Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ - Μετά το Είναι και χρόνος : β) Η ποίηση

 Συνέχεια από: Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα  8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

β) Η ποίηση

Όσο κι αν φαίνεται παράταιρο, ο Χάιντεγγερ δε διστάζει να περάσει – στο μάκρος δεκαετιών βέβαια – από τη στεγνή γλώσσα της φαινομενολογίας στην ποίηση. Πάνω σ' αυτό ο καθένας έχει τους λόγους του να επιφυλάσσεται. Να βλέπει την υποκρισία μιάς σκέψης που αδυνατεί να ομολογήσει την ήττα της, τον εξοργιστικό ουτοπισμό ενός ανθρώπου που θέλει να ανακαλύπτει παντού τη δική του σκέψη η την ανεύθυνη γονιμότητα μιάς φιλοσοφικής μήτρας που συλλαμβάνει με το κενό. 'Ασφαλώς πρόκειται για μια γενικευμένη έχθρα που δε θα είχε λόγο ύπαρξης αν την επιθυμία μας «να έχουμε γνώμη για τον Χάιντεγγερ» τη συνόδευε η διάθεση «να έχουμε γνώση του τι λέει ο Χάιντεγγερ».

Η στροφή προς την ποίηση ουσιαστικά είναι στροφή προς τη λέξη. Χωρίς υπερβολή, η αναλυτική της ύπαρξης τώρα μεταμορφώνεται σε αναλυτική του ονόματος. Το dα του DA-sein, γράφει ο Ρικέρ (Le conflit des interprétations, Seuil, σ. 231), στη δεύτερη περίοδο αντιπροσωπεύεται από τη λέξη. 'Αλλά αυτή η ενθουσιώδης ενασχόληση με τη γλώσσα δεν ανέχεται συγγένειες με καμιά φιλοσοφία της γλώσσας η σημαντική. Εξαρχής υπογραμμίζεται η πεποίθηση ότι η ουσία της γλώσσας δεν εξαντλείται στη σημασία, στη γραμματική δομή της πρότασης, στη σημειολογική της συμπεριφορά. Γι' αυτό άλλωστε η λέξη δε θεωρείται σημείο, ένα σύνθεμα αισθητού και νοητού που με μια απλή κίνηση ανάγεται στον πλατωνισμό. Πέρα από τη σημασία της λέξης ο Χάιντεγγερ συγκεντρώνει την προσοχή του στην νευματική της αξία (winken). Wink, ως νεύμα, είναι ένας τρόπος να κάνω τον άλλον να δεί, ένας τρόπος, θα λέγαμε σε μιάν αμφίβολη γλώσσα, που μιλάει με τις λέξεις και χωρίς τις λέξεις.

Οπωσδήποτε δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτή η άποψη απευθύνεται σε έναν Ιάπωνα – σε κάποιον που βρίσκεται εκτός δυτικής μεταφυσικής παραδόσεως (η απήχηση του Είναι και Χρόνος στην Ιαπωνία είναι μοναδική: πέντε διαφορετικές μεταφράσεις έχουν εκδοθεί στο Τόκυο). Σε έναν άνθρωπο δηλαδή που, όπως ξέρουμε από το θέατρο Νο, ανήκει σε μια μεγάλη παράδοση νευμάτων και σιωπής. Έξω από κάθε lingua, langue, langage, wink είναι το νεύμα που επιτρέπει σε κάτι να εμφανιστεί. Συνυφαίνεται με το zeihen, zichten, δείκνυμι: δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να δει, φέρνω στο φως της ημέρας. Το αποφαίνεσθαι, μέσα από την ετυμολογική του πιστότητα, δεν δηλώνει βέβαια κάτι διαφορετικό· επειδή όμως χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη λογική, από τη στιγμή που πρέπει γλωσσικά να δώσουμε το σχήμα της εμπειρίας του Είναι, κάθε τετριμμένη και σφετερισμένη ερμηνεία πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Η πιο κοινόχρηστη ερμηνεία είναι αυτή που θεωρεί τη γλώσσα όργανο, λεκτικό εργαλείο. Χρησιμοποιώ τη γλώσσα, λέμε, για να πω κάτι. Σε αυτή την περίπτωση οι λέξεις έχουν λαβές όπως τα εργαλεία που τις αδράχνουμε για να κάνουμε κάτι. Αν όμως η γλώσσα είναι κάτι που άλλοτε το χρησιμοποιώ κι άλλοτε το εγκαταλείπω, θα ήταν απόλυτα ξένη με την ουσία του ανθρώπου. Όπως ξένη με την ουσία του είναι και η ερμηνεία που θεωρεί τον άνθρωπο κύριο της γλώσσας και δημιουργό της. Το πόσο άτοπο είναι αυτό δε χρειάζεται να άνατρέξουμε στην καταγωγή για να το διαπιστώσουμε. 'Αρκεί το παρόν. Και το παρόν δείχνει ότι ο άνθρωπος ζει μέσα στη γλώσσα και από τη γλώσσα. Αυτή νεύει, οδηγεί, δείχνει, ονομάζει και μας φέρνει σε επαφή με τα πράγματα. 'Αδιάφορο αν προφέρουμε τη λέξη, βγαίνουμε από το δάσος διασχίζοντας τη λέξη «δάσος», πίνουμε νερό από τη βρύση μέσα στη λέξη «βρύση», αναπνέουμε τον καθαρό αέρα μαζί με την λέξη.

Μονάχα όποιος δεν βρίσκει σκανδαλώδη αυτή την άποψη, έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει κάτι ακόμα πιο σκανδαλώδες: ότι αυτό που μιλάει δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η γλώσσα. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε μια σειρά σκέψεις στο νού μας που συνακόλουθα θα κληθεί η γλώσσα να τις μεταφράσει, αλλά εξ υπαρχής η γλώσσα είναι αυτή που συγκροτεί τις σκέψεις. Δεν είναι αλόγιστο να επιμένει κανείς ότι ο άνθρωπος μιλάει μόνο στο μέτρο που συστοιχεί με τη γλώσσα (Hebel, l' ami de la maison, Gallimard, questions III, σ. 67). Τι άλλο εννοούσαμε όταν λέγαμε ότι η ύπαρξη δεν κατέχει την ελευθερία, αλλά κατέχεται από αυτή; Στις ανώτερες στιγμές της η ύπαρξη παραδίδεται σε κάτι: στην ελευθερία ως ουσία της αλήθειας, στην αγωνία ως αποκάλυψη της διαφοράς, στη γλώσσα ως διάνοιξη του Είναι. Κάθε αυθεντικότητα είναι μια μορφή ποιητικής ομηρείας.

Καταφεύγοντας στους ποιητές η προβληματική του Είναι θέλει να ακούσει τα δικά της λόγια με άλλο τρόπο. Όχι πως στα γραφτά του Χαίντερλιν, του Ρίλκε και του Τράκλ, ο Χάιντεγγερ πασχίζει πάση θυσία να ανακαλύψει προδρόμους, επαληθεύσεις, συνενοχές. Αντίθετα, πιστεύει ακράδαντα στο αυτόνομο κύρος του λόγου τους. Το παιχνίδι των αναγνώσεων της γερμανικής ποίησης – που όπως όλες οι χαιντεγγεριανές αναγνώσεις έμειναν κλασικές – παίζεται σε ένα επίπεδο όπου η ατομικότητα υποχωρεί μπρός στην υπερατομικότητα του βιώματος. Μέσα στην ποιητική τους αυτοτέλεια αυτοί οι ποιητές βάδισαν μέσα στην καθαυτό αλήθεια του Είναι. Έτσι ο διάλογος που επιχειρεί η σκέψη με την ποίησή τους εμπνέεται από μια πρόθεση ριζικά διαφορετική από εκείνη που καθοδηγούσε τις αναγνώσεις του Καντ, του Καρτέσιου, του Χέγκελ η του Σέλινγκ. Με τους φιλοσόφους το κύριο ήταν η διένεξη, με τους ποιητές το σημαντικό είναι η συμφωνία. Συμφωνία σιωπής μπροστά στο άρρητο. Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα σχετικά κείμενα του Χάιντεγγερ διαβάζονται σαν ποιήματα που δεν επιδέχονται μεταφορά, επεξήγηση, συμπύκνωση.

Η ποίηση δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει – παραδίδεται στο μυστήριο. Ξένη προς κάθε αποχρώντα λόγο που θα πρόσφερε άφθονες εξηγήσεις δυνάμει μιάς αυτοθεμελιούμενης αρχής, η λέξη ανακαλεί την παρουσία των πραγμάτων μέσα από την παντελή έλλειψη θεμελίωσης. Έτσι γίνεται κατανοητή η αγάπη που δείχνει ο Χάιντεγγερ γι' αυτούς τους ταπεινούς στίχους του Angelus Silesius:

Το ρόδο δεν έχει γιατί, ανθίζει επειδή ανθίζει,

δε φροντίζει για τον εαυτό του, δεν ποθεί να το δούν.

Η ποίηση είναι θεμελίωση του Είναι με τη λέξη. Θεμελίωση, που φωτίζοντας το αβυσσαλέο, είναι η ίδια η έλλειψη θεμελίου (Grunde abgrundig). Σαν κι εκείνη δηλαδή που διατύπωνε με μεγαλειώδη τρόπο ο Ηράκλειτος:

Αἰῶν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων παιδός ἡ βασιληίη

Γιατί παίζει το μεγάλο παιδί του Ηράκλειτου; Το παιδί που παίζει το μεγάλο παιχνίδι του κόσμου; Το επειδή – κάθε επειδή – εξαφανίζεται μέσα στο παιχνίδι. Και τούτο γιατί το παιχνίδι δεν επιδέχεται αιτία. Το μόνο που παραμένει είναι το παιχνίδι. Το πιο υψηλό και το πιο βαθύ. Κι αυτό το μόνο είναι το όλο. Εν πάντα. Στον Ηράκλειτο, στον Παρμενίδη, στον Αναξίμανδρο, όπως και στον Χαίντερλιν, στον Ρίλκε, στον Τράκλ, ο Χάιντεγγερ γυρεύει το ίδιο πράγμα: ένα λόγο πέρα από κάθε εξήγηση, και μια θεμελίωση με τη λέξη που αψηφά κάθε αιτία

Η μοίρα του Είναι παραδίδεται στα χέρια των ποιητών. Και μέσα στο κλίμα αυτής της αλύτρωτης απόγνωσης παρακολουθούμε τη σκέψη του Χάιντεγγερ στην τελική της και μάταια χειρονομία. Να επαναφέρει μέσα στη σημερινή τεχνική ερήμωση μια νέα μυθολογία. Η γη και ο ουρανός, οι θνητοί και το ιερό, ο αιθέρας και η γαλήνη καλούνται να αποτελέσουν το αντιστάθμισμα της τεχνικής. Δεν πρόκειται για μια στροφή προς την οντικότητα. Ο λόγος που κρατάει ανοιχτό το πεδίο όπου ο άνθρωπος – πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό – κατοικεί το σπίτι του κόσμου, είναι πάντα ο λόγος που διανοίγει το Είναι. Το σπίτι του κόσμου δεν είναι άλλο από το σπίτι του Είναι που χτίζει η ποιητική γλώσσα. Μόνο αυτή είναι ικανή για το μέγα συμβάν (das Ereignis) που χαρίζει θεμέλιο και πατρίδα μέσα στο αθεμελίωτο. Εγκαταλελειμμένος στο μυστήριο του αβυσσαλέου ο άνθρωπος κατακτά κάτι δικό του (das eigene) που το ζει χωρίς να το εξηγεί γιατί εξήγηση δεν υπάρχει.

Αυτή πιθανώς είναι μια από τις μεγάλες υποθήκες ενός στοχαστή που, μέσα στο σύγχρονο κόσμο, πάσχισε όσο κανείς άλλος να ξαναδώσει το κύρος σε μιάν λησμονημένη ερώτηση. Γι' αυτό έχει ειδική σημασία να τελειώσουμε με την πλατωνική φράση που άρχισε το οδοιπορικό του: δῆλον γάρ ὡς ὑμεῖς μέν ταῦτα (τί ποτε βούλεσθε ση μαίνειν ὁπόταν ὄν φθέγκησθαι) πάλαι γιγνώσκετε, ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ μέν ὠόμεθα, νῦν δ' ἠπορήκαμεν. Το ἡπορήκαμεν παραμένει μοιραίο και ιστορικό. Κάθε απόπειρα απάντησης είναι το τελευταίο βήμα αυτής της ερώτησης. Να γιατί το Είναι και Χρόνος δεν προτάθηκε ποτέ σαν λύση αυτής της απορίας, αλλά μόνο σαν δρόμος. Απειρος δρόμος, δρόμος πολύπλοκος που μέσα στους τρίβους του χάθηκαν και εξαντλήθηκαν τα πιο μεγάλα πνεύματα της δυτικής σκέψης. Μπρός στη θεσπέσια μουσική αυτής της ερώτησης, όλες οι αποκρίσεις μοιάζουν τερετίσματα, τιτιβίσματα των χελιδονιών, άναρθρες πνοές του τζίτζικα, σαν κι αυτές που θυμήθηκε ο Αριστοτέλης ('Αναλυτικών υστέρων, 83 α, 33) για να ειρωνευτεί τις πλατωνικές ιδέες. Τερετίσματα που, είτε στον μεγαλύτερο στοχαστή ανήκουν, είτε στον τελευταίο σχολιαστή, δεν ξεφεύγουν από το βιβλικό:

μανή, θεκέλ, φάρες (Εμετρήθης, Εζυγίσθης και Ευρέθης Ελλιπής).

Δανιήλ, Ε΄ 25.

Παρίσι-Αθήνα

1972-1982

                               ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: