Συνέχεια από : Τρίτη, 17 Δεμεβρίου 2013
AΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, Η ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΣ!
Πνευματολογική διάσταση
Η Τριαδική Θεολογία του Αυγουστίνου
δεν συγκεκριμενοποιείται σωτηριολογικά
μόνον στην Χριστολογία, αλλά και στο δόγμα του περί του Αγίου Πνεύματος,
τόσο χαρακτηριστικά μάλιστα που έφτασαν μερικοί όπως ο Schütz, να πουν πως ο επίσκοπος της Ιπώννος είναι ο
πιο διαπρεπής πνευματολόγος της Δύσεως.
Αυτή η δήλωση είναι σωστή χωρίς άλλο,
λόγω του γεγονότος πως ο Αυγουστίνος ανέπτυξε το δόγμα του για το πνεύμα,
εννοημένο με διατριαδική σημασία και μόνον, σε στενό συνδυασμό με την
εννοιολόγησή του περί Εκκλησίας και περί Χάριτος. Για τον Αυγουστίνο η ζωή της
Εκκλησίας και η ύπαρξη κάθε Χριστιανού δεν πρέπει να κατανοηθούν με την στενά
Χριστολογική έννοια και μόνον αλλά και πνευματολογικά, συνδέοντας και τις δύο
πλευρές στο Τριαδικό μυστήριο του Θεού.
Για τούτον τον πατέρα της Εκκλησίας,
το κύριο χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος συνίσταται στο γεγονός πως είναι ο
δεσμός της αγάπης που ενώνει τον Πατέρα και τον Υιό. [Αυτή είναι και η παράνοια
της Λατινικής Εκκλησίας που κυριάρχησε. Το Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχει.Είναι σχέση.
Και σιγά – σιγά όλα στα μυαλά μας έγιναν σχέση, όπως ισχυρίζεται και ο
Γιανναράς. Θα το δούμε το θέμα αυτό αναλυτικότερα στην συνέχεια].
«Το Άγιο Πνεύμα είναι λοιπόν μια
κάποια άρρητη κοινωνία του Πατρός και του Υιού. Ίσως το όνομά του να οφείλεται
στο γεγονός πως ο ίδιος όρος μπορεί να αποδοθεί τόσο στον Πατέρα όσο και στον
Υιό. [Δεν είναι πνεύμα ο Θεός αλλά όρος]. Ονομάζεται με την καθαυτή του
σημασία, ενώ για τα άλλα δύο πρόσωπα ισχύει δευτερευόντως. Και ο Πατήρ είναι
πνεύμα, πνεύμα και ο Υιός, άγιος είναι ο Πατήρ, άγιος και ο Υιός. Για να
χρησιμοποιηθεί λοιπόν ένας κοινός όρος στον Πατέρα και τον Υιό και ο οποίος θα
ταίριαζε για να δείξει στο Άγιο Πνεύμα την κοινωνία των δύο, το δώρο και των
δύο, ονομάστηκε Άγιο Πνεύμα» (περί Τριάδος V,11,12).
[Βαθειά, πηγαδίσια σκέψη. Πι-πι το παπί, πα-πα η πάπια].
Αφού υιοθέτησε,
χωρίς κάποιες επιφυλάξεις, αυτόν τον διατριαδικό καθορισμό του Αγίου Πνεύματος,
καθότι σεισμός αγάπης ανάμεσα στα δύο πρώτα πρόσωπα, έψαξε ο Αυγουστίνος την
ύπαρξή του στην ιστορία της σωτηρίας, ορίζοντας επίσης το πνεύμα και σαν το
δώρο που μας προσέφερε ο Θεός. Υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στον διατριαδικό
ορισμό του πνεύματος υπολογιζομένου στην αιωνιότητά του [μήλο, γάτα, σπίτι. Το
αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, με τις
χαριτωμένες εικονίτσες, πολύ χρήσιμο για τους θεολόγους της Φραγκογερμανίας], και στον ορισμό του σαν
δώρο σωτηρίας για τους πιστούς, που λαμβάνει χώρα στην ιστορία, στον χρόνο. [Η
γνωστή αναλογία του Γιανναρά ή η διαλεκτική κτιστού και ακτίστου του Ζηζιούλα].
«Ο Πατήρ και ο Υιός επιθυμούν να θεμελιώσουν μια κοινωνία μεταξύ τους [για να
μην χαθούν στα μονοπάτια της ανάγκης] και με τον Εαυτό τους ακριβώς μ’ αυτό που
είναι κοινό, μέσω εκείνου του δώρου που τους ενώνει, θέλουν να μαζευτούν
ακριβώς σε ενότητα [σαν τα πρόβατα]. Μέσω δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, που είναι
Θεός και δώρο Θεού [και για τον ίδιον τον Θεό, τί ανακούφιση], συμφιλιωνόμεθα με τον Θεό και πληρωνόμεθα
χαράς» (ομιλίες 71, 18). [Το καλύτερο δώρο, Χριστουγεννιάτικο].
Στο διατριαδικό όραμα του Πνεύματος
σαν αγάπη, δώρο και κοινωνία ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό αντιστοιχούν οι λειτουργίες του
στην οικονομία της σωτηρίας. Αυτή είναι η παρουσίαση της Τριάδος μέσα στον
πιστό. Αυτό το γεγονός πρέπει να
υπολογιστεί λοιπόν στο φως του τριπλού τρόπου με τον οποίον η σωτηριώδης ενέργεια
του Θεού φτάνει στο άτομο: «κατ’ αρχάς ο άνθρωπος δημιουργείται από τον Θεό με
την ελεύθερη θέλησή του», στην συνέχεια «εκπαιδεύεται μέσω νόμων στον τρόπο με τον οποίον πρέπει να
οργανώσει την ζωή του, ύστερα από το οποίο δέχεται και το Άγιο Πνεύμα [κάτι σαν
ζαχαρίτσα, που δίνουμε στα άλογα κούρσας]. Αυτό προκαλεί σ’ αυτόν μια χαρά
αγαπητική για κείνο το υπέρτατο Είναι (Summum Bonnum), το αναλλοίωτο, που είναι ο Θεός [κάπως έτσι θα την δάγκωσε την
λαμαρίνα για το υπέρτατο Είναι και ο Ζηζιούλας], και αυτό ήδη από τώρα, ενώ
περπατούμε στην πίστη και όχι στην θεωρία (2 Κορ.
5,7) [δια πίστεως γαρ περιπατούμεν, ού δια είδους]. Λαμβάνοντας έτσι αυτό το
πρωτείο, ενθαρρύνεται να περπατήσει ο άνθρωπος προς ένα δώρο που δεν το
κέρδισε, και δεν το αξίζει, να αγκυροβολήσει στον Θεό, για να κατορθώσει να
αποτελεί μέρος εκείνου του αληθινού φωτός (Ιωαν. 1, 9). [Ήν το φως το αληθινόν,
ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον! Η αίρεση χρησιμοποιεί
αποσπάσματα από τις Γραφές και τους Πατέρες σαν ψηφίδες, για να δημιουργήσει μ’
αυτά ο κάθε αιρετικός το πορτραίτο του. Ο Αυγουστίνος χρησιμοποίησε με
επιδεξιότητα τις μπογιές του Αποστόλου Παύλου, πάνω από την αμαυρωμένη του
ψυχή. Τον ξεγέλασε τον Θεό άραγε, όπως τους ανθρώπους;]. Μέχρις ότου παραλάβει
την Χαρά από Αυτόν που είχε δεχθεί την ζωή (περί πνεύματος και γράμματος ΙΙΙ,
5).
Ο τρόπος της σωτηρίας συμπυκνωμένος
μ’ αυτόν τον τρόπο, βρίσκεται και σε ένα δεύτερο κείμενο, στο οποίο ο
Αυγουστίνος διακρίνει και ορίζει, με την ευκαιρία, σαν εσωτερικώς συνδεδεμένες
την τάξη της δημιουργίας και την τάξη της σωτηρίας. «Αυτό που δεχθήκαμε για να
ζήσουμε είναι διαφορετικό από αυτό που μας δωρίσθηκε για να γίνουμε άγιοι»
(περί Τριάδος v, 14). Μ’ αυτή την διάκριση αποφεύγεται μια κάποια βεβιασμένη
ταύτιση του πνεύματος με τις δυνάμεις του ανθρώπου. [Ανακουφιστήκαμε, παρά λίγο
να είμαστε υπεράνθρωποι]. Ανάμεσα δε σ’ αυτές τις δυο πραγματικότητες
υφίσταται η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο ερέθισμα και στην πράξη, στο
κάλεσμα και στην απάντηση, στην ακτίνα του φωτός και την όραση.
Για μια πλήρη κατανόηση της πορείας
της σωτηρίας που παρουσιάζεται στον άνθρωπο είναι σημαντικό να θυμηθούμε την
παρατήρηση του Αυγουστίνου σύμφωνα με την οποία, ανάμεσα στον δωρητή (τον Πατέρα) και το δώρο (το πνεύμα) δεν υπάρχει
καμμία οντολογική διαφορά: ο Πατήρ δωρίζει στο πνεύμα, από οντολογικής απόψεως
τον εαυτό του και όχι ένα δημιουργημένο αγαθό. [Αυτό σημαίνει οντολογία.
Ιεραρχία. Ο πρώτος είναι ανώτερος από τον δεύτερο και ούτω καθεξής. Γι’ αυτό
και η οντολογία δεν διαθέτει Αρχή, η οποία αρχή υπάρχει μέσα σε όλα όσα
άρχονται ή απορρέουν εξ αυτής. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει οντολογία στην Αρχαία
Φιλοσοφία].
Ο Αυγουστίνος ξεκινά από την ακριβή
κατανόηση του γεγονότος ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κατοικήσιμο, για να
αντικρούσει την βουλησιαρχική σύλληψη του Πελαγιανισμού και για να υποστηρίξει
με σθένος πως το Άγιο Πνεύμα είναι η κύρια Αρχή όλης της εν χάριτι ζωής. Γι’
αυτό τον λόγο επαναλαμβάνει συχνά στα τελευταία του γραπτά την περικοπή προς Ρωμ. 5, 5: «ότι η αγάπη του Θεού
εκκέχυται εν ταις καρδίας ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν». «Το Άγιο
Πνεύμα, καθότι θείο δώρο, το κατεξοχήν και εξαιρέτως, μας επιτρέπει να
παραμένουμε στον Θεό και ο Θεός να παραμένει σε μας, ανάβει μέσα μας την αγάπη
του Θεού και την αγάπη του πλησίον, και Αυτός ο ίδιος είναι Αγάπη. Ο άνθρωπος
δεν είναι ικανός να αγαπήσει τον Θεό, παρά μόνον λόγω του έργου του Θεού» (περί
Τριάδος, 17, 31).
Σε συμφωνία μ’ αυτό ισχύει το αντίθετο,
όπως διδάσκει ο Ιωάννης: η εφαρμογή της αγάπης του Θεού και της αγάπης του
πλησίον είναι το εξωτερικό σημείο, που σημαίνει αλάνθαστα την κοινωνία μας με
τον Θεό. «Εάν θες να γνωρίσεις εάν έχεις λάβει το Άγιο Πνεύμα, ρώτησέ το στην
καρδιά σου, για να μην έχεις μόνο το μυστήριο χωρίς την δύναμή του. Ρώτησε την
καρδιά σου εάν υπάρχει αγάπη για τον αδελφό, και τότε μην ανησυχείς. Διότι δεν
μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς το πνεύμα του Θεού».
Εάν από το ένα μέρος το Άγιο Πνεύμα
ενεργεί στον πιστό για να μπορέσει να πορευθεί στον δρόμο της γνώσεως του Θεού,
από το άλλο ενεργεί επίσης και στην Εκκλησία. Αυτή είναι ο ναός της Τριάδος,
διότι δέχεται το δώρο του πνεύματος το οποίο την οικοδομεί, κάνοντας την
κοινότητα να θεμελιώνεται στην αγάπη. Το πνεύμα, διαχυνόμενο λόγω της
μεσολαβήσεως του Εσταυρωμένου και αναστημένου Χριστού, είναι η παρουσία της
Τριάδος στον πιστό, όπως και στην Εκκλησία. Καθότι δε δεσμός της αγάπης ανάμεσα
στον Πάτερα και τον Υιό, είναι η μορφοποιητική Αρχή, η ψυχή της Εκκλησίας, μέσω
της οποίας η Εκκλησία γίνεται κοινωνία και κοινότης της αγάπης.
Σαν συνέχεια όλων αυτών έχουμε τις
προτροπές που απευθύνει ο Αυγουστίνος στους πιστούς του για να τους ωθήσει να
εφαρμόσουν την αγάπη, να οικοδομήσουν την αρμονία στην κοινότητα ,να ασχοληθούν
με την ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους, και να ζήσουν στην ταπεινότητα, χωρίς να
ξεχνούν ποτέ την ανάγκη της αγάπης για την Εκκλησία. Ιδιαιτέρως για κείνες τις
πλευρές της που είναι εγκατελειμμένες στην μιζέρια. «Έχουμε το Άγιο Πνεύμα εάν
αγαπούμε την Εκκλησία, εάν παραμένουμε στην κοινωνία της και την αγάπη της».
Η ορατή Εκκλησία είναι τόσο πιο
συμμορφωμένη προς την αόρατη, όσο περισσότερο το Άγιο Πνεύμα εκχύει και
μορφοποιεί στον πιστό την αγάπη του Θεού και του πλησίον, καθοδηγώντας την
πράξη των Χριστιανών πέρα από τα όρια και τους ανθρώπινους δισταγμούς. Επειδή
δε Αυτό είναι η πηγή της αγάπης, της ειρήνης, και της εκκλησιαστικής ενότητος
,τόσο η ορατή Εκκλησία όσο και ο ξεχωριστός πιστός βρίσκουν σ’ Αυτό έναν διαρκή
ερεθισμό για να μην σκληρυνθούν σε μια φαινομενική ύπαρξη.
Ο Αυγουστίνος έχει συνείδηση των
ορίων και της αστάθειας της εξωτερικής μορφής, του τύπου, μόνο δια των
Μυστηρίων της Εκκλησίας, αλλά υπενενθυμίζει πως δεν είναι δυνατόν να
υπερπηδήσουμε, παρ’ όλα αυτά, την Εκκλησία, έτσι όπως την συναντούμε στην
πραγματικότητά της. Ενώ είναι αντιθέτως αναγκαίο να βρούμε τον τρόπο να ζήσουμε
μέσα στην κοινότητα της πίστεως, συλλέγοντας αυτό που παραπέμπει στην
μορφοποιητική της Αρχή, στο Άγιο Πνεύμα και σ’ Αυτό, στον Πατέρα και τον Υιό,
από το οποίο και προοδεύει. Εάν αυτό συμβεί, τότε η τριαδική ενότης μπορεί να
αναγνωρισθεί στην Εκκλησία, καθότι το Πνεύμα ενώνει τις πολλαπλότητες, τους
πολλούς, σ’ έναν μόνο λαό.
Στην συνέχεια θα δούμε το πιο
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Θεολογίας του Αυγουστίνου, την έννοια της ΣΧΕΣΕΩΣ.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου