Τρίτη 8 Απριλίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΞΙΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (7)

  Συνέχεια από: Σάββατο 5 Απριλίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΟΤΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΕΚ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ

ΞΙΩΝΗΣ Ρ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΕΚΠΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


4. Θεολογία καί Οἰκονομία: διάκριση καί ταυτότητα (3η συνέχεια)

Ἀκόμη, ὅμως, καί σε αὐτὴν τὴν περίπτωση, τήν διά τῶν ἐνεργειῶν γνώση τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ (ὅτι ἐστίν) καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ (ὄτί ἐστιν), ἀπαιτεῖται ἡ ἠθική και πνευματική καθαρότητα τοῦ νοῦ, προκειμένου να φθάσει ὁ ἄνθρωπος στη θεία γνώση(!!!!ΜΠΡΑΒΟ Ο ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.] Ἡ καθαρότητα αὐτή ἐπισημαίνεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο πρωτίστως στην παραμονή τοῦ νοός ἐντὸς τῶν δικῶν του ὁρίων ὥστε νά γνωρίζει τά πράγματα ποὺ μπορεῖ ὁ ἴδιος νά ἀντιληφθεῖ.[ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΟΧΙ ΠΑΡΑΠΕΡΑ] Σέ ἀντίθετη περίπτωση προχωρεῖ πέραν τῶν νοητικῶν κριτηρίων[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ] πού διαθέτει καί ὁδηγεῖται σὲ ἀποκυήματα τῆς φαντασίας του. Ἔτσι καταλήγει στην εἰδωλολατρία, στη θεοποίηση, δηλαδή, τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία τόν κατευθύνει στά ἔργα τῆς σαρκός 120. Το ἴδιο ἐπισημαίνει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὅταν ἀναφέρεται στον περιορισμό τοῦ νοός στη γνώση τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητος καί στήν ἱκανοποίησή του ἀπό τόν ἠδονικό καί ὑλικό τρόπο ζωῆς. Στην περίπτωση αὐτή ὁμοιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἄλογη καί κτηνώδη ζωή, ἐφ' ὅσον ἐμποδιζόμενος ἀπό τήν ήδονή στήν πορεία του πρός τήν ἀρετή γνωρίζει μόνον αὐτό πού ἐπικρατεῖ, δηλαδή τά αἰσθητά πράγματα τῆς κτιστῆς φύσεως 121. Ὁ ἐγκλωβισμός, ὅμως, τοῦ νοός στην πρόσκαιρη καί μεταβαλλόμενη γνώση τῶν φαινομένων σημαίνει, κατά τόν ἄγ. Γρηγόριο, την πλήρη ἀγνωσία, τή στιγμή κατά τήν ὁποία ὅλα ὅσα θεωροῦνται κατά τήν αἴσθηση καλά, «διὰ τῆς κατὰ τὴν οἴησιν ἀπάτης καλὰ φαινόμενα οὔτε ἔστι τῇ φύσει οὔτε ὑφέστηκεν, ἀλλὰ τῆς ῥοώδους καὶ παροδικῆς ὄντα φύσεως δι᾿ ἀπάτης τινὸς καὶ ματαίας προλήψεως ὡς κατ᾿ ἀλήθειαν ὄντα τοῖς ἀπαιδεύτοις νομίζεται» [Μετάφραση: «Αυτό που φαίνεται ωραίο μέσω της απάτης που βασίζεται στη φαντασία, ούτε υπάρχει από τη φύση του ούτε έχει ουσιαστική υπόσταση, αλλά ανήκει σε μια ρευστή και παροδική φύση και, εξαιτίας κάποιας απάτης και μάταιης προκατάληψης, θεωρείται από τους αμαθείς πως είναι πραγματικά υπαρκτό.»] 122.

Ὁ νοῦς, ὡστόσο, ἐάν κατευθύνεται πρός τό Θεό καί δέχεται τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τότε γίνεται τῶν θειοτέρων καταληπτικός, ὅσον αὐτοῦ τῇ φύσει σύμμετρον» 123, καί φθάνει στή γνώση τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ ὁποία σημαίνει τή διά τῆς μετοχῆς στό ὄν καί τή ζωή “κτήση” του 124.[ΕΑΝ! ΠΩΣ ΕΑΝ;]

Ἡ διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταληπτική δυνατότητα τοῦ νοός δέν σημαίνει ἀσφαλῶς κάποιο εἶδος νοησιαρχικής προσεγγίσεως τῆς θεότητος. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφερόμενος στη θεοπτία τοῦ ἁγίου καί πρωτομάρτυρος Στεφάνου διευκρινίζει ὅτι «μήτε νοητῶς εἶδε, μήτε αἰσθητῶς, μήτ᾿ ἐξ ἀποφάσως, μήτε κατ΄ αἰτίαν ἢ ἀναλογίαν διανοούμενος τὰ θεῖα», ἀλλά «πνευματικῶς» 125. Ἡ πνευματικότητα, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ἄγ. Γρηγόριος, δέν θά πρέπει να ερμηνεύεται ὡς ἔκ-σταση, ὡς ἐγκατάλειψη δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος,[ΨΥΧΙΚΩΣ ΔΗΛ.ΜΟΝΟ ΠΟΥ Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ] ἐφ' ὅσον «καὶ τὸ σῶμα μεταλαμβάνει πως τῆς κατὰ νοῦν ἐνεργουμένης χάριτος καὶ μεταρρυθμίζεται πρὸς ταύτην καὶ λαμβάνει τινὰ συναίσθησιν αὐτὸ τοῦ κατὰ ψυχὴν ἀπορρήτου μυστηρίου» 126.

Ἡ διά τοῦ νοός προσέγγιση τοῦ Θεοῦ καί θέαση τῆς θείας δόξης γίνεται διά τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Παράδειγμα αὐτοῦ ἀποτελεῖ τόσο ὁ Μωυσῆς ὅσο καί ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, τῶν ὁποίων το πρόσωπο ἔλαμψε ἀπό τήν σε αὐτούς ἐνεργουμένη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό ὅλους ὅσοι ἦταν παρόντες αὐτῆς τῆς θεοπτίας 127. Ἐπίσης, καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐπισημαίνει τή δι' ὅλου τοῦ ἀνθρώπου θέα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀναφερόμενος καί αὐτός στήν ὀπτασία τοῦ ἁγ. Στεφάνου τονίζει τὴν ἐν σώματι θέα τῆς θείας δόξης, ἡ ὁποία, ἐνῶ ὑπερβαίνει τὰ ὄρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δέν ἀφίσταται αὐτῆς [ΜΕΤΑ ΟΜΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΟΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΥΜΦΩΝΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΘΑ ΠΙΟΥΝ ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΝΑ ΣΥΜΒΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ.].128. Ἐπομένως, ἡ ἐντὸς τῶν ἀνθρωπίνων ορίων ὑπέρβαση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν σημαίνει κάποια μορφή μυστικιστικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σαφῶς τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταμόρφωση τῶν ὑλικῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά καταστεῖ δυνατή ἡ διά τῶν φυσικῶν ὀφθαλμῶν θέα τῆς θείας δόξης. Ἔτσι, μέ τή “νοερά αἴσθηση”, δηλαδή μέ τό νοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι δεκτικός τῶν θείων ἀγαθῶν καί ὑπερβαίνει τή φυσική αἴσθηση, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μετασκευαζόμενος ὁ ἴδιος καί μετασκευάζοντας το συνημμένο με αὐτόν σῶμα, ὁδηγεῖται ὁ πιστός «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στη θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἡ δόξα δέ αὐτή δέν εἶναι ἄλλη, κατά τόν Ἐπίσκοπο Νύσσης ἄγ. Γρηγόριο, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο φωτίζει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε μέσα στο φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, νά θεωρεῖ τό μονογενές φῶς τοῦ Πατρός [ΑΛΛΟ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΛΛΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΒΩΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ] 129. Αὐτό ὀφείλεται στο γεγονός, ὅτι δὲν εἶναι δυνατόν «τὸ φῶς ὀφθῆναι μὴ ἐν φωτὶ καθορώ μενον· ἐν γὰρ τῷ φωτί σου, φησίν, ὀψόμεθα φῶς. (οὐκ ἐνδέχεται μὴ ἐν φωτὶ γενέσθαι τὴν τοῦ φωτὸς θεωρίαν· πῶς γὰρ ἔστιν ἀπιδεῖν εἰς τὸν ἥλιον ἔξω τῶν ἀκτίνων γενόμενον;)» [Μετάφραση: «Δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί το φως χωρίς να γίνεται αντιληπτό μέσα στο φως· διότι “μέσα στο φως Σου”, λέει, “θα δούμε φως”. (Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει θέαση του φωτός χωρίς να βρίσκεται κανείς μέσα στο φως· γιατί πώς μπορεί να δει κανείς τον ήλιο, αν βρεθεί έξω από τις ακτίνες του;)»]130.[ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ. ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΚΤΙΝΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΟΥΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ]

Προϋπόθεση, λοιπόν, τῆς πνευματικῆς αὐτῆς θέασης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φθάσει στή θεία γνώση καί θεο-λογία εἶναι ἡ πίστη καί ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 131. Ὁ Μ. Βασίλειος διερωτώμενος ὡς πρός το πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος να σωθεῖ, ἀπαντᾶ συνοπτικά καί ἐξηγεῖ: «Διὰ τῆς πίστεως. Πίστις δὲ αὐτάρκης εἰδέναι ὅτι ἐστὶν ὁ Θεός, οὐχὶ τί ἐστι, καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται. Εἴδησις ἄρα τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῦ τῆς ἀκαταληψίας, καὶ σεπτὸν οὐ τὸ καταληφθὲν τίς ἡ οὐσία, ἀλλ᾽ ὅτι ἐστὶν ἡ οὐσία» [Μετάφραση: «Μέσω της πίστης. Και η πίστη είναι επαρκής από μόνη της για να γνωρίζει κανείς ότι ο Θεός υπάρχει, όχι όμως τι είναι, και σε εκείνους που Τον αναζητούν, γίνεται ανταποδοτικός. Άρα η γνώση της θείας ουσίας είναι η αίσθηση της απρόσιτης φύσης Του· και δεν είναι σεπτό (ιερό) αυτό που έχει κατανοηθεί ως "τι είναι η ουσία", αλλά το ότι "υπάρχει" η ουσία.»]132.[ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΔΥΝΑΤΟΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΣΩΘΕΙ; ΜΕ ΤΗΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ;. ΚΑΙ ΟΛΗ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΒΕΒΑΙΩΘΟΥΜΕ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ;ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;]

Ἀνακεφαλαιώνοντας ὅσα ἐπισημάνθηκαν ἀνωτέρω παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἀνθρώπινες νοητικές ἱκανότητες δέν παραθεωροῦνται, κατά τή θεολογία, ἀλλά τοποθετοῦνται ἐντὸς τῶν πεπερασμένων ορίων καί δυνατοτήτων τῆς κτιστῆς φύσεως. Σε αὐτή τήν προοπτική εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διάκριση τῆς θεολογίας τόσο ἀπό τό θεολογικο-φιλοσοφικό στοχασμό ὅσο καί ἀπό τήν τεχνολογία, ὡς εἶδος σοφιστείας καί λεκτικῶν τεχνασμάτων. Αντίστοιχα, πρωτευούσης σημασίας στήν πατερική κατανόηση τῆς Θεολογίας, ὡς λόγος περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ διάκριση Θεολογίας καί Οἰκονομίας[ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΛΛΑ Η ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΩΣΤΕ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΑΘΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ]  133. Ἡ διάκριση αὐτή ἀποσαφηνίζει πλήρως τό γνωστικό ἐπιστητό τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ θεῖες ἐνέργειες, ὅπως αὐτές γίνονται ἀντιληπτές ἐντός τῆς κτιστῆς πραγματικότητος. Επομένως, κάθε ἀναφορά περί Θεοῦ βασίζεται στίς ἀνθρώπινες καταληπτικές δυνατότητες, οἱ ὁποῖες προσδιορίζονται ἀπό τό βαθμό τῆς πίστεως καί ἀναφέρονται στον ὑποστατικό τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣ ΑΚΙΔΥΝΗ ΟΣΟ ΦΑΝΤΑΖΕΙ Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ] Ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς γνώσεως δέν εἶναι ἡ μέσῳ τῆς ἀναλύσεως τῆς θείας ὑπάρξεως ἱκανοποίηση μιᾶς φιλοσοφικής περιεργείας ὥστε νά φθάσει κανείς στήν κατάληψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσκύνηση, ἡ δοξολογική ἀναφορά τοῦ κτιστοῦ ὄντος στήν ἄκτιστη δημιουργική του ἀρχή, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός[ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ. ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΖΗΖΙΟΥΛΕΙ;] 134. Γι' αὐτό θα πρέπει ὁ θεολογικός λόγος νὰ ἀποσκοπεῖ ὄχι στήν ἔρευνα τῆς θείας φύσεως, πρᾶγμα πού ἐπιχειρεῖ ὁ θεολογικο-φιλοσοφικός στοχασμός, ἀλλά στην περιγραφή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στό «γνωστὸν τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, ὅσοι ἐνδιαφέρονται ἔστω καί λίγο γιά τήν ἀλήθεια, θα πρέπει, κατά τόν Μ. Βασίλειο, νά ἀφήνουν τίς σωματικές παραστάσεις καί τίς ὑλικές φαντασιώσεις, πού καταρρυπαίνουν τίς ἔννοιες περί Θεοῦ, καί νά ἀκολουθοῦν «τοῖς παρὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραδοθείσαις ἡμῖν θεολογίαις» 135. Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση θα πρέπει ἐπίσης να προσαρμόζονται καί τά ἐρωτήματα πού θέτει ὁ ἐρευνητικός νοῦς. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, καλεῖται νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα: «ποιός εἶναι ὁ Θεός», τό ὁποῖο ἀφορᾶ στη σχέση του μέ τό Θεό. Ἀλλά ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει στο «τί εἶναι Θεός», ἐφ' ὅσον τό ἐρώτημα αὐτό δέν μπορεῖ νά τεθεῖ μεταξύ ἑτερουσίων ὄντων, ἐκ τῶν ὁποίων αὐτός πού θέτει τό ἐρώτημα (ἄνθρωπος) προέρχεται δημιουργικῶς ἀπό αὐτόν πού ἀναζητᾶ νά διερευνήσει (Θεός). Ἡ μετατροπή τοῦ ἐρωτήματος ἀπό ὑπαρξιακό σε ὀντολογικό ἀποτελεῖ γιά τόν Μ. Βασίλειο σοφιστεία 136.

Μέ τήν ἐπισήμανση τῶν ἀνωτέρω θεμελιακῶν προϋποθέσεων, πού ὁριοθετοῦν τὸ ἔδαφος τοῦ θεολογικοῦ λόγου, εἶναι δυνατόν νά κατανοηθοῦν οἱ πτυχές τῆς περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀναλύονται στη συνέχεια.

Σημειώσεις



120. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολὴ 233, COURTONNE III, σελ. 39 (PG 32, 864D-865A).
121. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν Η΄, JAEGER V, σελ. 418 κ.εξ. (PG 44, 733C-736C).
122. Όπ.π., σελ. 422, (PG 44, 737BC) καί τοῦ ἰδίου, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν Α΄, JAEGER V, σελ. 285 (PG 44, 624C-625D).
123. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολὴ 233, COURTONNE III, σελ. 39 κ.εξ. (PG 32, 865A).
124. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν Α΄, JAEGER V, σελ. 285 (PG 44, 624C). Βλ. Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καὶ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὅπ.π., σελ. 123 κ.έξ. Βλ. ἐπίσης καί άνωτ., όπου γίνεται ἀναφορά στη διά τοῦ νοός γνώση τοῦ Θεοῦ [σχετικά με Γρ. Θεολόγο βλ. υποσ. 13].
125. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 3, 30, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 441.
126. Όπ.π., 1, 3, 31, σελ. 442.
127. Όπ.π. Πρβλ. Ἔξ. 34, 29 κ.εξ., καὶ Πράξ. 6, 15.
128. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυραν Στέφανον Α΄, JAEGER X, σελ. 87 (PG 46, 713BC) «ὁ μὲν γὰρ ἐκβὰς τὴν φύσιν καὶ πριν ἐκβῆναι τοῦ σώματος βλέπει τοῖς καθαροῖς ὀφθαλμοῖς οὐρανίας αὐτῷ πύλας διισταμένας καὶ τὸ ἐντὸς τῶν ἀδύτων διαφαινόμενον, αὐτήν τε τὴν θείαν δόξαν καὶ τὸ τῆς δόξης ἀπαύγασμα· καὶ τῆς μὲν πατρικῆς δόξης οὐδεὶς ὑπογράφεται χαρακτὴρ διὰ τοῦ λόγου, τὸ δὲ ἀπαύγασμα ἐν τῷ ὀφθέντι τοῖς ἀνθρώποις εἶδει τῷ ἀθλητῇ καθορᾶται, ὡς ἦν χωρητὸν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, οὕτω φαινόμενον. ὁ μὲν οὖν ἔξω γεγονὼς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ πρὸς τὴν ἀγγελικὴν μεταποιηθεὶς χάριν, ὡς καὶ αὐτοῖς εἶναι τοῖς μιαιφόνοις ἐν θαύματι, πρὸς τὴν τῶν ἀγγέλων ἀξίαν τοῦ περὶ τὸ πρόσωπον εἶδους ἀλλοιωθέντος, καὶ εἶδε τὰ ἀθέατα καὶ τὴν ὀφθεῖσαν αὐτῷ χάριν ἐβόησεν». [Μετάφραση: «Διότι αυτός που έχει υπερβεί τη φυσική κατάσταση — και μάλιστα πριν ακόμη εγκαταλείψει το σώμα — αντικρίζει με καθαρά μάτια τις ουράνιες πύλες να ανοίγονται μπροστά του και να αποκαλύπτεται το εσώτερο των αδύτων, καθώς και η ίδια η θεία δόξα και η λάμψη της δόξας. Και ενώ κανένας λόγος δεν μπορεί να αποτυπώσει τη μορφή της πατρικής δόξας, η ακτινοβολία της γίνεται ορατή στην μορφή του "αθλητή" που φανερώθηκε στους ανθρώπους, εμφανιζόμενη έτσι όπως μπορούσε να γίνει αντιληπτή από την ανθρώπινη φύση. Αυτός λοιπόν που βγήκε έξω από τα όρια της ανθρώπινης φύσης και μεταμορφώθηκε σε αγγελική χάρη — ώστε να προκαλεί θαυμασμό ακόμη και στους αιματοβαμμένους διώκτες του — και καθώς το πρόσωπό του έλαβε αξία ανάλογη με εκείνη των αγγέλων, είδε τα αόρατα, και μπροστά στη χάρη που του αποκαλύφθηκε αναφώνησε με δέος.»]
129. Ὁ Υἱός ὡς τὸ φῶς τῆς ἀληθείας δέν σημαίνει σε καμμία περίπτωση, ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγ. Γ. Μαρτζέλος, την πλατωνική ἐπίδραση στην πατερική διδασκαλία περί τῆς δυνατότητος γνώσεως τοῦ Θεοῦ (G. MARTZELOS, «Der Verstand und seine Grenzen nach dem Hl. Basilius dem Großen», ὅπ.π., σελ. 235). Καί τοῦτο, διότι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο, μέσῳ τοῦ ὁποίου φωτίζονται τα θεῖα πράγματα, όπως συμβαίνει με την ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ στην πλατωνική φιλοσοφία, ἡ ὁποία φωτίζει τὴν ἀλήθεια προκειμένου να γίνει αὐτή ὁρατή ἀπό τήν ψυχή (ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, 5070-5098). Ὁ Υιός και Λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Τριαδικό Θεό. Γι' αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει ὅτι «τὰ ὑπὲρ τὸν Υἱὸν οὐ νοεῖται», ἐφ' ὅσον δέν εἶναι δυνατόν να προχωρήσει κανείς στη γνώση τῆς ἀϊδίου Τριάδος ἐκτός ἀπό αὐτό πού ἀποκαλύπτεται ἀσάρκως καί ἐνσάρκως στον Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. «Πῶς ἂν οὖν τὰ ὑπεράνω τῆς γενέσεως τοῦ φωτὸς καταληφθείη;», διερωτάται λοιπὸν ὁ Μ. Βασίλειος, ἐφ' ὅσον κανείς δέν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ ὅ,τι ὁ Λόγος ὡς ἡ φυσική εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός ἀποκαλύπτει. Καὶ ἐπειδή διὰ τῆς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Πατρὸς ἀποκαλύπτεται ἡ θεότητα, ἀναπτύσσει ὁ Μ. Βασίλειος στη συνέχεια τοῦ λόγου του τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνος ὡς ἀπα γασμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ λέγοντας χαρακτηριστικά: «Διόπερ καὶ ὅλον ἐν ἑαυτῷ δείκνυσι τὸν Πατέρα, ἐξ ὅλης αὐτοῦ τῆς δόξης ἀπαυγασθείς» (ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ανατρεπτικός Β΄, PG 29, 604BC).
130. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυραν Στέφανον Α΄, JAEGER X, σελ. 90 (PG 46, 717Α). Πρβλ. Ψαλμ. 35, 10. Βλ. ἐπίσης ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2, 3, 21, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 557, καὶ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ, Περὶ ἀγάπης, 21, PG 34, 925BC.
131. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 3, 30, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 441: «Καὶ σὺ τοίνυν, ἃ πλήρης πίστεως καὶ πνεύματος ἁγίου καταστῇς, τὰ καὶ νῷ ἀόρατα πνευματικώς θεάση».
132. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολὴ 234, 2, COURTOΝΝΕ ΙΙΙ, σελ. 43 (PG 32, 869BC).
133. Η σημαντικότητα αὐτῆς τῆς διακρίσεως φαίνεται ἀπό τή συλλογιστική τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, κατά τὸν ὁποῖο «ἡ ἀμφισβήτηση τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προῆλθε ἀπὸ τὴ σύγχυση θεολογίας - οἰκονομίας», όπως παρατηρεῖ ἡ καθηγ. Δ. Λιάλιου καταλήγοντας, λίγο παρακάτω, στο συμπέρασμα: «Πολύ βάσιμα λοιπόν στοιχειοθετεῖται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι οἱ πνευματομάχοι συνέχεαν φύση καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων γιά τὸ Θεό, τὸ δημιουργό καὶ κύριο τῆς κτίσεως, καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ γιὰ τὴ φύση τῶν κτιστῶν ὄντων καὶ γιὰ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας των» (Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α΄, ὅπ.π., σελ. 275).
134. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολὴ 234, 2, COURTONNE ΙΙΙ, σελ. 43 κ.εξ. (PG 32, 869Β-872Α). Μὲ αὐτές τις προϋποθέσεις μπορεῖ κανείς εύκολα νά καταλάβει, γιατί το filioque ἀποτελεῖ αἰτία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἡ χρήση του στη ζωή τῆς Ἐκκλησίας –καί ὄχι μόνον ὡς μία απλή πρόσθεση στο Σύμβολο τῆς Πίστεως– διακόπτει τη συνέχεια τῆς πατερικῆς παραδόσεως, διαμορφώνει μία διαφορετική δοξολογική σχέση με το Θεό, ἡ ὁποία συνίσταται στην ταύτιση Οἰκονομίας καὶ Θεολογίας καί ὄχι στη σχέση κτιστοῦ-ἀκτίστου, καί κλονίζει τή σωτηρία, ἐφ' ὅσον ταυτίζοντας οὐσία καί ἐνέργειες ἀναιρεῖ τήν κοινωνία τοῦ κτιστοῦ ὄντος μέ τόν ἄκτιστο Θεό μέσῳ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειών. Πρβλ. Ε. SUTTNER, «Ist das "filioque" noch kirchentrennend?», στο ThPrQ 137 (1989), σελ. 252, καί Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Οἱ ἀπαρχές καί οἱ προϋποθέσεις τοῦ Filioque στη δυτική θεολογική παράδοση», όπ.π., σελ. 405.
135. Τοῦ ἰδίου, Ανατρεπτικός Β΄, PG 29, 604CD.
136. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολὴ 235, COURTONNE III, σελ. 45 κ.έξ. (PG 32, 872D-873Α). Βλ. ἐπίσης ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Περὶ Υἱοῦ (Θεολογικός Γ΄), 9, BARBEL, σελ. 142 (PG 36, 854), ὅπου επισημαίνει ὅτι ἡ ἀδυναμία ἀπαντήσεως μιᾶς ἐρωτήσεως δέν ὀφείλεται στην ἔλλειψη ἐπαρκῶν ἐπιχειρημάτων ή λογικῶν συλλογισμῶν, ἀλλά στήν ἐρώτηση αὐτή καθ' εαυτήν, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τὸ ἄτοπον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: