Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ο Ψ Ε Ι Σ Τ Ο Υ Θ Η Λ Υ Κ Ο Υ (12)

Συνέχεια από Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013     


ANIMA και ANIMUS       (συνέχεια)

Υπάρχει πάντως κάτι που πρέπει να πούμε γι’ αυτόν τον χαρακτηριστικά  δυτικό φόβο της άλλης πλευράς. Δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητος, εντελώς ξεχωριστά από το γεγονός ότι είναι πραγματικός. Μπορούμε αμέσως να καταλάβουμε τον φόβο που έχει το παιδί και ο πρωτόγονος για το μεγάλο άγνωστο. Έχουμε τον ίδιο παιδιάστικο φόβο για την εσωτερική μας πλευρά, όπου με όμοιο τρόπο αγγίζουμε έναν μεγάλο άγνωστο κόσμο. Το μόνο που έχουμε γι’ αυτόν τον κόσμο είναι το συναίσθημα, ο φόβος, χωρίς να ξέρουμε ότι αυτός είναι ένας κοσμικός φόβος – γιατί ο κόσμος των συναισθημάτων είναι αόρατος. Έχουμε είτε καθαρά θεωρητικές προκαταλήψεις εναντίον του, είτε προληπτικές ιδέες. Σχεδόν δεν μπορεί κανείς να μιλήση για το ασυνείδητο μπροστά σε πολλούς ανθρώπους χωρίς να κατηγορηθή για μυστικισμό. Ο φόβος είναι δικαιολογημένος στον βαθμό που η λογοκρατική μας κοσμοθεωρία με τις επιστημονικές και ηθικές της βεβαιότητες – που τόσο θερμά τις πιστεύουμε επειδή είναι τόσο βαθειά αμφισβητήσιμες – θρυμματίζεται από τα δεδομένα της άλλης πλευράς. Εάν και μόνο μπορούσε κανείς να τα αποφύγη, τότε η έντονη συμβουλή του ανθρώπου που δεν του αρέσουν οι πνευματικές ενοχλήσεις να «μην θίγουμε τα κακώς κείμενα», θα ήταν η μόνη άξια υποστήριξης αλήθεια. Και εδώ θα ήθελα ρητά να υπογραμμίσω ότι δεν συνιστώ την παραπάνω τεχνική σαν απαραίτητη ή έστω χρήσιμη σε οποιοδήποτε πρόσωπο δεν οδηγείται σε αυτήν από ανάγκη. Τα στάδια ανάπτυξης, όπως είπα, είναι πολλά, και υπάρχουν ασπρομάλληδες που πεθαίνουν τόσο αθώοι όπως τα μωρά, και στην σημερινή εποχή συνεχίζουν ακόμη να γεννιούνται τρωγλοδύτες. Υπάρχουν αλήθειες που ανήκουν στο μέλλον, αλήθειες που ανήκουν στο παρελθόν, και αλήθειες που βρίσκονται πέρα από τον χρόνο.

Μπορώ να φαντασθώ κάποιον να χρησιμοποιή αυτήν τεχνική από ένα είδος ιερής ανησυχίας, κάποιον νέο, ίσως, που θα ήθελε να βάλη φτερά στα πόδια του, όχι εξ αιτίας  χωλότητας, αλλά επειδή επιθυμεί τον ήλιο. Αλλά ένας πιο ηλικιωμένος άνδρας, με πάρα πολλές αυταπάτες διαλυμένες, θα υποταχθή σε αυτήν την εσωτερική ταπείνωση και θα παραδοθή μόνο εάν αναγκασθή. Αλλοιώς γιατί θα άφηνε τους τρόμους της παιδικής του ηλικίας πάλι να παίξουν μαζί του; Δεν είναι ασήμαντο ζήτημα να στέκεσαι ανάμεσα σε έναν κόσμο της ημέρας με ιδανικά που έχουν τιναχθή στο αέρα και αξίες που έχουν απορριφθή, και έναν κόσμο της νύχτας με φαινομενικά ανόητες φαντασίες. Η ιδιομορφία αυτής της θέσης είναι στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη, ώστε δεν υπάρχει ίσως κανείς που δεν απλώνει το χέρι του για προστασία, ακόμη και αν αναζητά την μητέρα που προστάτεψε την παιδική του ηλικία από τους τρόμους της νύχτας. Οποιοσδήποτε φοβάται, πρέπει, χρειάζεται να είναι εξαρτημένος· κάτι αδύναμο χρειάζεται υποστήριξη. Γι’ αυτόν τον λόγο το πρωτόγονο μυαλό, από βαθειά ψυχολογική ανάγκη, δημιούργησε την θρησκευτική διδασκαλία και την ενσάρκωσε στον μάγο και το ιερέα. «Extra ecclesiam nulla salus» (εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία). Είναι μια αλήθεια που ισχύει ακόμη σήμερα – για εκείνους που μπορούν να ξαναγυρίσουν σε αυτήν. Για τους λίγους που δεν μπορούν, υπάρχει μόνο η εξάρτηση από ένα ανθρώπινο πλάσμα, μια πιο ταπεινή και μια πιο υπερήφανη εξάρτηση, ένα ασθενέστερο και εάν ισχυρότερο στήριγμα, όπως μου φαίνεται, από οποιοδήποτε άλλο. Τί μπορεί να πη κάνεις για τον Προτεστάντη; Δεν έχει ούτε εκκλησία ούτε ιερέα, αλλά μόνον τον Θεό – και ακόμη και ο Θεός γίνεται αμφίβολος.

Ο αναγνώστης μπορεί να ρωτήση με κάποια έκπληξη «Μα τί στο καλό κάνει η anima, που χρειάζονται τέτοιες προφυλάξεις πριν κανείς έρθη σε γνωριμία μαζί της;» Θα σύστηνα στον αναγνώστη μου να μελετήση την συγκριτική ιστορία των θρησκειών με τέτοιο τρόπο, ώστε να γεμίση αυτά τα νεκρά χρονικά με την συναισθηματική ζωή των ανθρώπων που έζησαν αυτές τις θρησκείες. Τότε θα πάρη κάποια ιδέα του τί ζη στην άλλη πλευρά. Οι παλιές θρησκείες με το έξοχο και το γελοίο, με τα φιλικά και δαιμονικά τους σύμβολα, δεν γεννήθηκαν από το τίποτε, αλλά προήλθαν από αυτήν την ανθρώπινη ψυχή που κατοικεί μέσα μας αυτήν την στιγμή. Όλα εκείνα τα πράγματα, οι αρχέγονες μορφές τους, συνεχίζουν να ζουν μέσα μας, και μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ξεσπάσουν εισβάλλοντας με συντριπτική δύναμη, με την μορφή μαζικής καταληψίας, απέναντι στην οποία το άτομο είναι ανυπεράσπιστο. Οι τρομεροί μας θεοί έχουν μόνο αλλάξει τα ονόματά τους: τώρα τελειώνουν σε –ισμός. Ή μπορεί κανείς να υποστηρίξη ότι ο Παγκόσμιος Πόλεμος ή ο Μπολσεβικισμός ήταν μια ευφυής επινόηση; Ακριβώς όπως εξωτερικά ζούμε σε έναν κόσμο όπου μια ολόκληρη ήπειρος μπορεί να εξαφανισθή οποιαδήποτε στιγμή, ή ένας πόλος να μετατοπισθή, ή μια νέα επιδημία να ξεσπάση, έτσι εσωτερικά ζούμε σε έναν κόσμο όπου οποιαδήποτε στιγμή κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβή, αν και με την μορφή μιας ιδέας, αλλά όχι λιγώτερο επικίνδυνο και επισφαλές  γι’ αυτόν τον λόγο. Η αποτυχία προσαρμογής σε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο είναι μια αμέλεια που έχει ακριβώς  το ίδιο σοβαρές συνέπειες όπως η άγνοια και η αδεξιότητα στον εξωτερικό κόσμο. Τελικά είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της ανθρωπότητας, που ζη κυρίως σε αυτήν την πυκνοκατοικημένη χερσόνησο της Ασίας που βγάζει στον Ατλαντικό Ωκεανό, και που ονομάζει τον εαυτό του «πολιτισμένο», που, εξ αιτίας της έλλειψης κάθε επαφής με την φύση, έχει ανακαλύψει την ιδέα ότι η θρησκεία είναι ένα ιδιότυπο είδος πνευματικής διαταραχής με ανεξιχνίαστο νόημα. Ιδωμένο από μια απόσταση ασφαλείας, ας πούμε από την κεντρική Αφρική ή το Θιβέτ, αυτό το κομμάτι θα φαινόταν σίγουρα σαν να έχη προβάλει τις δικές του ασυνείδητες πνευματικές διαταραχές σε λαούς που ακόμη κατέχονται από υγιή ένστικτα.

Επειδή τα πράγματα που αναφέρονται στον εσωτερικό κόσμο μας επηρεάζουν όλους τόσο πιο ισχυρά όσο είναι ασυνείδητα, είναι ουσιαστικό για οποιονδήποτε έχει σκοπό να προοδεύση στην καλλιέργεια του εαυτού του (και κάθε είδους καλλιέργεια δεν αρχίζει από το άτομο;) να αντικειμενοποιήση τις επιδράσεις της  anima, και μετά να προσπαθήση να καταλάβη ποια ψυχικά περιεχόμενα βρίσκονται κάτω από αυτές τις επιδράσεις. Με αυτόν τον τρόπο προσαρμόζεται στο αόρατο και προστατεύεται από αυτό. Καμμιά προσαρμογή δεν μπορεί να γίνη χωρίς παραχωρήσεις και στους δύο κόσμους. Από μια στάθμιση των απαιτήσεων του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, ή μάλλον, από την σύγκρουση ανάμεσά τους, βγαίνει το πιθανό και το αναγκαίο. Δυστυχώς η δυτική μας κοσμοθεωρία, με έλλειψη οποιασδήποτε καλλιέργειας σε αυτό το σημείο, δεν έχει ακόμη βρη μια ιδέα, ή έστω ένα όνομα, για την έ ν ω σ η  τ ω ν  α ν τ ι θ έ τ ω ν  μ έ σ ω  τ η ς  μ έ σ η ς   ο δ ο ύ, αυτήν την θεμελιώδη εσωτερική εμπειρία, που θα μπορούσε να τεθή σε αντιστοιχία απέναντι στην κινέζικη αντίληψη του Ταο. Πρόκειται συγχρόνως για τον πιο ατομικό παράγοντα και τον πιο καθολικό, την πιο ταιριαστή εκπλήρωση του νοήματος της ζωής του ατόμου.

Στην πορεία αυτής της εργασίας μέχρι τώρα, ασχολήθηκα αποκλειστικά με την α ν δ ρ ι κ ή  ψυχολογία. Η anima επειδή είναι γένους θηλυκού είναι αποκλειστικά μια μορφή που αντισταθμίζει την αρσενική συνείδηση. Στην γυναίκα η αντισταθμιστική μορφή είναι αρσενικού χαρακτήρα, και μπορεί επομένως κατάλληλα να ονομασθή  a n i m u s. Εάν δεν ήταν εύκολο να περιγράψουμε τι εννοείται με τον όρο anima, οι δυσκολίες γίνονται ανυπέρβλητες όταν ξεκινάμε να περιγράψουμε την ψυχολογία του animus.

Το γεγονός ότι ένας άνδρας με αφέλεια αποδίδει τις αντιδράσεις της anima στον εαυτό του, χωρίς να βλέπη ότι δεν μπορεί στην πραγματικότητα να ταυτισθή με ένα αυτόνομο σύμπλεγμα, επαναλαμβάνεται στην γυναικεία ψυχολογία, αν και με πιο έντονο, αν είναι δυνατόν, τρόπο. Αυτή η ταύτιση με ένα αυτόνομο σύμπλεγμα είναι ο ουσιαστικός λόγος που είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε το πρόβλημα, έξω από την έμφυτη σκοτεινότητα και ιδιομορφία του. Πάντα ξεκινάμε με την αφελή υπόθεση ότι είμαστε αφέντες στο σπίτι μας. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να εξοικειωθούμε με την σκέψη ότι, και στην εσωτερική ψυχική μας ζωή, ζούμε σε ένα είδος σπιτιού που έχει πόρτες και παράθυρα στον κόσμο, αλλά που, παρόλο που τα αντικείμενα και τα περιεχόμενα αυτού του κόσμου επιδρούν πάνω μας, δεν μας ανήκουν. Για πολλούς ανθρώπους αυτή η υπόθεση δεν είναι καθόλου εύκολη στην κατανόησή της, ακριβώς όπως δεν το βρίσκουν καθόλου εύκολο να καταλάβουν και να δεχθούν το γεγονός ότι η ψυχολογία του γείτονά τους δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημη με την δική τους. Ο αναγνώστης μου μπορεί να σκεφθή ότι η τελευταία παρατήρηση είναι κάπως υπερβολική, αφού γενικά έχει κανείς συνείδηση των ατομικών διαφορών. Αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι η ψυχολογία της ατομικής μας συνείδησης προέρχεται από μια αρχική κατάσταση ασυνειδητότητας, και επομένως μη-διαφοροποίησης (που ο Levy-Bruhl την ονομάζει  p e r t i c i p a t i o n  m y s t i q u e = μυστική συμμετοχή). Συνεπώς, η συνείδηση της διαφοροποίησης είναι ένα σχετικά πρόσφατο επίτευγμα της ανθρωπότητας, και πιθανόν ένας σχετικά μικρός τομέας του άπειρα μεγάλου πεδίου της αρχέγονης ταυτότητας των πάντων. Η διαφοροποίηση είναι η ουσία, το «εκ των ων ουκ άνευ» της συνειδητότητας. Κάθε τι ασυνείδητο είναι αδιαφοροποίητο, και κάθε τι που συμβαίνει ασυνείδητα προχωράει στην βάση της μη διαφοροποίησης – δηλαδή, δεν μπορούμε να καθορίσουμε εάν ανήκει ή δεν ανήκει στον εαυτό μας. Δεν μπορώ να πω εκ των προτέρων εάν αυτό αφορά εμένα, ή κάποιον άλλον, ή και τους δύο. Ούτε και η διαίσθηση μας δίνει κάποια σίγουρη βοήθεια σε αυτό το σημείο.

Δεν μπορεί να αποδωθή μια κατώτερη συνείδηση στις γυναίκες απλώς εξ αιτίας αυτού του χαρακτήρα της· η συνείδησή τους είναι απλώς διαφορετική από την ανδρική συνείδηση. Αλλά, ακριβώς όπως μια γυναίκα έχει συχνά καθαρή συνείδηση πραγμάτων που ένας άνδρας ψηλαφεί ακόμη στο σκοτάδι, έτσι υπάρχουν φυσικά πεδία εμπειρίας σε έναν άνδρα που, για την γυναίκα, είναι ακόμη τυλιγμένα στις σκιές της μη διαφοροποίησης, κυρίως πράγματα για τα οποία έχει μικρό ενδιαφέρον. Οι προσωπικές σχέσεις είναι κατά κανόνα πιο σημαντικές και ενδιαφέρουσες γι’ αυτήν από τα αντικειμενικά γεγονότα και τις διασυνδέσεις τους. Τα πλατειά πεδία του εμπορίου, της πολιτικής, της τεχνολογίας και της επιστήμης, ολόκληρο το βασίλειο του εφαρμοσμένου αρσενικού νου, αυτή τα αφήνει στο ημίφως της συνείδησης· ενώ, από την άλλη μεριά, αναπτύσσει μια λεπτή συνείδηση των προσωπικών σχέσεων, που οι άπειρες αποχρώσεις τους διαφεύγουν συνήθως εντελώς από τον άνδρα.

Πρέπει επομένως να περιμένουμε πως το ασυνείδητο της γυναίκας θα δείξει πλευρές ουσιαστικά διαφορετικές από αυτές που συναντάμε στον άνδρα. Εάν επρόκειτο να επιχειρήσω να διατυπώσω με δυο λόγια την διαφορά ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα σε αυτό το σημείο, δηλαδή τί χαρακτηρίζει τον animus σε αντίθεση με την anima, θα έλεγα μόνο αυτό: όπως η anima δημιουργεί  δ ι α θ έ σ ε ι ς, έτσι ο animus δημιουργεί  γ ν ώ μ ε ς· και όπως οι διαθέσεις ενός άνδρα προέρχονται από ένα σκιώδες βάθος, έτσι και οι γνώμες μιας γυναίκας στηρίζονται σε εξίσου ασυνείδητες προηγούμενες υποθέσεις. Οι γνώμες του animus έχουν πολύ συχνά τον χαρακτήρα σταθερών πεποιθήσεων που δεν κλονίζονται στο ελάχιστο, ή αρχών που το κύρος τους είναι φαινομενικά απρόσβλητο. Εάν αναλύσουμε αυτές τις γνώμες, βρισκόμαστε αμέσως μπροστά σε ασυνείδητες υποθέσεις, που η ύπαρξή τους κατ’ αρχήν είναι αποτέλεσμα εικασίας· δηλαδή, οι γνώμες προφανώς συλλαμβάνονται σαν να υπήρχαν τέτοιες υποθέσεις. Αλλά στην πραγματικότητα οι γνώμες ποτέ δεν γίνονται αντικείμενο αναλυτικής σκέψης· υπάρχουν έτοιμες, και ακολουθούνται τόσο σταθερά και με τόση πεποίθηση, ώστε η γυναίκα δεν έχει ποτέ ούτε μια σκιά αμφιβολίας γι’ αυτές.

Θα έτεινε κανείς να υποθέση ότι ο animus, όπως η anima προσωποποιείται σε μια μοναδική μορφή. Αλλά αυτό, όπως δείχνει η εμπειρία, ισχύει μόνο μέχρι ένα σημείο, γιατί ένας άλλος παράγοντας κάνει απροσδόκητα την εμφάνισή του, και προκαλεί μια κατάσταση ουσιαστικά διαφορετική από εκείνη που υπάρχει μέσα σε έναν άνδρα. Ο animus δεν εμφανίζεται σαν ένα πρόσωπο, αλλά σαν μια πολλαπλότητα προσώπων. Στο μυθιστόρημα του M.G.Wells «Ο πατέρας της Christina Alberta», η ηρωίδα βρίσκεται κάτω από την συνεχή επιτήρηση μιας ανώτατης ηθικής αυθεντίας, που της λέει με ανελέητη ακρίβεια και ξερό ρεαλισμό τι κάνει και με ποια κίνητρα. Ο Wells ονομάζει αυτήν την αυθεντία «το δικαστήριο της συνείδησης». Αυτή η ομάδα των καταδικαστικών κριτών, ένα είδος συλλόγου ηθικών καθοδηγητών, αντιστοιχεί σε μια προσωποποίηση του animus. Ο animus μοιάζει μάλλον με μια συγκέντρωση πατέρων ή προσώπων με κάποια αυθεντία, που εκφέρουν αναντίρρητες, «λογικές», «από καθέδρας» κρίσεις. Εάν τις εξετάσουμε καλύτερα, αυτές οι αυστηρές κρίσεις αποδεικνύεται πως είναι κυρίως λεγόμενα και γνώμες που έχουν συγκεντρωθεί λίγο ή πολύ ασυνείδητα από την παιδική ηλικία και μετά, και έχουν παγιωθή σε έναν κανόνα μέσης αλήθειας, δικαιοσύνης και λογικής, μια σύνοψη από προκατασκευασμένες αντιλήψεις, που, όποτε λείπει μια συνειδητή και επαρκής κρίση (όπως συμβαίνει όχι σπάνια), αμέσως επιβάλλει υποχρεωτικά μια γνώμη. Μερικές φορές αυτές οι γνώμες παίρνουν την μορφή αυτού που ονομάζουμε τετράγωνη κοινή λογική, μερικές φορές εμφανίζονται σαν αρχές που είναι σαν μια παρωδία εκπαίδευσης: «Οι άνθρωποι έτσι κάνουν πάντα» ή «όλοι λένε πως έτσι είναι».

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο animus προβάλλεται τόσο συχνά όσο η anima. Οι άνδρες που είναι ιδιαίτερα κατάλληλοι γι’ αυτές τις προβολές είναι είτε ζωντανά ομοιώματα του ίδιου του Θεού, που ξέρουν τα πάντα για οτιδήποτε, είτε άδειοι ρήτορες με ένα τεράστιο λεξιλόγιο από κούφιες λέξεις στην διάθεσή τους που μεταφράζουν την κοινή πραγματικότητα σε ορολογία του «έξοχου». Δεν θα ήταν αρκετό να χαρακτηρίσουμε τον animus απλώς σαν μια συντηρητική, συλλογική συνείδηση· είναι επίσης ένας νεωτεριστής, που, σε κατάφωρη αντίφαση με τις σωστές του γνώμες, έχει μια ασυνήθιστη αδυναμία για δύσκολες και σπάνιες λέξεις, που δρουν σαν ένα ευχάριστο υποκατάστατο για την επαχθή λειτουργία της σκέψης.

Όπως και η anima, o animus είναι ένας ζηλιάρης εραστής. Είναι αυθεντία στο να βάζη, στην θέση του αληθινού άνδρα, μια γνώμη γι’ αυτόν, που η εξαιρετικά αμφίβολη βάση της ποτέ δεν υπόκειται σε κριτική. Οι γνώμες του animus είναι πάντοτε συλλογικές, και παραβλέπουν τα άτομα και τις ατομικές κρίσεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που η anima βάζει τις συναισθηματικές της προσδοκίες και προβολές ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα. Εάν η γυναίκα συμβαίνει να είναι θελκτική, αυτές οι γνώμες του animus έχουν για τον άνδρα κάτι μάλλον συγκινητικό και παιδιάστικο, που τον κάνει να υιοθετή μια καλόβολη, πατρική, δασκαλίστικη στάση. Αλλά εάν η γυναίκα δεν κινεί την συναισθηματική του πλευρά, και περιμένει από αυτήν μάλλον ικανότητα παρά ελκυστικά απροστάτευτο ύφος και ανοησία, τότε οι γνώμες του animus ερεθίζουν θανάσιμα τον άνδρα, κυρίως επειδή δεν βασίζονται σε τίποτε άλλο παρά στην γνώμη για χάρη της γνώμης, και «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχη την γνώμη του». Οι άνδρες μπορούν να αντιδράσουν με πολλή κακία σε αυτό το σημείο, γιατί είναι αναπόφευκτο γεγονός ότι ο animus πάντα ενθαρρύνει την anima – και το αντίστροφο φυσικά – έτσι που κάθε πάρα πέρα συζήτηση γίνεται χωρίς νόημα.

Σε διανοούμενες γυναίκες  ενθαρρύνει μια τάση για κριτική αμφισβήτηση και αίσθημα υπεροχής, που, πάντως, συνίσταται βασικά στην επανάληψη κάποιου άσχετου αδύνατου σημείου, και στην ανόητη μεταχείρισή του σαν να ήταν το πιο κύριο. Ή μια εντελώς σαφής συζήτηση μπερδεύεται με τον πιο εκνευριστικό τρόπο με την εισαγωγή μιας εντελώς διαφορετικής και, αν είναι δυνατόν, «διεστραμμένης άποψης». Χωρίς να το γνωρίζουν, αυτές οι γυναίκες έχουν σαν αποκλειστικό σκοπό του να εξαγριώνουν τον άνδρα, και, επομένως, είναι ακόμη περισσότερο στο έλεος του animus. «Δυστυχώς έχω πάντα δίκιο», μου εξομολογήθηκε κάποτε ένα από αυτά τα πλάσματα.

Παρ’ όλα αυτά, όλα τούτα τα χαρακτηριστικά, κοινά όσο και δυσάρεστα, οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην εξωστρέφεια του animus. Ο animus που η λειτουργία του ανήκει στο εσωτερικό στράφηκε προς τα έξω. Ο λόγος αυτής της διαστροφής είναι καθαρά η αποτυχία να δοθή επαρκής αναγνώριση σε έναν εσωτερικό κόσμο που στέκεται αυτόνομα σε αντίθεση ως προς τον εξωτερικό κόσμο, και προβάλει εξ ίσου σοβαρές απαιτήσεις όσον αφορά την δυνατότητα προσαρμογής μας.

Σχετικά με την πολλαπλότητα του animus σε διάκριση από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ενιαία προσωπικότητα» της anima, αυτό το σημαντικό γεγονός μου φαίνεται πως σχετίζεται με την συνειδητή στάση. Η συνειδητή στάση της γυναίκας είναι γενικά πολύ περισσότερο αποκλειστικά προσωπική από εκείνην του άνδρα. Ο κόσμος της είναι φτιαγμένος από πατέρες και μητέρες. Αδελφούς και αδελφές, συζύγους και παιδιά. Ο υπόλοιπος κόσμος αποτελείται όμοια από οικογένειες, που γνέφουν φιλικά η μια στην άλλη, αλλά που, κυρίως, ενδιαφέρονται βασικά η κάθε μια για τον εαυτό της. Ο κόσμος του άνδρα είναι το έθνος, η πολιτεία, τα επαγγελματικά ενδιαφέροντα κ.ο.κ. Η οικογένειά του είναι απλώς ένα μέσον για κάποιο σκοπό, ένα από τα θεμέλια της πολιτείας, και η γυναίκα του δεν είναι απαραίτητα  η  γυναίκα γι’ αυτόν τουλάχιστον όπως το εννοεί η γυναίκα όταν λέει «ο άνδρας μου». Το γενικό σημαίνει περισσότερα γι’ αυτόν από ότι το προσωπικό· ο κόσμος του αποτελείται από ένα πλήθος συνδυαζόμενων παραγόντων, ενώ ο δικός της κόσμος, έξω από τον άνδρα της, τελειώνει σε ένα είδος κοσμικής ομίχλης. Επομένως μια παθιασμένη αποκλειστικότητα προσιδιάζει στην anima του άνδρα, και μια απεριόριστη ποικιλία στον animus της γυναίκας. Ενώ ο άνδρας έχει μπροστά στα μάτια του με καθαρό περίγραμμα, την μαγευτική μορφή μιας Κίρκης ή μιας Καλυψώς, ο animus εκφράζεται καλύτερα σαν μια παρέα από ιπτάμενους Ολλανδούς ή άγνωστους που περιπλανώνται πάνω από θάλασσες, μορφές που ποτέ δεν φαίνονται τελείως καθαρά, πρωτεϊκές, δοσμένες σε μια επίμονη και βίαιη κίνηση. Αυτές οι προσωποποιήσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα στα όνειρα, ενώ στην συγκεκριμένη πραγματικότητα μπορούν να είναι διάσημοι τραγουδιστές, πρωταθλητές, ή σπουδαίοι άνδρες σε μακρυνές άγνωστες χώρες.

Αυτές οι δύο μισοφωτισμένες μορφές από το σκοτεινό βάθος της ψυχής – οι πραγματικά μισοπαράλογοι «φρουροί της πύλης», για να χρησιμοποιήσουμε την πομπώδη γλώσσα της θεοσοφίας – μπορούν να πάρουν έναν σχεδόν ανεξάντλητο αριθμό από σχήματα, αρκετά για να γεμίσουν ολόκληρους τόμους. Οι πολύπλοκες μεταμορφώσεις τους είναι τόσο πλούσιες κα παράξενες όσο ο κόσμος ο ίδιος, τόσο πολύπλευρες όσο η απεριόριστη ποικιλία του συνειδητού τους αντίστοιχου, της persona. Κατοικούν στην σφαίρα του ημίφωτος, και το  μόνο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ότι το αυτόνομο σύμπλεγμα της anima και του animus είναι ουσιαστικά μια ψυχολογική λειτουργία που έχει σφετερισθή, ή μάλλον διατηρήσει, μια «προσωπικότητα» μόνο και μόνο επειδή αυτή η λειτουργία είναι καθ’ εαυτήν αυτόνομη και ανανάπτυκτη. Άλλα ήδη είδαμε πώς είναι δυνατόν να διαλύσουμε αυτές τις προσωποποιήσεις, αφού κάνοντάς τες συνειδητές τις μετατρέπουμε σε γέφυρες προς το ασυνείδητο. Ακριβώς επειδή δεν τις χρησιμοποιούμε συνειδητά σαν λειτουργίες παραμένουν προσωποποιημένα συμπλέγματα. Όσο βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές σαν σχετικά ανεξάρτητες προσωπικότητες. Δεν μπορούν να αφομοιωθούν στην συνείδηση όσο τα περιεχόμενά τους παραμένουν άγνωστα. Ο σκοπός της διαλεκτικής διαδικασίας είναι να φέρη αυτά τα περιεχόμενα στο φως· και μόνον όταν έχει ολοκληρωθή αυτό το έργο, και το συνειδητό έχει εξοικειωθή αρκετά με τις ασυνείδητες διαδικασίες που αντανακλώνται στην anima, θα γίνη η anima αισθητή απλώς σαν μια λειτουργία.

Δεν περιμένω ο κάθε αναγνώστης να συλλάβη αμέσως τι εννοείται με τους όρους anima και animus. Αλλά ελπίζω ότι τουλάχιστον θα έχη σχηματίσει την εντύπωση ότι δεν είναι ζήτημα «μεταφυσικού» χαρακτήρα, αλλά πολύ περισσότερο εμπειρικών δεδομένων, που θα μπορούσαν εξ ίσου καλά να εκφραστούν σε λογική και αφηρημένη γλώσσα. Επίτηδες απέφυγα μια πολύ αφηρημένη ορολογία, επειδή σε τέτοιου είδους ζητήματα, που μέχρι τώρα είχαν παραμείνη τόσο απρόσιτα στην εμπειρία μας, δεν ωφελεί να δώση κανείς στον αναγνώστη μια διανοητική διατύπωση. Είναι πολύ περισσότερο σκόπιμο να του δώσουμε κάποια ιδέα για το ποιες είναι στην πράξη οι δυνατότητες της εμπειρίας. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήση πραγματικά αυτά τα πράγματα, εκτός αν τα έχει δοκιμάσει ο ίδιος. Επομένως με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να υποδείξω τους πιθανούς τρόπους για μια τέτοια εμπειρία, από το να εφευρίσκω διανοητικές φόρμουλες, που, εξ αιτίας της έλλειψης εμπειρίας, θα πρέπει αναγκαστικά να παραμείνουν ένα άδειο δίχτυ από λόγια. Δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί που μαθαίνουν τις λέξεις από στήθους και προσθέτουν τις εμπειρίες στο κεφάλι τους, εγκαταλείποντας από κει και πέρα τον εαυτό τους, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους είτε στην ευπιστία είτε στην αμφισβήτηση. Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια νέα αντιμετώπιση, ένα νέο – και μαζί προαιώνιο – πεδίο ψυχολογικής εμπειρίας. Θα μπορέσουμε να διατυπώσουμε σχετικά έγκυρες θεωρίες γι’ αυτό μόνον όταν οι αντίστοιχοι ψυχολογικοί παράγοντες γίνουν γνωστοί σε έναν επαρκή αριθμό ανθρώπων. Τα πρώτα πράγματα που πρέπει να ανακαλυφθούν είναι πάντα τα γεγονότα, όχι οι θεωρίες. Η διαμόρφωση των θεωριών είναι το αποτέλεσμα της συζήτησης ανάμεσα σε πολλά άτομα.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: