Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (62)

                                        
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                    ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
                                 11. «Α Π Ο Λ Ο Γ Ι Α» (συνέχεια)

     Αγωνίζεται να αποδείξη, ως πιστός αλλά ‘μέτριος’ οπαδός ο Ξενοφών, ότι δεν υπήρξε διαφορετικός απ’ όλους τούς άλλους Αθηναίους ο δάσκαλος. Αυτός, τον οποίον όμως θα μας τον φανερώση, σε οξεία αντίθεση προς τον Ξενοφώντα, ότι «Δεν μοιάζει με κανέναν ανάμεσα στους ανθρώπους», ο Αλικιβιάδης στο «Συμπόσιο» (221 C). Παρόμοια κι εδώ: «Είναι σίγουρο, ότι πρέπει να ξεχωρίζη σε κάτι απ’ το πλήθος τών ανθρώπων αυτός ο Σωκράτης». Όποιος φημίζεται για τη «σοφία» ή την «ανδρεία» του ή κάποιαν άλλην «αρετή», γι’ αυτόν είναι ντροπή να ενεργή και να πράττη όπως οι περισσότεροι. Είναι δειλία. ‘Πληγώνει’ όμως και τη δικαιοσύνη. Την οποίαν και έχουν ορκισθή να εκπροσωπούν οι δικαστές. Όταν τους παραπλανά λοιπόν κάποιος, να συμπονούν παρ’ όλον τον όρκο τους, τότε θίγει κι αυτός κι αυτοί το χρέος απέναντι στους θεούς (ουδέτεροι αν ευσεβοίεν – 35 C). Και καταλήγει έτσι όλο αυτό στη διαβεβαίωση του Σωκράτη, ότι τιμά, αντίθετα ακριβώς απ’ την κατηγορία, όπως κανένας απ’ τους κατηγόρους του τους θεούς. Δεν έχει ωστόσο κοινό – και το γνωρίζουμε τώρα αυτό επαρκώς – παρά μόνον το όνομα μ’ αυτό που ονομάζει ευσέβεια το πλήθος, η δική του ευσέβεια (Eusebeia).
     Δεύτερος λόγος. -  Αρνείται στον Ξενοφώντα (Απολ. Πργρφ. 23), να προτείνη ο ίδιος μια τιμωρία για τον εαυτό του, ακολουθώντας το έθιμο ο Σωκράτης, απαγορεύοντάς το και στους φίλους του: γιατί θα σήμαινε την παραδοχή μιας ενοχής κάτι τέτοιο. Περιγράφει ωστόσο διαφορετικά κατ’ αρχάς το γεγονός ο Πλάτων. Προβαίνει σε μιαν αυτοεκτίμηση τελικά ο Σωκράτης, και συνεκτιμούν μαζί του την ‘εκτίμησή’ του – αν και μόνο σε δευτερεύοντα θέματα – οι φίλοι του. Και δεν μπορεί παρά να είναι σωστό αυτό (να έγιναν έτσι δηλ. τα πράγματα…). Γιατί πώς μπορούμε αλλιώς να εννοήσουμε, το ότι κατονομάζει και τον εαυτό του εδώ ανάμεσα στους φίλους ο Πλάτων; Το πιο σημαντικό είναι όμως, ότι προάγεται κι αυτή η διαδικασία απ’ το νομικό στο υπαρξιακό. Πρέπει να «αναλογή» στην πράξη η τιμωρία (ή ο έπαινος) (αξία, άξιος – 36 Β 5. D 3). Γι’ αυτό και προβάλλεται άλλη μια φορά η αντίθεση ανάμεσα στις δυό μορφές ζωής, την οποία δείχνει ο «Γοργίας», και επεκτείνει αργότερα σε λεπτομέρειες η «Πολιτεία» (πρβλ. Πολιτ. ΙΙ 365 D και Απολ. 36 Β): την ζωή δηλ. του πολιτικού τής Αγοράς (αγοραίος πολιτικός…), για τον οποίον και είναι ένα μέσον αυτοσυντήρησης (σώζεσθαι) τα όσα πράττει, κι εκείνην τού φιλοσόφου που νουθετεί και ελέγχει, εκπληρώνοντας το χρέος του απέναντι στο σύνολο, με το «να παρέχη τη μέγιστη ευεργεσία στον καθέναν». Ανακεφαλαιώνεται δε σ’ ένα ‘σκίτσο’ διαλόγου το πώς προσομιλεί και καθοδηγεί τον καθέναν ο φιλόσοφος, το οποίο και μας θυμίζει τον «Μεγάλον Αλικιβιάδη» («Αλικιβιάδης μείζων», 127 Ε κ.ε.) πιο πολύ απ’ όλα: δεν επιτρέπεται να φροντίση κανείς για τα ‘περιφερειακά’ (Periphere) («για τα δικά του»), πριν να φροντίση γι’ αυτό που είναι το κεντρικό («για τον ίδιον του τον εαυτό»). Και προτείνει έτσι ως «ανάλογο» στην πράξη του κάτι (επίσης…) «καλό» ο Σωκράτης: το να σιτίζεται απ’ την ιερή Εστία τής πόλης (το πρυτανείο…), όπως το οφείλει σ’ αυτούς που την ευεργετούν αυτή η πόλη.
     «Όποιος εργάστηκε κάτι το καλό, δεν επιτρέπεται να προτείνη κάτι το κακό, καμμιάν τιμωρία άρα για τον εαυτό του. Και δεν μου επιτρέπεται να αδικήσω κανέναν, κι ακόμα λιγότερο τον εαυτό μου». Τροποποιήθηκε ωστόσο εδώ ιδιαζόντως η βασική σκέψη τού «Γοργία». Και διεξέρχεται τώρα, αφού αξίωσε τον μεγαλύτερον ακριβώς έπαινο για τον εαυτο του, όλες τις πιθανές τιμωρίες ο Σωκράτης, για να τις απορρίψη ως διεξόδους, που δεν θα ωφελήσουν σε τίποτα (αυτόν αλλά και την πόλη…): τη φυλακή δηλ. ή και την εξορία. Όπου τον πλησιάζει για άλλη μια φορά, μια πειρασμική φωνή σε κείνην τη χρονική στιγμή: «Απόφυγέ τα όλ’ αυτά και ζήσε οπουδήποτε σιωπηλός στο μέλλον!». Και γίνεται εντελώς σαφές τώρα, τί περιέχεται (στ’ αλήθεια…) σε όλα τα προηγούμενα, μέχρι και σ’ αυτήν την πράξη ‘αυτοεκτίμησης’ του Σωκράτη. Γνωρίζει, πως βρίσκεται μπροστά στον θάνατο. Κι αν τον υπεκφύγη, παραιτείται απ’ το έργο του και την επαλήθευσή του. Περί αυτού πρόκειται λοιπόν εδώ τώρα: για τη διαφύλαξη της ύπαρξης.
     Γι’ αυτό και παρουσιάστηκε άλλη μια φορά, σε αντίθεση προς την ψευδοπολιτική (pseudopolitisch) μορφή ζωής, εδώ. Γι’ αυτό και προτείνεται η ύψιστη τιμή, που μπορεί να παραχωρήση η πόλη. Γι’ αυτό και αποκρούονται όλες οι ενδεχόμενες τιμωρίες, αφού δεν είναι παρά μια υπεκφυγή απ’ τον θάνατο, και γι’ αυτό αποκρούεται και η δυνατότητα μιας ‘αθόρυβης’ εξαφάνισης. Και εμφανίζεται επίσης άλλη μια φορά, ταυτόχρονα ως εντολή τού Θεού αλλά και ως ύψιστη ανθρώπινη εκπλήρωση (μέγιστον αγαθόν) μπροστά στους ακροατές αυτή η τόσο ‘δοκιμασμένη’ ύπαρξη, καθώς περνά νικηφόρα και τον ‘μεγάλον πειρασμό’ τής ίδιας της ζωής.
     Μήπως αντιφάσκει όμως σε όσα μέχρι τώρα είπαμε η τελική πρόταση για ένα χρηματικό πρόστιμο, μιας στην αρχή, και τριάντα κατόπιν – υπό την πίεση των φίλων – ‘μνών’; Έτσι πρέπει να το εννόησε εκείνη η αυστηρά τυπική αντίληψη για τον Σωκράτη, που συναντάμε στον Ξενοφώντα. Η οποία και πίστευε πως πρέπει να προσδώση ‘συνέπεια’ στη σωκρατική πράξη, και τον ‘άφησε’ να αρνείται την κάθε πρόταση. Ο Πλάτων γνώριζε όμως πιο σωστά, όπως μας φαίνεται, και οπωσδήποτε καλύτερα τα πράγματα. Προτείνει λοιπόν ένα εξευτελιστικά μικρό ποσόν ο Σωκράτης. Και λέει πως θα πρότεινε και περισσότερα, αν τα είχε. Γιατί «δεν θα του συνέβαινε και καμμιά βλάβη» (ουδέν γάρ άν εβλάβην) μ’ αυτό. Μεγαλώνει δε το ποσόν, όταν τον πιέζουν οι φίλοι. Υποτασσόμενος έτσι στον Νόμο (Nomos) και δείχνοντας μ’ αυτήν τη φαινομενική υποχώρηση, ότι δεν τον ενδιαφέρει μια μεγάλη ‘χειρονομία’ (μια οποιαδήποτε επίδειξη…), αλλά να αποφύγη οτιδήποτε θα έβλαπτε (αυτόν ή και τους συμπολίτες του…).
      Τρίτος λόγος. – Βλέπουμε και στον Ξενοφώντα, να μιλά άλλη μια φορά, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, στους δικαστές ο Σωκράτης, και θ’ αποδείξη αυτή η συμφωνία (με την «Απολογία» τού Πλάτωνα…) περισσότερα ασφαλώς από κάποιους γενικούς λόγους, με τους οποίους και επιχειρήθηκε να παρουσιαστή (μεταγενέστερα…) ως ανιστόρητη, επειδή και αδύνατη, η τελευταία προσφώνηση. Αγνοοείται βέβαια παντελώς, το πόσοι από τούς δικαστές άκουσαν ακόμα τον καταδικασθέντα, και το πόσο πολύ ή λίγο έμοιαζαν σ’ έναν ‘καλοχτισμένον’ «λόγο» αυτά που προσέθεσε στο τέλος ο Σωκράτης. Υπερασπίζεται, κατά τον Ξενοφώντα, άλλη μια φορά εδώ τον εαυτό του ο Σωκράτης: Δεν έκαμα τίποτα που να είναι άξιο θανάτου. Κατηγορεί δε και (όλους…) τούς άλλους: Είναι ασεβείς και άδικοι οι ψευδομάρτυρες και οι δικαστές μου. Και παρηγορεί και τον εαυτό του: Είναι καλύτερη η τύχη τού Παλαμήδη (κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο…) απ’ του Οδυσσέα. Έχει όμως κάτι πιο ουσιαστικό να μας πη ο Πλάτων.
    Αν παρουσίασε την ύπαρξη του φιλοσόφου ο πρώτος λόγος, και επιβεβαίωσε αυτήν την ύπαρξη μπροστά στον θάνατο ο δεύτερος, μιλούν τώρα εδώ στον τρίτο λόγο οι επερχόμενες γενιές μέσα απ’ το στόμα τού Σωκράτη, και καταδικάζουν διπλά τούς δικαστές: «Διαπράττετε την ύψιστη αδικία, οδηγώντας αυτόν που γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει στον θάνατο, και κάτι το παράλογο επιπλέον, καθώς είναι πέρα απ’ αυτό και ηλικιωμένος». Για ν’ ακολουθήση αμέσως μετά (39 C) και η προφητεία: «Θελήσατε να παραμερίσετε έναν δυσάρεστον ελεγκτή, και θα αποκτήσετε ακριβώς μ’ αυτό περισσότερους και αυστηρότερους ελεγκτές, απ’ ό,τι υπήρξα εγώ. Γιατί δεν παραμερίζει κάποιος έναν άνθρωπο σαν εμένα βγάζοντάς τον (ετσι ‘απλά’…) απ’ τη μέση, αλλά μόνον αλλάζοντας ο ίδιος». Επενεργεί (πράγματι…) ζωντανά και πέρα απ’ τον θάνατό του – και επενεργεί στο έργο προπάντων τού Πλάτωνα – ο Σωκράτης, γιατί επαλήθευσε μέχρι και τον θάνατο τον εαυτό του. Γι’ αυτό και υπάρχει για άλλη μια φορά εδώ, και μετά τη θανατική καταδίκη, η διακήρυξη: «Το θέλησα έτσι, και παραμένω σ’ αυτόν τον σκοπό. Αποφάσισα για την ανδρεία (να είμαι ανδρείος…) και αντίθετα στη δειλία (και όχι δειλός…)». Σ’ αυτήν την επιβεβαίωση στηρίζεται και η επίδραση του Σωκράτη σε κάθε μέλλον.
     Απευθύνεται, μετά απ’ αυτούς που τον καταδίκασαν, σ’ αυτούς που τον αθώωσαν. Για να αποκαλυφθή εδώ, όπου δεν χρειάζεται πια να αντιπαλεύη, καθαρώτερα από παντού το νόημα της ζωής και του θανάτου του. «Ποιο είναι το νόημα της καταδίκης μου;» λέει. «Εφ’ όσον δεν μου αντιτάχθηκε πουθενά, στη διάρκεια της απολογίας μου, η προφητική εκείνη φωνή, το σημείο τού Θεού, πρέπει να είναι καλό τώρα για μένα αυτό που συμβαίνει. Kαι μπορώ να ελπίζω κάτι καλό κι απ’ τον θάνατο, που είτε είναι ένας ύπνος δίχως όνειρα είτε θα με συντροφεύση με τους ήρωες (Heroen)». Γιατί εκεί βρίσκονται οι κριτές τού Κάτω Κόσμου, εκεί κι οι ποιητές και τραγουδιστές τής ηρωїκής εποχής, εκεί (πράγματι…) οι Ήρωες του Μύθου: μπροστά τους κι ανάμεσά τους θα σταθή και θα υπάρξη κι ο Σωκράτης, στον κύκλο τους θα συνεχίση μάλιστα τις συζητήσεις (συν-ζητώ…) και τον έλεγχο των ανθρώπων – ένας απ’ αυτούς κι αυτός, έστω και εντελώς ιδιαίτερου είδους. Κι έτσι θα ‘επικροτηθή’ ακόμα μια φορά ως καλή η ζωή που πέρασε, μαζί με την κατάληξή της, που σύντομα τώρα θα ακολουθήση. Μπορεί όμως να θεωρηθή κι ακόμα γενικότερα το σύνολο: «Δεν μπορεί να συμβή τίποτα το κακό σ’ έναν καλόν άνθρωπο. Είναι άρα το καλύτερο για μένα το να πεθάνω». Είναι καλός αυτός ο θάνατος, και είναι έτσι καλός γενικά ο θάνατος, - αν είναι βέβαια κάποιος ο ίδιος καλός   (( Σημ. τ. μετ.: Ίσως για πρώτη φορά ν’ ακούγεται αυτό στην Οικουμένη, και πέρα απ’ τον ‘χώρο’ τής Παλαιάς Διαθήκης· ότι είναι καλός ο θάνατος για μιαν αγαθή ψυχή, που τελειώνουν τα βάσανα κι οι δοκιμασίες της σ’ αυτόν τον περαστικόν κόσμο τής εξορίας… Μέχρι να έρθη ο Χριστός, και να νικήση οριστικά τον Θάνατο… )) . Και τίθεται έτσι άλλη μια φορά η μοίρα, και προπάντων ο θάνατος ως μοίρα τού ανθρώπου, στο ίδιο του το ‘στήθος’, δηλ. στην καρδιά του… Αν δώσουμε ωστόσο ολόκληρη την πλατωνική πληρότητα στη λέξη «καλός» (καγαθός…) – που ηχεί εδώ επαναλαμβανόμενα ως κυρίαρχος όρος -, τότε καθίσταται σαφής και ο σκοπός που αναδύεται, εδώ στο τέλος σχεδόν τού όλου έργου. Και το ‘ξεκαθαρίζει’ επίσης ένα μέχρι και τη διατύπωση συγγενικό σημείο στο τέλος τής «Πολιτείας» (Χ 613 Α): «Θα καταλήξη καλώς στο τέλος, τόσο στην ζωή όσο και στον θάνατο, ο δίκαιος. Γιατί δεν μπορούν να παραβλέψουν οι θεοί αυτόν που κοπιάζει, να ομοιάση κατά το ανθρωπίνως δυνατό στον Θεό»  (( Πώς να μη ‘συγκινηθούν’ όλοι μας οι Άγιοι, κι ανάμεσά τους κι ο πρόσφατός μας άγιος Νεκτάριος, με τούτους τούς αρχαίους φιλοσόφους… )) . Αυτό το λέει εκεί ο Σωκράτης· και το επιβεβαιώνει ο συνομιλητής του: «Ναι, το καταλαβαίνω, ότι δεν μπορεί να παραθεωρηθή από εκείνον στον οποίον και μοιάζει (υπό τού ομοίου), όποιος είναι έτσι». Επαναλαμβάνονται λοιπόν οι λέξεις, και άρα και η ‘κατάσταση’ της «Απολογίας» εδώ, με τον ίδιον τρόπο που διευκρινίζονται και ‘στερεώνονται’ όμως εξίσου, απ’ τη στιγμή που τοποθετήθηκε ξεκάθαρα το ύψιστο Αγαθόν (Agathon) στο κέντρο, όλα όσα ειπώθηκαν εκεί.
     Κοιτάζει κατόπιν άλλη μια φορά το μέλλον, και δίνει και μιαν τελευταία οδηγία (στους δικαστές…) ο Σωκράτης: «Να πράξετε με τους γυιους μου, όπως έπραξα κι εγώ με σας – στην περίπτωση που θα είναι όπως κι εσείς». Παρακινεί λοιπόν, εντελώς παράδοξα (paradox), να τον μιμηθούν αυτοί που τον καταδίκασαν. «Είναι όμως τώρα πια ώρα να πηγαίνουμε, εγώ στον θάνατο, κι εσείς στην ζωή. Κανείς όμως δεν γνωρίζει αν οδηγή ο δικός σας ή ο δικός μου δρόμος στο καλύτερο, παρά ο Θεός». Και δεν πρέπει να αισθανθούμε τη σοβαρότητα και μόνον αυτών τών λόγων. Αλλά πρέπει να αντιληφθούμε, τί λένε αυτά τα λόγια για τον Σωκράτη, και πώς φωτίζουν την «ύπαρξή του προς τον θάνατο» (μελέτη θανάτου όλη η φιλοσοφία…) άλλη μια φορά. Όσο λίγο αποφεύγει ο Σωκράτης τον θάνατο, τόσο λίγο ζητά να κερδίση με τον θάνατο αυτό που δεν του ανήκει. Καθώς δεν επιζητά ούτε το στεφάνι τού μάρτυρα σαν ένας απ’ τους πρώτους Χριστιανούς, ούτε τη φήμη ενός που καταφρονεί την ζωή όπως ο Περεγρίνος ο Κυνικός, ούτε να λυτρωθή απ’ τα αφύσικα δεσμά τού σώματος όπως ένας Γνωστικός, ούτε και το Νιρβάνα όπως ένας Ινδός μοναχός. Και δεν πεθαίνει όπως ένας Στωїκός ή ένας Επικούρειος, για τον οποίον δεν είναι παρά μια φυσική ύπαρξη ο άνθρωπος και μια φυσική λειτουργία ο θάνατος, τον οποίον γνωρίζει και καλώς! Γι’ αυτόν είναι η τελευταία και πιο αποφασιστική βέβαια επαλήθευση της ζωής ο θάνατος. Και διακρίνεται έτσι απ’ όλους τούς Δογματικούς (Dogmatiker), μέσα κι έξω απ’ τον σωκρατικόν ‘κύκλο’, μ’ αυτά τα τελευταία λόγια. Δεν ήταν άρα ούτε αυτά όλα που είπε για τον θάνατο ως κάτι καλό κάποιο δόγμα. Πεθαίνει ‘σωκρατικά’, που σημαίνει εντελώς ανθρώπινα, που σημαίνει αληθινά ευσεβής. Και φανερώνεται άλλη μια φορά βαθύτατα ενωμένη με τη γνωστική του άγνοια, αποκαλύπτοντας τον σύνδεσμό της με τους τελικούς λόγους ή τις τελικές αιτίες, αυτή η γνησιότατη ευσέβεια.


    ( τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Κρίτων» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: