Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Επίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης: Βασιλείαν Θεού ονομάζει την δόξαν της θείας αυτού Μεταμορφώσεως!

 

Αγίων και Γερόντων παραινέσεις

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ερμηνεία εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον της Γ’ Κυριακής των νηστειών (Μαρκ. η’ 34-38 και θ’ 1), εκ του «Κυριακοδρομίου» του Νικηφόρου Θεοτόκη, ελαφρώς διεσκευασμένη κατά την φράσιν.

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/03/episkopos-nikiforos-theotokis-tote-loipon-airomen-ton-stavron-imon-otan-nekrosomen-ta-pathi-imon-kai-tas-kakas-epithymias/

«Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μαρκ. η’ 35).

Η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατος· πώς λοιπόν δύναται ο άνθρωπος απολέσαι αυτήν δι’ αγάπην του Ιησού Χριστού «και του Ευαγγελίου;». Πώς δε διά της τοιαύτης απωλείας «σώσει αυτήν;».

Ψυχήν ενταύθα λέγει ουχί την ουσίαν της ψυχής, αλλά τας πονηράς αυτής επιθυμίας. Όθεν όστις απολέσει τας κακάς της ψυχής αυτού επιθυμίας, την υπερηφάνειαν, τον φθόνον, το μίσος, την ασπλαγχνίαν και τα λοιπά πάθη αυτής όχι δι’ υπόκρισιν ή διά φιλοδοξίαν, αλλά δι’ αγάπην του Ιησού Χριστού και διά την φυλακήν των εντολών του Ευαγγελίου, εκείνος σώζει «την ψυχήν αυτού» εις την αιώνιον ζωήν, ήτοι κληρονομεί την αιώνιον σωτηρίαν.

Όστις δε περιποιείται τας κακάς της ψυχής επιθυμίας, εκείνος απολεί «την ψυχήν αυτού», ήτοι· παραδίδει αυτήν εις την ατελεύτητον κόλασιν.

Έχει δε και άλλο νόημα ο λόγος. Ψυχήν η θεία Γραφή ονομάζει και τον εαυτόν ημών· «Ο φιλών την ψυχήν αυτού», λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «απολέσει αυτήν και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. ιβ’ 25).

Ειπών λοιπόν ο Κύριος ανωτέρω· «Απαρνησάσθω εαυτόν», τούτον τον εαυτόν ωνόμασε ψυχήν. Προσέθηκε δε και τον λόγον, διά τον οποίον πρέπον είναι ίνα αρνηθή εαυτόν, όστις θέλει την σωτηρίαν αυτού. Διότι, λέγει, όστις θέλει να σώση την ψυχήν αυτού, ήτοι όστις θέλει να σώση εαυτόν, εκείνος απολεί εαυτόν· όστις δε απολέσει εαυτόν όχι διά την ισχυρογνωμίαν ουδέ διά την πλάνην της φαντασίας αυτού, αλλά δι’ αγάπην του Ιησού Χριστού και διά τα ευαγγελικά δόγματα, εκείνος θέλει σώσει εαυτόν εις την ζωήν την αιώνιον.

Βλέπομεν τούτο εκτετελεσμένον εις τον καιρόν των διωγμών της Χριστιανικής Πίστεως. Όστις τότε απώλεσεν εαυτόν, ήτοι παρέδωκε την ζωήν αυτού εις θάνατον, ίνα μη αρνηθή τον Ιησούν Χριστόν και την ευαγγελικήν αλήθειαν, εκείνος έσωσεν εαυτόν, Άγιος γενόμενος και εις τον χορόν των πανενδόξων Μαρτύρων συνταχθείς.

Όστις δε έσωσεν εαυτόν, ήτοι εφύλαξε την ζωήν αυτού από του θανάτου, αρνητής γενόμενος του Ιησού Χριστού και του Ευαγγελίου, εκείνος απώλεσεν εαυτόν, ανάξιος γενόμενος της ουρανίου Βασιλείας και μετά των καταδίκων αποστατών συναριθμηθείς.

Επειδή δε είτε την νίκην νοήσης [εννοήσεις, σκεφτείς] των πονηρών της ψυχής επιθυμιών είτε την παράδοσιν της ζωής εις θάνατον, έργον είναι δύσκολον, διά τούτο ενισχύων ο Κύριος τους ανθρώπους εις την κατόρθωσιν τούτου του δυσκόλου έργου, επάγει τον λόγον τον πείθοντα πάντας, λέγων. «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Μαρκ. η’ 36-37).

Εκέρδησας του Κροίσου το χρυσίον και του Αλεξάνδρου τα κτήματα, απήλαυσας του Σαρδαναπάλου τας τρυφάς, εκέρδησας όλον τον κόσμον, ποία η ωφέλειά σου, εάν, αρνησάμενος τον Ιησούν Χριστόν η καταφρονήσας τας εντολάς αυτού, βλάψης την ψυχήν σου;

Παν του κόσμου πράγμα έχει το ισότιμον αυτού. Όθεν και δι’ αυτού ανταλλάττεται· δίδεις χρυσίον και λαμβάνεις ισότιμον αργύριον· δίδεις λίθους τιμίους, μαργαρίτας, αγρούς, αμπελώνας, πόλεις, χώρας και παν άλλο του κόσμου πράγμα, αλλά λαμβάνεις το τούτων ισοστάσιον.

Απολείς το ένα, αλλά κερδαίνεις άλλο ισόρροπον. Παντός κοσμικού πράγματος γίνεται ισοδύναμος η ανταλλαγή· η ψυχή όμως δεν έχει ισότιμον αντάλλαγμα· δεν ευρίσκεις εν τω κόσμω πράγμα ισότιμον και άξιον της ψυχής. Διά τι δε ταύτα;

«Ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν, όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μαρκ. η’ 38).

Ιδού ο λόγος και το διά τι ουδεμίαν ωφέλειαν έχει ο άνθρωπος εκ του κόσμου όλου, όταν βλάψη την ψυχήν αυτού και το διά τι δεν ευρίσκει αντάλλαγμα ισοστάσιον [ισοδύναμο] αυτής.

Διότι λέγει, όστις ή διότι εντρέπεται το Πάθος, τον Σταυρόν και την Ταφήν μου ή διά άλλην οποιανδήποτε αιτίαν αρνείται την εμήν θεότητα και περιφρονεί τας εντολάς μου «εν τη γενεά ταύτη», ήτοι ενώπιον των εν τω κόσμω τούτω ανθρώπων, εκείνον εγώ δείξω κατησχυμμένον, όταν έλθω πάλιν εις τον κόσμον ένδοξος ως Θεός «μετά των Αγίων Αγγέλων».

Και αυτός μεν εις τούτον τον κόσμον, αρνηθείς ότι είμαι Θεός και καταφρονήσας τας εντολάς μου, καταισχύνει το μυστήριον της ενανθρωπήσεώς μου και το κήρυγμα του Ευαγγελίου μου· εγώ δε, όταν έλθω «εν τη δόξη του Πατρός μου», ίνα κρίνω τον κόσμον, τότε θέλω εμπλήσει αυτόν αισχύνης και εντροπής, διότι θέλω είπει προς αυτόν· «Λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας» (Λουκ. ιγ’ 27)· τούτο δε είναι ο χωρισμός από του Θεού και η βάσανος της αιωνίου κολάσεως.

Τότε τι ωφελεί τον άνθωπον όλος ο κόσμος ή τι δύναται να δώση τότε ο αποστάτης και ο αμαρτωλός, ίνα ελευθερώση την ψυχήν αυτού από του πυρός της κολάσεως;

Μοιχαλίδα δε και αμαρτωλόν ωνόμασε την γενεάν, ήτοι το γένος των ανθρώπων, επειδή, καθώς η εγκαταλιμπάνουσα τον ίδιον άνδρα και πορευομένη μετ’ άλλου τινός ξένου γίνεται μοιχαλίς και αμαρτωλός, ούτω μοιχαλίς και αμαρτωλός γίνεται η ψυχή, ήτις, εγκαταλιμπάνουσα τον Θεόν, προσκυνεί τα είδωλα, ή αποστατούσα από της υπακοής των εντολών του Θεού, γίνεται δούλη των θελημάτων του διαβόλου.

Ούτω δε ωνόμασε το γένος των ανθρώπων ή διότι το περισσότερον μέρος αυτών είναι άπιστοι και παραβάται των εντολών του Θεού ή διότι και οι αρνούμενοι την Πίστιν τούτο ποιούσιν, όχι υπό των πιστών, αλλ’ υπό των απίστων αναγκαζόμενοι και οι αμαρτάνοντες, όχι υπό των πιστών, αλλ’ υπό των αμαρτωλών προτρεπόμενοι, την αμαρτίαν ποιούσιν.

Επειδή δε ο Θεάνθρωπος είπεν ότι, όταν έλθη πάλιν εις τον κόσμον, έρχεται όχι ταπεινός ως άνθρωπος, αλλ’ «εν τη δόξη του Πατρός αυτού» ως Θεός, ίνα περί τούτου πληροφορήση τους μαθητάς αυτού υπόσχεται τα εξής.

«Και έλεγεν αυτοίς· Αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την Βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» (Μαρκ. θ’ 1).

Βασιλείαν Θεού ονομάζει την δόξαν της θείας αυτού Μεταμορφώσεως Ότε μετεμορφώθη εν τω Όρει τω Θαβώρ, τότε επέλαμψεν ακτίς της θείας αυτού δόξης, εκείνης δηλαδή της δόξης του Πατρός αυτού, μεθ’ ης έρχεται ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς, εκείνης της δόξης, την οποίαν μέλλουσι να απολαύσωσιν οι Δίκαιοι εν τη Βασιλεία των ουρανών.

Όθεν «έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ’ 2)· οι δε μαθηταί αυτού, μη δυνάμενοι να ενατενίσωσιν εις το πανυπέρλαμπρον εκείνο και θείον φως, «έπεσον επί πρόσωπον αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα».

Ταύτην, λέγει, την δόξαν του Θεού «εισί τινες των ώδε» παρισταμένων, ήτοι ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οίτινες δεν θα αποθάνωσιν, έως αν ίδωσιν αυτήν.

Αληθώς δε ούτοι οι τρεις Απόστολοι είδον την δόξαν ταύτην εν τω όρει τω Θαβώρ, εκλάμψασαν εκεί τη δυνάμει της Θεότητος του Ιησού Χριστού· ήκουσαν δε και την ελθούσαν φωνήν, «Ούτός εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε».

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», περίοδος Τριωδίου, τόμος 13ος.


ΕΔΩ ΛΟΙΠΟΝ ΕΣΤΙΑΖΕΤΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ. ΣΗΜΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΑΣΗΣ ΥΠΟΨΙΑΣ ΚΗΡΥΤΤΟΥΝ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΒΑΠΤΙΣΗ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗN ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΟΥΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΝΤΟΣ ΜΑΣ. ΑΛΗΘΙΝΑ ΠΟΝΗΡΗ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΛΕΟΝ ΟΙ ΕΜΠΙΣΤΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΟΙ ΜΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: