Συνέχεια από Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021
GIOVANNI REALEΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
1. Η αρχαία φιλοσοφία γεννιέται και αυξάνει βασισμένη στον «λόγο»
Η μεθοδολογία της αρχαίας φιλοσοφίας στηρίζεται πάνω απ’όλα στον λόγο, δηλαδή στην νόηση, και σ’αυτό που συνεπάγεται. Σε τούτη την μικρή αναφορά θα αναφερθούμε μόνο σε μερικά σημεία-κλειδιά του θέματος. Θα ενθυμήσουμε, κατ’αρχάς, πώς για «νόηση» δέν πρέπει να εννοηθεί η «επιστημονική λογική» που κυριαρχεί σήμερα, η οποία περικλείεται στην σφαίρα της εμπειρίας και του υπολογισμού. Διότι ο «φιλοσοφικός λόγος» των Ελλήνων είναι πολύ πιό κινητικός και ευκίνητος, πιό ανοιχτός, στην προσπάθεια του να πλησιάσει και να μετρηθεί με το «Όλον».
Η εμπειρία, η φαινομενολογική ανάλυση, η συμφωνία όλων των ανθρώπων, οι πεποιθήσεις των σοφών, η επαγωγική μέθοδος και η αναγωγή διαπλέκονται ποικιλοτρόπως.Μερικοί φιλόσοφοι επεξεργάζονται λογικές, ανάμεσα στις οποίες η πιό διάσημη είναι οπωσδήποτε του Αριστοτέλη, η οποία βασίζεται στον συλλογισμό. Αλλά κάποιου ενδιαφέροντος είναι επίσης ο «κανόνας» του Επίκουρου αλλά και η λογική της Στοάς. Παρ’όλα αυτά, αυτές οι λογικές καταλήγουν να είναι όργανα ελέγχου εκ των υστέρων, παρά αληθινοί οδηγοί με τους οποίους κατασκευάζονται συστήματα, τα οποία συνήθως «ξεπροβάλλουν» αποφασιστικά πάνω απο τις σχετικές λογικές οι οποίες έχουν δεχθεί μία εκπεφρασμένη επεξεργασία.
Πολλοί φιλόσοφοι επικαλέστηκαν την «έμπνευση», σαν υπεύθυνη για την σύσταση κατά κάποιον τρόπο, της αρχής της φιλοσοφήσεως, δεδομένου πώς οι πρώτες αρχές δέν μπορούν να αναχθούν περισσότερο, ούτε να μεσολαβηθούν και επομένως δέν μπορούν παρά να συλληφθούν αμέσως, δηλαδή με την έμπνευση. Αυτός ο τύπος εμπνεύσεως όμως δέν έχει σχέση με την άλογη γεύση που ανήκει στην μοντέρνα έμπνευση, λόγω ακριβώς της πεποιθήσεως που δίνει η εξίσωση ανάμεσα στη σκέψη και στο Είναι, που βρίσκεται στη βάση της Ελληνικής σκέψης.
Έμπνευση σημαίνει, μέσα σ’αυτό το πλαίσιο, «βλέπω» με την νόηση, με τον Νού, πώς το πράγμα Ίσταται, υπάρχει, μ’έναν δεδομένο τρόπο, δηλαδή σημαίνει καθαρή «βεβαιότητα» και η βεβαιότης είναι ένα βαθύ έλλογο κριτήριο.
2. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
Έτσι λοιπόν η αρχαία φιλοσοφία διέκρινε τουλάχιστον έναν τύπο προόδου, ο οποίος παραμένει κατά κάποιο τρόπο προνομιούχος.Αυτή η πρόοδος είναι ο λεγόμενος «έλεγχος, ο οποίος χρησιμοποιείται πολύ συχνά απο τους Ελεάτες, απο τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και ο οποίος περιγράφεται αναλυτικά απο τον Αριστοτέλη στην Μεταφυσική, σχετικά με την αρχή της μή-αντιφάσεως (Μεταφυσική, IV 3-8).
Έ λοιπόν, λέει ο Αριστοτέλης, η αρχή της μή-αντιφάσεως, καθότι πρώτη αρχή δέν είναι δυνατόν να αποδειχθεί.
Είναι αμέσως φανερή. Αλλά μπορεί να παρουσιαστεί, κατά κάποιο τρόπο, μέσω της ανασκευής (του ελέγχου) αυτού που απαιτεί να την αρνηθεί.
Ο διάσημος αυτός έλεγχος λοιπόν, συνίσταται, στην φανέρωση της αντιφατικότητος, στην οποία καταλήγει όποιος αρνείται την ίδια την αρχή.
Και πράγματι, όποιος αρνείται την αρχή της μή-αντιφάσεως, αυτοαναιρείται, πέφτει σε αντίφαση, διότι, την ίδια στιγμή που την αρνείται, την χρησιμοποιεί αθέμιτα.
Και αυτό το ίδιο ισχύει για όλες τις πρώτες αλήθειες. Απο την άποψη της μεθόδου αυτή είναι η πλέον σημαντική ανακάλυψη της αρχαίας φιλοσοφίας: Οι υπέρτατες αλήθειες τις οποίες δέν μπορούμε να αποποιηθούμε είναι εκείνες οι οποίες, την ίδια στιγμή που κάποιος τις αρνείται, είναι υποχρεωμένος να τις χρησιμοποιήσει αθέμιτα στην ίδια την πράξη με την οποία τις αρνείται και επομένως τις επαναβεβαιώνει προσπαθώντας ακριβώς να τις αρνηθεί.
Είναι μία αληθινή μεταφυσική «ενέδρα» που στήνουν όλες εκείνες οι αλήθειες απο τις οποίες ο άνθρωπος δέν μπορεί να ξεφύγει.
3. Η χρήση του «μύθου» σε συνέργεια με τον «λόγο»
Σχετικά με πάρα πολλά προβλήματα που ζητούσαν λύση, ο Πλάτων ξεκινώντας απο τον Γοργία, μάλιστα δέ στα πιό σημαντικά σημεία της αναζητήσεως, και ενώ πλησιάζει η στιγμή να φανερωθεί η λύση, επικαλείται και τον μύθο, και εγκαθιδρύει μ’αυτόν τον τρόπο, ανάμεσα στον λόγο και στον μύθο, έναν δομικό δεσμό αδιαχώριστο πλέον. Οι θεμελιώδεις λόγοι αυτού του δεσμού πρέπει να γίνουν κατανοητοί, εάν επιθυμούμε να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε επαρκώς τα γραπτά του.
Ξεκινώντας απο την μοντέρνα εποχή, ιδιαιτέρως δέ συνέπεια της Forma Mentis (Νοοτροπίας), η οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε με την «βιομηχανική επανάσταση», η φιλοσοφία ερμηνεύθηκε -γενικώς και ειδικώς- σαν ένα Ιστορικό πέρασμα απο τον μύθο στον λόγο. Και ερμηνεύθηκε κατά συνέπειαν η εξέλιξη της φιλοσοφίας σαν μία ανάπτυξη του λόγου σε πιό μεγάλη ακτίνα και σαν ένα ξεκόλλημα όλο και πιό ευκρινές αυτής της φιλοσοφίας απο τον μύθο. Εάν αυτό όμως είναι αλήθεια, είναι αλήθεια επίσης και το γεγονός πώς ξεκινώντας απο τον Πλάτωνα υπάρχει μία μαζική επαναπόκτηση του «μύθου» και μία επανα-ανακάλυψη της γνωστικής του αξίας.
Αυτό το σημείο ειδικά δέν γνώρισε την προσοχή που έπρεπε να αποκτήσει, λόγω μίας σειράς «προ-καταλήψεων», ώς επι το πλείστον συνδεδεμένων με τις πεποιθήσεις που προήλθαν απο την επιστημονική επανάσταση της συγχρόνου εποχής. Πολλές φορές λοιπόν, η γλώσσα του μύθου υπολογίσθηκε μόνον σαν μία «προ-φιλοσοφική» γλώσσα» ή ακόμη χειρότερα σαν «α-φιλοσοφική» δηλαδή, σαν ένα μήνυμα εικονικό και φανταστικό, χωρίς κανένα χαρακτήρα επιστημονικό και αληθινό, και χωρίς κανένα νόημα, μετά την εμφάνιση της φιλοσοφίας.Μία μεγάλη ευθύνη στην μετάδοση αυτής της πεποιθήσεως, ανήκει ώς γνωστόν στον Hegel και στην Ιστορία της φιλοσοφίας του που διαπραγματεύεται τον Πλάτωνα, διότι η έκθεση των φιλοσοφημάτων με την μορφή μύθων που παρουσιάζει ο Πλάτων, κατά την κρίση του, αποτελούν κάτι θεαματικό, στην ανάγνωση των διαλόγων του, αλλά ταυτοχρόνως αποτελούν και μία πηγή σημαντικών παρανοήσεων.
Ο Hegel ισχυρίζεται πώς ο μύθος προκαλεί αισθητικές εικόνες κατάλληλες στην «αναπαράσταση» και όχι στον στοχασμό, ο οποίος εκφράζεται πάντοτε και μόνον μέσω «εννοιών», με τον αποκλεισμό όλων των φαντασιακών αναπαραστάσεων. Η ώριμη σκέψη δέν έχει πλέον την ανάγκη του μύθου.
Συμφέρει όμως σ’αυτό το σημείο να ξαναδιαβάσουμε μία σελίδα του κειμένου του Hegel, η οποία επιβάλλεται απο πολλές απόψεις σαν παραδειγματική: «Η μυθική μορφή των πλατωνικών διαλόγων αποτελεί την γοητεία αυτών των γραπτών, αλλά είναι μία πηγή παρανοήσεων, και μία μορφή ασυνεννοησίας είναι ήδη εκείνη με την οποία εκλαμβάνονται αυτοί οι μύθοι σαν τα πιό υπέροχα πράγματα. Πολλά φιλοσοφήματα έγιναν πιό κατανοητά μέσω της μυθικής ενθέσεως, αλλά δέν είναι όμως αυτός ο αληθινός τρόπος εκθέσεως. Τα φιλοσοφήματα είναι σκέψεις και για να είναι καθαρές πρέπει να παρουσιάζονται και σαν σκέψεις. Ο μύθος αντιθέτως είναι πάντοτε μία έκθεση που χρησιμοποιεί τους τρόπους του αισθητού, οι οποίοι ενεργοποιούν αισθητές εικόνες κατάλληλες για την αναπαράσταση αλλά όχι για την σκέψη: είναι μία αδυναμία της σκέψεως, η οποία δέν μπορεί ακόμη να σταθεί απο μόνη της, δέν γνωρίζει ακόμη τον τρόπο με τον οποίο θα επικοινωνήσει. Η μυθική έκθεση, καθότι πιό αρχαία, είναι μία έκθεση στην οποία η σκέψη δέν είναι ακόμη ελεύθερη: είναι μία μόλυνση της σκέψης μέσω ενός αισθητού σχήματος, το οποίο όμως δέν μπορεί να εκφράσει αυτό που η σκέψη θα ήθελε να εκφράσει. Ο μύθος ερεθίζει και προσκαλεί, ωθώντας μας να ασχοληθούμε με το περιεχόμενο: είναι κάτι παιδαγωγικό. Ανήκουν στην παιδαγωγία του ανθρωπίνου γένους. Αλλά όμως όταν εμφανίστηκε η έννοια τότε έδειξε πώς δέν έχει πλέον την ανάγκη των μύθων. Απο το ένα μέρος οι μυθικές αναπαραστάσεις έχουν μία εκλαϊκευτική αξία, αλλά απο το άλλο, είναι σχεδόν αναπόφευκτος ο κίνδυνος να εκληφθεί σαν ουσιώδες κάτι που ανήκει μόνον στην αναπαράσταση, όχι στην σκέψη. Εάν δέν είναι γνωστό τί είναι η Έννοια, τί είναι ο στοχασμός, τότε απο τους διαλόγους του Πλάτωνος είναι δυνατόν να αποκομίσουμε μία ολόκληρη σειρά απο θεωρήματα και να τα πλασσάρουμε για πλατωνικά φιλοσοφήματα, ενώ στ’αλήθεια ανήκουν καθ’ολοκληρίαν μόνον στην τροπικότητα της αναπαραστάσεως. Αυτοί οι μύθοι προσέφεραν ήδη την ευκαιρία να θεωρηθούν σαν φιλοσοφήματα πολλές προτάσεις οι οποίες δέν είναι. Όταν όμως γνωρίζουμε πώς αυτές οι φράσεις ανήκουν στην αναπαράσταση καθ’εαυτή, τότε γνωρίζουμε επίσης πώς δέν είναι το ουσιώδες του πράγματος». (Hegel, μαθήματα στην Ιστορία της φιλοσοφίας σ. 97).
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου