ διευθύνοντες τὰ τῆς Συνόδου πράττουν τὰ ἴδια καὶ μὲ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὅπως ἀφήρεσαν τὰ περὶ Διαλόγων ἀπὸ τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ἔτσι ἀφήρεσαν τὸν τίτλο καὶ τὶς μισὲς παρα-γράφους ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπὸ τὰ δώδεκα ἄρθρα τοῦ κειμένου κράτησαν μόνον τὰ ἕξι. Αὐτὰ ποῦ κράτησαν τὰ ἄλλαξαν, πρόσθεσαν δὲ καὶ ἄλλα ἄρθρα, ἐκκωφαντικῶς ἀπαράδεκτα γιὰ τὴν ἀσά-φεια καὶ τὴν σύγχυση, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὴν ἐκκλησια-στικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματός των, καὶ νὰ τρομοκρατήσουν μὲ ἀπειλὲς ὅσους κατὰ καθῆκον, ἀπολύτως κανονικό, θὰ κρίνουν καὶ θὰ ἀξιολογήσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ὁ παλαιὸς τίτλος τοῦ κειμένου «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» ἀπορρίφθηκε καὶ ἐξαφανίσθηκε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἐξαφανί-σθηκαν στὸ ἄλλο κείμενο οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι. Γιὰ νὰ μὴ προσεχθεῖ δηλαδὴ τὸ κείμενο, ὡς ἀσχολούμενο μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ προσελκύσει τὴν προσοχὴ καὶ τῶν ἱεραρχῶν καὶ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν θεμάτων δὲν προκύπτει τώρα σαφῶς ὅτι ἡ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τοῦ ὁποίου τὴν καταδίκη περιμένουν οἱ περισσότεροι.
Ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς μία ὁμάδα ἐπαγγελματιῶν Οἰκουμενιστῶν, ποὺ κατευθύνουν τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰώνα καὶ ἀποτελοῦν ἐλάχιστη μειοψηφία στὸ σύνολο τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ περισσότεροι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότερες τοπικὲς ἐκκλησίες συμμετέχουν μὲ ἐπιφυλάξεις καὶ ἐνδοιασμοὺς στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πολλὲς ἔχουν ἀποχωρήσει ὅπως ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, καὶ οἱ Ἐκκλησίες Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας, ἐδῶ καὶ μία εἰκοσαετία καὶ ἐμμένουν στὴν ἀποχώρηση, παρὰ τὶς πανταχόθεν πιέσεις ποὺ ὑφίστανται γιὰ νὰ ἐπανέλθουν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1997 εἶχε ἀποφασίσει τὴν ἀποχώρηση, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας· ἀμφότερες προκάλεσαν τὴν «Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεοσσαλονίκης» τοῦ 1998, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία μὲ βαριὰ καρδιά, γιὰ νὰ μὴ διασπάσουν τὴν πανορθόδοξη ἑνότητα, ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία ἐζήτησε ἐνωρίτερα τὴν γνώμη τοῦ Γέροντος τότε καὶ καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς, τώρα δὲ Ἁγίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας π. Ἰουστίνου Πόποβιτς γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ συμμετέχουν σὲ οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες. Καὶ ὁ εὐλογημένος Ἅγιος στὴν σχετικὴ γνωμάτευσή του τὸν Νοέμβριο τοῦ 1974 μεταξὺ ἄλλων, ἔγραψε καὶ τὰ ἑξῆς: «Πανιερώτατε καὶ Ἅγιοι Συνοδικοὶ Πατέρες, ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωμεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν μας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς μας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ λεγομένου Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐντροπὴ καταλαμβάνει πάντα εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον, ἀνατραφέντα ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ἀναγιγνώσκῃ, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι σύνεδροι τῆς 5ης Πανορθοδόξου διασκέψεως τῆς Γενεύης (8-16 Ἰουνίου 1968), σχετικῶς πρὸς τὴν συμμετοχὴν ὀρθοδόξων εἰς τὸ ἔργον τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἔλαβον τότε τὴν ἀπόφασιν «ὅπως ἐκφρασθῇ ἡ κοινὴ ἐπίγνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι αὕτη ἀποτελεῖ ὀργανικὸν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Βλ. Glasnik S. D. Crkve, Βελιγράδιον, ἀρ. 8/1968, σ. 168).
Αὐτὴ ἡ ἀπόφασις εἶναι κατὰ τὴν ἀνορθοδοξίαν καὶ ἀντιορθοδοξίαν της ἀποκαλυπτικῶς φρικαλέα. Ἦτο ἆραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντο Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθῇ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ ἱεράρχαι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ Σέρβοι, νὰ ἐπιζητοῦν τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας αἱ Ὀρθόδοξοι καὶ μὴ ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν μόνον “μέλη” (“ὀργανικῶς” μεταξὺ τῶν συνδεδεμένα!); Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία!»[10].
Τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ πολλαπλᾶ ἔγγραφα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος διαμαρτυρήθηκε πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες καὶ διακηρύξεις τῶν τριῶν τελευταίων πατριαρχῶν (Ἀθηναγόρου, Δημητρίου, Βαρθολομαίου), προέβη δὲ ἐπὶ τρία ἔτη (1969-1972) στὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου, συμφωνοῦντος καὶ παρακι-νοῦντος καὶ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὴ ἡ χαριτωμένη κριτικὴ γιὰ τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τοὺς φιλενωτικοὺς σὲ γράμμα ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν Γέροντα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ καὶ ὑπεύθυνο τότε τῆς ἐφημερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἡ ὁποία ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια πρωτο-στατεῖ στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὀρθῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ «ναυαρχίδα τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ κινήματος». Δεύτερος Ἅγιος τῶν καιρῶν μας ἀντίθετος μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὑπάρχει δὲ καὶ τρίτος ἀντιοικουμενιστής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης, ὁ Ρουμᾶνος, ὁ προσφάτως ἁγιοκαταταγεὶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Ἔχουν οἱ οἰκουμενισταὶ νὰ μᾶς ὑποδείξουν κάποιον Ἅγιο, παλαιὸ ἢ νέο, ὑποστηρικτὴ τῶν παλαιῶν αἱρέσεων καὶ τῆς νέας παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Γράφει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Φαντάζομαι ὅτι θὰ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τὰ γραφόμενά μου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας βαθύς μου πόνος διὰ τὴν γραμμὴν καὶ κοσμικὴν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅ-πως φαίνεται, ἀγάπησε μιὰν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δὲν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ποὺ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σὲ πολλὰ παιδιά του, ποὺ τὴν ζοῦν εἰς τὰς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νὰ χάση τὸ ἱερὸ νόημά της ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἀγάπες, ποὺ ὡς σκοπὸν ἔχουν τὴν διάλυσιν καὶ ὄχι τὴν ἕνωσιν.
Μὲ μία τέτοια περίπου κοσμικὴ ἀγάπη καὶ ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στὴ Ρώμη. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ δείξῃ ἀγάπη πρῶτα σὲ μᾶς τὰ παιδιά του καὶ στὴ μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τὴν ἀγάπη του πολὺ μακριά. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀναπαύσῃ μὲν ὅλα τὰ κοσμικὰ παιδιά, ποὺ ἀγαποῦν τὸν κόσμο καὶ ἔχουν τὴν κοσμικὴν αὐτὴν ἀγάπην, νὰ κατασκανδαλίσῃ, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρὰ καὶ μεγάλα, ποὺ ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετὰ λύπης μου, ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματικὴ οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεόν, διότι δὲν Τὸν ἔχουν ἀγαπήσει»[11].
Ἐκτὸς τῶν πολλῶν ἱεροκοινοτικῶν ἐγγράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐναντίον τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐνεργειῶν καὶ δηλώσεων κορυφαία ἐνέργεια γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη, τὴν ὁμολογιακὴ ἀκρίβεια καὶ τὴν ὀρθοφροσύνη εἶναι τό«Ὑπόμνημα περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ὑπογραφόμενο ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, τὸν ἀείμνηστο Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου Γέροντα Γρηγόριο (Καψάνη), τὸν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Γέροντα Ἐφραὶμ καὶ τὸν Γέροντα Μοναχὸ Λουκᾶ τῆς Ἱ. Μ. Φιλοθέου. Πρόκειται οὐσιαστικῶς γιὰ ἐκτενῆ πραγματεία, ὅπου παρουσιά-ζονται ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἡ ἵδρυση καὶ ἡ πορεία του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» καὶ ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις καὶ οἱ προβληματισμοὶ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀπὸ τὰ συμπεράσματα καὶ τὶς προτάσεις ἐπιλέγουμε τρεῖς παραγράφους:
«Ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ Π.Σ.Ε. ἦταν ἕνα μόνιμο ἐρώτημα ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι ἐπίκαιρο, ὅσο οἱ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες - μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν φαίνεται νὰ ἀφίστανται τῶν ἐκκλησιολογι-κῶν τους προϋποθέσεων. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μὲ τὴν συμμετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πρᾶξι ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., εἶναι συνεπέστεροι στὴν ἐκκλησιολογία τους ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν δική μας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κερδίζουμε τίποτε ἀπὸ τὴν συμμετοχή μας στὸ Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε ζημία καὶ φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νὰ κηρύξουμε τὸ μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν εὐοδώνεται, ἐπειδὴ οἱ Προτεστάντες στὸ Π.Σ.Ε. δὲν προσανατολίζονται πρὸς ἀποδοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ πρὸς συνύπαρξι μαζί της στὸ ἐπιδιωκόμενο μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτὸς εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως μποροῦμε νὰ συμμετέχουμε σὲ ἕνα Ὀργανισμό (τὸ Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομὴ καὶ λειτουργία βασίζονται στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, χωρὶς ἡ συμμετοχή μας νὰ σημαίνῃ παραίτησι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία μας;
Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποβαίνει πρὸς ὄφελος οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε τῶν ἑτεροδόξων, ἀλλὰ οὔτε καὶ λυσιτελὴς εἶναι γιὰ τὴν ποθουμένη ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν στὴν ἀληθινὴ ἀποστο-λικὴ Πίστι καὶ τὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Μήπως ἐπέστη ὁ καιρὸς οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ διακόψουν τὶς σχέσεις τους μὲ τὸ Π.Σ.Ε.;[12]
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου