Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας β(4)

 Συνέχια από Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2024

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας β

Του Friedrich Schelling, Εκδόσεις Reclam, 2021


Είναι το ίδιο, να προσπαθεί να κάνει κάποιος κατανοητό σε ένα παιδί, πως σε καμιά πιθανή πρόταση, η οποία δηλώνει, σύμφωνα με την εξήγηση που έχουμε αποδεχθεί, την ταυτότητα υποκειμένου και κατηγορουμένου, δε δηλώνεται μια αδιαφορία (Einerleiheit) ή έστω μια άμεση συνάφεια αυτών των δυο-η πρόταση για παράδειγμα: αυτό το σώμα είναι μπλε, δεν έχει τη σημασία, πως το σώμα είναι εν αυτώ και δι’ αυτού, εν τω οποίω και δια του οποίου είναι σώμα, είναι επίσης μπλε, αλλά (σημαίνει) μόνο αυτό: το αυτό, που το εν λόγω σώμα είναι, είναι και μπλε, αν και όχι μέσα στην εν λόγω παρατήρηση: και έτσι έχει καταστεί διαρκής στην εποχή μας, αυτή η προϋπόθεση, η οποία καταδεικνύει την πλήρη άγνοια για την ουσία του συνδετικού ρήματος, σε αναφορά προς την ανώτερη εφαρμογή του νόμου της ταυτότητος. Έστω η πρόταση: το τέλειο είναι το ατελές. Το νόημα της είναι: το ατελές δεν είναι ατελές, επειδή είναι (ατελές) και εξαιτίας του σε τι συνίσταται (η ατέλεια), αλλά δια του τέλειου, που βρίσκεται μέσα σε αυτό. Για την εποχή μας όμως έχει την εξής έννοια: το τέλειο και το ατελές είναι το ίδιο πράγμα, κάθε τι είναι ίδιο με κάθε τι άλλο, το χειρότερο και το καλύτερο, η τρέλα και η σοφία. Ή: το καλό είναι το κακό, που θέλει να πει: το κακό δεν είναι η δύναμη, δια της οποία είναι ο εαυτός του. Αυτό που υπάρχει μέσα του (θεωρημένο καθ’ εαυτώ και για τον εαυτό του) είναι το καλό. Αυτό ερμηνεύεται έτσι: η αιώνια διαφορά δικαίου και αδίκου, αρετής και πάθους, απορρίπτεται, και τα δυο είναι λογικώς τα ίδια. Ή όταν σε μια άλλη αποστροφή του λόγου, το αναγκαίο και το ελεύθερο δηλώνονται ως ένα, το νόημα είναι: το αυτό, ένα ον που ανήκει στον ηθικό κόσμο, είναι επίσης ένα ον της φύσεως, αυτό κατανοείται ως εξής: το ελέυθερο δεν είναι παρά φυσική δύναμη, ένα ελατήριο, που υπόκειται, όπως και κάθε άλλο, στον μηχανισμό. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόταση, πως η ψυχή είναι ένα με το σώμα. Η πρόταση αυτή λέει, πως η ψυχή είναι υλική, αέρας, αιθέρας, νευρικός χυμός, και όμοια, καθώς το αντίστροφο, πως το σώμα είναι ψυχή, ή στην προηγούμενη πρόταση, πως το φαινομενικά αναγκαίο είναι καθ’ εαυτώ ελεύθερο. Αν μπορεί κάτι τέτοιο να εξαχθεί από την πρόταση, το βάζουμε προσεκτικά στην άκρη. Τέτοιες παρεξηγήσεις, που αν δεν γίνονται σκόπιμα, προϋποθέτουν κάποιο βαθμό διαλεκτικής ανωριμότητας, την οποία (ανωριμότητα) η ελληνική φιλοσοφία είχε ήδη από τα πρώτα της βήματα ξεπεράσει, καθιστούν επείγουσα υποχρέωση την επισταμένη μελέτη της λογικής. Η παλιά βαθύνους λογική διέκρινε το υποκείμενο και το κατηγορούμενο ως προηγούμενο και επόμενο (antecedens et consequens) και εξέφραζε έτσι το πραγματικό νόημα του νόμου της ταυτότητος. Ακόμα και στην ταυτολογική πρόταση, εάν δεν είναι εντελώς ανόητη, παραμένει αυτή η σχέση. Όποιος λέει: το σώμα είναι σώμα, σκέφτεται ως προς το υποκείμενο της πρότασης κάτι διαφορετικό σε σύγκριση με το κατηγορούμενο. Ως προς το ένα έχει υπόψιν την ενότητα, ως προς το άλλο τις ξεχωριστές ιδιότητες που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του σώματος, που σχετίζονται προς αυτό όπως το Antecedens προς το Consequens. Αυτό λοιπόν είναι το νόημα μιας παλαιότερης εξήγησης, σύμφωνα με την οποία, το υποκείμενο βρίσκεται απέναντι από το κατηγορούμενο, όπως το εμπλεγμένο και ανεπτυγμένο (implicitum et explicitum).

Μόνο που οι υπερασπιστές του πιο πάνω ισχυρισμού θα πουν, πως ο πανθεϊσμός δε λέει, ότι ο Θεός είναι τα πάντα, (πράγμα που δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί μετά από μια συνηθισμένη παρουσίαση των ιδιοτήτων Του) αλλά πως τα πράγματα είναι τίποτα, πως το σύστημα αυτό αίρει κάθε ατομικότητα. Ο νέος αυτός προσδιορισμός φαίνεται να βρίσκεται σε αντίφαση με τον προηγούμενο· γιατί αν τα πράγματα είναι τίποτα, πως είναι δυνατόν να αναμειγνύεται με αυτά ο Θεός; Τότε είναι παντού τίποτα, ως καθαρή, αίθρια θεότητα. Ή, αν έξω από τον Θεό (όχι απλώς extra, αλλά και praeter Deum) δε βρίσκεται τίποτα, πως μπορεί τότε, παρά μόνο στα λόγια, να είναι τα πάντα. Έτσι ώστε η έννοια να μην μπορεί να αναλυθεί και διαχέεται στο τίποτα. Έτσι και αλλιώς τίθεται το ερώτημα, εάν επέρχεται μεγάλο κέρδος με την ανάσυρση τέτοιων γενικών ονομάτων, που ίσως στην ιστορία των αιρετικών να τιμώνται, για τις παραγωγές όμως του πνεύματος, όπως στα λεπτότατα φυσικά φαινόμενα, όπου τις ουσιαστικές αλλαγές προκαλούν ήσυχοι προσδιορισμοί, (τα γενικά αυτά ονόματα) φαίνονται ως πολύ χοντροκομμένες πράξεις. Είναι αμφίβολο, αν ο τελευταίος αυτός καθορισμός μπορεί να εφαρμοστεί στον Σπινόζα. Γιατί αν αυτός δεν αναγνωρίζει τίποτα εκτός (praeter) της ουσίας, παρά τις συμπάθειες της, που δηλώνει πως είναι τα πράγματα, τότε η έννοια αυτή είναι καθαρά αρνητική, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό ή θετικό. Καταρχάς υπηρετεί απλώς το καθορισμό της σχέσης των πραγμάτων προς τον Θεό, αλλά όχι τι είναι τα πράγματα όταν παρατηρούνται καθ’ εαυτά. Από την έλλειψη όμως αυτού του προσδιορισμού, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε, πως δεν περιέχουν πουθενά κάτι το θετικό (αν και με τρόπο παράγωγο). Η πιο σκληρή έκφραση του Σπινόζα είναι η εξής: το μεμονωμένο ον είναι η ίδια η ουσία (Substanz), παρατηρούμενη μέσα σε μια από τις διαμορφώσεις της, δηλαδή ακολουθίες της. Ας θέσουμε τώρα την άπειρη ουσία=A, την ίδια παρατηρούμενη σε μια από τις ακολουθίες της=A/a: με τον τρόπο αυτό, το θετικό στο Α/α είναι το Α. Από αυτό όμως δεν προκύπτει πως A/a=A, δηλαδή, πως η άπειρη ουσία, παρατηρούμενη στην ακολουθία της, είναι το ίδιο με την άπειρη ουσία καθ’ εαυτήν. Ή με άλλα λόγια, δε συνεπάγεται, πως Α/α δεν είναι μια άλλη, ιδιαίτερη ουσία (αν και συνέπεια του Α). Αυτό βέβαια δε βρίσκεται στον Σπινόζα. Εδώ απλώς γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί πανθεϊσμού. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, αν η αναφερθείσα άποψη είναι ασύμβατη με τον σπινοζισμό. Δύσκολα θα το ισχυριστεί κανείς, αφού έγινε αποδεκτό, πως οι μονάδες του Leibniz, που είναι εντελώς αυτό που είναι το Α/α στην πιο πάνω έκφραση, δεν είναι ένα δραστικό μέσο κατά του σπινοζισμού. Ορισμένες δηλώσεις του Σπινόζα παραμένουν αινιγματικές, χωρίς τη συμπλήρωση του είδους, όπως για παράδειγμα, πως η ουσία της ανθρώπινης ψυχής είναι μια ζωντανή έννοια του Θεού, που δηλώνεται ως αιώνιος (όχι περαστικός). Αν τώρα η ουσία, στις άλλες ακολουθίες της A/b, A/c,…κατοικούσε μόνο προσωρινά, τότε θα κατοικούσε αιώνια σε εκείνη την ακολουθία της ανθρώπινης ψυχής=a, και επομένως ως A/a θα ήταν με ένα αιώνιο και διαρκή τρόπο, χωρισμένη από τον εαυτό της ως Α.

Συνεχίζεται

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΛΙΓΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: