Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (8)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» στη λατινική θεολογία


1.2.1 Η διαμόρφωση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (συνέχεια)

Είναι σημαντικό εδώ να σημειώσουμε ότι ο Ακινάτης απέρριψε τη διδασκαλία της θείας φώτισης που υποστηρίχθηκε από την αυγουστίνεια παράδοση και υιοθετήθηκε από τους φραγκισκανούς. Υποκατέστησε τη διδασκαλία αυτή με μία θεωρία περί αφαιρέσεως, συγκροτημένη με αφετηρία τον αριστοτελισμό: η μόνη πηγή της γνώσης μας είναι η αισθητή πραγματικότητα, γιατί έξω από αυτή δεν υπάρχουν αυθυπόστατες ιδέες1. Η αναλογία στον Ακινάτη εξυπηρετεί έτσι, την ορθολογική πρόσβαση του ανθρώπινου είναι στο θείο Είναι. Ο Ακινάτης θεωρούσε ότι η έννοια της μαθηματικής αναλογίας προέρχεται από την αριστοτελική λογική, την οποία ονόμασε «αναλογία των διαστάσεων» (analogia proportionality). Επιπλέον, θεώρησε ότι η αναφορά που καθορίζει τα «πρὸς ἓν» λεγόμενα, ταυτίζεται με ένα είδος αναλογίας το οποίο μπορεί να ονομαστεί «αναλογία της απόδοσης» (analogy of attribution). Ο Ακινάτης μετέφερε τις δύο αυτές σημασίες της αναλογίας από τη λογική και τη γνωσιολογία, στη μεταφυσική και στη θεολογία. Είναι ο πρώτος ο οποίος προέβη ρητά στη χρησιμοποίηση της αναλογίας για την περιγραφή της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στα κτιστά όντα και στο Θεό, σχηματίζοντας έτσι το θεολογικό «δόγμα» που αργότερα πήρε την ονομασία «analogia entis». Ο Ακινάτης, λοιπόν, καινοτομεί ως προς τους υπόλοιπους σχολαστικούς, στο ότι είναι ο πρώτος που περιγράφει τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στα όντα και στο Θεό, με βάσητην αναλογία, γι’ αυτό και μπορεί να θεωρηθεί ως πατέρας του «δόγματος» της analogia entis.
Σε γενικές γραμμές, η χρήση της αναλογίας από τον Ακινάτη είναι παρόμοια με εκείνη του Bonaventure, με τη διαφορά ότι, ενώ ο Ακινάτης τη χρησιμοποιεί για να εκφράσει τόσο ομοιότητα όσο και ανομοιότητα ανάμεσα στα όντα και το Θεό, ο Bonaventure χρησιμοποιεί την αναλογία κυρίως για να εκφράσει την ομοιότητα2. Ο Ακινάτης ενδιαφέρεται κυρίως να περιγράψει ποιο είναι το πιο κατάλληλο είναι που πρέπει να έχουν τα όντα, ώστε να μην μπορούν να διεκδικήσουν κάποια συμμετοχή που δεν τους αρμόζει στο θείο Είναι. Ο Bonaventure ασχολείται κυρίως με τη φανέρωση των δεσμών συγγενείας και εξάρτησης οι οποίοι συνδέουν τα δημιουργήματα με το Δημιουργό, ώστε να μη θεωρηθεί ότι η φύση αποτελεί η ίδια για τον εαυτό της επαρκή αυτοσκοπό3. Υπάρχει ωστόσο, μία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη χρήση της αναλογίας από τον Bonaventure και από τον Ακινάτη. Στον πρώτο η αναλογία οδηγεί στη μυστική πρόσβαση του ανθρώπου στο θείο Είναι4, ενώ στον δεύτερο η πρόσβαση είναι μόνο ορθολογική. Ενώ και στους δύο ο στόχος είναι κοινός, στον Bonaventure η αναλογία αποτελεί όχημα μυστικής πρόσβασης στο θείο5, ενώ στον Ακινάτη αποτελεί όχημα ορθολογισμού.

Ο Duns Scotus κάνει εκτεταμένη χρήση της αναλογίας στη θεολογία, αλλά επιμένει ότι η αναλογία προϋποθέτει τη συνωνυμία6. Σύμφωνα με τον Duns Scotus, η έννοια της αναλογίας δεν μπορεί να συσταθεί χωρίς να έχει ως οντολογική προϋπόθεσή της την έννοια της συνωνυμίας7. Ο Duns Scotus υποστηρίζει, λοιπόν, ότι υπάρχει μία συνώνυμη έννοια του είναι η οποία μπορεί να ισχύσει τόσο για το Θεό όσο και για τα δημιουργήματα8.

Ο Duns Scotus διαφώνησε με την θεωρία του Ακινάτη για την ύπαρξη αναλογίας ανάμεσα στους όρους που αναφέρονται από κοινού στα όντα και στο Θεό. Όπως έχουμε αναφέρει, σύμφωνα με τον Ακινάτη οι λέξεις τις οποίες αποδίδουμε τόσο στα όντα όσο και στο Θεό, δεν είναι ούτε ομώνυμες ούτε συνώνυμες μεταξύ τους, αλλά είναι κάπου στο ενδιάμεσο, δηλαδή είναι ανάλογες9. Ο Duns Scotus, αντίθετα, υποστήριξε πως είναι αναγκαίο να υπάρχουν κάποιες λέξεις οι οποίες έχουν το ίδιο νόημα, όταν αναφέρονται τόσο στα όντα, όσο και στο Θεό. Δεν είναι δυνατό όλη η θεολογική γλώσσα να βασίζεται στην αναλογία, αλλά πρέπει κάποιο μέρος της να στηρίζεται στην καθαρή συνωνυμία10. Ο Duns Scotus εστίασε σε λέξεις όπως το ‘‘αγαθό’’ τις οποίες αποκάλεσε υπερβατολογικούς όρους, επειδή ακριβώς υπερβαίνουν τα όρια των αριστοτελικών κατηγοριών έχοντας τη δυνατότητα να εφαρμόζονται πάνω σ’ αυτές. Ο Duns Scotus υποστήριξε πως τέτοιοι υπερβατολογικοί όροι είναι όλοι συνώνυμοι: έχουν δηλαδή μία και μόνο σημασία, τόσο όταν αναφέρονται σε διαφορετικά όντα, όσο και όταν αναφέρονται στη σχέση ανάμεσα στα όντα και στο Θεό. Ο πιο σημαντικός υπερβατολογικός όρος, σύμφωνα με τον Scotus, είναι το ens, δηλ. το είναι. Ουσίες και συμβεβηκότα, δημιουργήματα και Δημιουργός, όλα είναι όντα με την ίδια σημασία του όρου11. Ο Duns Scotus δε συμφωνεί με την άποψη ότι μπορεί να υπάρξει μία μέση οδός ανάμεσα στην ομωνυμία και στη συνωνυμία. Θεωρεί ότι δε θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τα δημιουργήματα με το Θεό, παρεκτός εάν δεχόμασταν μία κοινή συνισταμένη ανάμεσά τους12. Κάθε προσπάθεια η οποία εφαρμόζει την αναλογική απόδοση ως μέσο όρο του συλλογισμού πέφτει στο σφάλμα της ομωνυμίας13. Ο Duns Scotus δεν αρνείται ότι υπάρχουν και όροι που αποδίδονται αναλογικά στα όντα και στο Θεό. Ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι αυτοί οι όροι δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την προΰπαρξη των υπερβατολογικών όρων οι οποίοι είναι συνώνυμοι14. Για παράδειγμα, η έννοιες σοφία, νους ή θέληση, θεωρούνται κατ’ αρχήν ως απόλυτες και καθ’ εαυτές, επειδή δεν εμπεριέχουν οποιαδήποτε ατέλεια ή περιορισμό που προέρχεται από τα όντα. Τις έννοιες αυτές τις αποδίδουμε τότε και στο Θεό, σε πιο τέλειο όμως βαθμό. Συνεπώς, κάθε απορία σχετικά με το Θεό βασίζεται στην προϋπόθεση ότι στο μυαλό υπάρχει η ίδια συνώνυμη έννοια την οποία απέκτησε από τα όντα15. Η οξεία αυτή διαφωνία ανάμεσα στον Duns Scotus και στον Ακινάτη οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ για τον δεύτερο η πιο βασική μεταφυσική διάκριση που υπάρχει στα όντα είναι η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στο είναι τους, για τον πρώτο η πιο βασική διάκριση είναι αυτή που υπάρχει ανάμεσα στην ουσία καιστην ατομικότητα των όντων. Η ακινάτεια θεώρηση οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η αντικειμενικότητα της ανθρώπινης γνώσης επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως ενώ απουσιάζει το είναι από την ουσία κάθε αισθητού αντικειμένου, μπορεί ωστόσο να γίνει γνωστό στην ανθρώπινη διάνοια, μέσα στην οποία οι ουσίες των πραγμάτων αποκτούν αντικειμενική υπόσταση. Για τον Duns Scotus αντιθέτως, η κοινή φύση των πραγμάτων κατέχει δικιά της οντολογική ενότητα πριν από την ύπαρξή της είτε στον αισθητό κόσμο είτε στην ανθρώπινη διάνοια, αποτελώντας έτσι, τη βάση για την κατ’ αναλογίαν αναγωγή και πρόσβαση της ανθρώπινης διάνοιας στην άκτιστη ουσία του Θεού16.

Συμπερασματικά, η διαμόρφωση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» στη σχολαστική θεολογία θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η αναλογία θεωρείται ως:

1) Ερμηνευτική αρχή η οποία ονομάζεται επίσης «αναλογία της πίστεως» και δηλώνει το νόμο της βιβλικής εξήγησης, σύμφωνα με τον οποίο ο ερμηνευτής πρέπει να εξηγεί τα πιο σκοτεινά χωρία σε αναφορά με το ουσιαστικό περιεχόμενο του χριστιανικού δόγματος.
2) Γνωσιολογική αρχή, η οποία είτε αποτελεί αναφορά των ονομάτων-κατηγορημάτων της ουσίας στο είναι της ουσίας, είτε αποτελεί έκφραση τόσο της ομοιότητας όσο και της ανομοιότητας ανάμεσα στα όντα και το Θεό.
3) Οντολογική αρχή, η οποία αποτελεί βασικό τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στο είναι των ιδιοτήτων του όντος και στο είναι της ουσίας τους.
4) Διανοητική αρχή, είτε ως επέκταση της συνείδησης από τα αισθητηριακά δεδομένα στο Θεό ο οποίος βρίσκεται έξω από την εμπειρία, είτε ως αναφορά και αναγωγή των «τελειοτήτων» των όντων στο χώρο του υπερβατολογικά απολύτου.
5) Θεολογική αρχή, η οποία ορίζεται τόσο ως ομοιότητα όσο και ως ανομοιότητα ανάμεσα στο είναι των όντων και στο είναι του Θεού.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρβλ. Φ. ΣΑΤΕΛΕ, Η Φιλοσοφία, τομ. Α’, ό.π., σελ. 330.
2. Ο BONAVENTURE ήταν εκπρόσωπος μίας πιο συντηρητικής τάσης στη σχολαστική θεολογία η οποία ακολούθησε τη φιλοσοφικο-θεολογική γραμμή του ι. Αυγουστίνου, επειδή διέβλεπε σοβαρούς κινδύνους για τη χριστιανική πίστη, εξαιτίας της ενασχόλησης με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Βλ. M. D. CHENU, Introduction a l’ etude de Saint Thomas d’ Aquin, Montreal-Paris 1954, σελ. 44-51.
3. Πρβλ. E. GILSON, The Philosophy of St. Bonaventure, London, 1938, σελ. 236.
4. Βλ. Χ. ΝΑΣΙΟΣ, Ο Μυστικισμός του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ.64-66.
5. Πρβλ. W. R. INGE, Christian Mysticism, Methuen, London 1925, σελ. 146.
6. O Duns Scotus υπήρξε ο κυριότερος πολέμιος του θεολογικού συστήματος του Θωμά Ακινάτη, και ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος των Φραγκισκανών διανοουμένων. Όπως ο Θωμάς Ακινάτης, ήταν κι ο ίδιος αριστοτελικός και ανήκε στους μετριοπαθείς πραγματιστές. Bλ. D. BURREL, Analogy and Philosophical Language, Yale University Press, New Heaven and London 1973, σελ. 95-119.
7. Βλ. A. KENNY, Medieval Philosophy, ό.π., σελ. 140-141.
8. Για να αποδείξει πως μπορεί να υπάρξει μία συνώνυμη έννοια του είναι, η οποία εφαρμόζεται τόσο στα όντα όσο στο Θεό, ο Duns Scotus, προβάλλει το εξής επιχείρημα: εάν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το Σ είναι Π, όταν αμφιβάλλουμε ότι το Σ είναι Κ, τότε το Π και το Κ είναι διαφορετικοί όροι. Μπορούμε, για παράδειγμα, να είμαστε βέβαιοι ότι ο Θεός είναι ένα ον, αλλά να αμφιβάλλουμε κατά πόσο είναι ένα άπειρο ή πεπερασμένο ον. Άρα, η έννοια του είναι διαφέρει από την έννοια του απείρου όντος και του πεπερασμένου όντος, και είναι συνώνυμη, καθόσον αποδίδεται τόσο στο άπειρο όσο και στο πεπερασμένο ον με την ίδια σημασία. DUNS SCOTUS, Ordinatio, in Opera Omnia, 3. 29.
9. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologiae, 1a 13, 5.
10. Σύμφωνα με τον Duns Scotus, μία έννοια είναι συνώνυμη όταν κατέχει αφ’ εαυτής αρκετή ενότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν αποφάσκουμε ή καταφάσκουμε γι’ αυτήν σχετικά με το ίδιο πράγμα, τότε αυτό θα αποτελεί αντίφαση. DUNS SCOTUS, Ordinatio, in Opera Omnia, 3. 18.
11. Βλ. A. KENNY, Medieval Philosophy, ό.π., σελ. 140.
12. Ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός στον άνθρωπο σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, μόνο μέσα από έννοιες που σχηματίζονται από την επαφή μας με τα δημιουργήματα, διαμέσου των αισθήσεών μας. Ο Duns Scotus πιστεύει ότι εάν αυτές οι έννοιες δεν είναι με κάποιο τρόπο κοινές ανάμεσα στα όντα και στο Θεό, τότε δεν μπορεί να υπάρξει καμία γέφυρα ανάμεσά στο Θεό και στη δημιουργία του. Βλ. E. GILSON, Jean Duns Scot, Paris, 1962, σελ. 101.
13. Όταν έχουμε να κάνουμε με έννοιες οι οποίες δεν έχουν κάποια συμβεβηκότα ως μέρος τους, τότε δεν είναι δυνατό να υπάρξει μία σημασία της έννοιας η οποία να είναι μερικώς ίδια και μερικώς διαφορετική. Εάν οι όροι που αναφέρονται στο Θεό είναι ομώνυμοι, δηλαδή αναφέρονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στο Θεό και στα όντα, τότε δεν είναι δυνατό να συμπεράνουμε οτιδήποτε για το Θεό, από έννοιες που χαρακτηρίζουν τα όντα. Βλ. DUNS SCOTUS, Lectura, in Opera Omnia, 16. 266.
14. Όροι όπως το είναι, το αγαθό, το ένα και τα παρόμοια, είναι υπερβατολογικοί, όχι μόνο επειδή υπερβαίνουν τα όρια των κατηγοριών, αλλά επίσης επειδή υπερβαίνουν το κενό ανάμεσα στο άπειρο και το πεπερασμένο. Βλ. A. KENNY, Medieval Philosophy, ό.π., σελ. 141.
15. DUNS SCOTUS, Ordinatio, in Opera Omnia, 3. 26-27.
16. Πρβλ. J. OWENS, Common Nature: A Point of Comparison Between Thomistic and Scotistic Metaphysics, MS, XIX (1957, σελ. 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια: