Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου 2016
Διαπραγματεύτηκε στο «Είναι και χρόνος» (“Sein und Zeit” -1927) τις έννοιες λόγος (Logos) και αλήθεια (Aletheia), προσδιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη μιας ολόκληρης γενιάς ο Χάιντεγγερ. Το γιατί επιστρέφει δε στην ετυμολογία (Etymologie), το διατύπωσε με έμφαση ο ίδιος: είναι έργο τής φιλοσοφίας, «να διαφυλάξη τη δύναμη των στοιχειωδέστερων λέξεων, με τις οποίες και εκφράζεται η ύπαρξη (Dasein), απ’ το να ισοπεδωθούν μέσω τής κοινής λογικής σε ακατανοησία» (( ! )) . Και ερμήνευσε πάνω σ’ αυτήν κατόπιν τη βάση τον μύθο τού σπηλαίου τού Πλάτωνα στο βιβλίο του «Η διδασκαλία τού Πλάτωνα για την αλήθεια» (“Platons Lehre von der Wahrheit” – 1947). Αναζητά να φέρη στο φως το περιεχόμενο της γλώσσας ο φιλόσοφος, και πού θα ήταν αυτό πιο σημαντικό απ’ ό,τι στην ‘αλήθεια’; Εφθάρη η έννοια ‘αλήθεια’ στη σκέψη πολλών γενεών: και ΄προσφύεται’ σύμφωνα με την κυρίαρχη σήμερα άποψη, στη σκέψη και την ομιλία, κι όχι στο ίδιο το πράγμα η αλήθεια. Μετετράπη «απ’ το μη κρυπτόμενο (το φανερούμενο…) όν σε ορθότητα του βλέμματος» η έννοια της αλήθειας (σ. 46). Προσπαθεί να ‘αντιστρέψη’ λοιπόν αυτήν την ‘παρακμή’ και να διεισδύση στο πρωτογενές ο Χάιντεγγερ. Όπου ξεκινά κατ’ αυτόν στον Πλάτωνα η ‘παρακμή’, και διενεργείται στον προσδιορισμό τού όντος ως ιδέα η μετατροπή. Και θα φανή, τί σημαίνει αυτό. Ας πάρουμε εμείς κατ’ αρχάς την ίδια την προειδοποίηση του Χάιντεγγερ ως οδηγό: πρέπει να προφυλάσσεται από έναν ασυγκράτητο μυστικισμό τού λόγου ή τών λέξεων η επίκληση τέτοιων (γλωσσικών δηλ.) ‘τεκμηρίων’.
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
( 1ος τόμος: Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
WalterdeGruyteru. Co, Berlin 1964 )
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ / ΑΛΗΘΕΙΑ
( Μια ‘εξήγηση’ του συγγραφέα με τον εαυτό του και με τον Μάρτιν Χάιντεγγερ )
Mοιάζει να είναι γενικώς αποδεκτή σήμερα ως α-ληθής και α-λήθεια, αυτό που δεν είναι δηλ. κρυμμένο, καλυμμένο και λησμονημένο, ή αυτός που δεν κρύβει, δεν καλύπτει και δεν λησμονεί, η ετυμολογία τών λέξεων αληθής και αλήθεια. Η οποία δεν είναι όμως και τόσο αδιαφιλονίκητη όσο φαίνεται. Ας συγκρίνουμε δύο όχι και τόσο απομακρυσμένες στη μορφή και τη σημασία τους λέξεις: ατρεκής (ακριβής, σωστός, βέβαιος…), ατρέκεια και ακριβής, ακρίβεια, που δεν κατανοούνται αμφότερες με βεβαιότητα ετυμολογικά, ενώ δεν γνωρίζουμε, παρ’ όλες τις προσπάθειες της ετυμολογίας, αν κατάγονται απ’ το ινδο-ευρωπαϊκό γλωσσικό ‘υλικό’. Όπως είναι επίσης και οι λέξεις ψευδής και ψεύδος, τα συνηθισμένα αντίθετα στις αληθής και αλήθεια απ’ την εποχή τού Ομήρου, όπως κι ένα άλλο ‘αντίθετο’, η απάτη, απ’ ό,τι φαίνεται μη ινδο-ευρωπαϊκές. Μήπως δεν είναι λοιπόν και η λέξη αληθής, που ανήκει ‘σημασιολογικά’ (‘σημαντικά’ - semantisch) στην ίδια ‘περιοχή’, αρχικά καθόλου α-ληθής, όπως ακριβώς θα επιβάλονταν στις λέξεις α-τρεκής, α-κριβής και α-πάτη, και με βάση τη σημασία τους, ένα πρόσθετο, ιδιαίτερο α, που δύσκολα τους ταιριάζει, και που δεν μας βοηθά όπως φαίνεται και να τις κατανοήσουμε περαιτέρω;
Το αν είναι η σημασία τού αληθής ως α-ληθής σωστή απ’ την πλευρά τής γλωσσικής επιστήμης, θα μπορούσε κανείς να το αποφασίση ή όχι. Είναι όμως πολύ πιο σημαντικό εδώ, ότι συνδύασαν απ’ τον Όμηρο μέχρι και την όψιμη εποχή τη λέξη αληθής με τα ‘θέματα’ λαθ-, ληθ- και λανθ- οι Έλληνες. Και διατηρήθηκε αδιαφιλονίκητα στην ποίηση και στον πεζό λόγο αυτός ο συνδυασμός, που τον ‘άκουγαν’ τόσο πάνω στη σκηνή όσο και στο διακαστήριο ή την αγορά απ’ τους ομιλητές. Κάτι που διατηρήθηκε μέχρι και την όψιμη εποχή, ενώ το καταγράφουν σαν κάτι το αυτονόητο και τα αρχαία λεξικά (Lexika). ‘Οικοδομεί’ δε στο “Adversus Logicos” μιαν ολόκληρη παράγραφο με μιαν παραλλαγή, πολύ υποκειμενική, αυτής τής ετυμολογίας ο Sextus Empiricus. Ενώ φαίνεται να αναφέρεται, σχολιάζοντας τον «Φαίδωνα», στον Πλούταρχο ετυμολογικά ο νεοπλατωνικός Ολυμπιόδωρος.
Ας μου επιτραπή ένας προσωπικός εδώ, που ανήκει ωστόσο στο θέμα μας λόγος. Καθώς επεξεργαζόμουν για την αγγλική έκδοση (1958) το κεφάλαιο «Αλήθεια», έμαθα πως ‘αντικρούει’ τον αντίλογό μου για τη σημασία τής Αλήθειας ως Α-λήθειας ο Ησίοδος. Και έμαθα στο μεταξύ, πως είναι και εντελώς αβάσιμος σ’ αυτό το σημείο ο αντίλογός μου. Κι ότι το μόνο που παραμένει είναι ότι οι λέξεις αληθής και αλήθεια 1. δεν είχαν ίσως αρχικά αρνητική σημασία, και 2. ότι δεν τις αισθάνονταν και παντελώς ως αρνητικές, όπως π.χ. τις λέξεις αν-αιδής, αν-αίδεια, α-σεβής, α-σέβεια, α-παθής, α-πάθεια, α-σθενής, α-σθένεια, α-πλανής, α-πλάνεια, α-φανής-, α-φάνεια, και α-σαφής, α-σάφεια. Γιατί δεν υπάρχει σε καμμιά απ’ αυτές τις λέξεις και μια (άλλη…) αρνητική λέξη. Ενώ υπάρχει στην αληθής η αρνητική λέξη αναλήθης, την οποία δεν τη ‘δηλώνει’ βέβαια ο Πολύβιος. Όσον αφορά όμως στο πρόβλημα που έθεσε ο Χάιντεγγερ, δεν σημαίνουν τίποτα αυτοί οι ‘περιορισμοί’.
Στην αρχαία εποχή η ‘κατάσταση των πραγμάτων’ ήταν σαφέστερη στον Ησίοδο, στον οποίον και συνιστά ένα ουσιαστικό στοιχείο τής διδασκαλίας του για τους θεούς η ετυμολόγηση. Αντιπαραθέτει έτσι, σαν να ‘βλαστάνουν’ απ’ τη Νύχτα, τις αντίθετες δυνάμεις τής Έριδος και της Νέριδος στη «Θεογονία» (226 κ.ε.). Και είναι μια απ’ τις κόρες που γεννά η θεά Έρις η Λήθη (Lethe), ανάμεσα στον «οδυνηρό μόχθο» απ’ τη μια, και την «πείνα και τους γεμάτους δάκρυα πόνους» απ’ την άλλη. Αντιπαραθέτει λοιπόν με οξύτητα προς την Έριδα τον Νηρέα ο Ησίοδος (233 κ.ε.). Και θά ’πρεπε να κατανοήσουμε αμέσως βέβαια ως μη-έριδα το όνομα Νηρεύς. Ενώ εκφράζεται σαφώς κατόπιν η μεταξύ τους αντίθεση: γιατί ενώ συνοδεύουν «τα παραπλανητικά λόγια κι ο διφορούμενος λόγος» την Έριδα, χαρακτηρίζεται ως αψευδής και ως αληθής, που «δεν συγκαλύπτει και δεν ξεχνά» ο Νηρέας. Καθιστά δε αναμφισβήτητη τη δεύτερη άρνηση (αληθής…) η πρώτη (αψευδής…). Κάτι που επιβεβαιώνεται αμέσως πάλι, με το να ονομάζεται ως «αυτός που δεν αστοχεί» (νημερτής) ο Νηρέας, για τον οποίον και λέγεται πως «δεν ξεχνά και δεν αστοχεί σ’ αυτό που είναι σωστό (ουδέ θεμιστέον λήθεται), αλλά γνωρίζει να συμβουλεύη δίκαια και με ηπιότητα (αλλά δίκαια και ήπια δήνεα οίδεν)» περαιτέρω. Χαρακτηρίζει λοιπόν ο Ησίοδος, που αντιλαμβάνεται σκεπτόμενος ακριβώς ως α-ληθή τον αληθή και το ‘εγχαράσσει’ αυτό στους ακροατές του, χαρακτηρίζει μ’ αυτό εκείνον που δεν ξεχνά και δεν άστοχεί’, εννοώντας εκείνην ακριβώς την «ορθότητα του βλέμματος (της θέας, της ματιάς…)», την οποίαν και αποδίδει σε μια μεταγενέστερη και όψιμη βαθμίδα τής ελληνικής σκέψης, την πλατωνική, ο Χάιντεγγερ.
Λιγότερο μονοσήμαντος απ’ τον Ησίοδο είναι (ωστόσο…) ο Όμηρος. Μόνον αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε με ευκολία: ότι είναι πάντοτε – με ελάχιστες εξαιρέσεις – αντικείμενο ενός ρήματος ομιλίας το αληθές, αληθέα, αληθείην στα ομηρικά ποιήματα. Υπάρχει δε δυό φορές μια ακριβέστερη σημασία: Εκεί όπου προστάζει ο Έκτορας (Ζ 376) τις υπηρέτριες, να «μη διηγηθούν τα άστοχα (νημερτέα μυθήσασθε)!», και του απαντά η μια υπηρέτρια: «Μας πρόσταξες να μη διηγηθούμε συγκαλυμμένα (αληθέα μυθήσασθαι)». – Και στους αγώνες που γίνονται για τον Πάτροκλο (Ψ 361), όπου υποδεικνύει ο Αχιλλέας στον Φοίνικα τη θέση του στο τέρμα τού ιπποδρόμου, «ώστε να διαφυλάξη στη μνήμη του τις ιπποδρομίες (ως μεμνέωτο δρόμους) και να πη το αληθινό = αυτό που δεν λησμονήθηκε και δεν κρύφθηκε (και αληθείην αποείποι)». Φαίνεται λοιπόν σαν να θέλησε να ‘ταιριάξη’ σ’ αυτά τα δυό σημεία το ασυγκάλυπτο του πράγματος (ότι δεν θα συγκαλυφθή μια πραγματικότητα…) με την ορθότητα της έκφρασης ο Όμηρος (( Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε εδώ την αμεσότητα της έκφρασης προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η αλήθεια… Και όπως λέει ένας φίλος και ‘συνεργάτης’: «Στη μητρική μας γλώσσα βρίσκει την έκφρασή της η ψυχή κι ο νους μας»… )) . Βλέποντας λοιπόν εμείς μαζί τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καταλαβαίνουμε σαφώς ότι και οι δυό σημασίες, τις οποίες και ‘διαμοιράζει’ σε δυό ξεχωριστές περιόδους τής ελληνικής σκέψης ο Χάιντεγγερ, ήταν ήδη ‘αντιληπτές’ στην πρώιμη εκείνην εποχή.
Μια και μοναδική φορά χρησιμοποιείται απ’ τον Όμηρο για έναν άνθρωπο η λέξη αληθής: σε μιαν παρομοίωση ονομάζεται μια υφάντρα «έντιμη και αξιόπιστη». Είχαν δε αμφιβάλει ακόμα και στην αρχαιότητα, αν θα μπορούσε πράγματι να έχη μιλήσει έτσι, σ’ ένα και μοναδικό σημείο (Μ 433) μ’ αυτήν τη σημασία, ο Όμηρος. Δεν είναι όμως και ολόκληρη η παρομοίωση μοναδική; Ανήκοντας ωστόσο αναμφίβολα στο αρχαίο εκείνο έπος (Epos). Δεν σημαίνει λοιπόν εδώ ούτε το ασυγκάλυπτο του Είναι, ούτε τη ματιά που δεν αστοχεί, αλλά τη βέβαιη ειλικρίνεια του προσώπου το αληθής, έχει δηλ. την τρίτη σημασία, την οποίαν και διαθέτει σίγουρα και στη μεταγενέστερη εποχή η λέξη. ‘Συνδυάζοντας’ λοιπόν τον Ησίοδο και τον Όμηρο, είναι σαφές: συναντώνται και οι τρεις σημασίες τού αληθής, αλήθεια, ήδη στη γλώσσα τού αρχαίου έπους, 1) η ορθότητα (η ακρίβεια, η αλήθεια…) της ομιλίας και της γνώμης, που δεν αποκρύπτει και αποκαλύπτει, 2) η ‘άκρυπτη’ και ‘ασυγκάλλυπτη’ πραγματικότητα αυτού που υφίσταται και υπάρχει, 3) η εντιμότητα και ειλικρίνεια του ανθρώπου, του χαρακτήρα (Charakter) – της «ύπαρξης», αν θέλουμε - , που δεν λησμονεί και δεν εξαπατά, η «αλήθεια, που είμαι εγώ ο ίδιος» (Jaspers) (( αληθής λόγος, αληθές ‘πράγμα’, αληθής άνθρωπος… )) . Ενώ τα αντίθετά τους είναι 1) απ’ την πλευρά τής ομιλίας και της γνώμης: το ψέμμα, η απάτη, το λάθος, η πολυλογία ή φλυαρία, η αποσιώπηση· 2) απ’ την πλευρά τού Είναι: αυτό που δεν είναι πραγματικό, παιχνίδι ή όνειρο ή απομίμηση ή παραχάραξη· και 3) απ’ την πλευρά τής ανθρώπινης ‘υπαρξης: η ανειλικρίνεια, η ψευδολογία και η αναξιοπιστία.
Ένας ‘άξονας’ στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, και άρα και στην έννοια της αλήθειας (Aletheia), επιτεύχθηκε με τον Παρμενίδη. Του οποίου η ριζοσπαστική διδασκαλία για το Ένα δεν ‘γνωρίζει’ καμμιάν βασικά πραγματικότητα, που να μπορή να την αντιληφθή (να την εννοήση…) μια ‘αντικείμενη’ σ’ αυτήν αλήθεια. Αλήθεια της σκέψης και πραγματικότητα του Είναι συμπίπτουν εδώ σε ‘Ένα, και μάλιστα σε κείνο ακριβώς το Ένα, που έξω απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα το πραγματικό, παρά η μη-πραγματικότητα και η μη-αλήθεια (ή η ημι-πραγματικότητα και ημι-αλήθεια) αυτού που είναι μόνο γνώμη και μόνο φαινόμενο (( Το απόλυτο Είναι…)) . Είναι δε σημαντικό, ότι διδάσκεται γι’ αυτήν την πραγματικότητα-αλήθεια απ’ τη θεά Ειλικρίνεια ο Παρμενίδης. Συνδέονται λοιπόν αξεδιάλυτα οι τρεις πλευρές τής ελληνικής έννοιας περί Αληθείας εδώ.
Δίπλα στον Παρμενίδη βρίσκεται ο Ηράκλειτος. Και ανακάλυψε απολύτως σωστά ότι αναφέρονται στο «συγκεκριμένο φαινόμενο της αλήθειας με την έννοια της αποκάλυψηςκαι της μη συγκάλυψης» οι περίφημες ‘αρχικές προτάσεις’ τού Ηράκλειτου ο Χάιντεγγερ. Γιατί δεν θα είχε θέσει δίπλα-δίπλα τα ρήματα λανθάνει και επιλανθάνονται, αν δεν ήθελε να τα αντιπαραθέση προς την αλήθεια, ο γεμάτος με λεκτικά παιχνίδια λόγος τού Ηράκλειτου. Αμφίβολο είναι μόνον το αν μας επιτρέπεται να ακολουθήσουμε και σ’ αυτό τον Χάιντεγγερ, στο ότι είχε ‘ακούσει’ δηλ. μόνον τη ‘μη-κρυπτότητα’ του Είναι στην Αλήθεια ο Ηράκλειτος. Ο οποίος και ξεκινά μ’ «αυτόν τον λόγο (Logos)», και με την ανικανότητα του ανθρώπου να τον αντιληφθή, τα όσα λέει (( ‘Ότι παρ’ όλο που είναι κοινός ο λόγος, ζουν οι πολλοί σαν να έχουν ο καθένας τη δική του φρόνηση… )) . Μήπως είναι λοιπόν και τα δυό γι’ αυτόν η αλήθεια; Η αποκαλυπτική δηλ. σαφήνεια και αλήθεια του λόγου του, αλλά και η ‘διαύγεια’ και αλήθεια του Είναι, που αποκαλύπτει αυτός ο λόγος; Και δεν είναι μήπως αυτός ο ίδιος που έθεσε το όνομά του στην αρχή στη θέση τού ομιλητή, και που μιλά απ’ τις πρώτες κιόλας φράσεις για το «πώς εξηγώ εγώ» τις λέξεις και τά έργα; Μήπως συνδέονται άρα κι εδώ, όπως και στον Παρμενίδη, έστω κι αν περισσότερο αινιγματικά, όπως ‘συμβαίνει’ άλλωστε γενικά στον Ηράκλειτο, οι τρεις πλευρές τής Αλήθειας; -
Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στον Πλάτωνα. Χαρακτηρίζεται λοιπόν από κείνην τη διπλή έννοια της κλίμακας και ο δικός του ‘μύθος τού σπηλαίου’: κλίμακα του Είναι και κλίμακα της γνώσης, με αυστηρή το ένα στο άλλο αναφορά. Ενώ διακρίνεται πάνω κι απ’ τα δυό από μακριά, προς τα πού και σε τί συγκλίνουν και τα δυό, αυτό δηλ. που χαρίζει (προσφέρει, χορηγεί) το Είναι στο Όν και τη γνώση στον γνώστη: η « Ιδέα τού Αγαθού» ή «η μορφή τής πληρότητας», άρρητη ως προς την ουσία της, που την προσεγγίζει μόνον η σκέψη και την απεικονίζει με την παρομοίωση. Σ’ αυτό (μ’ αυτό…) το συστηματικό οικοδόμημα παρουσίασε τη φιλοσοφική του εμπειρία, διαίσθηση και κατασκευή ο Πλάτων, δίνοντάς του ταυτόχρονα και την εικόνα, με την οποίαν και διαρκεί. Και κατέστησε φορέα αυτών τών σκέψεων τον Σωκράτη, ο οποίος και κοιτάζει, λόγω αυτής τής ‘στροφής’ του προς την αλήθεια και πραγματικότητα, κατά πρόσωπο τον θάνατο. Αυτό που φαινόταν να είναι μια διπλή λοιπόν κατ’ αρχάς έννοια της κλίμακας, αποκτά και μιαν τρίτην έννοια, αν δεν λησμονήσουμε, πως ακούγεται απ’ το στόμα ενός ειλικρινούς και αληθινού ανθρώπου η παρομοίωση, η αλληγορία κι η μεταφορά για την μη καλυπτόμενη πραγματικότητα και την αποκαλυπτόμενη αλήθεια.
H ερμηνεία τού Χάιντεγγερ για τον μύθο τού σπηλαίου είναι αξιοθαύμαστη με την ενέργειά της· και είναι διδακτική ακόμα κι εκεί όπου παραβλέπει σημαντικά χαρακτηριστικά (τις τρισδιάστατες π.χ. μορφές, που ‘φέρονται’ μέσα απ’ το σπήλαιο), ή εκεί όπου γίνεται αινιγματική (η «Παρουσία» - “Anwesung”, σ. 35), ή εκεί όπου εμπιστεύεται σε υπερβολικό βαθμό την ετυμολογία (η ουσία τού Είδους, της Ιδέας, δεν βρίσκεται μόνο στο «φαίνεσθαι και το οράσθαι», σ. 34 κ.ε., αλλά προπάντων στη μορφή και τη διάρθρωση). Ιδιαίτερα παραπλανητικό είναι το εξής χαρακτηριστικό στην ερμηνεία τού Χάιντεγγερ: όταν μιλά για την ιδέα ο Χάιντεγγερ, εννοεί ως επί το πλείστον, όχι γενικά την «Ιδέα», ούτε την περιοχή τών «μορφών», αλλά εννοεί τη μια και εξαιρετική Ιδέα, το «αρχέτυπο της τελειότητας», που εξυψούται, όμοια με τον ήλιο, ακόμα και πάνω απ’ το βασίλειο των Ιδεών, «επέκεινα του Είναι» - τη «μεταφυσική», για να το πούμε όπως ο Χάιντεγγερ κι ο Γιάσπερς· η οποία και έχει στο «επέκεινα (Epekeina)» την ιστορικο-φιλοσοφική της αρχή.
Το πιο εκπληκτικό όμως τής νέας αυτής ερμηνείας είναι το εξής: βλέπει να συντελείται ένα ‘διεγερτικό’ συμβάν ο Χάιντεγγερ. Πού συντελείται (όμως…); Στην ιστορία τού ανθρωπίνου πνεύματος, ή στη σκέψη τού Πλάτωνα, που έχει τη θέση της σ’ αυτήν την ιστορία; Έχουμε ήδη νωρίς έναν υπαινιγμό για το ότι κάτι συμβαίνει: «Αντί για την μη-κρυπτότητα (το ‘άκρυπτο’…), ‘κερδίζει’ μια άλλη ουσία τής αλήθειας την υπεροχή» (σ. 33). Κι ας ακούσουμε, τί ‘δήθεν’ συμβαίνει. «Περιέχει τη διδασκαλία τού Πλάτωνα για την αλήθεια αυτή η αλληγορία», λέει ο Χάιντεγγερ (σ. 40). «Γιατί στηρίζεται στο άρρητο συμβάν τής κυριαρχίας τής ιδέας πάνω απ’ την αλήθεια». (( Σημ. τ. μετ.: Ο Χάιντεγγερ θέτει την ιδέα πάνω κι απ’ την αλήθεια, σαν γνήσιος ‘αφηρημένος’ σύγχρονος ‘μεταφυσικός’· την αλήθεια, για την οποίαν όμως έδωσαν και την ζωή τους οι Έλληνες φιλόσοφοι… )) . Βλέπει λοιπόν ένα ‘συμβάν’ εδώ ο Χάιντεγγερ: την κυριάρχηση, το να γίνεσαι κυρίαρχος. Ενώ βλέπω εγώ ένα Είναι: το να είσαι κυρίαρχος, στον Πλάτωνα. Και δεν κυριαρχεί βέβαια η ιδέα πάνω απ’ την αλήθεια, εφ’ όσον είναι εξίσου και τα δυό, τόσο το Είναι τών Μορφών, των Ιδεών, όσο και η αντίληψή τους με το πνεύμα η αλήθεια. Και δεν κυριαρχεί εντελώς η Ιδέα ή το Είδος, αλλά η ύψιστη Ιδέα: η ουσιαστική μορφή τής πληρότητας ή τελειότητας.
Και θα προχωρήσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες σ’ αυτήν την ‘ανάλυσή’ μας: Λέει ο Χάιντεγγερ (σ. 41): «Λέγοντας ο Πλάτων, πως κυριαρχεί η ιδέα στο να επιτρέψη το ‘άκρυπτο’, παραπέμπει σε κάτι το ανείπωτο,…» - Και ‘κρίνω’ εγώ: Όχι εντελώς η ιδέα, αλλά η ιδέα τής τελειότητας. Κι όχι ‘επιτρέπει’, αλλά προετοιμάζει, προσφέρει, απονέμει (παρασχομένη – 517 C). Κι αντί για την ‘μη-κρυπτότητα’, το ‘άκρυπτο’, μπορούμε να πούμε σαφέστερα και λιγότερο μονόπλευρα: αποκαλύπτουσα αλήθεια και αποκαλυφθείσα πραγματικότητα. – «…ότι δεν αναπτύσσεται δηλαδή στο εξής απ’ την ίδια την υπαρξιακή της πληρότητα ως φύση ή ουσία τού ‘άκρυπτου’ η φύση ή ουσία τής αλήθειας,…» - Όπου επανεμφανίζεται η λανθασμένη ιστορική κατασκευή με το «εφεξής». Κι είναι σαν να ‘προαναφέρη’ μ’ έναν μυστηριώδη τρόπο στη μεταπλατωνική ιστορία τής φιλοσοφίας ο Χάιντεγγερ τον Πλάτωνα. – «…αλλά μετατοπίζεται στην ουσία τής ιδέας.» - Δεν ‘μετατοπίζεται’ όμως τίποτα στον Πλάτωνα, αλλά θεμελιώνονται η ανακαλυμμένη πραγματικότητα, και το πνεύμα, στο οποίο και άρχει αυτή η αλήθεια, και το οποίο ανακαλύπτει μέσω αυτής τής αλήθειας εκείνην την πραγματικότητα, σε κάτι το ακόμα Υψηλότερο και Ανώτερο: στο Αγαθό ή την Πληρότητα ή Τελειότητα. – «Η φύση τής αλήθειας ‘εγκαταλείπει’ το κύριο γνώρισμα της μη-κρυπτότητας» - Αν πρέπη να εννοηθή μ’ αυτό, ότι εγκαταλείπεται προς χάριν τής ‘γνωσιολογικής’ η ‘οντολογική’ πλευρά τής αλήθειας (Aletheia), αυτό θα ήταν λανθασμένο για τον Πλάτωνα. Γιατί είναι η ύψιστη τελειότητα, αυτό τό αγαθόν, η τού αγαθού ιδέα, που ακτινοβολεί απ’ τον εαυτό της (αφ’ εαυτής…) την αλήθεια, κατανοημένη τόσο ως μη-κεκαλυμμένη πραγματικότητα του Είναι, όσο και ως αποκαλύπτουσα αλήθεια της γνώσης, αλλά και ως ‘ειλικρίνεια’ ή ‘φιλαλήθεια’ επιπλέον τής ύπαρξης, του πνεύματος, που θεάται διαμέσου τής γνώσης την πραγματικότητα του Είναι. – «Προέρχεται έτσι απ’ την υπεροχή τής ιδέας και του ιδείν, μια μεταβολή πριν απ’ την αλήθεια, της φύσεως της αλήθειας» (Χάιντεγγερ) – Το σωστό είναι πάλι (να πούμε: απ’ την υπεροχή…) τής ύψιστης ιδέας. Το δε ιδείν μπορεί να εννοηθή εδώ, με την έννοια του Πλάτωνα, ως εικονική και μόνον έκφραση της εναργούς (ορατής, παραστατικής…) γνώσεως. Και δεν υπερέχει απ’ την ιδέα αυτή η γνωρίζουσα θέαση, αλλά είναι η αλήθεια που αποκαλύπτει και ‘ξεσκεπάζει’ (ακριβώς…) το αντικείμενο της θέασης. – (Χάιντεγγερ, σ.42 κ.ε.) «Γίνεται (λοιπόν…) ορθότης, ορθότης τής αντίληψης και της έκφρασης η αλήθεια». – Είναι ταυτόχρονα και τα δυό στη συστηματική συνάφεια του Πλάτωνα η αλήθεια: μη-κεκαλυμμένη πραγματικότητα του Είναι και αποκαλύπτουσα ορθότητα της γνώσης και της έκφρασης. Και τρίτον κοντά σ’ αυτά: η ειλικρίνεια ή φιλαλήθεια του νου (Nous), που κατευθύνει σε κείνην την πραγματικότητα αυτήν τη γνώση. Και θα μπορούσαμε να πούμε και «ύπαρξη» αντί για νου. – «Μ’ αυτήν την μετατροπή τής φύσεως της αλήθειας συντελείται ταυτόχρονα και μια αλλαγή στον τόπο της. Ως μη-κρυπτόμενη (‘άκρυπτη’…) παραμένει ένα βασικό χαρακτηριστικό τού ίδιου του Όντος. (Ενώ…) ως ορθότης της ‘ματιάς’, του ‘βλέπειν’ καθίσταται ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς το Όν». – Η συντελούμενη αλλαγή, η αλλαγή τού τόπου, το «παραμένει» και το «καθίσταται», ανήκουν όλα στη λανθασμένη κατασκευή. – «Κατά έναν ορισμένον τρόπο πρέπει να διατηρή ωστόσο ως χαρακτήρα ακόμα τού Όντος την ‘αλήθεια’ ο Πλάτων». – Ο περιορισμός (ωστόσο τής έκφρασης…) «κατά έναν ορισμένον τρόπο» και το «ακόμα» αδικούν την εξισορρόπηση της πλατωνικής απεικόνισης. – «Μετατίθεται όμως ταυτόχρονα το ερώτημα για το ‘άκρυπτο’ στην εμφάνιση του βλεπομένου, …και στην ορθότητα έτσι τού ‘βλέπειν’. Γι’ αυτό και υπάρχει ένα αναγκαίο διφορούμενο στη διδασκαλία τού Πλάτωνα». – Δεν μετατίθεται (όμως…) τίποτα στον Πλάτωνα, αλλά συσχετίζονται αμφίδρομα μεταξύ τους η ‘άκρυπτη’ πραγματικότητα του Είναι και η αποκαλύπτουσα ορθότητα του ΄θεάσθαι’. Και πρέπει να μιλάμε επίσης, όχι για (κάτι το…) διφορούμενο, αλλά για δύο πλευρές. – «Το διφορούμενο αποκαλύπτεται με όλην του την οξύτητα στο ότι, ενώ πραγματεύεται (ο Πλάτων…) την αλήθεια, εννοείται επίσης και η ορθότης». – (Και λέω εγώ:…) Αποκαλύπτονται με όλην τους την οξύτητα οι δυό πλευρές απ’ το ότι πραγματεύεται εξίσου την αλήθεια και την ορθότητα (ο Πλάτων…). – (Χάιντεγγερ, σ. 43 κ.ε.) «Μιλούν και οι δυό φράσεις για το ότι υπερέχει η Ιδέα τού Αγαθού, ‘επειδή’ καθίσταται έτσι δυνατή η ορθότητα της γνώσης και το ‘άκρυπτο’, να μην είναι δηλ. κρυμμένο αυτό που έγινε γνωστό. Η αλήθεια είναι λοιπόν εδώ κυρίως, προπαντός και συγχρόνως το ‘άκρυπτο’ και η ορθότης, έστω κι αν βρίσκεται ήδη κάτω απ’ τον ζυγό τής ιδέας το ‘άκρυπτο’». – Με το «έστω κι αν» ξεκινά πάλι η παλιά πλάνη, αντί για τον ζυγό τής συνένωσης έχουμε τώρα τον ζυγό τής υποδούλωσης, και την ιδέα εκεί όπου θά ’πρεπε να υπάρχη η ύψιστη ιδέα.
Μιλά τελικά απλά και σωστά ο Χάιντεγγερ (σ. 48): «Το Ύψιστο στην περιοχή τού Υπεραισθητού είναι εκείνη η Ιδέα, που παραμένει η αιτία, ως Ιδέα όλων τών Ιδεών, για την ύπαρξη και την εμφάνιση κάθε όντος». Τί απέμεινε όμως τότε – όσον αφορά τουλάχιστον στον Πλάτωνα – από κείνην την κατασκευή που παρακολουθήσαμε;
Έμαθα ‘αντιπαρατιθέμενος’ προς τον Χάιντεγγερ, πόσο αδικαιολόγητη ήταν η προηγούμενή μου αντίσταση ενάντια στο ‘άκρυπτο’ και αποκαλυπτόμενο. Δεν άλλαξε ωστόσο και η κριτική μου στην ιστορική κατασκευή τού Χάιντεγγερ. Γιατί αυτό είναι και το σαφές μου συμπέρασμα: ότι δεν καθίσταται κατ’ αρχάς στον Πλάτωνα ορθή συμπεριφορά και έκφραση η αλήθεια· γιατί αυτό συμβαίνει ήδη στο αρχαίο Έπος (Epos). Ισορροπούν δε στον Πλάτωνα, στις ‘εκφράσεις’ αληθής και αλήθεια, η αποκαλύπτουσα αλήθεια, η αποκεκαλυμμένη πραγματικότητα και η ‘φιλαλήθεια’ (ή ο φιλαλήθης άνθρωπος…) που κατευθύνει εκείνην την αλήθεια σ’ αυτήν εδώ την πραγματικότητα. Δεν ‘δείφθειρε’ λοιπόν, κατά πώς ‘θέλει’ ο Χάιντεγγερ, την έννοια της αλήθειας, αλλά την οξύνει, τη συστηματοποιεί και την ανυψώνει ο Πλάτων.
( συνεχίζεται, με το επόμενο, 12ο κεφάλαιο: Διάλογος και Ύπαρξη )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου