Συνέχεια από: Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024
Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας αΤου Friedrich Schelling, Εκδόσεις Reclam, 2021 Οι φιλοσοφικές έρευνες περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας μπορεί εν μέρει να αφορούν την ορθή έννοια της (ανθρώπινης ελευθερίας). Καθώς το γεγονός της ελευθερίας, με το τόσο άμεσα εντυπωμένο το αίσθημα της ελευθερίας στον καθένα, δεν βρίσκεται με κανένα τρόπο στην επιφάνεια, ώστε για να εκφραστεί έστω και με λέξεις, δεν θα χρειαζόταν απλώς καί μόνο μια συνηθισμένη καθαρότητα και βάθος του νοήματος. Εν μέρει, μπορεί (οι φιλοσοφικές έρευνες) να αφορούν τη συνάφεια της έννοιας αυτής με το όλο μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Επειδή όμως καμιά έννοια δεν μπορεί ορισθεί μεμονωμένα, και μόνο η απόδειξη της συνάφειάς της με το όλο της δίνει την τελική επιστημονική τελείωση· πράγμα που στην περίπτωση της έννοιας της ελευθερίας θα πρέπει κατά προτίμηση να ισχύει, η οποία (έννοια), αν έχει οποιαδήποτε πραγματικότητα, δεν είναι απλώς μια υποταγμένη ή παράπλευρη έννοια, αλλά πρέπει να είναι ένα από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος: στο σημείο αυτό συμπίπτουν και γίνονται ένα, εκείνες οι δυο πλευρές της έρευνας. Σύμφωνα με ένα παλιό θρύλο, που με κανένα τρόπο όμως δεν έχει σιγήσει, η έννοια της ελευθερίας πρέπει να είναι εντελώς ασύμβατη με το σύστημα, και κάθε φιλοσοφία που προβάλλει την απαίτηση της ενότητας και ολότητας (θα πρέπει να) καταλήγει στην άρνηση της ελευθερίας. Δεν είναι εύκολο να αντιταχθεί κανείς στις γενικές διαβεβαιώσεις αυτού του είδους· γιατί, ποιος ξέρει, ποιες περιοριστικές αντιλήψεις συνδέονται με τη λέξη σύστημα, έτσι ώστε ο ισχυρισμός να λέει κάτι αληθινό, αλλά και πολύ κοινό. Ή μήπως αυτή είναι η γνώμη, πως δηλαδή στην έννοια της ελευθερίας αντιτίθεται η έννοια του συστήματος, καθόλα και εξ εαυτού: είναι λοιπόν περίεργο το πως, πρέπει να υπάρχει κάποιο σύστημα, έστω στη θεϊκή διάνοια, με το οποίο συνυπάρχει η ανθρώπινη ελευθερία, επειδή ακριβώς η ατομική ελευθερία, συνδυάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την ολότητα του κόσμου (είτε την θεωρεί κανείς ρεαλιστικά, είτε ιδεαλιστικά). Το να ισχυρισθεί κανείς γενικά, ότι το σύστημα αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη διάνοια, σημαίνει ότι δεν ισχυρίζεται τίποτα· δηλαδή, αναλόγως του πως κατανοείται η δήλωση αυτή, μπορεί να είναι ορθή ή εσφαλμένη. Καθοριστικής σημασίας είναι ο προσδιορισμός της αρχής, βάσει της οποίας ο άνθρωπος γνωρίζει· πάνω στην παραδοχή μιας τέτοιας γνώσεως, θα μπορούσε να εφαρμοστεί αυτό που Σέξτος λέει αναφερόμενος στον Εμπεδοκλή: ο γραμματικός και ο αγνοών, μπορούν να φανταστούν πως αναδύονται ιδιότητες από καύχηση και εξύψωση πάνω από τους άλλους ανθρώπους, που θα πρέπει να είναι ξένες στον κάθε ένα που έχει έστω και ελάχιστη εξάσκηση στη φιλοσοφία· όποιος όμως ξεκινά από τη φυσική θεωρία, και γνωρίζει, πως είναι μια πολύ παλιά διδασκαλία, αυτή που λέει πως το όμοιο γνωρίζεται από το όμοιο (που υποτίθεται προέρχεται από τον Πυθαγόρα, αλλά συναντάται στον Πλάτωνα, και ειπώθηκε πολύ νωρίτερα από τον Εμπεδοκλή), θα καταλάβει, πως ο φιλόσοφος, ισχυρίζεται μια τέτοια (θεϊκή) γνώση, επειδή μόνο αυτός, κρατώντας τη διάνοια του καθαρή και μη συσκοτισμένη από την κακία, με το Θεό μέσα του, συλλαμβάνει το Θεό έξω του. (Sext. Empir. Adv. Grammaticos. L. I, c. 13. P.283. ed.Fabric.) Μόνο για αυτούς που αποστρέφονται την επιστήμη, είναι συνηθισμένο, να αντιλαμβάνονται σε αυτήν μια γνώση, όπως αυτήν της συνηθισμένης γεωμετρίας, που είναι απόμακρη και νεκρή. Πιο σύντομο και αποφασιστικό θα ήταν, να αρνηθούμε το σύστημα στη βούληση και στη λογική του πρωταρχικού όντος (Urwesen)· να πούμε δηλαδή, πως εάν υπάρχουν, τότε καί μόνο ατομικές βουλήσεις, κάθε μια από τις οποίες αποτελεί κέντρο για τον εαυτό της, και σύμφωνα με την έκφραση του Fichte, αποτελεί την απόλυτη ουσία του κάθε εγώ. Πάντοτε όμως, η λογική που απαιτεί την ενότητα, και το αίσθημα που επιμένει στην ελευθερία και την προσωπικότητα, μπορούν να οδηγηθούν σε οπισθοχώρηση, μόνο με ένα εξουσιαστικό λόγο, ο οποίος διαρκεί για κάποιο διάστημα, αλλά στο τέλος καταστρέφεται. Έτσι και η διδασκαλία του Fichte, θα έπρεπε να μαρτυρήσει για την αναγνώριση της ενότητας εκ μέρους της, έστω και με την φτωχή μορφή μιας ηθικής κοσμικής τάξεως, δια της οποίας (μαρτυρίας) θα κατέληγε αμέσως σε αντιφάσεις και ασυνέπειες. Φαίνεται λοιπόν, πως όσα μπορούν να ειπωθούν για εκείνο τον ισχυρισμό, περί της απλώς ιστορικής θέσεως, από τα μέχρι τούδε συστήματα-(δεν βρήκαμε πουθενά λόγους που να πηγάζουν από την ουσία της λογικής και της γνώσης)-η συνάφεια της έννοιας της ελευθερίας με την ολότητα της κοσμοθεωρίας θα παραμείνει για πάντα αντικείμενο ενός αναγκαίου προβλήματος, χωρίς τη λύση του οποίου, έννοια της ελευθερίας θα παραμείνει ασταθής, η δε φιλοσοφία χωρίς καμιά αξία. Γιατί αυτό το μεγάλο πρόβλημα (αποστολή) είναι από μόνη της η ασυνείδητη και αόρατη ώθηση κάθε προσπάθειας προς γνώση, από τη χαμηλότερη μέχρι την ύψιστη· χωρίς την αντίφαση αναγκαιότητας και ελευθερίας, θα βυθιζόταν στον θάνατο, όχι μόνο η φιλοσοφία, αλλά κάθε ανώτερη βούληση του πνεύματος, που είναι (ο θάνατος) χαρακτηριστικό εκείνων των επιστημών, όπου (η αντίφαση) δεν έχει κάποια εφαρμογή. Το να αποτραβηχτεί κανείς από την πράξη, δια της απόρριψης της λογικής, μοιάζει περισσότερο με φυγή, παρά με νίκη. Κάποιος άλλος, θα μπορούσε με το δίκιο του να γυρίσει την πλάτη στη ελευθερία, για να ριχτεί στην αγκαλιά της λογικής και της αναγκαιότητας, χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία θριάμβου στην μια ή στη άλλη πλευρά.
Η συγκεκριμένη γνώμη εκφράστηκε σαφέστερα στην εξής πρόταση: το μόνο δυνατό σύστημα της λογικής είναι ο πανθεϊσμός, αυτός όμως είναι αναπόφευκτα φαταλισμός (γνωστές είναι και παλιότερες εκφράσεις αυτού του τύπου. Αν η δήλωση του Fr. Schlegel, στο έργο του «Περί της γλώσσας και της σοφίας των Ινδών», ότι δηλαδή ‘ο πανθεϊσμός είναι το σύστημα του καθαρού λόγου’, έχει άλλο νόημα, το αφήνουμε ανοικτό). Είναι αναμφίβολα μια εξαιρετική επινόηση για τέτοια γενικά ονόματα, με τα οποία ολόκληρες θεωρήσεις χαρακτηρίζονται με τη μια. Άπαξ και βρήκε κανείς το σωστό όνομα για ένα σύστημα, τα υπόλοιπα προκύπτουν από μόνα τους, και είναι απαλλαγμένος από τον κόπο να εξετάσει ακριβέστερα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Ακόμα και ο άσχετος, μόλις του δοθούν (τα ονόματα), μπορεί με τη βοήθεια τους να κρίνει ακόμα και την πιο πολύπλοκη σκέψη. Στην περίπτωση ενός τέτοιου εξαιρετικού ισχυρισμού, σημασία έχει ο ακριβέστερος ορισμός της έννοιας. Γιατί έτσι δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, πως στην περίπτωση που ο πανθεϊσμός δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την εμμένεια των πραγμάτων μέσα στο Θεό, τότε κάθε λογική άποψη πρέπει με κάποιο τρόπο (νόημα) να ελκύεται προς αυτή τη διδασκαλία. Τη διαφορά εδώ όμως την κάνει ακριβώς το νόημα. Είναι αδιαμφισβήτητο, πως το φαταλιστικό νόημα μπορεί να συνδεθεί με αυτό. Το ότι όμως δεν συνδέεται ουσιωδώς με αυτό, διαλάμπει από το γεγονός πως τόσοι πολλοί οδηγήθηκαν δια του πιο ζωντανού αισθήματος της ελευθερίας σε εκείνη την άποψη. Οι περισσότεροι, αν ήταν ειλικρινείς, θα παραδέχονταν, πως έτσι όπως είναι συγκροτημένες οι αντιλήψεις τους, η ατομική ελευθερία, με όλες σχεδόν τις ιδιότητες ενός ύψιστου όντος, τους φαίνεται να βρίσκεται σε αντίφαση προς την παντοδυναμία, για παράδειγμα. Με την ελευθερία επιβάλλεται μια σύμφωνα με την αρχή απροϋπόθετη δύναμη, έξω και δίπλα από τη θεϊκή, και η οποία είναι αδιανόητη σύμφωνα με εκείνες τις έννοιες. Όπως ο ήλιος στο στερέωμα σβήνει όλα τά φώτα του ουρανού, έτσι, και ακόμα πιο πολύ, το κάνει η άπειρη δύναμη με εκείνη την πεπερασμένη. Η απόλυτη αιτιότητα μέσα σε ένα ον, αφήνει για όλα τα άλλα μόνο μια αναγκαία παθητικότητα. Σε αυτό προστίθεται η εξάρτηση όλων των κοσμικών όντων από τον Θεό, και το πως ακόμα και η διάρκεια τους είναι πάντοτε μια εκ νέου δημιουργία, μέσα στην οποία το πεπερασμένο ον δεν παράγεται ως ένα απροσδιόριστο γενικό, αλλά ως αυτό το συγκεκριμένο, μοναδικό, με τέτοιες και όχι άλλες σκέψεις, σκοπούς και πράξεις. Το να πούμε ότι ο Θεός συγκρατεί την παντοδυναμία του, για να μπορεί να δρα ο άνθρωπος, ή ότι επιτρέπει την ελευθερία, δεν εξηγεί τίποτε: αν ο Θεός αποτραβούσε για μια στιγμή τη δύναμη του, ο άνθρωπος θα έπαυε να υπάρχει. Υπάρχει κάποια άλλη διέξοδος από αυτή την επιχειρηματολογία, εκτός από τον άνθρωπο με την ελευθερία του, καθώς αυτή είναι αδιανόητη σε αντίθεση προς την παντοδυναμία, για να σωθεί το θεϊκό ον, να πούμε πως ο άνθρωπος δεν είναι έξω, αλλά μέσα στο Θεό, και πως η δραστηριότητα του ανήκει στην ζωή του Θεού; Ξεκινώντας ακριβώς από αυτό το σημείο, οι μυστικοί και οι θρησκευτικές ψυχές όλων των εποχών κατέληξαν στην πίστη περί ενότητας του ανθρώπου με το Θεό, η οποία (πίστη) φαίνεται να ανταποκρίνεται στο εσώτατο αίσθημα, το ίδιο ή και περισσότερο έντονα από τη διάνοια ή την υπόθεση. Η ίδια η Γραφή βρίσκει στη συνείδηση της ελευθερίας τη σφραγίδα και την βεβαιότητα της πίστεως, πως εμείς ζούμε και είμαστε εν Θεώ. Πως μπορεί λοιπόν η διδασκαλία να βρίσκεται αναγκαίως σε διαμάχη με την ελευθερία, που τόσοι πολλοί κέρδισαν, για να σώσουν ακριβώς την ελευθερία;
Μια άλλη, όπως συνήθως πιστεύεται πιο ακριβής, εξήγηση του πανθεϊσμού, είναι ότι συνίσταται στην πλήρη ταύτιση του Θεού με τα πράγματα, μια ανάμιξη του πλάσματος με τον πλάστη, από την οποία προκύπτει μια πληθώρα άλλων πιο σκληρών και αφόρητων ισχυρισμών. Είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτούμε πιο ολοκληρωτική διάκριση των πραγμάτων από τον Θεό, από εκείνη τη διδασκαλία του Σπινόζα, που θεωρείται κλασσική. Ο Θεός είναι αυτό, που είναι μέσα στον εαυτό του, και μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τον εαυτό του. Το πεπερασμένο όμως, είναι αναγκαστικά μέσα σε κάτι άλλο, και μπορεί μόνο μέσα από αυτό να συλληφθεί. Σύμφωνα με αυτή τη διαφοροποίηση, είναι προφανές, πως τα πράγματα δε διαφέρουν από το Θεό απλώς βαθμιαία ή λόγω των περιορισμών τους, προκύπτει από μια επιφανειακή παρατήρηση της διδασκαλίας περί τροποποιήσεων (Modifikationen), αλλά διαφέρουν από το Θεό toto genere (εντελώς). Όποια και να είναι η σχέση τους με το Θεό, είναι με τον τρόπο αυτό απολύτως διαχωρισμένα από το Θεό, ώστε μπορούν να είναι μόνο μέσα και σύμφωνα με κάποιον άλλο (με Αυτόν δηλαδή), πως η έννοια τους είναι παράγωγη, και δεν είναι δυνατή χωρίς την έννοια του Θεού. Επειδή όμως Αυτός είναι ο μόνος αυτάρκης και πηγαίος, ο μόνος που καταφάσκει στον εαυτό του, όλα τα άλλα μπορούν να του φέρονται ως αποδέκτες της κατάφασης, ως συνέπεια προς το θεμέλιο. Μόνο που υπό αυτή την προϋπόθεση ισχύουν άλλες ιδιότητες των πραγμάτων, όπως για παράδειγμα η αιωνιότητα τους. Ο Θεός είναι κατά την φύση του αιώνιος· τα πράγματα όμως είναι (αιώνια) μόνο με αυτόν και ως συνέπεια του Είναι Του, καθώς είναι παράγωγα. Εξαιτίας αυτής της διαφοράς, όλα τα μεμονωμένα πράγματα μαζί, δεν μπορούν, όπως συνήθως λέγεται, να αποτελούν τον Θεό, αφού δεν υπάρχει τέτοιο είδος συμπερίληψης, που να μπορεί να μεταβεί από το φύσει παράγωγο στο φύσει πηγαίο, όπως ακριβώς όλα μαζί τα μεμονωμένα σημεία μια περιφέρειας, δεν μπορούν να αποτελέσουν την περιφέρεια, αφού αυτή ως ολότητα, προηγείται αναγκαστικά αυτών, βάσει της έννοιας της. Ακόμα πιο άνοστη είναι η συνέπεια, πως στον Σπινόζα, ακόμα και το μεμονωμένο πράγμα πρέπει να είναι ίδιο με το Θεό. Γιατί αν η δυνατή έκφραση, πως κάθε πράγμα είναι ένας τροποποιημένος Θεός, βρισκόταν σε Αυτόν, τότε τα στοιχεία της έννοιας είναι τόσο αντιφατικά, που αμέσως μετά τη σύνθεση αποσυντίθεται. Ένας τροποποιημένος, δηλαδή παράγωγος Θεός, δεν είναι Θεός με την αυθεντική έννοια. Με αυτή και μόνο την προσθήκη, το πράγμα επιστρέφει πάλι στη θέση του, δια της οποίας (θέσης) ήταν αιώνια χωρισμένο από το Θεό. Ο λόγος τέτοιων παρερμηνειών, που υπέστησαν σε μεγάλο βαθμό και άλλα συστήματα, βρίσκεται στην γενική παρερμηνεία του νόμου της ταυτότητας, ή της σημασίας του συνδετικού ρήματος (Copula) μέσα στην κριτική.
Συνεχίζεται
ΑΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΘΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΘΟΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΦΩΤΙΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ.
2 σχόλια:
Αμέθυστε, υπάρχει ελληνική μετάφραση, πρόσφατη: Φιλοσοφικές έρευνες περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας (δίγλωση έκδοση). Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Θεόδωρος Πενολίδης. Εκδ. Κράτερος, 2020. (ίσως και να το ξέρεις).
Εντυπωσιακό φίλε. Ευχαριστουμε!!
Δημοσίευση σχολίου