Συνέχεια από:Τρίτη, 8 Δεκεμβρίου 2015
Κεφάλαιο 10ο
H άνοδος αυτή (του ανθρώπου) περιλαμβάνει δύο βαθμίδες ή ακριβέστερα πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε δύο διαφόρων μεν αλλά στενά συνδεδεμένων πεδίων: στο πεδίο της πράξεως και στο πεδίο της θεωρίας. Και οι δύο είναι αχώριστες στην χριστιανική γνώση, η οποία είναι η προσωπική και συνειδητή εμπειρία των πνευματικών αληθειών - η «γνώσις». Κατά τον Άγιο Μάξιμο, η θεωρία άνευ της πράξεως, η θεωρία η οποία δεν στηρίζεται επί της πράξεως, δεν διαφέρει από τη φαντασία, την ανυπόστατη φαντασία. Ομοίως η πράξη, εάν δεν εμπνέεται υπό της θεωρίας, είναι στείρα και ξηρά σαν ένα άγαλμα. «...και τὸ φυλάξαι τὰ πάθη τὰ κρυπτά -λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος- ἵνα μὴ ἀπαντήσῃ τὶ ἐξ αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ κρυπτῇ καὶ πνευματικῇ. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς καρδίας, ὅπερ καλεῖται πολιτείᾳ τῆς διανοίας. Ἐν τούτῳ τῷ ἔργῳ τῆς πολιτείας, ὅπερ καλεῖται πρᾶξις ψυχική, λεπτύνεται ἡ καρδία καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς ἠφανισμένης ζωῆς, τῆς παρὰ φύσιν οὔσης». Η πρακτική ζωή συνίσταται επομένως στη κάθαρση της ψυχής και η πράξη αυτή θα είναι συνειδητή ως διευθυνομένη υπό του νοός, δυνάμεως θεωρητικής, η οποία θα εισέλθει στήν καρδίαν, θα ενωθεί μετ’ αυτής, ενώνουσα, συγκεντρώνουσα, την ανθρώπινη ύπαρξη έν τή χάριτι.
Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
H άνοδος αυτή (του ανθρώπου) περιλαμβάνει δύο βαθμίδες ή ακριβέστερα πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε δύο διαφόρων μεν αλλά στενά συνδεδεμένων πεδίων: στο πεδίο της πράξεως και στο πεδίο της θεωρίας. Και οι δύο είναι αχώριστες στην χριστιανική γνώση, η οποία είναι η προσωπική και συνειδητή εμπειρία των πνευματικών αληθειών - η «γνώσις». Κατά τον Άγιο Μάξιμο, η θεωρία άνευ της πράξεως, η θεωρία η οποία δεν στηρίζεται επί της πράξεως, δεν διαφέρει από τη φαντασία, την ανυπόστατη φαντασία. Ομοίως η πράξη, εάν δεν εμπνέεται υπό της θεωρίας, είναι στείρα και ξηρά σαν ένα άγαλμα. «...και τὸ φυλάξαι τὰ πάθη τὰ κρυπτά -λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος- ἵνα μὴ ἀπαντήσῃ τὶ ἐξ αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ κρυπτῇ καὶ πνευματικῇ. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς καρδίας, ὅπερ καλεῖται πολιτείᾳ τῆς διανοίας. Ἐν τούτῳ τῷ ἔργῳ τῆς πολιτείας, ὅπερ καλεῖται πρᾶξις ψυχική, λεπτύνεται ἡ καρδία καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς ἠφανισμένης ζωῆς, τῆς παρὰ φύσιν οὔσης». Η πρακτική ζωή συνίσταται επομένως στη κάθαρση της ψυχής και η πράξη αυτή θα είναι συνειδητή ως διευθυνομένη υπό του νοός, δυνάμεως θεωρητικής, η οποία θα εισέλθει στήν καρδίαν, θα ενωθεί μετ’ αυτής, ενώνουσα, συγκεντρώνουσα, την ανθρώπινη ύπαρξη έν τή χάριτι.
Μέσω της πράξεως, κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό (4ος αιώνας), ο άνθρωπος θα φθάσει τελικώς σε μία κατάσταση άπαθειας, στην ανεξαρτησία της φύσεώς του, η οποία δεν είναι πλέον υποκείμενη σε πάθη και η οποία δεν επηρεάζεται πλέον από τίποτε.
Η απάθεια δεν είναι μία κατάσταση παθητική. Στο πεδίο της πνευματικής ζωής όπου πραγματοποιείται (η κατάσταση της απάθειας) η αντίθεση μεταξύ ενεργητικού και παθητικού δεν έχει πλέον θέση: οι δύο αυτές αντίθετες θέσεις ανήκουν στην φθαρτή φύση, που είναι αιχμάλωτη από την αμαρτία. Το πνεύμα, το όποιο ανακτά την ακεραιότητά του, από τίποτε δεν επηρεάζεται, δεν «υποτάσσεται» πλέον και πολύ περισσότερο δεν είναι «ενεργό» με τη συνήθη έννοια της λέξεως. Η ασκητική και μυστική παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας δεν κάμει σαφή διάκριση μεταξύ των ενεργητικών και παθητικών καταστάσεων στις ανωτέρες σφαίρες της πνευματικής ζωής. Το ανθρώπινο πνεύμα στη φυσική του καταστάση δεν είναι ούτε ενεργό, ούτε παθητικό, είναι άγρυπνο. Η «νήψη», η «καρδιακή προσοχή», η ιδιότητα διακρίσεως και κρίσεως των πνευματικών πραγμάτων, η διάκριση, είναι εκείνη που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στην ακεραιότητά της. Οι ενεργητικές και παθητικές καταστάσεις δηλώνουν αντιθέτως μία εσωτερική διάρρηξη, είναι καταστάσεις οφειλόμενες στην αμαρτία. Το να τις εισαγάγουμε στο μυστικισμό, θα ήταν σαν να διεστρέφουμε τις απόψεις της πνευματικής ζωής, ή να επιφέρουμε συγχύσεις.
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος διακρίνει τρεις βαθμίδας στην οδό της ενώσεως: την μετάνοια, την κάθαρση και την τελείωση, δηλαδή τη αλλαγή της θελήσεως, την απελευθέρωση από τα πάθη και την απόκτηση της τελείας αγάπης, η οποία είναι το πλήρωμα τής χάριτος. Εάν η μετάνοια είναι η αρχή αυτής της οδού, «η θύρα της χάριτος», τούτο δεν σημαίνει ότι είναι μία στιγμή μεταβατική, μία προσωρινή βαθμίδα.
Πράγματι δέν είναι μία βαθμίδα, άλλα μία κατάσταση η οποία πρέπει να διαρκεί πάντοτε, μία διαρκή θέση εκείνων, οι οποίοι ποθούν αληθώς την μετά του Θεού ένωση. Η μετάνοια στην ελληνική σημαίνει κατα λέξη «αλλαγή σκέψεως», «μεταβολή νοός». Είναι μία δεύτερη γέννηση, την οποία ο Θεός παρέχει μετά το βάπτισμα, μία δυνατότητα επιστροφής προς τον Πατέρα, η συνεχής έξοδος αυτών εξ ημών, μία δύναμη η οποία ενεργεί την μεταβολή της φύσεώς μας. Είναι μία κατάσταση ψυχής, αντίθετη προς την ικανοποίηση, προς την «πνευματική αστικοποίηση» ενός φαρισαίου, ενός «δικαίου», ο οποίος κρίνει εαυτόν «είς κατάστασιν χάριτος» επειδή δεν γνωρίζει εαυτόν. Όπως και η οδός τής ανόδου προς τον Θεόν, το μετανοείν είναι ατέρμονο. «Προσήκει γάρ αύτη (η μετάνοια) -λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος- πάσιν, αμαρτωλοίς και δικαίοις πάντοτε, τοίς βουλομένοις σωτηρίας τυχείν. Και ούδεις έστιν όρος τελειώσεως, ότι η τελειότης καί τών τελείων, όντως ατέλεστος. Διά τούτο η μετάνοια, ούτε καιροίς, ούτε πράξεσι περιορίζεται έως θανάτου». Η έννοια αυτή της μετανοίας ανταποκρίνεται στην αποφατική θέση έναντι του Θεού: όσο περισσότερο ενούμεθα μετά του Θεού, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε την αγνωσίαν Του, τόσον περισσότερον τελειοποιούμεθα, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε τη δική μας ατέλεια.
Η ψυχή, η οποία δεν κινείται υπό της μετανοίας, είναι ξένη προς τήν χάριν: η παύση τής ανόδου είναι «αναισθησία τής σκληρυνθείσης καρδίας», σύμπτωμα του πνευματικού θανάτου. Η μετάνοια κατά τόν Άγιον Ιωάννην της Κλίμακος είναι μία ανανέωσις του βαπτίσματος∙ «μείζων του βαπτίσματος μετά τό βάπτισμα των δακρύων πηγή καθέστηκεν».
Το συμπέρασμα αυτό ίσως φανεί παράδοξο, και μπορεί να σκανδαλίσει κάποιον, εάν λησμονήσει ότι η μετάνοια είναι ο καρπός της χάριτος του βαπτίσματος, αυτή αύτη η χάρις αλλά κτηθείσα, οικειωθείσα υπό του προσώπου, η οποία εχει γίνει εν αυτω «δωρεά δακρύων», βέβαιο σημείο περί του ότι η καρδία προσεβλήθη υπό της θείας αγάπης. «Ούκ εγκληθησόμεθα, ώ ούτοι, ούκ εγκληθησόμεθα έν εξόδω ψυχής, διότι ου τεθαυματουργήκαμεν∙ ούδ’ ότι ού τεθεολογήκαμεν∙ ούδ’ ότι θεωρητικοί ού γεγόναμεν, αλλά λόγον πάντως δώσομεν τώ Θεω διότι αδιαλείπτως ού πεπενθήκαμεν». Τα δάκρυα αυτά της χάριτος -ολοκλήρωση της μετανοίας- είναι συγχρόνως η αρχή μιας αιωνίου ζωής (οι μακαρισμοί προαναγγέλουν εις τό Ευαγγέλιον «μακάριοι οί κλαίοντες νυν ότι γελάσετε» Λουκ. στ. 21). Τα δάκρυα εξαγνίζουν την φύση, διότι η μετάνοια δεν είναι μόνον η δική μας προσπάθεια, οι πόνοι μας, αλλά και η φωτεινή δωρεά του Αγίου Πνεύματος, η οποία διεισδύει και μεταμορφώνει τήιην καρδία μας. Η προς τον Θεόν επιστροφή είναι η θεραπεία της ασθενούς φύσεως, κατά τον Άγιον Ιωάννη, ο όποιος δίδει τον ακόλουθο ορισμό της μετανοίας: «μετάνοια έστι έκ του παρά φύσιν εις τό κατά φύσιν καί έκ του διαβόλου πρός τόν Θεόν επάνοδος δι’ άσκήσεως και πόνων». Οι προσπάθειες αυτές θα είναι απαραίτητες σε όλες τις βαθμίδες της ανόδου, διότι μέχρι τέλους οφείλομε να μην εμπιστευώμεθα εις την ατομική μας ελευθερία, κατά τον Άγιον Ισαάκ τόν Σύρο. Η προσευχή του τελώνου «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ», θα συνοδεύσει τους δικαίους εως την θύρα της Βασιλείας, διότι ο χριστιανός κατά την οδόν της σωτηρίας πρέπει συνεχώς να ευρίσκεται μεταξύ «φόβου και ελπίδος» ως έλεγε ο Πατήρ Αμβρόσιος της μονής Optino, ένας τών μεγάλων πνευματικών (Staretz) του τελευταίου αιώνος. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος εξέφρασε την ιδέα αυτή σε μία συναρπαστική φράση: «μετάνοια έστιν η χάρις η δευτέρα, και τίκτεται έν τή καρδία έκ τής πίστεως καί του φόβου. Ο φόβος δέ έστί ράβδος πατρική, η κυβερνώσα ήμας, έως άν φθάσωμεν είς τον παράδεισον των αγαθών, τον πνευματικόν».
Εάν ο άνθρωπος δεν στραφεί προς τον Θεόν εξ ιδίας θελήσεως και με όλον του τον πόθον, εάν δεν απευθυνθή προς Αυτόν διά προσευχής με όλην τήν πίστη, δεν δύναται να θεραπευθεί. Η προσευχή άρχεται διά των δακρύων και της συντριβής, δέν πρέπει όμως το μέσον αυτό εναντίον των παθών να αποβεί αυτό τούτο έν πάθος κατά τον Άγιον Νείλον τον Σιναΐτην. Υπάρχει η ενεργός προσευχή, η προσευχή των λόγων∙ αυτή καταλήγει είς τήν απάθειαν, η οποία είναι ο όρος τής προσευχής. Σε αυτό το σημείο άρχεται η θεωρητική προσευχή άνευ λόγων, κατά την οποία η ψυχή ανοίγεται μυστικώς ενώπιον του Θεού. Η προσευχή είναι η κινητήριος δύναμη όλων τών ανθρωπίνων προσπαθειών, ολοκλήρου της πνευματικής ζωής. «Εκάστη ομιλία έν κρυπτώ γινομένη, καί πασα μέριμνα αγαθής διανοίας έν Θεώ καί πασα τών πνευματικών μελέτη, έν τή ευχή όρίζεται», λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, δίνοντας μία πλατυτέρα έννοιαν στην λέξη «προσευχή».
Η μετά του Θεού ένωσις δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκτός της προσευχής, διότι η προσευχή είναι προσωπική σχέση του ανθρώπου μετά του Θεού.
Επομένως η ένωση οφείλει να επιτευχθή εν τοις προσώποις, οφείλει να είναι προσωπική, επομένως συνειδητή και εκουσία. «Η δε τής ευχής δύναμις -λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμας- αυτήν ιερουργεί, καί τελεσιουργεί την του ανθρώπου πρός τόν Θεόν ανάτασίν τε καί ένωσιν, σύνδεσμος ούσα των λογικών πρός τόν κτίσαντα κτισμάτων». Είναι τελειοτέρα της ασκήσεως των αρετών, εφ’ όσον είναι «κορυφαία του χορού των αρετών». Το σύνολο των αρετών οφείλει να βοηθήσει εις τήν τελειότητα έν τή προσευχή· εξάλλου, οι αρετές δεν δύνανται να είναι σταθερές, εάν το πνεύμα δεν είναι συνεχώς στραμμένο προς την προσευχή. Αλλά η μεγαλυτέρα των αρετών, το έλεος, η προς τον Θεόν αγάπη, εν τη οποία εκπληρούται η μυστική ενωσις, είναι ο καρπός της προσευχής, η «αγάπη εκ τής ευχής», λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Διότι με την προσευχή ο άνθρωπος συνανταται μετά του Θεού προσωπικώς. Τόν γνωρίζει καί Τόν αγαπά. Η γνώσις καί η αγάπη είναι στενά συνδεδεμένες στον ανατολικό ασκητισμό.
Η προσευχή άρχεται διά τών αιτήσεων∙ είναι η ικετήριος προσευχή κατά τον Άγιον Ισαάκ τόν Σύρο, ανήσυχος, πλήρης μεριμνών και φόβων. Τούτο δεν είναι παρά μία προετοιμασία γιά την αληθή, την «πνευματική προσευχή», μία βαθμιαία άνοδος προς τον Θεόν, η προσπάθεια, η αναζήτηση. Αλλά λίγο-λίγο η ψυχή συγκεντρουται, περισυλλέγεται, οι ιδιαίτερες αιτήσεις εξαφανίζονται, φαίνονται άχρηστες, διότι ο Θεός απαντά εις τήν προσευχήν εκδηλώνοντας την προνοιάν του, η οποία τα πάντα περιβάλλει.
Παύουμε να αίτούμεθα, διότι έμπιστευόμεθα πλήρως εις την βουλή του Θεού. Η κατάσταση αυτή καλείται «προσευχή καθαρά». Είναι τό τέρμα της πράξεως, όπου τίποτα ξένο πρός τήν προσευχήν δεν εισέρχεται εις την συνείδησή μας, τίποτα δεν αποστρέφει πλέον την προσανατολισμένη πρός τον Θεόν θέλησιν, την μετά της θείας θελήσεως ενωμένην. Η συνεργία, η συμφωνία των δύο συνεργαζομένων θελήσεων συνεχίζεται σε όλες τις βαθμίδες της προς τον Θεόν ανόδου. Αλλα σε κάποιο σημείο, όταν εγκαταλείπουμε τη φυσική σφαίρα όπου το πνεύμα κινείται, πάσα κίνησις διακόπτεται: η προσευχή παύει και αυτή επίσης. Είναι η τελείωσις τής προσευχής -η πνευματική προσευχή ή η θεωρία- «διότι πέπαυται τά τής προσευχής, και θεωρία τίς έστι, και ουχί προσευχήν προσεύχεται ο νους». Αυτή είναι η τελεία ειρήνη, η ησυχία. «Ψυχικαί κινήσεις -λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος- εισί τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος κοινωνούσαι δι’ ακριβούς αγνείας και καθαρότητος». «Η φύσις μένει έκ τής όλης κινήσεως καί μνήμης των ενθάδε ανενέργητος». Η σιωπή του πνεύματος είναι ανωτέρα της προσευχής. Είναι η κατάσταση του μέλλοντος αιώνος, όπου «οί άγιοι ού προσευχή προσεύχονται, όταν ό νούς αυτών καταποθή υπό του Πνεύματος, αλλά μετά καταπλήξεως εναυλίζονται έν τή ευφραινούση δόξη. Ούτω καί έν ημίν∙ ηνίκα αξιωθή ο νους αισθάνεσθαι τής μελλούσης μακαριότητος, καί έαυτού επιλανθάνεται καί πάντων των ενθάδε, καί ούκ έτι έξει κίνησιν έν τισι ...».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Ωραίο κείμενο..
Δημοσίευση σχολίου