ΙΙΙ
Η
ΣΚΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΖΥΓΙΑ
2. Η ΣΥΖΥΓΙΑ: A N I M A
ΚΑΙ A N I M U S (συνέχεια)
Η
γυναίκα έχει σαν αντιστάθμισμα ένα αρσενικό στοιχείο, και γι’ αυτό το
ασυνείδητό της έχει, ας πούμε, αρσενικό χαρακτήρα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια
σημαντική ψυχολογική διαφορά ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, και γι’
αυτό ονόμασα τον παράγοντας δημιουργίας της προβολής στις γυναίκες animus, που σημαίνει νους ή πνεύμα.
Ο animus
αντιστοιχεί στον πατρικό Λόγο, ακριβώς όπως η anima αντιστοιχεί στο μητρικό
στοιχείο του Έρωτα. Αλλά δεν θέλω ούτε σκοπεύω να δώσω σε αυτές τις δύο
ενορατικές έννοιες έναν πολύ συγκεκριμένο ορισμό. Χρησιμοποιώ τους όρους Έρως
και Λόγος απλώς σαν βοηθητικές έννοιες για να περιγράψω το γεγονός ότι η
γυναικεία συνείδηση χαρακτηρίζεται περισσότερο από την συνδετική ιδιότητα του
έρωτα παρά από την διάκριση και την γνώμη που σχετίζονται με τον Λόγο. Στους
άνδρες, ο Έρως, η λειτουργία της σχέσης, είναι συνήθως λιγότερο ανεπτυγμένη από
τον Λόγο. Στις γυναίκες, αντίθετα, ο Έρως είναι μια έκφραση της πραγματικής
τους φύσης, ενώ ο Λόγος είναι συχνά μόνο ένα λυπηρό περιστατικό. Δίνει λαβή σε
παρανοήσεις και ενοχλητικές ερμηνείες στον χώρο της οικογένειας και των φίλων.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο Λόγος συνίσταται από
γ ν ώ μ ε ς αντί για σκέψεις, και
λέγοντας γνώμες εννοώ a priori υποθέσεις που διεκδικούν την
απόλυτη αλήθεια. Τέτοιες υποθέσεις, όπως όλοι ξέρουν, μπορούν να είναι
εξαιρετικά εκνευριστικές. Μια και ο animus έχει αδυναμία στους καυγάδες,
μπορούμε καλύτερα να τον δούμε να λειτουργή σε διαφωνίες, που και τα δύο μέρη
ξέρουν πως έχουν δίκιο. Και οι άνδρες επίσης μπορούν να καυγαδίσουν με πολύ
γυναικείο τρόπο όταν κατέχονται από την anima, και έτσι έχουν μετατραπή σε
animus
της anima τους. Με αυτούς το ζήτημα ανάγεται σε προσωπική ματαιοδοξία και ευθιξία
(σαν να ήταν γυναίκες)· με της γυναίκες είναι ζήτημα δ ύ ν α μ η ς, είτε έχει σχέση με την αλήθεια
είτε με την δικαιοσύνη ή με κάποιον άλλο «ισμό», επειδή ο ράφτης και ο κομμωτής
έχουν ήδη φροντίσει για την ματαιοδοξία τους. Ο «Πατέρας» (δηλαδή το σύνολο των
συμβατικών γνωμών)πάντα παίζει μεγάλο ρόλο στην γυναικεία επιχειρηματολογία. Όσο
φιλικός και ευγενικός και αν είναι ο
Έρως μιας γυναίκας, καμμιά λογική στον κόσμο δεν μπορεί να την μετακινήση εάν
κυριευθή από τον animus. Συχνά ο άνδρας έχει το αίσθημα – που δεν είναι τελείως
άδικο – ότι μόνο η βία ή ο βιασμός θα είχαν την απαραίτητη πειστική δύναμη. Δεν
γνωρίζει ότι αυτή η εξαιρετικά δραματική κατάσταση θα τελείωνε αμέσως πεζά και
κοινότυπα εάν εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης και άφηνε μια άλλη γυναίκα να την
συνεχίση (την γυναίκα του, για παράδειγμα, εάν δεν είναι η ίδια το μανιασμένο
πολεμικό άλογο). Αυτή η φαεινή ιδέα σπάνια ή μάλλον ποτέ δεν του έρχεται,
επειδή κανένας άνδρας δεν μπορεί να συζητήση με έναν animus για πέντε λεπτά χωρίς να
πέση θύμα της δικιάς του anima. Οποιοσδήποτε θα είχε αρκετή αίσθηση
του χιούμορ για να ακούση αντικειμενικά τον διάλογο που θα ακολουθούσε, θα
έμενε κατάπληκτος από τον τεράστιο αριθμό από κοινοτυπίες, ταυτολογίες, κλισέ
από εφημερίδες και μυθιστορήματα, πολυειπωμένες
επαναλήψεις κάθε είδους διάσπαρτες με χυδαίες βρισιές και εξοργιστική
έλλειψη λογικής. Είναι ένας διάλογος που, ανεξάρτητα από τους πρωταγωνιστές
του, επαναλαμβάνεται εκατομμύρια φορές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, και
πάντα παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος.
Αυτό
το μοναδικό γεγονός έχει την ακόλουθη εξήγηση: όταν ο animus και η anima συναντιώνται, ο animus τραβάει το σπαθί της δύναμης
και η anima χύνει το δηλητήριο της ψευδαίσθησης και του πλανέματος, Το
αποτέλεσμα δεν είναι αναγκαστικά πάντα αρνητικό, επειδή είναι εξ’ ίσου πιθανό
οι δυο τους να ερωτευθούν (μια ειδική περίπτωση κεραυνοβόλου έρωτα). Η γλώσσα
της αγάπης είναι εκπληκτικά ομοιόμορφη, χρησιμοποιώντας τους πολυφορεμένους
τύπους με την υπέρτατη αφοσίωση και πιστότητα, ώστε για μια ακόμη φορά οι δύο
εραστές βρίσκονται σε μια κοινότοπη συλλογική κατάσταση. Εντούτοις ζουν με την
ψευδαίσθηση ότι συνδέονται ο ένας με τον άλλον με τον πιο ατομικό τρόπο.
Και
στις θετικές και στις αρνητικές πλευρές της, η σχέση anima/animus είναι πάντα γεμάτη από
«ψυχισμό» («animosity”), δηλαδή είναι συγκινησιακή, και επομένως συλλογική. Τα
συναισθήματα χαμηλώνουν το επίπεδο της σχέσης και την φέρνουν πιο κοντά στην
κοινή ενστικτώδη βάση, που δεν έχει πια τίποτε το ατομικό. Πολύ συχνά η σχέση
τραβάει τον δρόμο της απαρατήρητη από τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές της, που
μετά δεν ξέρουν τί τους συνέβη.
Ενώ
το σύννεφο του «ψυχισμού» που περιβάλλει τον άνδρα αποτελείται κυρίως από
συναισθηματισμό και πικρία, στην γυναίκα εκφράζεται με την μορφή επίμονων
γνωμών, ερμηνειών, υπαινιγμών και παρανοήσεων, που όλα έχουν σκοπό (και κάποτε
τον πετυχαίνουν) να διακόψουν την σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Η γυναίκα,
όπως και ο άνδρας, τυλίγεται σε ένα πέπλο ψευδαισθήσεων από τον πατρικό της
δαίμονα, και, σαν κόρη που καταλαβαίνει μόνο αυτή τον πατέρα της (δηλαδή, έχει
πάντα δίκιο σε όλα), μεταφέρεται στην χώρα των προβάτων για να βοσκήση με τον
ποιμένα της ψυχής της, τον animus.
Όπως
η anima και
ο animus
έχει την θετική του πλευρά. Μέσω της μορφής του πατέρα εκφράζει όχι μόνο
συμβατικές γνώμες, αλλά επίσης αυτό που ονομάζουμε «πνεύμα», ειδικά φιλοσοφικές
ή θρησκευτικές ιδέες, ή μάλλον την τάση που πηγάζει από αυτές. Έτσι ο animus είναι ένας ψυχοπομπός
(οδηγός της ψυχής), ένας μεσολαβητής ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο
και μια προσωποποίηση του τελευταίου. Ακριβώς όπως η anima γίνεται, μέσω της
αφομοίωσης, ο Έρως της συνείδησης, έτσι και ο animus γίνεται ο Λόγος· και όπως η anima δίνει την σχέση και την
ικανότητα δημιουργίας της στην συνείδηση του άνδρα, έτσι ο animus δίνει στην γυναικεία συνείδηση μια
ικανότητα για σκέψη, μελέτη και αυτογνωσία.
Η
επίδραση της anima και του animus πάνω στο εγώ είναι βασικά η
ίδια. Αυτή η επίδραση είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξουδετερωθή, επειδή, κατ’
αρχήν, είναι εξαιρετικά ισχυρή, και αμέσως γεμίζει την εγωική προσωπικότητα με
ένα αναφαίρετο αίσθημα ορθότητας και αυτοδικαίωσης. Κατά δεύτερο λόγο, η αιτία
της επίδρασης προβάλλεται, και εμφανίζεται να βρίσκεται σε αντικείμενα και
αντικειμενικές καταστάσεις. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά μπορούν, πιστεύω, να
αναχθούν στις ιδιομορφίες του αρχετύπου. Γιατί το αρχέτυπο, φυσικά, υπάρχει a priori. Αυτό μπορεί ίσως να εξηγήση
την συχνά εντελώς παράλογη αλλά αναμφίβολη και αναμφισβήτητη ύπαρξη ορισμένων
διαθέσεων και γνωμών. Ίσως αυτές είναι τόσο εξαιρετικά δύσκολο να επηρεασθούν
εξ αιτίας της μεγάλης υποβλητικής δύναμης που πηγάζει από το αρχέτυπο. Η
συνείδηση γοητεύεται απ’ αυτό, αιχμαλωτίζεται, είναι σαν υπνωτισμένη. Πολύ
συχνά το εγώ δοκιμάζει ένα αόριστο αίσθημα ηθικής ήττας, και έπειτα
συμπεριφέρεται ακόμη πιο αμυντικά, προκλητικά και υπερήφανα, δημιουργώντας έτσι
έναν φαύλο κύκλο που απλώς αυξάνει το αίσθημα της κατωτερότητάς του. Τότε
φεύγει η βάση που είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη σχέση, γιατί, όπως η
μεγαλομανία, έτσι και ένα αίσθημα κατωτερότητας κάνει την αμοιβαία αναγνώριση
αδύνατη, και χωρίς αυτήν δεν υπάρχει σχέση.
Όπως
είπα, είναι πιο εύκολο να δη κανείς την σκιά του παρά την anima ή τον animus. Με την σκιά έχουμε το
πλεονέκτημα να είμαστε κάπως προετοιμασμένοι από την εκπαίδευσή μας, η οποία
πάντα προσπαθούσε να πείση τους ανθρώπους ότι δεν είναι εκατό τοις εκατό καθαρό
χρυσάφι. Έτσι ο καθένας αμέσως καταλαβαίνει τι εννοούμε με τις λέξεις «σκιά»,
«κατώτερη προσωπικότητα», κλπ. Και εάν το έχει ξεχάσει, μπορεί να το επαναφέρη
στην μνήμη του ένα κυριακάτικο κήρυγμα, η γυναίκα του, ή ο εφοριακός. Με την anima και τον animus όμως, τα πράγματα δεν είναι
καθόλου τόσο απλά. Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει ηθική εκπαίδευση πάνω σε αυτό το
ζήτημα, και, δεύτερον, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι με το να
αυτοδικαιώνονται, και προτιμούν τον αμοιβαίο υποβιβασμό (αν όχι τίποτε χειρότερο!)
από την αναγνώριση των προβολών τους. Πραγματικά, φαίνεται μια πολύ φυσική
κατάσταση οι άνδρες να έχουν παράλογες διαθέσεις και οι γυναίκες παράλογες
γνώμες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η κατάσταση βασίζεται στο ένστικτο και
θα πρέπει να παραμείνει όπως είναι, για να επιβεβαιώση ότι το Εμπεδόκλειο
παιχνίδι τους μίσους και της αγάπης των στοιχείων θα συνεχιστή στην αιωνιότητα.
Η φύση είναι συντηρητική και δεν επιτρέπει εύκολα να αλλάξη η πορεία της·
υπερασπίζει με τον πιο πεισματικό τρόπο το απαραβίαστο των περιοχών που
περιπλανιώνται η anima και ο animus. Έτσι είναι πολύ πιο δύσκολο να
συνειδητοποιήση κανείς τις προβολές της anima ή του animus από το να αναγνωρίση την
σκιώδη πλευρά του. Πρέπει κανείς, φυσικά, στην δεύτερη περίπτωση, να ξεπεράση
μερικά ηθικά εμπόδια, όπως είναι η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία, ή οίηση, η
μνησικακία κ.λ.π, αλλά στην περίπτωση των προβολών προστίθενται κάθε είδους
διανοητικές δυσκολίες, εντελώς ξέχωρα από το περιεχόμενο της προβολής, το οποίο
κανείς δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίση. Και πάνω απ’ όλα, παρουσιάζεται μια
βαθειά αμφιβολία ως προς το αν δεν επεμβαίνει κανείς πολύ στην δουλειά της
φύσης σπρώχνοντας μέσα στην συνείδηση πράγματα που θα ήταν καλύτερο να μείνουν
κοιμισμένα.
Αν
και, σύμφωνα με την εμπειρία μου, υπάρχει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανθρώπων
που μπορούν να καταλάβουν χωρίς ιδιαίτερη διανοητική ή ηθική δυσκολία τι
εννοείται με τον όρο anima και animus, βρίσκει κανείς ότι πολύ
περισσότεροι έχουν την μεγαλύτερη δυσκολία στο να μορφοποιήσουν αυτές τις
εμπειρίες σαν κάτι συγκεκριμένο. Αυτό δείχνει ότι οι έννοιες αυτές βρίσκονται
λίγο έξω από το συνηθισμένο πεδίο εμπειρίας .Δεν είναι εύκολα κατανοητές
ακριβώς επειδή φαίνονται ασυνήθιστες. Αυτό έχει σαν συνέπεια να κινούν την
προκατάληψη και να γίνωνται ταμπού, όπως οτιδήποτε απροσδόκητο.
Έτσι,
εάν το θέσουμε σαν ένα είδος αιτήματος ότι οι προβολές θα πρέπει να διαλυθούν,
επειδή αυτή η κατάσταση είναι πιο υγιεινή και από κάθε άποψη πλεονεκτικότερη,
μπαίνουμε σε καινούργιο έδαφος. Μέχρι τώρα όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι η ιδέα «ο
πατέρας μου», η «μητέρα μου» κ.λ.π. δεν είναι τίποτε άλλο από μια πιστή
αντανάκλαση του πραγματικού γονέα, που αντιστοιχεί με κάθε λεπτομέρεια στο
πρωτότυπο, έτσι ώστε όταν κάποιος λέει «ο πατέρας μου» δεν εννοεί τίποτε
περισσότερο και τίποτε λιγώτερο από αυτό που είναι πραγματικά ο πατέρας του.
Αυτό είναι βέβαια κάτι που υποθέτει πως εννοεί, αλλά μια υποθετική ταυτότητα
δεν φέρει με κανένα τρόπο την ίδια την ταυτότητα. Εδώ ταιριάζει το σόφισμα του
«εγκεκαλυμμένου» (Σημ.: Αυτό το σόφισμα ,που αποδίδεται στον Ευβουλίδη τον
Μεγαρέα, είναι το εξής: - «Μπορείς να
αναγνωρίσης τον πατέρα σου;» - Ναι. – «Μπορείς να αναγνωρίσης αυτόν τον
καλυμμένο με πέπλο;» - Όχι. – «Αυτός ο καλυμμένος με πέπλο είναι ο πατέρας σου.
Επομένως μπορείς και δεν μπορείς να αναγνωρίσης τον πατέρα σου».) Εάν κανείς
βάλει στην αντίστοιχη ψυχολογική εξίσωση την εικόνα του Χ για τον πατέρα του,
που την παίρνει για τον πραγματικό του πατέρα, η εξίσωση δεν θα βγή σωστή,
επειδή η άγνωστη ποσότητα που έχει προσθέσει ο γιος δεν αντιστοιχεί με την
πραγματικότητα. Ο Χ έχει παραβλέψει το γεγονός ότι η ιδέα του για ένα πρόσωπο
συνίσταται, κατ’ αρχήν, από την πιθανά πολύ ατελή εικόνα που έχει δεχθή για το
αληθινό πρόσωπο, και, κατά δεύτερο λόγο, από τις υποκειμενικές μετατροπές που
έχει κάνει σε αυτήν την εικόνα. Η ιδέα του Χ για τον πατέρα του είναι μια
σύνθετη ποσότητα, για την οποία ο πραγματικός πατέρας είναι μόνο κατά ένα μέρος
υπεύθυνος, ενώ ένα ακαθόριστα μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί στον γιο. Αυτό
ισχύει τόσο, ώστε κάθε φορά που επικρίνει ή επαινεί τον πατέρα του ασυνείδητα
στρέφεται κατά ή υπέρ του εαυτού του, προκαλώντας έτσι εκείνες τις ψυχικές
συνέπειες που έρχονται σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι συνήθως μειώνουν ή
υπερτιμούν τον εαυτό τους. Εάν, όμως, ο Χ συγκρίνη προσεκτικά τις αντιδράσεις
του με την πραγματικότητα, έχει μια ευκαιρία να προσέξη ότι έχει κάνει κάπου
λάθος λογαριασμό μη αναγνωρίζοντας τόσον καιρό από την συμπεριφορά του πατέρα
του ότι η εικόνα που έχει γι’ αυτόν είναι ψεύτικη. Αλλά συνήθως ο Χ είναι
πεπεισμένος ότι έχει δίκιο, και αν κάποιος έχει άδικο, αυτός θα πρέπει να είναι
ο απέναντί του. Εάν ο Χ έχει φτωχά ανεπτυγμένη την αρχή του Έρωτα, είτε θα
είναι αδιάφορος στην ανεπαρκή σχέση που έχει με τον πατέρα του, ή αλλοιώς θα
ενοχληθή από την ασυνέπεια και γενικά την αδυναμία κατανόησης ενός πατέρα που η
συμπεριφορά του στην πραγματικότητα ποτέ δεν αντιστοιχεί στην εικόνα που έχει ο
Χ γι’ αυτόν. Επομένως ο Χ νομίζει ότι έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται
πληγωμένος, παρεξηγημένος, και ακόμη προδομένος.
Μπορεί
κανείς να φαντασθή πόσο επιθυμητή θα ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις η διάλυση της
προβολής. Και υπάρχουν πάντα οι αισιόδοξοι που πιστεύουν πως μπορεί η
ανθρωπότητα να μπη στην χρυσή εποχή απλώς με το να λέμε στους ανθρώπους ποιος
είναι ο σωστός δρόμος. Αλλά ας προσπαθήσουν αυτοί να εξηγήσουν σε αυτόν τον
άνθρωπο ότι συμπεριφέρεται σαν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Το να κάνης
του ανθρώπους να δουν τα μειονεκτήματα της στάσης τους χρειάζονται πολύ
περισσότερα από απλά «λόγια», επειδή έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο από
την συνηθισμένη κοινή λογική. Αυτό που αντιμετωπίζουμε εδώ είναι εκείνο το
είδος της μοιραίας παρανόησης που, κάτω από κανονικές συνθήκες, παραμένει για
πάντα αδύνατον να το διακρίνουμε. Είναι μάλλον σαν να περιμένεις από τον μέσο
αξιοσέβαστο πολίτη να αναγνωρίση τον εαυτό του σαν εγκληματία.
Αναφέρω όλα αυτά απλώς για να δείξω την τάξη
μεγέθους στην οποία ανήκουν οι προβολές της anima και του animus, και τις ηθικές και
διανοητικές προσπάθειες που απαιτούνται για την διάλυσή τους. Εντούτοις, δεν
προβάλλονται όλα τα περιεχόμενα της anima και του animus. Πολλά από αυτά εμφανίζονται
αυθόρμητα σε όνειρα ή παρόμοιες καταστάσεις, και πολύ περισσότερα μπορούν να
γίνουν συνειδητά μέσω της ενεργητικής φαντασίας. Με αυτόν τον τρόπο
ανακαλύπτουμε ότι είναι μέσα μας ζωντανά σκέψεις, συναισθήματα και συγκινήσεις
που ποτέ δεν θα πιστεύαμε πως είναι δυνατόν να υπάρχουν. Φυσικά τέτοιου είδους
πιθανότητες φαίνονται εντελώς φανταστικές σε όποιον δεν τις έχει δοκιμάσει ο
ίδιος γιατί ένα «κανονικό» πρόσωπο «ξέρει τί σκέπτεται».. Μια τέτοια παιδική
στάση από την μεριά του «κανονικού προσώπου» είναι ο γενικός κανόνας, έτσι ώστε
δεν μπορούμε να περιμένουμε να αντιληφθή την αληθινή φύση του animus και της anima κανείς χωρίς πείρα σε αυτόν
τον χώρο. Με αυτά τα βιώματα μπαίνει κανείς σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο
ψυχολογικής εμπειρίας, με τον όρο φυσικά ότι θα κατορθώση να τα υλοποιήση στην
πράξη. Αυτοί που το κατορθώνουν δεν μπορούν παρά να εντυπωσιασθούν έντονα από
όλα όσα το εγώ δεν γνωρίζει και δεν έχει ποτέ γνωρίσει. Αυτή η αύξηση σε
αυτογνωσία είναι ακόμη πολύ σπάνια στις μέρες μας, και συνήθως πληρώνεται εκ
των προτέρων με μια νεύρωση, αν όχι με τίποτε χειρότερο.
Η
αυτονομία του συλλογικού ασυνειδήτου εκφράζεται στις μορφές της anima και του animus. Αυτές προσωποποιούν εκείνα
από τα περιεχόμενά του που, όταν αποσύρονται από την προβολή, μπορούν να
αφομοιωθούν στην συνείδηση. Σε αυτόν τον βαθμό, και οι δύο μορφές
παριστάνουν λ ε τ ο υ ρ γ ί ε ς που
φιλτράρουν τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου, έτσι ώστε να περάσουν στην
συνείδηση. Εντούτοις, εμφανίζονται και συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο μόνον
όταν οι τάσεις του συνειδητού και του ασυνειδήτου δε αποκλίνουν πάρα πολύ. Εάν
προκύψει οποιαδήποτε ένταση, αυτές οι λειτουργίες, αβλαβείς μέχρι τότε,
αντιμετωπίζουν το συνειδητό σε προσωποποιημένη μορφή και συμπεριφέρονται μάλλον
σαν συστήματα αποσχισμένα από την προσωπικότητα, ή σαν επί μέρους ψυχές. Αυτή η
σύγκριση είναι ανεπαρκής στον βαθμό που τίποτε που ανήκε προηγουμένως στην
εγωική προσωπικότητα δεν έχει αποσχισθή από αυτήν· αντίθετα, οι δύο μορφές
αντιπροσωπεύουν μια προσθήκη που προκαλεί διαταραχή. Η αιτία που
συμπεριφέρονται έτσι είναι ότι αν και τα
π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α της anima και του animus μπορούν να αφομοιωθούν, οι
μορφές καθεαυτές δεν μπορούν, αφού είναι αρχέτυπα. Σαν τέτοια είναι οι θεμέλιοι
λίθοι της ψυχικής δομής, που στην ολότητά της υπερβαίνει τα όρια της
συνείδησης, και επομένως δεν μπορεί ποτέ να γίνη το αντικείμενο άμεσης γνώσης.
Αν και οι επιδράσεις της anima και του animus μπορούν να γίνουν
συνειδητές, αυτές οι δύο μορφές είναι παράγοντες που υπερβαίνουν την συνείδηση
και τα όρια της αντίληψης και της βούλησης. Έτσι παραμένουν αυτόνομες παρά την
αφομοίωση των περιεχομένων τους, και γι’ αυτό θα πρέπει να τις έχουμε συνεχώς στο
μυαλό μας. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό από θεραπευτική άποψη, επειδή η
συνεχής παρατήρηση είναι η πληρωμή στο ασυνείδητο ενός φόρου που λίγο ή πολύ
εγγυάται για την συνεργασία του. Με το ασυνείδητο, όπως ξέρουμε, δεν μπορείς να
«τελειώσης» μια για πάντα. Μάλιστα, είναι ένα από τα πιο σπουδαία σημεία
ψυχικής υγιεινής το να δίνουμε συνεχώς προσοχή στην συμπτωματολογία των
ασυνείδητων περιεχομένων και διεργασιών, για τον λόγο ότι το συνειδητό πάντοτε
κινδυνεύει να γίνη μονόπλευρο, να μείνη προσκολλημένο στους πατημένους δρόμους
και να εμπλακή σε αδιέξοδο. Η συμπληρωματική και αντισταθμιστική λειτουργία του
ασυνειδήτου διασφαλίζει το ότι αυτοί οι κίνδυνοι, που είναι ιδιαίτερα μεγάλοι
σε περίπτωση νεύρωσης, μπορούν σε κάποιο βαθμό να αποφευχθούν. Εν τούτοις μόνο
υπό ιδανικές συνθήκες, όταν η ζωή είναι ακόμη αρκετά απλή και ασυνείδητη ώστε
να ακολουθήση το φιδίσιο μονοπάτι του ενστίκτου χωρίς δισταγμό ή αμφιβολία, η
αντιστάθμιση λειτουργεί με τέλεια επιτυχία. Όσο πιο πολιτισμένος, πιο
συνειδητός και σύνθετος γίνεται ο άνθρωπος, τόσο είναι λιγότερο ικανός να
ακολουθήση τα ένστικτά του. Οι πολύπλοκες συνθήκες της ζωής του και η επίδραση
του περιβάλλοντός του είναι τόσο ισχυρά ώστε πνίγουν την φωνή της φύσης.
Γνώμες, αντιλήψεις, θεωρίες και συλλογικές τάσεις εμφανίζονται στην θέση της
και υποστηρίζουν όλες τις παρεκκλίσεις του συνειδητού. Πρέπει επομένως να δοθή
ηθελημένη προσοχή στο ασυνείδητο, έτσι ώστε η αντιστάθμιση να μπορέση να
λειτουργήση. Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να περιγράψουμε τα αρχέτυπα που
βρίσκονται στο ασυνείδητο όχι σαν μια ορμητική
φαντασμαγορία φευγαλέων εικόνων, αλλά σαν διαρκείς, αυτόνομους
παράγοντες, όπως πραγματικά είναι.
Και
τα δύο αυτά αρχέτυπα, όπως δείχνει η πρακτική εμπειρία, έχουν έναν μοιραίο
χαρακτήρα που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχη τραγικά αποτελέσματα.
Είναι κυριολεκτικά ο πατέρας και η μητέρα όλων των καταστροφικών περιπλοκών της
μοίρας και έχουν από καιρό αναγνωρισθή σαν τέτοια απ’ όλο τον κόσμο. Μαζί
σχηματίζουν ένα θεϊκό ζευγάρι, [Σημ.: Αυτό δεν έχει την έννοια ψυχολογικού
ορισμού, πολύ περισσότερο μεταφυσικού. Όπως έδειξα στο βιβλίο μου «Οι σχέσεις
ανάμεσα το Εγώ και το Ασυνείδητο» (παρ. 296 κ.ε.) η συζυγία συνίσταται από τρία
στοιχεία: την θηλυκότητα που αναλογεί στον άνδρα και την αρσενικότητα που αναλογεί
στην γυναίκα· την εμπειρία που έχει ο άνδρας από την γυναίκα και το αντίστροφο·
και, τελικά, την αρσενική και την θηλυκή αρχετυπική εικόνα. Το πρώτο στοιχείο
μπορεί να αφομοιωθή στην προσωπικότητα με την διαδικασία της συνειδητοποίησης,
αλλά το τελευταίο δεν μπορεί. Το ένα του μέλος, σύμφωνα με την φύση του Λόγου
που έχει, χαρακτηρίζεται από τις έννοιες
π ν ε ύ μ α και ν ο υ ς, όμοια με τον ευμετάβλητο Ερμή, ενώ
το άλλο, σύμφωνα με την φύση του Έρωτα, έχει τα χαρακτηριστικά της Αφροδίτης,
της Ελένης (Σελήνης), της Περσεφόνης, και της Εκάτης. Και τα δύο είναι
ασυνείδητες δυνάμεις, πραγματικά «θεοί», όπως πολύ σωστά το αντιλαμβανόταν ο
αρχαίος κόσμος. Το να τους δώσουμε αυτό το όνομα σημαίνει να τα τοποθετήσουμε
σε αυτήν την κεντρική θέση στην κλίμακα των ψυχολογικών αξιών που πάντοτε τους
ανήκε, είτε αυτό αναγνωριζόταν συνειδητά είτε όχι· γιατί η δύναμή τους αυξάνει
ανάλογα με τον βαθμό που παραμένουν ασυνείδητα. Αυτοί που δεν τα βλέπουν
βρίσκονται στο έλεός τους, ακριβώς όπως μια επιδημία τύφου εξαπλώνεται
περισσότερο όταν η πηγή της δεν έχει ανακαλυφθή. Ακόμη και στον Χριστιανισμό η
θεϊκή συζυγία δεν καταργείται, αλλά παίρνει την υψηλότερη θέση στο πρόσωπο του
Χριστού και της νύμφης του, της Εκκλησίας. [Σημ.: «Επειδή η Γραφή λέει: “άρσεν
και θήλυ εποίησεν αυτούς”. Το αρσενικό είναι ο Χριστός, το θηλυκό είναι η
Εκκλησία». (Δεύτερη Επιστολή προς Κορινθίους, 14 :2). Σε εικονογραφικές
παραστάσεις, η Παρθένος Μαρία παίρνει συχνά την θέση της Εκκλησίας]. Τέτοιοι
παραλληλισμοί είναι εξαιρετικά βοηθητικοί στις προσπάθειές μας να εκτιμήσουμε
την σημασία αυτών των αρχετύπων. Αυτό που μπορούμε να ανακαλύψουμε γι’ αυτά από
την συνειδητή πλευρά είναι τόσο αμυδρό ώστε είναι σχεδόν αδιάκριτο. Μόνο όταν
ρίξουμε φως στα σκοτεινά βάθη της ψυχής και εξερευνήσουμε τα πολύστροφα
μονοπάτια της ανθρώπινης μοίρας σταδιακά καταλαβαίνουμε πόσο τεράστια είναι η
επίδραση που ασκούν αυτοί οι δύο παράγοντες που εξισορροπούν την συνειδητή μας
ζωή.
Ανακεφαλαιώνοντας,
θα ήθελα να τονίσω ότι η αφομοίωση της σκιάς, ή η συνειδητοποίηση του προσωπικού
ασυνειδήτου, αποτελεί το πρώτο στάδιο της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, και ότι
χωρίς αυτήν η αναγνώριση της anima ή του animus είναι αδύνατη. Η σκιά μπορεί
να αναγνωρισθή μόνο μέσα από την σχέση με έναν σύντροφο και η anima ή ο animus μόνο μέσα από την σχέση με
έναν σύντροφο του αντίθετου φύλου, γιατί μόνο σε μια τέτοια σχέση λειτουργούν
οι προβολές τους. Η αναγνώριση της anima φέρνει στην επιφάνεια, μέσα στην
ψυχή του άνδρα, μια τριάδα, που το ένα τρίτο της είναι υπερβατικό: πρόκειται
για το αρσενικό υποκείμενο, το αντίθετο θηλυκό υποκείμενο, και την υπερβατική anima. Με την γυναίκα η κατάσταση
αντιστρέφεται. Το τέταρτο στοιχείο που λείπει και που θα έκανε την τριάδα
τετράδα (Σ.τ.Μ.: το σχήμα της ολοκλήρωσης), είναι, στον άνδρα, το αρχέτυπο του
Σοφού Γέροντα, που δεν το συζητήσαμε εδώ, και στην γυναίκα η Χθόνια Μητέρα.
Αυτά τα τέσσερα σχηματίζουν μία κατά το ήμισυ προσωπική και κατά το ήμισυ
υπερβατική τετράδα, ένα αρχέτυπο που το ονόμασα «ο τ ε τ ρ α π λ ό ς γ ά μ ο ς». (Σημ.: Βλέπε: «Η ψυχολογία της
μεταβίβασης», παρ. 425 κ.ε., 358 κ.ε.). Ο τετραπλός γάμος δίνει ένα σχήμα όχι
μόνο στο επίπεδο του Εαυτού, αλλά επίσης για την δομή της πρωτόγονης κοινωνίας
με τους γάμους μεταξύ εξαδέλφων, τις γαμήλιες τάξεις, και την διαίρεση των
οικισμών σε συνοικίες. Ο Εαυτός από την άλλη μεριά, είναι μια εικόνα του θεού,
ή τουλάχιστον δεν μπορεί να διακριθή από αυτήν. Αυτό το γνώριζε το
πρωτοχριστιανικό πνεύμα, αλλοιώς ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς δεν θα έλεγε ότι όποιος
γνωρίζει τον εαυτό γνωρίζει τον Θεό. (Ό. π., παρ 347).
Τ Ε Λ Ο Σ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου