ΠΗΓΗ: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Το λεγόμενο "αντιρατσιστικό" νομοσχέδιο που εκκρεμεί (και φαίνεται ότι
θα εκκρεμεί για πολύ ακόμα…) στη Βουλή έχει προκαλέσει μεγάλες
συζητήσεις, τόσο επί της αρχής, όσο και επειδή δεν συμπεριλαμβάνει ρητώς
στις γενοκτονίες των οποίων η άρνηση ποινικοποιείται, τις
αναγνωρισμένες από την ελληνική Βουλή γενοκτονίες του Ποντιακού και
Μικρασιατικού Ελληνισμού. Επειδή στο δημόσιο διάλογο επικρατεί σύγχυση
σχετικά με κρίσιμες έννοιες (ηθελημένη και μη), θα επιχειρηθεί εδώ μια
κάπως αναλυτικότερη προσέγγιση του θέματος.
Το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο έχει μεγάλη ιστορία – και η ιστορία πάντα εξηγεί πολλά. Οι διαδοχικές και επίμονες προσπάθειες της "πολυπολιτισμικής" κεντροαριστεράς για τη θέσπιση "αντιρατσιστικού" νομοσχεδίου εξηγούνται ως αγωνιώδης προσπάθεια διαφοροποίησης από την «επάρατη δεξιά» σε κάποιο πεδίο πολιτικής, αφ’ ότου με τη σύμπραξή της σε πολιτικές λιτότητας έχασε το βασικό συστατικό «προοδευτικότητας», δηλαδή την επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το νομοσχέδιο λοιπόν έλκει την καταγωγή του από την κυβέρνηση (ποιου άλλου…) του πρωθιερέα του «αντιρατσισμού» και της «πολυπολιτισμικότητας» Γ. Παπανδρέου, που το 2011 κατέθεσε (δια του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου) σχετική πρόταση νόμου, αλλά ατύχησε.
Το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο έχει μεγάλη ιστορία – και η ιστορία πάντα εξηγεί πολλά. Οι διαδοχικές και επίμονες προσπάθειες της "πολυπολιτισμικής" κεντροαριστεράς για τη θέσπιση "αντιρατσιστικού" νομοσχεδίου εξηγούνται ως αγωνιώδης προσπάθεια διαφοροποίησης από την «επάρατη δεξιά» σε κάποιο πεδίο πολιτικής, αφ’ ότου με τη σύμπραξή της σε πολιτικές λιτότητας έχασε το βασικό συστατικό «προοδευτικότητας», δηλαδή την επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το νομοσχέδιο λοιπόν έλκει την καταγωγή του από την κυβέρνηση (ποιου άλλου…) του πρωθιερέα του «αντιρατσισμού» και της «πολυπολιτισμικότητας» Γ. Παπανδρέου, που το 2011 κατέθεσε (δια του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου) σχετική πρόταση νόμου, αλλά ατύχησε.
Στη συνέχεια η πρόταση κατατέθηκε εκ νέου από το ΠΑΣΟΚ την άνοιξη του
2012 - αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση και στη συνέχεια ακυρώθηκε λόγω των
εκλογών του Μαϊου 2012. Η επόμενη προσπάθεια προώθησης του
«αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου έγινε ένα χρόνο αργότερα, επί υπουργίας
Ρουπακιώτη, την εποχή που ακόμα η ΔΗΜΑΡ στήριζε την κυβέρνηση Σαμαρά και
αναζητούσε πεδία διαφοροποίησης (που δεν θα ενοχλούσαν την τρόικα,
εννοείται).
Η προσπάθεια Ρουπακιώτη προσέκρουσε σε αντιδράσεις του Μεγάρου Μαξίμου και τελικώς εγκαταλείφθηκε με βάση τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις
της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αλλά και την άποψη του τότε
αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών Χ. Αθανασίου ότι "δεν χρειάζεται". Ο κ.
Αθανασίου λίγο αργότερα, αναλαμβάνοντας ως υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε
ότι το "αντιρατσιστικό" νομοσχέδιο "δεν αποτελεί προτεραιότητα". Όμως φαίνεται ότι οι προτεραιότητες άλλαξαν, κι έτσι το «αντιρατσιστικό» κατατέθηκε από τον ίδιο τον κ. Αθανασίου…
Δεν γνωρίζουμε τι προκάλεσε αυτή την υποχώρηση της κυβέρνησης προς την κεντροαριστερή "πολιτική ορθότητα", της οποίας π.χ. ο Χ. Λαζαρίδης είναι γνωστός πολέμιος. Ένα πιθανό κίνητρο θα μπορούσε να είναι η προσπάθεια του Μαξίμου να στηρίξει τον "αδύναμο κρίκο" της κυβέρνησης, που είναι το ΠΑΣΟΚ. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα όμως, η κατάθεση αυτού του νομοσχεδίου συνιστά σοβαρό ολίσθημα.
Παρά τις πρόσθετες εγγυήσεις που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο, η ουσία παραμένει: το νομοσχέδιο ποινικοποιεί γνώμες. Και η ποινικοποίηση της γνώμης αντίκειται στην ελευθερία έκφρασης και είναι απαράδεκτη σε οποιαδήποτε κοινωνία θέλει να λέγεται δημοκρατική. Ειδικά η ιστορία παραμένει αντικείμενο αέναης έρευνας, και οι διαφορετικές απόψεις ως προς την ερμηνεία της πρέπει να είναι σεβαστές. Η επιβολή "επίσημης αλήθειας" και η ποινικοποίηση της αμφισβήτησής της αρμόζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Το γεγονός ότι η ελευθερία της έκφρασης και της ιστορικής έρευνας συχνά γίνεται αντικείμενο κατάχρησης από "πονηρούς" και εξτρεμιστές (όπως είναι τόσο οι αρνητές του Ολοκαυτώματος όσο και οι εγχώριοι – και εγχώριες - αρνητές των τουρκικών γενοκτονιών), δεν είναι επιχείρημα για τη φαλκίδευση της ελευθερίας αυτής.
Δεν γνωρίζουμε τι προκάλεσε αυτή την υποχώρηση της κυβέρνησης προς την κεντροαριστερή "πολιτική ορθότητα", της οποίας π.χ. ο Χ. Λαζαρίδης είναι γνωστός πολέμιος. Ένα πιθανό κίνητρο θα μπορούσε να είναι η προσπάθεια του Μαξίμου να στηρίξει τον "αδύναμο κρίκο" της κυβέρνησης, που είναι το ΠΑΣΟΚ. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα όμως, η κατάθεση αυτού του νομοσχεδίου συνιστά σοβαρό ολίσθημα.
Παρά τις πρόσθετες εγγυήσεις που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο, η ουσία παραμένει: το νομοσχέδιο ποινικοποιεί γνώμες. Και η ποινικοποίηση της γνώμης αντίκειται στην ελευθερία έκφρασης και είναι απαράδεκτη σε οποιαδήποτε κοινωνία θέλει να λέγεται δημοκρατική. Ειδικά η ιστορία παραμένει αντικείμενο αέναης έρευνας, και οι διαφορετικές απόψεις ως προς την ερμηνεία της πρέπει να είναι σεβαστές. Η επιβολή "επίσημης αλήθειας" και η ποινικοποίηση της αμφισβήτησής της αρμόζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Το γεγονός ότι η ελευθερία της έκφρασης και της ιστορικής έρευνας συχνά γίνεται αντικείμενο κατάχρησης από "πονηρούς" και εξτρεμιστές (όπως είναι τόσο οι αρνητές του Ολοκαυτώματος όσο και οι εγχώριοι – και εγχώριες - αρνητές των τουρκικών γενοκτονιών), δεν είναι επιχείρημα για τη φαλκίδευση της ελευθερίας αυτής.
Αυτός εδώ ο ιστότοπος έχει
επανειλημμένα σταθεί απέναντι στο νεοναζιστικό εξτρεμισμό (1,2,3,4,5), αλλά και στον εθνομηδενισμό (1,2,3).
Αλλά οι ερμηνείες της ιστορίας, ακόμα και οι διαστρεβλωμένες,
απαντώνται με αντεπιχειρήματα και στοιχεία, όχι με απαγορεύσεις.
Το πρόβλημα του νομοσχεδίου επομένως είναι κατ’ εξοχήν πρόβλημα φιλοσοφίας: καμία άποψη σχετικά με την ιστορία δεν επιτρέπεται να ποινικοποιείται. Όπως έγραψαν και οι γάλλοι ιστορικοί της κίνησης “Liberte’ pour l’ Histoire” («Ελευθερία για την Ιστορία»):
Το πρόβλημα του νομοσχεδίου επομένως είναι κατ’ εξοχήν πρόβλημα φιλοσοφίας: καμία άποψη σχετικά με την ιστορία δεν επιτρέπεται να ποινικοποιείται. Όπως έγραψαν και οι γάλλοι ιστορικοί της κίνησης “Liberte’ pour l’ Histoire” («Ελευθερία για την Ιστορία»):
«Η ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν αποδέχεται κανένα δόγμα. Σε ένα ελεύθερο κράτος, ο καθορισμός της ιστορικής αλήθειας δεν είναι δουλειά της Βουλής, ούτε των δικαστηρίων».
Και
αξίζει να σημειωθεί ότι, στη Γαλλία, ο νόμος που ποινικοποίησε την
άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων κρίθηκε αντισυνταγματικός το 2012.
Οι οπαδοί του «αντιρατσιστικού» προβάλλουν ως επιχείρημα την ανάγκη εναρμόνισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και συγκεκριμένα με την απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – αλλά η απόφαση αυτή δεν απαιτεί οπωσδήποτε νέο νόμο για την εφαρμογή της. Η συγκεκριμένη απόφαση έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 34 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως ίσχυε το 2008), που ορίζει ότι το Συμβούλιο μπορεί:
Οι οπαδοί του «αντιρατσιστικού» προβάλλουν ως επιχείρημα την ανάγκη εναρμόνισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και συγκεκριμένα με την απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – αλλά η απόφαση αυτή δεν απαιτεί οπωσδήποτε νέο νόμο για την εφαρμογή της. Η συγκεκριμένη απόφαση έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 34 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως ίσχυε το 2008), που ορίζει ότι το Συμβούλιο μπορεί:
«(β) να υιοθετεί αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα».
Συμπέρασμα: κανείς δεν αναγκάζει την ελληνική Πολιτεία να
υιοθετήσει ένα νέο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» και να αντιγράψει επί
λέξει την απόφαση 2008/913. Σημασία έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και
αυτό καλύπτεται άριστα στην Ελλάδα από τον προηγούμενο νόμο, τον ήδη
ισχύοντα ν. 927/1979. Αυτά έλεγε, πολύ σωστά, και ο κ. Αθανασίου το Μάιο του 2013, άσχετα αν αργότερα άλλαξε γνώμη...
Αλλά ας ξεπεράσουμε το πρόβλημα της ποινικοποίησης της γνώμης, ας δεχτούμε για λίγο ότι χρειαζόταν νομοθετική παρέμβαση για την εφαρμογή της απόφασης 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Ελλάδα, και ας δούμε το «πονηρό» σημείο της ελληνικής νομοθετικής παρέμβασης, που αφορά τον προσδιορισμό των γενοκτονιών, των οποίων η άρνηση τιμωρείται.
Αλλά ας ξεπεράσουμε το πρόβλημα της ποινικοποίησης της γνώμης, ας δεχτούμε για λίγο ότι χρειαζόταν νομοθετική παρέμβαση για την εφαρμογή της απόφασης 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Ελλάδα, και ας δούμε το «πονηρό» σημείο της ελληνικής νομοθετικής παρέμβασης, που αφορά τον προσδιορισμό των γενοκτονιών, των οποίων η άρνηση τιμωρείται.
Όπως θυμόμαστε καλά, το θέμα αυτό είχε προκαλέσει την ανησυχία της γνωστής κυρίας Ρεπούση
και την παρέμβασή της προς άλλους βουλευτές, προκειμένου να μην
«αξιοποιηθεί ο νόμος από εθνικιστικούς κύκλους». Και πράγματι, οι
παρεμβάσεις της κυρίας Ρεπούση και των ομοϊδεατών της φαίνονται να έχουν
πετύχει το στόχο τους – τουλάχιστον στη σημερινή μορφή του νομοσχεδίου… Συγκεκριμένα:
Η απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν επιβάλλει στα κράτη να προσδιορίσουν ποιες γενοκτονίες «προστατεύονται» δια της ποινικοποίησης της άρνησής τους. Η νομοθετική ρύθμιση μπορεί να παραμείνει αόριστη, αφήνοντας έτσι στο εκάστοτε δικαστήριο να κρίνει, εκτός των άλλων, και τον χαρακτήρα του ιστορικού γεγονότος ως γενοκτονίας ή μη. Αυτή η αοριστία όμως θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο στους (κατά την κ. Ρεπούση) «εθνικιστές»… γιατί ποιο ελληνικό δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε ως γενοκτονίες αυτές που χαρακτηρίστηκαν έτσι από τη Βουλή των Ελλήνων;
Έτσι φαίνεται πως «ενεργοποιήθηκε» (από ποιον άραγε;) μια εναλλακτική δυνατότητα: στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να δηλώσουν ότι θα τιμωρούν την πράξη άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας γενοκτονιών κλπ, μόνον
Η απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν επιβάλλει στα κράτη να προσδιορίσουν ποιες γενοκτονίες «προστατεύονται» δια της ποινικοποίησης της άρνησής τους. Η νομοθετική ρύθμιση μπορεί να παραμείνει αόριστη, αφήνοντας έτσι στο εκάστοτε δικαστήριο να κρίνει, εκτός των άλλων, και τον χαρακτήρα του ιστορικού γεγονότος ως γενοκτονίας ή μη. Αυτή η αοριστία όμως θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο στους (κατά την κ. Ρεπούση) «εθνικιστές»… γιατί ποιο ελληνικό δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε ως γενοκτονίες αυτές που χαρακτηρίστηκαν έτσι από τη Βουλή των Ελλήνων;
Έτσι φαίνεται πως «ενεργοποιήθηκε» (από ποιον άραγε;) μια εναλλακτική δυνατότητα: στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να δηλώσουν ότι θα τιμωρούν την πράξη άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας γενοκτονιών κλπ, μόνον
«εφόσον έχουν αναγνωρισθεί με αμετάκλητη απόφαση εθνικού δικαστηρίου αυτού του κράτους μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου ή με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς δικαστηρίου μόνον».
Προσοχή: η απόφαση του
Συμβουλίου δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη αυτόν τον περιορισμό, αλλά και
δεν επιτρέπει άλλους πέρα από αυτόν. Δηλαδή αν ένα κράτος επιλέξει να
περιορίσει τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, τότε τα
κριτήρια που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει για τον προσδιορισμό
τους είναι οι αποφάσεις δικαστηρίων (διεθνών ή εθνικών) και μόνο – άλλα
κριτήρια δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν. Επομένως, αν ο ελληνικός νόμος κάνει χρήση της δυνατότητας προσδιορισμού των γενοκτονιών,
δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει ως κριτήριο τις αποφάσεις της Βουλής
που τις αναγνώρισαν, παρά μόνο τις αποφάσεις δικαστηρίων (και ας μας
συγχωρήσουν οι πατριωτικές φωνές που ζητούν το αντίθετο).
Αλλά δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο – το μόνο που χρειάζεται για να ματαιωθούν τα σχέδια της "εθνομηδενιστικής" πτέρυγας είναι να αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο η φράση που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Όσοι μπαίνουν στη συζήτηση του «προσδιορισμού» των γενοκτονιών, στην πραγματικότητα μπαίνουν να παίξουν στο «γήπεδο» της κας Ρεπούση και των ομοϊδεατών της, που είναι το άρθρο 1 παρ. 4 της απόφασης 2008/913. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν: η εφαρμογή αυτού του άρθρου της απόφασης δεν είναι υποχρεωτική και άρα κανείς δε χρειάζεται να παίξει στο γήπεδο αυτό…
Εν κατακλείδι: Τι πρέπει να γίνει με το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο;
Ως πρώτο σχόλιο, επιμένουμε ότι το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί για λόγους αρχής: στις δημοκρατίες δεν επιτρέπεται η ποινικοποίηση της γνώμης, ειδικά όταν αυτή αφορά σε ιστορικά γεγονότα.
Ως δεύτερο σχόλιο, αν το νομοσχέδιο κρίνεται (για άγνωστους λόγους) αναγκαίο, τότε πρέπει να απαλειφθεί εντελώς η διάταξη που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Και δε νομίζουμε ότι θα υπάρξει ελληνικό δικαστήριο που θα αρνηθεί τις γενοκτονίες που αναγνώρισε η ελληνική Βουλή...
Αλλά δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο – το μόνο που χρειάζεται για να ματαιωθούν τα σχέδια της "εθνομηδενιστικής" πτέρυγας είναι να αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο η φράση που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Όσοι μπαίνουν στη συζήτηση του «προσδιορισμού» των γενοκτονιών, στην πραγματικότητα μπαίνουν να παίξουν στο «γήπεδο» της κας Ρεπούση και των ομοϊδεατών της, που είναι το άρθρο 1 παρ. 4 της απόφασης 2008/913. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν: η εφαρμογή αυτού του άρθρου της απόφασης δεν είναι υποχρεωτική και άρα κανείς δε χρειάζεται να παίξει στο γήπεδο αυτό…
Εν κατακλείδι: Τι πρέπει να γίνει με το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο;
Ως πρώτο σχόλιο, επιμένουμε ότι το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί για λόγους αρχής: στις δημοκρατίες δεν επιτρέπεται η ποινικοποίηση της γνώμης, ειδικά όταν αυτή αφορά σε ιστορικά γεγονότα.
Ως δεύτερο σχόλιο, αν το νομοσχέδιο κρίνεται (για άγνωστους λόγους) αναγκαίο, τότε πρέπει να απαλειφθεί εντελώς η διάταξη που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Και δε νομίζουμε ότι θα υπάρξει ελληνικό δικαστήριο που θα αρνηθεί τις γενοκτονίες που αναγνώρισε η ελληνική Βουλή...
Πηγή Εν Κρυπτώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου