Οι θεολογικές καταβολές της ετερότητας
Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.
Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!
Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!
Ανάμεσα στους Λατίνους, όσοι διέθεταν αληθινά βαθειά σκέψη κατανοούσαν πολύ καλά το γεγονός πως το Ελληνικό Δόγμα περί της Αγίας Τριάδος ήταν βασικώς διαφορετικό από το δικό τους. Αναγνώριζαν πως είναι παράδοξη η προσπάθεια, παρότι αναγκαία, της πεπερασμένης ανθρωπίνου νοήσεως να θέλει να εκφράσει την φύση του απείρου μυστηρίου του Θεού!
Αυτό τους βοήθησε να κατανοήσουν πως οποιοδήποτε δόγμα περί Θεού δεν είναι παρά μια απλή ανθρώπινη αλληγορία, τόσο αληθινή όσο παρουσιάζει μια πιστή απεικόνιση της αποκαλύψεως που μας έδωσε ο Θεός, ώστε να μάθει ο άνθρωπος όλα όσα είχε ανάγκη για την σωτηρία του, όμως απολύτως ακατάλληλη να περιγράψει αυτό που είναι ο Θεός στην τέλεια πραγματικότητά του.
Σ' αυτή τη βάση ήταν έτοιμοι να δεχθούν πως δύο διαφορετικοί ορισμοί της Ουσίας του Θεού, μπορεί να είναι το ίδιο πιστοί στην θεϊκή πραγματικότητα. Και οι δύο έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην αναλογία και οι αναλογίες δεν μπορούν να είναι αναλυτικές σε όλες τις λεπτομέρειες, πέρα από το σημείο εκείνο το οποίο έχουν πρόθεση να εκφράσουν.
Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.
Τέσσερις αιώνες αργότερα η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους, ανακαλύπτεται ξανά από τους Ιρλανδούς σοφούς. Κατανόησαν εύκολα πως υπόσταση, παρότι “θεολογικά” ισάξια με τον Λατινικό όρο πρόσωπο, δεν σήμαινε στην πραγματικότητα υποκείμενο, αλλά αντικείμενο. Έτσι ο Giovanni Scoto, ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά τον Αρεοπαγίτη και τον Μάξιμο τον Ομολογητή σκέφτεται με τους Ελληνικούς όρους: «Προκειμένου η νόηση των πιστών να διαθέτει κάτι για να σκεφτεί και να εκφράσει γύρω από το άρρητο και άγνωστο μυστήριο της πίστεως, οι άγιοι θεολόγοι μας μετέφεραν την ομολογία πίστεως πως ο Αγαθός Θεός υπάρχει σαν τρία αντικείμενα (Substantiae), μιας μοναδικής φύσεως (essentia)».
Ο Θωμάς Ακινάτης (Summa Theol. 1,29,3) κατάλαβε πολύ καλά το λάθος του Αυγουστίνου, ο οποίος ερμήνευσε την υπόσταση με την αφηρημένη έννοια Substantia και ομολόγησε πως οι δύο λέξεις σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρόλα αυτά, επειδή ο όρος Substantia μπορούσε να εκφράσει ταυτόχρονα και την αφηρημένη έννοια και τη συγκεκριμένη, κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού για τη μετάφραση της υποστάσεως και προτίμησε την λέξη Subsistentia στην θέση του, τον οποίο όριζε σαν αυτό που υπάρχει καθ' εαυτό και όχι ως προς άλλο, «Per se existit, et non in alio». Αυτή ήταν ακριβώς η σημασία του όρου υπόστασις. Αλλά ούτε και ο Ακινάτης απέδειξε πως κατανόησε μέχρι τέλους την αληθινή σημασία της διαφοράς. Καθότι σκεφτόταν πως υπόστασις σήμαινε απλώς “μοναδικό άτομο” όπως και ο Λατινικός όρος Persona (και θα μπορούσε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε) και ο Ελληνικός όρος Πρόσωπον. Η μόνη διάκριση που έκανε ο Ακινάτης ανάμεσα στο πρόσωπο και την υπόσταση ήταν το ότι νόμισε πως υπόσταση σήμαινε ένα μοναδικό αντικείμενο ανάμεσα σε οποιοδήποτε είδος αντικειμένων, ενώ περιόριζε την έννοια του προσώπου σε ένα μοναδικό αντικείμενο «in genere rationalium substantiarum» δηλαδή σ' ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους.
Η διδασκαλία των Καππαδοκών είναι ουσιαστικά ίδια με του Μ. Αθανασίου. Κατηγορήθηκαν άδικα για τριθεϊσμό. Δέχθηκαν την τριπλή αντικειμενικότητα (τις υποστάσεις) σαν βάση της διδασκαλίας τους για να προσθέσουν πως εφόσον οι υποστάσεις είναι ταυτόσημες, πρέπει να δημιουργούν μία μοναδική και ίδια ουσία. Δεν δέχθηκαν ποτέ τους την έννοια των ομοίων υποστάσεων, ενώ τόνισαν την ταυτότητα της θείας ουσίας!
Κατανοούσαν στην ουσία ένα ιδιαίτερο και καθορισμένο αντικείμενο θεωρούμενο από την μεταφυσική του πραγματικότητα και δεν δέχθηκαν ποτέ τους μια ομοιότητα φύσεως. Ο σωστός τρόπος για να γίνει κατανοητό το γεγονός πως στην Αγία Τριάδα έχουμε μια κοινή ουσία, είναι να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ομιλούμε για ένα πρόσωπο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ομιλούμε και για το άλλο.
Έτσι αν αναγνωρίζουμε πως ο Πατέρας κατέχει αυτό που συστήνει (υποκείμενον) το Φως, συμπεραίνεται πως και η ουσία του Υιού είναι Φως. Έτσι λοιπόν η θεότης είναι ΜΙΑ.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υφίσταται ουδεμία αναλογία ανάμεσα στην ουσία της Αγίας Τριάδος και στην κοινή ουσία της ανθρωπότητος. Στην περίπτωση λοιπόν των διαφορετικών ανθρώπων η ενότης της ουσίας οφείλεται στην μετοχή στο ίδιο γένος και δεν οδηγεί στην ταυτότητα της ουσίας των τριών υποστάσεων. Οι διαφορές που διακρίνουν τα θεία πρόσωπα είναι ιδιότητες και εκφράζονται στα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δηλαδή στην Πατρότητα, στην Υιότητα και στην Αγιότητα! Αυτές οι ιδιότητες σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο η ουσία απονέμεται και εκφράζεται (Κατά Ευνομίου 1, 19-20 του Μ. Βασιλείου).
Στην επιστολή 38, 5 ο Μ. Βασίλειος γίνεται πιο σαφής. Η υπόσταση είναι το σημείο της “ατομικότητος” του προσώπου, ενώ η Αρχή της κοινωνίας αναφέρεται στην ουσία. Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της διακρίσεως μέσα στην Αγία Τριάδα. Παρόλα αυτά όμως ολόκληρη και αδιαφοροποίητη η κοινή ουσία, επειδή δεν είναι σύνθετη, είναι ταυτόσημη στο αδιαφοροποίητο εσωτερικό κάθε προσώπου. Ολόκληρη η ουσία του Υιού είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατέρα. Η διάκρισις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικειμενικά (υποστατικά) σε κάθε πρόσωπο.
Αυτές οι διακρίσεις (“ατομικότητες”), στην γλώσσα των Καππαδοκών Πατέρων, ονομάζονται “γνωριστικαί ιδιότητες”. Είναι τρόποι υπάρξεως και όχι στοιχεία υπάρξεως. Αυτές οι ιδιότητες ονομάστηκαν αργότερα, υποστατικαί ιδιότητες. Υπόστασις και ουσία, λέει ο Αθανάσιος σημαίνουν ύπαρξη! Διότι είναι, υπάρχουν. Η λέξη ύπαρξις όμως, χρησιμοποιείται στην πατερική γραμματεία συνδυασμένη με την Αρχή! Έτσι τα δύο ιδίως πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εκφράζοντας τον τρόπο υπάρξεως της ουσίας εκφράζουν και την προέλευσή τους από την Πατρική Αρχή ταυτοχρόνως. Στο τέταρτο βιβλίο του Μ. Βασιλείου εναντίον του Ευνομίου αποδεικνύεται πως ο όρος Αγέννητος δεν εκφράζει την ουσία του Θεού αλλά τον τρόπο υπάρξεως. Ο όρος τρόπος υπάρξεως παραπέμπει πάντοτε στην Αρχή, στην προέλευση.
Το γεγονός λοιπόν ότι σ' αυτό το σημείο η θεολογία βασίστηκε στην τριαδικότητα της υποστατικής φανέρωσης και όχι στην ενότητα της Φύσεως, είχε σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, το γεγονός πως τέλειωσε μ' αυτόν τον τρόπο τα ακανθώδες θέμα της “υποταγής” του Υιού στον Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος στον Υιό, ωριγενικής προελεύσεως.
Έτσι λοιπόν το δόγμα της Αγίας Τριάδος δίδασκε ξανά έναν Θεό σε τρία πρόσωπα και όχι τρία πρόσωπα σε μία θεότητα!
Η νεο-ελληνική εκδοχή τής αυτοπεποιθήσεως |
Στην κατεύθυνση ενός εναλλακτικού πολιτιστικού παραδείγματος, η θεολογία
του προσώπου, όπως την εξέφρασαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, πέρα από
οποιαδήποτε «θρησκευτική» έκπτωση και ιστορική θεσμοποίησή της, κομίζει έναν
βαθύτερο λόγο για την ετερότητα που μπορεί να νοηματοδοτήσει και να εμπνεύσει
διαλεκτικά έναν σύγχρονο πολιτισμό, ξεπερνώντας κάθε εγκόσμιο ή μεταφυσικό
ολοκληρωτισμό. Η έννοια της ετερότητας καθώς αναπτύσσεται στη σκέψη των Ελλήνων
Πατέρων της Εκκλησίας αποτελεί μία κατ’ εξοχήν σχεσιακή και αναφορική
πραγματικότητα που δεν οχυρώνεται στο ίδιον και στην απόρριψη του διαφορετικού,
αλλά αντλεί το νόημα και το είναι ακριβώς από την κοινωνία και σχέση ως
κενωτικό άνοιγμα στον Άλλον. Η ετερότητα δεν είναι μια ατομική διεκδίκηση, που
θεμελιώνεται στον φόβο του άλλου ή στην προστασία από τον άλλο, μια μειοψηφική
έκφραση και διαφορά που επιζητεί την ανεκτικότητα της πλειοψηφίας. Αντίθετα,
είναι η αποδοχή του άλλου και η αναίρεση της διαίρεσης μέσα από ένα πλέγμα
διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται, κατά βάση, για μια γόνιμη και εμπνευσμένη
συνάντηση του ελληνικού και του βιβλικού ιδεώδους, για την αμοιβαία σύνθεση του
οντολογικού ερωτήματος με την προσωπική φανέρωση του Αλλότριου μέσα στην κτίση
και την ιστορία.
Η συνέχεια στό amen
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΕ;
Αυτό έγινε στή Δύση, όταν η Ρώμη προσπάθησε νά εκπολιτίσει τού βάρβαρους Γερμανούς πού τήν είχαν κατακτήσει, μέ τά "Ιερά Γράμματα".
Καί τώρα Γιαγκάζογλου οι Γερμανοί θά εκπολιτίσουν τήν Ορθοδοξία;
Είναι αλήθεια όμως αυτά πού λές; Ποιός από τούς Πατέρες μίλησε γιά ετερότητα στήν Αγία Τριάδα; ΚΑΝΕΝΑΣ.
Τά κοινά καί τά ακοινώνητα είναι ακριβώς ίσα. Ποιός μίλησε γιά σχέσεις τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος; ΚΑΝΕΝΑΣ.
Γιά σχέσεις μίλησε μόνο ο Αυγουστίνος.
Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.
Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!
Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!
Ανάμεσα στους Λατίνους, όσοι διέθεταν αληθινά βαθειά σκέψη κατανοούσαν πολύ καλά το γεγονός πως το Ελληνικό Δόγμα περί της Αγίας Τριάδος ήταν βασικώς διαφορετικό από το δικό τους. Αναγνώριζαν πως είναι παράδοξη η προσπάθεια, παρότι αναγκαία, της πεπερασμένης ανθρωπίνου νοήσεως να θέλει να εκφράσει την φύση του απείρου μυστηρίου του Θεού!
Αυτό τους βοήθησε να κατανοήσουν πως οποιοδήποτε δόγμα περί Θεού δεν είναι παρά μια απλή ανθρώπινη αλληγορία, τόσο αληθινή όσο παρουσιάζει μια πιστή απεικόνιση της αποκαλύψεως που μας έδωσε ο Θεός, ώστε να μάθει ο άνθρωπος όλα όσα είχε ανάγκη για την σωτηρία του, όμως απολύτως ακατάλληλη να περιγράψει αυτό που είναι ο Θεός στην τέλεια πραγματικότητά του.
Σ' αυτή τη βάση ήταν έτοιμοι να δεχθούν πως δύο διαφορετικοί ορισμοί της Ουσίας του Θεού, μπορεί να είναι το ίδιο πιστοί στην θεϊκή πραγματικότητα. Και οι δύο έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην αναλογία και οι αναλογίες δεν μπορούν να είναι αναλυτικές σε όλες τις λεπτομέρειες, πέρα από το σημείο εκείνο το οποίο έχουν πρόθεση να εκφράσουν.
Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.
Τέσσερις αιώνες αργότερα η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους, ανακαλύπτεται ξανά από τους Ιρλανδούς σοφούς. Κατανόησαν εύκολα πως υπόσταση, παρότι “θεολογικά” ισάξια με τον Λατινικό όρο πρόσωπο, δεν σήμαινε στην πραγματικότητα υποκείμενο, αλλά αντικείμενο. Έτσι ο Giovanni Scoto, ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά τον Αρεοπαγίτη και τον Μάξιμο τον Ομολογητή σκέφτεται με τους Ελληνικούς όρους: «Προκειμένου η νόηση των πιστών να διαθέτει κάτι για να σκεφτεί και να εκφράσει γύρω από το άρρητο και άγνωστο μυστήριο της πίστεως, οι άγιοι θεολόγοι μας μετέφεραν την ομολογία πίστεως πως ο Αγαθός Θεός υπάρχει σαν τρία αντικείμενα (Substantiae), μιας μοναδικής φύσεως (essentia)».
Ο Θωμάς Ακινάτης (Summa Theol. 1,29,3) κατάλαβε πολύ καλά το λάθος του Αυγουστίνου, ο οποίος ερμήνευσε την υπόσταση με την αφηρημένη έννοια Substantia και ομολόγησε πως οι δύο λέξεις σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρόλα αυτά, επειδή ο όρος Substantia μπορούσε να εκφράσει ταυτόχρονα και την αφηρημένη έννοια και τη συγκεκριμένη, κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού για τη μετάφραση της υποστάσεως και προτίμησε την λέξη Subsistentia στην θέση του, τον οποίο όριζε σαν αυτό που υπάρχει καθ' εαυτό και όχι ως προς άλλο, «Per se existit, et non in alio». Αυτή ήταν ακριβώς η σημασία του όρου υπόστασις. Αλλά ούτε και ο Ακινάτης απέδειξε πως κατανόησε μέχρι τέλους την αληθινή σημασία της διαφοράς. Καθότι σκεφτόταν πως υπόστασις σήμαινε απλώς “μοναδικό άτομο” όπως και ο Λατινικός όρος Persona (και θα μπορούσε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε) και ο Ελληνικός όρος Πρόσωπον. Η μόνη διάκριση που έκανε ο Ακινάτης ανάμεσα στο πρόσωπο και την υπόσταση ήταν το ότι νόμισε πως υπόσταση σήμαινε ένα μοναδικό αντικείμενο ανάμεσα σε οποιοδήποτε είδος αντικειμένων, ενώ περιόριζε την έννοια του προσώπου σε ένα μοναδικό αντικείμενο «in genere rationalium substantiarum» δηλαδή σ' ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους.
Η διδασκαλία των Καππαδοκών είναι ουσιαστικά ίδια με του Μ. Αθανασίου. Κατηγορήθηκαν άδικα για τριθεϊσμό. Δέχθηκαν την τριπλή αντικειμενικότητα (τις υποστάσεις) σαν βάση της διδασκαλίας τους για να προσθέσουν πως εφόσον οι υποστάσεις είναι ταυτόσημες, πρέπει να δημιουργούν μία μοναδική και ίδια ουσία. Δεν δέχθηκαν ποτέ τους την έννοια των ομοίων υποστάσεων, ενώ τόνισαν την ταυτότητα της θείας ουσίας!
Κατανοούσαν στην ουσία ένα ιδιαίτερο και καθορισμένο αντικείμενο θεωρούμενο από την μεταφυσική του πραγματικότητα και δεν δέχθηκαν ποτέ τους μια ομοιότητα φύσεως. Ο σωστός τρόπος για να γίνει κατανοητό το γεγονός πως στην Αγία Τριάδα έχουμε μια κοινή ουσία, είναι να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ομιλούμε για ένα πρόσωπο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ομιλούμε και για το άλλο.
Έτσι αν αναγνωρίζουμε πως ο Πατέρας κατέχει αυτό που συστήνει (υποκείμενον) το Φως, συμπεραίνεται πως και η ουσία του Υιού είναι Φως. Έτσι λοιπόν η θεότης είναι ΜΙΑ.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υφίσταται ουδεμία αναλογία ανάμεσα στην ουσία της Αγίας Τριάδος και στην κοινή ουσία της ανθρωπότητος. Στην περίπτωση λοιπόν των διαφορετικών ανθρώπων η ενότης της ουσίας οφείλεται στην μετοχή στο ίδιο γένος και δεν οδηγεί στην ταυτότητα της ουσίας των τριών υποστάσεων. Οι διαφορές που διακρίνουν τα θεία πρόσωπα είναι ιδιότητες και εκφράζονται στα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δηλαδή στην Πατρότητα, στην Υιότητα και στην Αγιότητα! Αυτές οι ιδιότητες σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο η ουσία απονέμεται και εκφράζεται (Κατά Ευνομίου 1, 19-20 του Μ. Βασιλείου).
Στην επιστολή 38, 5 ο Μ. Βασίλειος γίνεται πιο σαφής. Η υπόσταση είναι το σημείο της “ατομικότητος” του προσώπου, ενώ η Αρχή της κοινωνίας αναφέρεται στην ουσία. Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της διακρίσεως μέσα στην Αγία Τριάδα. Παρόλα αυτά όμως ολόκληρη και αδιαφοροποίητη η κοινή ουσία, επειδή δεν είναι σύνθετη, είναι ταυτόσημη στο αδιαφοροποίητο εσωτερικό κάθε προσώπου. Ολόκληρη η ουσία του Υιού είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατέρα. Η διάκρισις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικειμενικά (υποστατικά) σε κάθε πρόσωπο.
Αυτές οι διακρίσεις (“ατομικότητες”), στην γλώσσα των Καππαδοκών Πατέρων, ονομάζονται “γνωριστικαί ιδιότητες”. Είναι τρόποι υπάρξεως και όχι στοιχεία υπάρξεως. Αυτές οι ιδιότητες ονομάστηκαν αργότερα, υποστατικαί ιδιότητες. Υπόστασις και ουσία, λέει ο Αθανάσιος σημαίνουν ύπαρξη! Διότι είναι, υπάρχουν. Η λέξη ύπαρξις όμως, χρησιμοποιείται στην πατερική γραμματεία συνδυασμένη με την Αρχή! Έτσι τα δύο ιδίως πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εκφράζοντας τον τρόπο υπάρξεως της ουσίας εκφράζουν και την προέλευσή τους από την Πατρική Αρχή ταυτοχρόνως. Στο τέταρτο βιβλίο του Μ. Βασιλείου εναντίον του Ευνομίου αποδεικνύεται πως ο όρος Αγέννητος δεν εκφράζει την ουσία του Θεού αλλά τον τρόπο υπάρξεως. Ο όρος τρόπος υπάρξεως παραπέμπει πάντοτε στην Αρχή, στην προέλευση.
Το γεγονός λοιπόν ότι σ' αυτό το σημείο η θεολογία βασίστηκε στην τριαδικότητα της υποστατικής φανέρωσης και όχι στην ενότητα της Φύσεως, είχε σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, το γεγονός πως τέλειωσε μ' αυτόν τον τρόπο τα ακανθώδες θέμα της “υποταγής” του Υιού στον Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος στον Υιό, ωριγενικής προελεύσεως.
Έτσι λοιπόν το δόγμα της Αγίας Τριάδος δίδασκε ξανά έναν Θεό σε τρία πρόσωπα και όχι τρία πρόσωπα σε μία θεότητα!
ΣΧΟΛΙΟ : ΑΥΤΟ ΤΟ "ΑΜΕΝ", ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ;
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
σωματων μαλακιας και ψυχων αρρωστιας, ιασον Παρθενε Αγνη, οτι μονο προς σε προστρεχουμε οι αναξιοι.
Δημοσίευση σχολίου