ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:
3o ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«...για μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»
1. Ο κ. Ζηζιούλας ανάγει την αρχήν και προέλευσιν της θείας Ευχαριστίας εις εκτός του Χριστιανισμού πνευματικά ρεύματα, όπως ήδη ανεφέρθη και εις προηγούμενα. Το γεγονός τούτο ενισχύεται και εκ του ότι εις ουδέ μίαν συνάφειαν του θεολογικού του λόγου θεωρεί ούτος την θείαν Ευχαριστίαν εν σχέσει πρός την Καινήν Διαθήκην, προς τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου, και προς τας θεμελιώδεις αναφοράς του αποστόλου Παύλου. Επαναλαμβάνω φράσεις του κ. Ζ.: «ο κλασσικός Χριστιανισμός πήρε μορφή στα πλαίσια, και ίσως κάτω από την επιρροή, δύο πολιτισμών που επεκράτησαν»: «του ιουδαϊκού πολιτισμού», εκ του οποίου παρέλαβε «την προφητεία», και «του ελληνικού πολιτισμού», εκ του οποίου παρέλαβε «το κοσμολογικό ενδιαφέρον», εκ της «συνθέσεως» δε των δύο τούτων «στοιχείων» ανέπτυξεν ούτος την «κοσμολογικήν προφητείαν», και την «ευχαριστιακήν κοσμολογίαν», ήτοι την θείον Ευχαριστίαν, ως ευχαριστιακή αναφοράν του κόσμου «στο Θεό». Εκ του λόγου δε τούτου, «οι πρώτες ευχαριστιακές ευχές της Εκκλησίας,... γράφτηκαν σύμφωνα με την τυπικά ιουδαϊκή λειτουργική παράδοση». Οι δυο ανωτέρω πολιτισμοί, λοιπόν, ήτοι ο ιουδαϊκός και ο ελληνικός, «βρίσκονται στις ρίζες του κλασσικού Χριστιανισμού... η πρώτη Εκκλησία είχε να συνδυάσει μια άποψη για τον κόσμο», ήτοι την ελληνικήν, «και μια άλλη», ήτοι την Ιουδαϊκήν. «Ακριβώς από το συνδυασμό αυτόν ο αρχαίος Χριστιανισμός ανέπτυξε την ‘ευχαριστιακή κοσμολογία'», και «την κοσμολογική προφητεία». «Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η κοσμολογική προφητεία και η ευχαριστιακή κοσμολογία.,... προέκυψαν από τη σύνθεση της ελληνικής με την εβραϊκή σκέψη στο έδαφος του Χριστιανισμού» (47 - 51).
2. Την περί της Θείας Ευχαριστίας διδασκαλίαν του διατυπώνει ο κ. Ζ. ως ακολούθως, και δη: Όσον αφορά εις «την ευχαριστιακή Ακολουθία: στην αρχαία Εκκλησία η ακολουθία αυτή ονομαζόταν -όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία- καθαρά και απλά Αναφορά ή Ευχαριστία»(65). «Στην αρχαία ευχαριστιακή Λειτουργία... η ευχαριστία για τη δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία του Χριστού... κεντρική θέση είχε η ‘αναφορά' της κτίσεως στην αρχαία Λειτουργία. Το ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας -και αυτό αξίζει να το τονίσουμε- δεν ήταν η Ουσία, όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο Θεό της δικής Του δημιουργίας»(61). «Όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων -και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού- όσο την ‘αναφορά' των δώρων του άρτου και τον οίνου στο Δημιουργό Πατέρα»(60). Το αυτό υποστηρίζει και περί του νοήματος της ορθοδόξου θείας Ευχαριστίας ο κ. Ζ., ότι δηλ. «οι πιστοί δεν πηγαίνουν μόνοι στην Εκκλησία, αλλά συνοδεύονται από τα δώρα της δημιουργίας, τον άρτο, τον οίνο και το έλαιο... για να παραδοθούν στα χέρια του Επισκόπου,... ο οποίος θα τα ‘αναφέρει' στο θρόνο του Θεού ως Ευχαριστία»(22). Και εδώ ο χαρακτήρ της θείας Ευχαριστίας είναι «καθαρά και απλά Αναφορά ή Ευχαριστία»(60). Αυτή υπήρξεν η θεία Ευχαριστία «με το αρχαίο πατερικό Ορθόδοξο περιεχόμενο της»(19)!
Θα πρέπει να τύχει ιδιαιτέρας προσοχής και το argumentum ex silentio, ότι δηλ. ο κ. Ζ. εις «την έννοια της Ευχαριστίας... με τα αρχαίο πατερικό Ορθόδοξο περιεχόμενό της»(19) αποσιωπά τελείως την μνείαν αυτής και ως θυσίας, καθώς και την εκ της Καινής Διαθήκης προέλευσιν αυτής.
3. Αργότερον, όμως, η Έννοια της θείας Ευχαριστίας διεστράφη, και προσέλαβε ξένον προς το αρχικόν της περιεχόμενον: «η έννοια της Ευχαριστίας έχει πολύ παρεξηγηθεί και διαστραφεί, κυρίως από την εποχή του Σχολαστικισμού»(19). Εις τί συνίσταται η «παρεξήγησις» και η «διαστροφή» αυτή «του νοήματος της Ευχαριστίας»; -Εις το ότι προσέλαβεν αυτή τον χαρακτήρα της αναίμακτου θυσίας, δια «του καθαγιασμού των δώρων», εις «ανάμνησιν του Σταυρού του Χριστού».
Επαναλαμβάνομεν χωρία εκ του βιβλίου του κ. Ζ.: «Όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων -και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική(!) ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού- όσο την "αναφορά" των δώρων.»(60). Και κατωτέρω: «Στην αρχαία ευχαριστιακή Λειτουργία... η ευχαριστία για τη δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία τον Χριστού». Ο χαρακτήρ της θείας Ευχαριστίας, ως θυσίας, είναι μεταγενέστερος: ανάγεται εις τον Μεσαίωνα: «Το Ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας -και αυτό αξίζει να το τονίσουμε- δεν ήταν η θυσία, όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο θεό της δικής Του δημιουργίας. Είναι κρίμα πραγματικά, γιατί η θυσία έφτασε να καλύψει για αιώνες το νόημα της ιερωσύνης. Είναι κρίμα», διότι, με το να εκληφθεί η θεία Ευχαριστία ως θυσία, συνέβησαν δύο ανακολουθίαι: «χάθηκε η διάσταση της δημιουργίας από την έννοια της Ιερωσύνης», και δεν εφθάσαμεν «σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»(61).
4. Η «παρεξήγησις» και η «διαστροφή» «της εννοίας της Ευχαριστίας» συμβαίνει και εις τον χώρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού από «την έλλειψη λειτουργικής αγωγής... των Ορθοδόξων» «η χριστιανική Ανατολή» θρησκεύει «ασυνείδητα μάλλον» (19. 20). Δύο κυρίως αποκλίσεις εκ της εννοίας της Ευχαριστίας... με το αρχαίο πατερικό Ορθόδοξο περιεχόμενο της»(19) επισημαίνει ο κ. Ζ.:
1. Ότι η θεία Ευχαριστία απώλεσε την έννοια της κοινωνίας. Λέγει: «Ο βασικός χαρακτήρας της Ευχαριστίας έγκειται στο ότι είναι σύναξη», «πράξη συνάξεως»(21. 20), η οποία, όμως, «δεν υπάρχει πια». «Η Ευχαριστία είναι σύναξη και κοινωνία. Η κοινωνία αύτη,... δεν υπάρχει πια. Την διέλυσεν η ευσεβιστική ατομοκρατία μας»(33).
2. Τί εννοεί, άραγε, ο κ. Ζ. υπό την φράσιν: «ευσεβιστική ατομοκρατία»;
-Εννοεί, ότι, ενώ «στην αρχαία Εκκλησία» η θεία Ευχαριστία ήτο «καθαρά και απλά Αναφορά ή Ευχαριστία»(60), και «δεν ήταν θυσία, όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα»(61), «Πολύ γρήγορα έγινε βασικά μια τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού και ένα μέσο χάριτος για την πνευματική τροφή της ψυχής»(55) Ακριβώς δε «ο καθαγιασμός των δώρων και ακόμα λιγότερο η ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού», πού «όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους» (60), συνιστά τον λόγον «διαστροφής της εννοίας της Ευχαριστίας». Η θεία Ευχαριστία διεστράφη από απλής Αναφοράς εις θυσίαν, εις «καθαγιασμόν των δώρων». Κατ' αυτόν τον τρόπον έγινε «η Ευχαριστία... μια εκδήλωση ευσεβισμού, ο οποίος την θεωρεί σαν αντικείμενο, σαν πράγμα και σαν μέσο εκδηλώσεως της ευσέβειάς μας η εξυπηρετήσεως της σωτηρίας μας»(19), και όχι ως «κοινωνία». «Ας μη βλέπουμε, λοιπόν, την Ευχαριστία σαν μέσο χάριτος» «ούτε προσκύνηση των τιμίων Δώρων» είναι αποδεκτή «υπό τη μορφή της μονίμου αναγωγής τους σε αντικείμενο ευσέβειας και λατρείας»(20).
Ότι ο κ. Ζ. απορρίπτει «τον καθαγιασμόν των τιμίων Δώρων» και τον χαρακτήρα της θείας Ευχαριστίας ως θυσίας, δύναται να συναχθεί και εκ των ακολούθων:
1. Ουδαμού αναφέρεται ρητώς εις τον καθαγιασμόν των τιμίων Δώρων. Εν σ. 60 υπάρχει μία αναφορά του «στην πράξη του Θεού, ο Οποίος στέλνει το Άγιο Πνεύμα, για να μεταβάλλει τα προσφερόμενα Δώρα σε Σώμα και Αίμα Χριστού». Η ορθοδόξου περιεχομένου αναφορά αυτή του κ. Ζ. εις ουδεμίαν συνάφειαν τελεί προς τας αλλάς περί θείας Ευχαριστίας απόψεις του, αλλ' ούτε και προς την ορθόδοξον περί Εκκλησίας και Ευχαριστίας θεολογίαν. Εις την ανωτέρω, μάλιστα, ορθόδοξον αναφοράν του προτάσσει ο κ. Ζ. κάτι το εκπληκτικόν: όχι τον ορθόδοξον ιερέα, όστις προσφέρει τα δώρα προς τον Θεόν, αλλά τον άνθρωπον - Ιερέα, ενδιαφερόμενος ουχί περί της «καινής» εν Ιησού Χριστώ κτίσεως, αλλά «για μια θεολογία της δημιουργίας». Ούτος «επικεντρώνει την προσοχή στην πράξη του ανθρώπου ως Ιερέως της δημιουργίας, καθώς και στην πράξη του Θεού, ο Οποίος στέλνει το Άγιο Πνεύμα..,». Η ανωτέρω δηλ. πρότασις αποτελεί απλήν διατύπωσιν χωρίς ορθόδοξον εκκλησιολογικήν βάσιν.
2. Ο κ. Ζ. συχνάκις ορίζει την θείαν Ευχαριστίαν ως Αναφοράν, επικαλούμενος το: «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα» (24). Ουδέποτε, όμως, μνημονεύει το συμβαίνον κατά την Ιεράν ταύτην στιγμήν του: «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοί ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά Σου ο Θεός ημών», ήτοι «τον καθαγιασμόν των τιμίων Δώρων», όστις και προσδιορίζει ουσιωδώς την θείαν Ευχαριστίαν: «Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν, και παρακαλούμεν Σε και δεόμεθά και ικετεύομεν: κατάπεμψον τα Πνεύμα Σου το Άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα Δώρα ταύτα, και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού Σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτο τίμιον Αίμα του Χριστού Σου, μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω». Ωμίλησε ποτέ ορθόδοξος θεολόγος περί της θείας Ευχαριστίας χωρίς να αναφερθεί εις τον ουσιώδη τούτον χαρακτήρα Αυτής ως αναίμακτου θυσίας δια του καθαγιασμού των τιμίων Δώρων εις Σώμα και Αίμα Χριστού;
3. Μίαν άλλην, συγκλονιστικήν όντως διαπίστωσιν, αποτελεί και το γεγονός ότι ο κ. Ζ. ουδαμού κάμνει λόγον περί κοινωνίας και μεταλήψεως υπό των εις την θείαν Λειτουργίαν προσερχόμενων πιστών των τιμίων Δώρων, κατά το: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε», και: «μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Ο κ. Ζ. παραθεωρεί το γεγονός, ότι οι πιστοί προσέρχονται εις την θείαν Λειτουργίαν δια να μεταλάβουν και λάβουν προς σωτηρίαν των τα τίμια Δώρα, και ουχί δια να προσφέρουν δώρα, και μάλιστα δι' ιδίας πρωτοβουλίας των, τούθ' όπερ επικυρώνει και το ακολουθούν τροπάριον: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβαμεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. Αυτή γαρ ημάς έσωσεν».
Τυγχάνει δε αυτονόητον, διατί ο κ. Ζ. παρασιωπά την υπό των πιστών μετάληψιν των καθηγιασμένων τιμίων Δώρων: διότι, ούτω, μεταβάλλεται «η Ευχαριστία... σε μια εκδήλωση ευσεβισμού, ο οποίος την θεωρεί σαν αντικείμενο, σαν πράγμα και σαν μέσο εκδηλώσεως της ευσέβειάς μας ή εξυπηρετήσεως της σωτηρίας μας»(19). Ο κ. Ζ., εγκλωβισμένος εις τας ερμηνείας της θεολογο-φιλοσοφίας του Υπαρξισμού, κατανοεί όλην την χριστιανικήν αλήθειαν «υπαρξιακώς», αναζητών εις όλα «τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας... το βαθύτερο υπαρξιακό τους νόημα», όπως αναφέρει εις την μελέτην του: «Χριστολογία και ύπαρξη», και καταργών έτσι τας «εστί- προτάσεις» της θείας αποκαλύψεως, -μία θεολογία καινοφανής δι' ένα ορθόδοξον δογματικόν θεολόγον.
Ερωτώ, λοιπόν: Κατά την τελετήν καθαγιασμού των τιμίων δώρων συμβαίνει ή όχι αντικειμενική μεταβολή αυτών εις Σώμα και Αίμα Χριστού, ή : συμβαίνει εκείνο, πού Σεις υπονοείτε: «υπαρξιακή», δηλ. μόνον υποκειμενική ψευδαίσθησις και αυταπάτη, κατά το: «τί μου λέγει εμένα», χωρίς όντως και να είναι; Πλέον συγκεκριμένως: Κατά την θείαν Λειτουργίαν της Μεγάλης Πέμπτης, όπου τα τίμια Δώρα καθαγιάζονται εις Σώμα και Αίμα Χριστού, και φυλάσσονται καθ' όλην την διάρκειαν του έτους προς μετάληψιν των βαρέως ασθενούντων πιστών, λαμβάνει ή όχι χώραν πραγματική -αντικειμενική- μεταβολή τούτων εις Σώμα και Αίμα Χριστού; -Δεν υπάρχει, λοιπόν, εδώ προσκύνηση των τιμίων Δώρων; Ισχύει δηλ. αυτό, που γράφετε, ότι «η χριστιανική Ανατολή... ούτε προσκύνηση των τιμίων Δώρων υπό τη μορφή της μονίμου αναγωγής τους σε αντικείμενο ευσέβειας και λατρείας» γνωρίζει;
4. Την θείαν Ευχαριστίαν ορίζει ο κ. Ζ. αποκλειστικώς «ως πράξη συνάξεως» (20). Ερωτώ: Όταν ο Ιερεύς κοινωνεί τον βαρέως ασθενούντα με την θείαν μετάληψιν της Μεγάλης Πέμπτης, συμβαίνει εκεί «πράξη συνάξεως» ή απλώς κοινωνία ενός πιστού υπό του Ιερέως; -Και επειδή δεν λαμβάνει χώραν «πράξη συνάξεως», έχομεν εδώ «εκδήλωση ευσεβισμού, ο οποίος θεωρεί την Ευχαριστία σαν αντικείμενο» ; -Και μία ακόμη, όντως εκπληκτική, διαπίστωσις: Ο κ. Ζ. απορρίπτει την θείαν Ευχαριστίαν «σαν μέσο χάριτος»(20), «ή εξυπηρετήσεως της σωτηρίας μας»(19). Και διευκρινίζει με τρόπον προκλητικόν: μετά την κατά «περιεχόμενο διαστροφην της εννοίας της Ευχαριστίας»(19), «η Ευχαριστία πολύ γρήγορα έγινε βασικά μια τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού και ένα μέσο χάριτος για την πνευματική τροφή της ψυχής»(55).
Και λοιπόν: δέν είναι η Ευχαριστία «τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού»; -Δεν ισχύει δηλ. το: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του Σταυρού, του Τάφου, της τριημέρου Αναστάσεως...» της θείας Λειτουργίας; -Δεν είναι «μέσο χάριτος» η θεία Ευχαριστία, δηλ. δεν μεταδίδει θείον Χάριν «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον»; -Δια τί άλλο είναι, αν ουχί δια «την εξυπηρέτησιν της σωτηρίας μας»(19); -Δεν είναι η θεία Ευχαριστία «ένα μέσο χάριτος για την πνευματική τροφή της ψυχής»(55); Δια ποίον λόγον προσέρχονται τότε οι πιστοί προς μετάληψιν αυτής; Είναι «αντίδωρον» αυτή; Δια ποίον λόγον κοινωνούμεν τους βαρέως ασθενούντας: ουχί δια την σωτηρίαν των, δια την σωτηρίαν της ψυχής των, αφού διά το σώμα ισχύει: «χους ει και εις χουν απελεύσει» μέχρι της κοινής αναστάσεως των νεκρών; Έχει νόημα εν γένη, η θεία Ευχαριστία, εάν απογυμνωθεί εκ των ουσιωδών τούτων περιεχομένων της και καταντήσει απλή αναφορά και ευχαριστία προς τον Θεόν, -τελετουργία προτεσταντικού τύπου, δηλ. απλή «πράξη συνάξεως»(20); Δια της Ευχαριστίας, ως «καθαρά και απλά Αναφοράς ή Ευχαριστίας»(60), λαμβάνει χωράν «συσσωμάτωσις», «συναποθνήσκειν», «συνανίστασθαι» εν Χριστώ Ιησού, όπερ ισχύει δια τους μεταλαμβάνοντας Ορθοδόξους; -Έχει δε, άραγε, «διαστραφεί... η έννοια της Ευχαριστίας»(19) ήδη εις το κείμενον της «Διδαχής» (μεταξύ 40 και 160 μ.Χ.), όταν εκεί αναφέρεται «περί του ποτηριού» και «του κλάσματος»: «Ευχαριστούμεν Σοι, Πάτερ Άγιε,... ότι εχαρίσω ημίν πνευματικήν τροφήν και ποτόν και ζωήν αιώνιον δια του Παιδός Σου»; -Το «πνευματικήν τροφήν και ποτόν» δεν αναφέρεται, άραγε, εις την ψυχήν, ή τί άλλο μπορεί να εννοείται; -Και το: «ζωήν αιώνιον» δεν έχει σχέσιν, λοιπόν, με «την σωτηρίαν μας» (19);
5. Ο κ. Ζ, εκφράζει την απογοήτευσίν του, διότι η κατανόησις της θείας Ευχαριστίας ως «θυσίας» εδίχασε τον χριστιανικόν κόσμον. «Είναι κρίμα πραγματικά, γιατί η θυσία... έδωσε αφορμή για ατέλειωτες αντιθέσεις ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες» -διατί όχι και τους Ορθοδόξους;!-, «εμποδίζοντάς τους να φτάσουν σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας ακόμα και σήμερα»(61), -αποτέλεσμα της οποίας θα ήτο η «ένωσις» των «εκκλησιών» εις το «κοινόν» ποτήριον. Και πάλιν, λοιπόν, εκ του Μεσαίωνος τα φαύλα! «Όλα, λοιπόν, τα προβλήματα για τα στοιχεία της Ευχαριστίας, για την πραγματική ή όχι παρουσία του Χριστού, transubstatio κ.τ.λ., που απασχόλησαν τόσο έντονα το Μεσαίωνα, απλώς και μόνο μας επανέφεραν στο να θεωρούμε την Ευχαριστία σαν πράγμα, σαν αντικείμενο»(21).
Δηλ. το « πώς» της παρουσίας του Χριστού εν τοις «στοιχείοις» του άρτου και του οίνου είναι αδιάφορον ή μάλλον «πρόβλημα του Μεσαίωνος»; -Είναι άνευ σημασίας το ερώτημα, εάν εν τη θεία Ευχαριστία: δεχόμεθα «πραγματικήν ή όχι παρουσίαν του Χριστού», ήτοι: εάν πρόκειται περί «πραγματικής παρουσίας του Χριστού», κατά το: «τούτο εστί το σώμα μου», «τούτο εστί, το αίμα μου», η περί της transubstatio των Λατίνων ή περί της «απλής», συμβολικής, «παρουσίας» του Χριστού, όπως δέχεται ο κόσμος των προτεσταντικών «εκκλησιών»; Και δια ποίους ισχύει το «καρφί»: «θεωρούμε την Ευχαριστία σαν πράγμα, σαν αντικείμενο», αν ουχί δια τους Ορθοδόξους, οι οποίοι κυριολεκτούν, αποδεχόμενοι πραγματικών μεταβολήν των «στοιχείων» του άρτου και του οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού; Ειδικώς τους Ορθοδόξους εννοείτε, στον μέμφεσθε εκείνους, που θεωρούν την θείοαν Ευχαριστίαν «σαν αντικείμενο, σαν πράγμα και σαν μέσο»(19). Διότι, ποίοι άλλοι εκ των Δυτικών πρεσβεύουν μίαν τόσον ρεαλιστικήν παρουσίαν του Χριστού εις την θείαν Ευχαριστίαν; Δι' όλας τας υπολοίπους χριστιανικάς «εκκλησίας» -ακόμη και δια τους Λατίνους- η παρουσία του Χριστού εις την θείον Ευχαριστίαν είναι έμμεσος ή συμβολική.
Άλλα ο «πόνος» του κ, Ζ. είναι ο Οικουμενισμός, εις το «ενωτικόν» έργον του οποίου πασχίζει να συμβάλει και, κατ' ακολουθίαν, να διακριθεί ως «διεθνής» οικουμενική προσωπικότης. Και ιδού, πώς ο κ. Ζ. διευθετεί, εν είδει «λύσεως» του γορδείου δεσμού, «τις ατέλειωτες αντιθέσεις» περί το «μεσαιωνικόν» ερώτημα «για την πραγματική ή όχι παρουσία του Χριστού». Δεν χρειάζεται να ασχολούμεθα με το «πώς» της παρουσίας του Χριστού «στα στοιχεία της Ευχαριστίας», διότι το ερώτημα τούτο εγείρει «ατέλειωτες αντιθέσεις». Αρκεί μόνον το «ότι» της «παρουσίας» του Χριστού. Θα πρέπει απλώς να λέγομεν: «ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός» -τί δηλ. ο «μισός» θα ήτο;!- είναι παρών εν τη θεία Ευχαριστία, και ότι «μέσα στην Ευχαριστία... βιώνεται το όλο μυστήριο του Χριστού»(21), και όχι το «μισό», βεβαίως! Έτσι, λοιπόν, αυτομάτως (!) λύονται όλα τα προβλήματα περί το ερώτημα «για την πραγματική ή όχι παρουσία του Χριστού», διότι ποία χριστιανική «εκκλησία», τελούσα την δικήν της «Ευχαριστίαν», δεν κηρύσσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι εν τω μέσω της «συνάξεώς» της «παρών», κατά το: «Ου γαρ είσι δυο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί είμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 20);
Αυτό εστί ακριβώς Οικουμενισμός: «Ένωσις» εις το «φαινόμενον» ουδέν ερώτημα περί της «ουσίας» της χριστιανικής αληθείας και των υφισταμένων διαφορών. Ερωτήματα του είδους τούτου διαβάλλονται ως «μεσαιωνικά» και «σχολαστικά». Ποία, λοιπόν, χριστιανική «εκκλησία» δεν τελεί «Ευχαριστίαν»; -Ουδεμία. Άρα υπάρχει μία «Ευχαριστία»! Ποία χριστιανική «εκκλησία» δεν «ισχυρίζεται», ότι έχει «την Αλήθεια»(41); -Ουδεμία. Άρα υπάρχει μία «εκκλησία»! Επαναλαμβάνω: Οικουμενισμός είναι «ένωσις» εις το «φαινόμενον» και ουχί εις την «ουσίαν» της χριστιανικής πίστεως. Ερωτήματα περί της «ουσίας» και των διαφορών εν αναφορά προς τα διάφορα δόγματα, θεωρούνται απηρχαιωμένα. Έτσι, λοιπόν, εάν απορριφθεί το ερώτημα περί του «πώς» της παρουσίας του Χριστού εν τη θεία Ευχαριστία, και παραμείνει το «ότι»-φαινόμενον, το γεγονός δηλ. ότι όλαι αι χριστιανικαί «εκκλησίαι» τελούν «Ευχαριστίαν», «φθάνομεν σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»(61) και, ακολούθως, εις την «ένωσιν» επί του ακανθώδους τούτου θέματος.
Ο κ. Ζηζιούλας θα πρέπει να θεωρείται ως κορυφαίος δεξιοτέχνης του Οικουμενισμού. Ο ίδιος επαίρεται, ότι είναι ο «εγκέφαλος» «του διαλόγου του αίσχους» με τους Παπικούς, προς «διεξαγωγήν» του οποίου επενοήθησαν, ειδικώς δια τους «ατίθασους» Ορθοδόξους, δύο επονείδιστοι «αρχαί»: να συζητηθούν εις τον «διάλογον» τούτον κατά πρώτον τα «κοινά» θέματα, εκείνα πού μας «ενώνουν», χωρίς συζήτησιν επ' αυτών και των υφισταμένων διαφορών, τα δε διαιρούντα ημάς εις το τέλος του «διαλόγου». Πλην του Λατινο-Ορθοδόξου τούτου «διαλόγου», ουδείς «οικουμενικός» διάλογος διεξήχθη ποτέ με του είδους τούτου τα δεσμά.
Το δε χείριστον πάντων: επενοήθη να συντάσσεται εξ αρχής εν ενιαίον και κοινόν κείμενον επί του αυτού θέματος δι' αμφοτέρας τας πλευράς: Ορθοδόξους και Λατίνους ούτως, ώστε οι συμμετέχοντες Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, αγόμενοι προ «τετελεσμένων», εκαλούντο να προβαίνουν αποκλειστικώς εις αισθητικάς και φραστικάς παρατηρήσεις. Θεολογικός «αρχιτέκτων», λοιπόν, των «κοινών» τούτων κειμένων διετέλεσεν ο κ. Ζ., επαιρόμενος, μάλιστα, δια την συγγραφήν αυτών.
Αλλά κ. Ζ. υπάρχουν «κοινά» θέματα και «κοινά» κείμενα με τους ετεροδόξους, εξ επόψεως της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας και εκκλησιολογίας, όταν η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν αναγνωρίζει αληθή εκκλησίαν εκτός Εαυτής; -Σεις λογίζεσθε ως διακεκριμένος εκκλησιολόγος πως συντάσσετε, λοιπόν, «κοινά» λατινο-ορθόδοξα δογματικά κείμενα; -Είναι δυνατή η σύνταξις «κοινού» κειμένου εις την θείαν Ευχαριστίαν π.χ., όταν η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το έγκυρον των τελουμένων «Μυστηρίων» εκτός του «χώρου» της; -Η σημερινή θεολογία των Λατίνων δεν φέρει την παράδοσιν του Μεσαίωνος και του Σχολαστικισμού, εκ της οποίας καλείτε αδιαλείπτως τους Ορθοδόξους να «αποτοξινωθούν»; -Πώς, λοιπόν, εξηγείται το ότι Σεις «τα βρίσκετε» με τους Λατίνους και την θεολογίαν των; Ή ισχύει εδώ το Παύλειον: «τοις πάσι γέγονα τα πάντα»;
Εν κατακλείδι, μία ερώτησις, απευθυνόμενη προς τους Έλληνας λειτουργιολόγους: Ισχύει, άραγε, ο ισχυρισμός του κ. Ζ.: «Όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων -και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού- όσο την "αναφορά" των δώρων του άρτου και του οίνου στο Δημιουργό Πατέρα»(60), και ακόμη ότι: «η ευχαριστία για τη δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία του Χριστού»(61) κλπ.; -Η θεία Ευχαριστία της αρχαίας Εκκλησίας δεν οικοδομείται, άραγε, επί των σχετικών προς αυτήν γεγονότων και των μαρτυριών της Καινής Διαθήκης;
πηγή : ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
ΣΧΟΛΙΟ
Όπως ξεκαθαρίζει πλέον, όλος ο συρφετός πού διοικεί την εκκλησία σήμερα και συνεργάζεται με το υπουργείο παιδείας δέν έχουν δογματικές διαφορές με την παράδοση :
ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΑΘΕΟΙ
Δέν θα έπρεπε επίσης να μάς εξηγήση επίσης ο σοφός κ.Ζηζιούλας γιατί στην μυστηριώδη πρώτη εκκλησία με το βάπτισμα και μόνον οι πιστοί εξέφραζαν ο καθένας το χάρισμα τού Αγίου Πνεύματος καί σήμερα Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα; Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως ο αγιασμός των δώρων ήταν επιβεβλημένος από τη στιγμή που χάθηκε το Άγιο Πνεύμα;
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ του κ. Κυπριανού Χριστοδουλίδη
Επιτέλους! Να και μια φωνή από τους "εντός" (οι "εκτός" τα φωνάζουν εδώ και χρόνια) που βάζει στα πράγματα στη θέση τους. Αυτά του Ζηζιούλα δεν είναι ούτε ορθόδοξα, ούτε ακόμη και νεο-ορθόδοξα. Τι πάει να πει "νεοορθόδοξα"; Προτιμότερο το "δαιμονιόδοξα" και το "δαιμονιοδοξία" την οποία πιστά υπηρετεί ο Ζηζιούλας και η συντροφία.
1 σχόλιο:
Επιτέλους! Να και μια φωνή από τους "εντός" (οι "εκτός" τα φωνάζουν εδώ και χρόνια) που βάζει στα πράγματα στη θέση τους. Αυτά του Ζηζιούλα δεν είναι ούτε ορθόδοξα, ούτε ακόμη και νεο-ορθόδοξα. Τι πάει να πει "νεοορθόδοξα"; Προτιμότερο το "δαιμονιόδοξα" και το "δαιμονιοδοξία" την οποία πιστά υπηρετεί ο Ζηζιούλας και η συντροφία.
Δημοσίευση σχολίου